Ο όσιος πατήρ ημών Μάξιμος ο Ομολογητής
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Ο όσιος Μάξιμος έζησε κατά τους χρόνουςτου δυσσεβή Κώνστα, απόγονου του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Δέχτηκε τις μέγιστεςτιμές από τους πρώην βασιλείς, και επειδή ήταν ικανός, με τους λόγους, τουςτρόπους του και τη σύνεση λόγω της μακροχρόνιας θητείας του, να προτείνει τιπρέπει να πράττουν αυτοί στα πολιτικά διοικητικά θέματα, προβιβάστηκε στοαξίωμα του πρωτοασηκρήτη () και έγινε κοινωνός της σκέψης των βασιλέων. Ότανόμως η πονηρή και έκφυλη γνώμη των μονοθελητών ως προς τον ενανθρωπήσαντα Θεόμας, δηλαδή ότι ο Χριστός έχει μία μόνο θεϊκή θέληση, άρχισε ναεπικρατεί κατά ανόητο και δυσσεβή τρόπο, και οι μονοθελητές, όσον εξηρτάτο απόαυτούς, διέγραφαν τη μία από τις δύο φύσεις του Χριστού, και μάλιστα ότανάρχισαν να γίνονται γνωστά στον κόσμο διατάγματα, που ενίσχυαν τηνκακοδοξία και προβάλλονταν στη Μεγάλη Εκκλησία, δεν άντεξε ο όσιος να ασεβεί κιαυτός με τους ασεβείς έχοντας κοινωνία μαζί τους, γι’ αυτό και άφησε τιςκοσμικές εξουσίες και προτίμησε να βρίσκεται μάλλον στον οίκο του Θεού παρά νακατοικεί στα σκηνώματα των αμαρτωλών. Πήγε λοιπόν και έμεινε στο Μοναστήρι τηςΧρυσούπολης και έγινε μοναχός, οπότε εκεί έγινε ύστερα και καθηγητής.
Αργότερα,σαν να άναψε από θείο ζήλο, πήγε στην πρεσβυτέρα Ρώμη και έπεισε τονμακαριότατο πάπα Μαρτίνο να συγκαλέσει τοπική Σύνοδο και να αναθεματίσει τουςαρχηγούς του δυσσεβούς δόγματος αυτών που είχαν παραφρονήσει πάνω στη μίαθέληση του Χριστού. Έγραψε όμως και λόγους και συνέθεσε επιστολές που βεβαίωναντην ακρίβεια της ορθόδοξης πίστης με λογικές και από την αγία Γραφή αποδείξεις,προς έλεγχο αυτών που φρονούσαν αιρετικά, οπότε και τις απέστειλε παντού σε όλητην οικουμένη.
Όταν γύρισε από τη Ρώμη με τους δύοΑναστασίους τους μαθητές του, η Σύγκλητος που ομοδοξούσε με την αίρεση τουβασιλιά, του ανέθεσε ευθύνες. Κι ενώ όλοι υπάκουαν στον βασιλιά, αυτός μόνοςαντιστέκεται και κινεί σε αποστασία και τους άλλους, πείθοντάς τους με τιςεπιστολές του να φρονούν αντίθετα προς την αίρεση. Γι’ αυτόν τον λόγο στέλνεταιμε φρουρά κατά τη Θράκη. Και επειδή επέμενε στην ορθόδοξη πίστη, του έκοψαν τοχέρι και τη γλώσσα. Και από εκεί στέλνεται σε εξορία κατά τη Λαζική. Εκεί έζησεεπί τρία χρόνια, φροντίζοντας ο ίδιος τα αναγκαία για τη ζωή του, οπότε πλήρηςημερών κι αφού ασθένησε λίγο, αναπαύτηκε εν Κυρίω. Το σώμα του κατατέθηκε στηΜονή του αγίου Αρσενίου, στη χώρα εκείνη των Λαζών, επιτελώντας καθημερινάπολλά θαύματα. Λέγεται μάλιστα ότι μετά την εκτομή της γλώσσας τουαποκαταστάθηκε αυτή κατά παράδοξο τρόπο από τον Θεό και ότι διακήρυσσε πάλι τηνπίστη του, όσο βρισκόταν εν ζωή. Από τους δύο μαθητές του, ο μεν πρεσβύτεροςΑναστάσιος, αφού του έκοψαν το χέρι ίδια με τον δάσκαλό του, τον εξόρισανμακριά, ενώ ο νεώτερος Αναστάσιος, αφού στάλθηκε σε κάποιο από τα φρούρια τηςΘράκης, πέθανε εκεί».
Η μνήμη του οσίου Μαξίμου τουομολογητού, του «παμμάκαρος και παμμεγίστου», αποτελεί για τηνΕκκλησία μας το αιώνιο κήρυγμα και του αίματός του που χύθηκε για χάρη τηςπίστεως, και των θεοπνεύστων διδασκαλιών του. Η Εκκλησία μας δηλαδή έχει τονεορταζόμενο όσιο όχι ως ένα παρελθόν, έστω και δοξασμένο – κάτι ανάλογο ίσως μετις διάφορες επετείους των εθνικών εορτών – αλλά ως ένα διαρκές παρόν της, αφούκαι το αίμα του (όπως και των άλλων μαρτύρων βεβαίως και διδασκάλων τηςΕκκλησίας) έθρεψε την Εκκλησία και οι διδασκαλίες του κράτησαν ανόθευτα τηναποκάλυψη του Χριστού και το κήρυγμα των αγίων Αποστόλων και των μετέπειταΠατέρων. Και μάλιστα τα δύο αυτά: το αίμα του και οι διδασκαλίες του ήτανάρρηκτα δεμένα μεταξύ τους, δηλαδή το αίμα του ήταν η επιβεβαίωση των ορθώνδιδαγμάτων του. Δεν είναι μία δική μας απλώς γνώμη για τον όσιο Μάξιμο. Είναι ηκοινή πίστη της Εκκλησίας μας, εκφρασμένη διά στόματος του επίσης μεγάλου, όπωςέχουμε ξανατονίσει, Πατέρα και ποιητή αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Στον κανόνατου για τον όσιο, για παράδειγμα, ο άγιος υμνογράφος σημειώνει μεταξύ άλλων:«Μέχρι σήμερα και σε όλες τους αιώνες, παμμακάριστε και παμμέγιστε Μάξιμε, τοσαν του Άβελ χυμένο αίμα σου κηρύσσει στην Εκκλησία του Χριστού, με κραυγαλέαφωνή, τις θεόπνευστες διδασκαλίες σου» («Έτι σου ως Άβελ το αίμα και ειςαιώνας, τα θεόπνευστα δόγματα, φωνή διαπρυσίω, τη Χριστού Εκκλησία κηρύττει,Μάξιμε παμμάκαρ και παμμέγιστε»).
Δεν έχει σημασία που ο άγιος Μάξιμοςδεν έφυγε από τη ζωή αυτή μέσα από το μαρτύριο του αίματος. Έπαθε, βασανίστηκε,πληγώθηκε για την πίστη του, εξ ου και ομολογητής χαρακτηρίζεται, αλλά για τηνΕκκλησία μας δεν παύει να είναι και μάρτυρας όχι μόνο της συνειδήσεως αλλά καιτου αίματος. Όχι μόνον ο προαναφερθείς ύμνος, αλλά πολύ πιο καθαρά άλλοι ύμνοιτονίζουν τη διάσταση αυτή: «Ο μέγιστος Μάξιμος αναδείχθηκε εντελώς αληθινά καικήρυκας και μάρτυρας δι’ αίματος της ευσεβούς πίστεως του Χριστού» («Μέγιστος οΜάξιμος, της ευσεβούς Χριστού πίστεως, παναληθώς, κήρυξ τε και μάρτυς αναδείχθηδι’ αίματος»). Και δεν πρέπει να μας παραξενεύει η παραπάνω θέση, ότι δηλαδήκαι το δικό του αίμα έθρεψε την Εκκλησία, διότι είναι γνωστό ότι η Εκκλησίαμας, ιδρυμένη από τον Χριστό, τον πρώτο μάρτυρα, τράφηκε και τρέφεται από τοαίμα πρωτίστως Εκείνου, αλλά και από τα αίματα των αγίων και εξαιρέτων μελώνΤου, των αγίων μαρτύρων Του. Ας δούμε πόσο ωραία, με τη λιτή και θεόπνευστηγραφίδα του, μας το τονίζει το άγιος Δαμασκηνός στον κανόνα του: «Με τη ροή τουαίματός σου ποτίστηκε η Εκκλησία του Χριστού» («Τη ροή σου του αίματοςκαταρδευομένη η Εκκλησία Χριστού»). Για να συνεχίσει: «Γι’ αυτό και άνθισε τοπαραδεδομένο από τους Πατέρες δόγμα του θείου σπόρου σου, όσιε» («εξανθείπατροπαράδοτον σου του θείου σπόρου δόγμα, όσιε»). Αν η γη που ποτίστηκε από τααίματα ηρώων, προκειμένου να διαφυλάξουν την πατρίδα τους, απαιτεί τηνελευθερία της και δεν ησυχάζει μέχρι να εκπληρωθεί τούτο – που σημαίνει ότιείναι θέμα χρόνου τέτοια ματωμένα χώματα να βρουν τη λευτεριά τους («την οργήτων νεκρών να φοβάστε» λέει ένα ρητό) – πόσο περισσότερο τούτο ισχύει για τηνίδια την Εκκλησία μας, το ζωντανό σώμα του Χριστού, που κυριολεκτικά ζει καιτρέφεται από το αίμα του αρχηγού της, όπως είπαμε, και των πιστώντης; «Πύλαι γαρ Άδου ου κατισχύσουσιν Αυτής»!
Εκείνο όμως που συντριπτικά προβάλλει ηυμνολογία του οσίου σήμερα είναι όντως οι θεόπνευστες διδασκαλίες του οσίου.Αντιμετώπισε την αίρεση των μονοθελητών, των αρνουμένων δηλαδή τη διπλή θέλησητου Κυρίου, ως Θεού και ανθρώπου, άρα των προεκτεινόντων τη χριστολογική αίρεσητων μονοφυσιτών. Στην πραγματικότητα ο αρνούμενος ότι ο Κύριος έχει θεία καιανθρώπινη θέληση, όπως θεία και ανθρώπινη ενέργεια, αρνείται την πραγματικότητατης ενανθρώπησής Του. Και ποιος είναι ο αρνούμενος την εν σαρκί φανέρωση τουΘεού, ει μη «ο μη έχων τον Πατέρα ουδέ τον Υιόν;» Γι’ αυτό και ο άγιοςΔαμασκηνός επανειλημμένως και με πλήρη γνώση αναφέρεται σ’ αυτήν τη διδασκαλίατου: «Μίαν φύσιν Τριάδος, μίαν θέλησιν, έφης, μίαν ενέργειαν· Θεού δεσαρκωθέντος δύο φύσεις θελήσεις, ενεργείας, εκήρυξας» (Είπες ότι είναι μία ηφύση της αγίας Τριάδος, μία η θέλησή Της, μία η ενέργειά Της. Αλλά κήρυξες τιςδύο φύσεις, τη θεϊκή και την ανθρώπινη δηλαδή, του σαρκωθέντος Θεού, τουΧριστού, τις δύο θελήσεις και ενέργειές Του). «Κατέχοντας, Πάτερ, τους θεϊκούςλόγους σου σαν στήλη ορθοδοξίας, σεβόμαστε τον Έναν της Τριάδος, τον Χριστό, μεδύο τις ουσίες και τις θελήσεις» («Στήλην ορθοδοξίας τους ενθέους σου λόγους,Πάτερ, κατέχοντες, τον ένα της Τριάδος εν δυσί ταις ουσίαις και θελήσεσισέβομεν»).
Και γιατί τόσο αγώνας, αιματηρόςμάλιστα, για κάποιους φθόγγους; Γιατί το δύο αντί το μία; Διότι, όπως είπαμε, καιμία λέξη ή ένας φθόγγος μπορεί να σημάνει πλήρη αλλοίωση της αλήθειας περί Θεούκαι Χριστού. Ο αγώνας της Εκκλησίας δεν έγκειται στις λέξεις αλλά στα πράγματα,στην αλήθεια. Και η αλήθεια δηλώνεται με λέξεις. Δεν είμαστε οπαδοί λέξεων οιχριστιανοί επομένως, αλλά «ερασταί της αληθείας», δηλαδή «ερασταί τουΧριστού». Αυτόν θέλουμε, Αυτόν επιζητούμε, συνεπώς μία αλλοιωμένη διά λέξεωνεικόνα Του, μας κάνει να χάνουμε την κοινωνία μαζί Του, που είναι και τοδιαρκώς ζητούμενο. Με άλλα λόγια δεν μπορούμε με αλλοιωμένη πίστη να δοξάζουμεορθά τον Χριστό και Θεό μας. Αυτό έχει υπόψη του και ο άγιος Ιωάννης οΔαμασκηνός. Μας καλεί στο κοντάκιό του ιδιαιτέρως «να εγκωμιάσουμε, φωνάζοντας:χαίρε κήρυκα της πίστεως, τον εραστή της αγίας Τριάδος και Μέγα Μάξιμο, γιατίαυτός μας δίδαξε με τρανό τρόπο την ένθεη πίστη, προκειμένου ναδοξάζουμε τον Χριστό με δύο φύσεις και δύο ενέργειες και θελήσεις», δηλαδή δενθα είχαμε ορθή δοξολογία του Χριστού, αν δεν είχαμε αυτήν τη συγκεκριμένηπίστη. Θα επρόκειτο για κάποιο είδωλο του νου μας, με το όνομα απλώς τουΧριστού – ό,τι προσφέρουν τελικώς οι αιρετικοί. «Τον της Τριάδος εραστήν καιΜέγαν Μάξιμον, τον εκδιδάξαντα τρανώς πίστιν την ένθεον, του δοξάζειν τονΧριστόν, φύσεσιν εν δύω, ενεργείαις τε διτταίς ως και θελήσεσιν, επαξίως οιπιστοί ανευφημήσωμεν, ανακράζοντες: Χαίρε κήρυξ της πίστεως».
Και ως εκ περισσού ας σημειώσουμε καιτο αυτονόητο, που επισημαίνει όμως και πάλι ο άγιος υμνογράφος: ο όσιος Μάξιμοςδεν δίδαξε «το πατροπαράδοτον θείον δόγμα» στηριγμένος στις νοητικές τουδυνάμεις ή σε περισπούδαστες ίσως μελέτες του. Χωρίς να αποκλείονται και αυτές,εκείνο που αποτέλεσε πρωτίστως στήριγμα και δύναμή του ήταν η καθαρή από ταπάθη καρδιά του. Πάλεψε να κρατήσει μακριά από την ψυχή του ό,τι εμπαθές τηνβρώμιζε, οπότε σαν καθαρό κάτοπτρο η ψυχή του αντιφέγγισε τις ακτίνες τηςΘεότητας, τις οποίες και εξέφρασε ως φως, όταν δημιουργήθηκε η κρίση στηνΕκκλησία, από τους δαιμονοκίνητους αιρετικούς. Μόνον όποιος έχεικαθαρή την καρδιά, μπορεί και να δει τον Θεό σωστά, κατά τον λόγο του Κυρίου («μακάριοιοι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται»), αυτό συνέβη και με τον όσιοΜάξιμο. «Ξενωθείς απάσης ηδονής, μακάριε, θανατηφόρου, σεαυτόν ειργάσω όλονακηλίδωτον έσοπτρον θείον» (Αποξενώθηκες από κάθε θανατηφόρα ηδονή, μακάριε,και έκανες ολόκληρο τον εαυτό σου καθαρό θεϊκό καθρέπτη).