Ο άγιος απόστολος Τιμόθεος, μαθητής τουαποστόλου Παύλου
ΤουΠρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Οάγιος Τιμόθεος ήταν από την πόλη Λύστρα, από πατέρα ειδωλολάτρη και μητέραΙουδαία, που λεγόταν Ευνίκη. Μαθήτευσε στον απόστολο Παύλο και έγινε συνεργόςτου και κήρυκας του θείου Ευαγγελίου, οπότε πήγε με τον άγιο Ιωάννη τονιδιαιτέρως αγαπημένο μαθητή του Κυρίου και κατέστη από τον ίδιο τον απόστολοΠαύλο επίσκοπος Εφέσου. Όταν λοιπόν εκβράστηκε ο άγιος Ιωάννης από τη θάλασσα(όπως ιστορεί και στα συγγράμματά του ο Ειρηναίος ο επίσκοπος Λουγδούνων) καιπήγε πίσω στην Έφεσο, κι ύστερα οδηγήθηκε στη νήσο Πάτμο από τον βασιλιάΔομετιανό, ως εξόριστος, αυτός ο μακάριος Τιμόθεος πήρε τη θέση του στηνεπισκοπή των Εφεσίων.
Κάποτε λοιπόν που οι ειδωλολάτρες, σε κάποιαπατροπαράδοτη εορτή τους που ονομαζόταν «Καταγώγιο», στην πόλη των Εφεσίων,κρατούσαν είδωλα στα χέρια τους και έβαζαν κάποια από αυτά σαν προσωπεία πάνωτους και τραγουδούσαν με αυτά και επετίθεντο σε άνδρες και γυναίκες με ληστρικότρόπο και έκαναν φονικά, ο μακάριος Τιμόθεος δεν άντεξε να βλέπει το άτοπο τωνενεργειών τους, αλλά αντιθέτως έλεγχε τη μάταια αυτή πλάνη τους, προτρέποντάςτους να αφήσουν τις αισχρές πράξεις, οπότε φονεύτηκε από αυτούς, καθώς τουεπετέθησαν με ρόπαλα. Ύστερα δε το άγιο λείψανό του μετακομίστηκε στηνΚωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων, όπου τελείται καιη Σύναξή του».
Οάγιος απόστολος Τιμόθεος θεωρείται ο αγαπημένος μαθητής του αποστόλου Παύλου,τον οποίον ακολουθούσε συχνά στις ιεραποστολικές περιοδείες του και από τονοποίο δέχτηκε και τις δύο γνωστές ομώνυμές του επιστολές της Καινής Διαθήκης,την Α΄ και Β΄ προς Τιμόθεον. Και ως μαθητής του Παύλου, η αναφορά του ήταν προςτον Χριστό. Διότι αυτό είναι το γνώρισμα της ορθής μαθητείας στους αποστόλους:να ακολουθούν τα ίχνη του Κυρίου. Θέλουμε να πούμε ότι οι απόστολοι, ωςγνωστόν, δεν είχαν γύρω τους μαθητές-οπαδούς, δεν δημιουργούσαν ένα είδοςπνευματικού «γκέτο», αλλά αυτούς που τους ακολουθούσαν τους προσανατόλιζαναμέσως στον μόνον Σωτήρα των ανθρώπων, τον Ιησού Χριστό. Εκείνον φανέρωναν οιίδιοι, Εκείνον λοιπόν και «έβλεπαν» οι μαθητές τους. Η υμνολογία της εορτής τουαγίου Τιμοθέου απαρχής, ήδη από τα πρώτα στιχηρά του εσπερινού, τοξεκαθαρίζει: «Θεόφρον Τιμόθεε, τρυφής τον χειμάρρουν έπιες, και θεοφρόνωςεπότισας Θεού επίγνωσιν τους θερμώς ποθούντας, τον Χριστόν μιμούμενος» (ΘεόφρονΤιμόθεε, ήπιες τον χείμαρρο της ομορφιάς του Θεού και φρονώντας σαν Εκείνονπότισες αυτούς που ποθούν θερμά τη γνώση Του, μιμούμενος τον Χριστό). Ενώ ήτανμαθητής του Παύλου, τον Θεό «έπινε», Εκείνον δίδασκε, τον Χριστό εμιμείτο. Οαπόστολος Παύλος υπήρξε «καταπέλτης» σ’ εκείνους που θέλησαν να αλλοιώσουν τηναλήθεια αυτή στην Κόρινθο. Όταν κάποιοι αποπειράθηκαν να ομαδοποιηθούν μεκέντρο κάποιους αποστόλους και όχι τον Χριστό, εκείνος αμέσως αντέδρασε μεοξύτητα: «Τι είναι ο Πέτρος ή ο Παύλος ή ο Απολλώς; Μήπως αυτοί σταυρώθηκαν γιαχάρη σας; Του Χριστού είμαστε όλοι και σε Εκείνον ανήκουμε».
Ηκλήση του να γίνει χριστιανός και η συγκατάλεξή του μάλιστα στη χορεία τωναποστόλων δεν ήταν του Παύλου ή κάποιου άλλου αποστόλου. Μπορεί ο απόστολοςΠαύλος να ήταν το μέσο της κλήσεώς του, όμως Εκείνος που γοήτευσε την καρδιάτου και την έλκυσε προς Αυτόν ήταν ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος «βλέποντας ωςπρογνώστης και παντογνώστης την ομορφιά της διανοίας του τον αξίωσενα συλλειτουργεί με τους θείους αποστόλους, Αυτός που με τη σοφή Του πρόνοιαφροντίζει για εμάς» («Ιδών ο προγνώστης και Θεός σης διανοίας το κάλλος,Τιμόθεε, θείοις Αποστόλοις σε συλλειτουργείν κατηξίωσεν, ένδοξε, ο σοφή προνοίατων καθ’ ημάς προμηθούμενος»). Η θέση αυτή του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους γιατον άγιο Τιμόθεο συνιστά αποκάλυψη στην ουσία του ίδιου του Χριστούγια όλους τους ανθρώπους. «Ουδείς δύναται ελθείν προς με – είπε ο Κύριος–εάν μη ο Πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν», κανείς δεν έρχεται προς τον Χριστό,χωρίς να ελκυστεί από τον Θεό Πατέρα. Κανείς με άλλα λόγια δεν γίνεταιχριστιανός από μόνος του, άρα κανείς άνθρωπος, όσο σπουδαίο ευαγγελικό έργο καιαν επιτελεί, δεν μπορεί να καυχηθεί γι’ αυτό: ούτε για τη δύναμη του κηρύγματόςτου ούτε για τη μεθοδικότητα και την οργανωτικότητά του. Αυτά είναι απλά μέσα,συνιστούν ίσως το πλαίσιο, δεν είναι όμως ο πυρήνας. Η χάρη του Θεού είναι ηουσία, γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος σε άλλο σημείο των λόγων του φτάνει στοσημείο να λέει, εξαφορμής κάποιων που κήρυσσαν το όνομα του Χριστού απόαντιπαλότητα προς τον ίδιο: είτε από καλή διάθεση το κάνουν είτε αντιδραστικά,αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι «Χριστός καταγγέλλεται».
Ηαλήθεια ότι ο Θεός κινεί τα νήματα της κλήσεως τελικώς του ανθρώπου με τησυνέργεια απλώς των ανθρώπων, δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε μία υποβάθμιση όμωςτου ανθρώπινου παράγοντα. Η ισορροπία είναι λεπτή. Αν ο ίδιος ο Κύριοςεπανέλαβε τον Γραφικό λόγο ότι «δι’ υμάς βλασφημείται το όνομά μου εν τοιςέθνεσι», δηλαδή ότι το όνομα του Θεού βλασφημείται από τους απίστους εξαιτίαςτων θεωρουμένων κακών εκπροσώπων Του, αυτό σημαίνει ότι και ο ανθρώπινοςπαράγων δεν είναι αμελητέος ως προς το να κερδηθεί ή να χαθεί ο συνάνθρωπος.Γι’ αυτό και έχει τεράστια σημασία να εκφράζεται η ορθή πίστη στον άνθρωπο ωςορθή πράξη. Ο άγιος υμνογράφος στην τρίτη ωδή του κανόνα του για τον άγιοΤιμόθεο επισημαίνει και τη διάσταση αυτή. «Με τη νέκρωση των μελών της σαρκόςσου, δηλαδή του αμαρτωλού σου φρονήματος, μακάριε Τιμόθεε, υπέταξες τοχειρότερο στον φωτισμένο από τον Θεό λόγο, δίνοντας την ηγεμονία στο ανώτερο.Και έτσι κυριάρχησες στα πάθη σου και έκανες φαιδρά και λαμπρή τηνψυχή σου, καθώς ρυθμιζόσουν από τα διδάγματα του Παύλου» («Νεκρών σου ταμέλη της σαρκός, τω λόγω καθυπέταξας την των χειρόνων, μάκαρ Τιμόθεε, ηγεμονίανδιδούς τω κρείττονι, και παθών εκράτησας και ψυχήν εφαίδρυνας, ρυθμιζόμενοςΠαύλου διδάγμασι»).
Οαπόστολος Παύλος ήταν ο Γέροντας, για να χρησιμοποιήσουμε μεταγενέστεροεκκλησιαστικό όρο, του Τιμοθέου. Εκείνος τον ρύθμιζε, τον καθοδηγούσε για ναυπερβεί ο Τιμόθεος τα πάθη του, να καθαρίσει την καρδιά του, να φωτιστεί απότον Θεό, να βρει τον Θεό. Κι αυτό το έκανε μ’ έναν διπλό τρόπο: πρώτα με τηναγιασμένη του ζωή: «Ο Παύλου του θείου στερρός μαθητής, διδασκάλου τοις ίχνεσινέπεται» (Ο σταθερός μαθητής του θείου Παύλου, ακολουθεί τα ίχνη του διδασκάλου)∙ έπειταμε τη διδασκαλία του, είτε την προφορική είτε τη γραπτή μέσω των επιστολών του.Οι επιστολές μάλιστα που του έστελνε δεν είχαν χαρακτήρα τυπικό ήαπλώς συναισθηματικό, αλλά ήταν κατά κυριολεξία «ιερουργία του ευαγγελίου». Οαπόστολος παντού και πάντοτε βρισκόταν «κατ’ ενώπιον του Θεού», «πάντα ενεργώνεις δόξαν Θεού». «Ιερουργών Χριστού Ευαγγέλιον, εξ αρετών περιωπής, θεογράφουςεπιστολάς, Παύλος ο θειότατος, χαίρων εξαπέστειλεν, ως μαθητή σοι, Τιμόθεε»(Ιερουργούσε το ευαγγέλιο του Χριστού από το ύψος των αρετών ο θειότατος Παύλοςκαι με χαρά σου έστειλε ως μαθητή του, Τιμόθεε, θεόγραφεςεπιστολές). Θα ήταν μεγάλη ευλογία να μελετούσαμε ή ναξαναμελετούσαμε τις επιστολές αυτές του αποστόλου Παύλου. Θα ήταν και πάλι έναςευαγγελισμός των ψυχών μας.