Ο όσιος πατήρ ημών Εφραίμ ο Σύρος (28 Ιανουαρίου)
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Οόσιος Εφραίμ ήταν από την Ανατολή, Σύρος στην καταγωγή. Διδάχτηκε την ευσέβειακαι την κατά Χριστόν πίστη από τους προγόνους του κι έζησε στους χρόνους τουΘεοδοσίου του Μεγάλου. Ασπάστηκε από τα παιδικά του χρόνια τον μοναχικό βίο,και λέγεται ότι εκχύθηκε χάρη από τον Θεό πάνω του, διά της οποίας, αφού έγραψεπάρα πολλά κατανυκτικά συγγράμματα, καθοδήγησε πολλούς προς την αρετή κι έγινεπαράδειγμα ασκητικής αρετής στις επόμενες γενιές. Τελείται δε η σύναξή του στοΜαρτύριο της αγίας Ακυλίνας, στον τόπο του Φιλόξενου, πλησίον του φόρου».
Οόσιος Εφραίμ ο Σύρος είναι από τους γνωστότερους οσίους της Εκκλησίας μας, μετην έννοια ότι τον γνωρίζουν και εκείνοι που δεν τον γνωρίζουν. Τι θέλουμε ναπούμε; Μπορεί κανείς να μην έχει υπόψη του ότι η κατεξοχήν προσευχή της ΜεγάληςΣαρακοστής, το «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου…», είναι δική του προσευχή,σίγουρα όμως την έχει ακούσει, την έχει και αυτός ψιθυρίσει, μπορεί να την έχειεντάξει και στις δικές του προσευχές.
Κι αυτό σημαίνει ότι έχει προκληθεί καιπροκαλείται κάθε φορά με την προσευχή αυτή να ζήσει τη μετάνοια, ως αγώνααποφυγής των κακών παθών: της αργίας, της περιεργείας, της φιλαρχίας, τηςαργολογίας, και αποκτήσεως των αρετών: της σωφροσύνης, της ταπεινοφροσύνης, τηςυπομονής και της αγάπης, διά των οποίων ζει κανείς την παρουσία του Θεού. Δενείναι τυχαίο λοιπόν που ο υμνογράφος του άγιος Θεοφάνης αφενός τον προβάλλει ωςκήρυκα της μετανοίας, αφετέρου ως «θείον κρατήρα της κατανύξεως». Όπως τονίζειτο κοντάκιο και ο οίκος του κοντακίου μάλιστα «εν τοις λόγοις και έργοις σουραθύμους εγείρεις προς μετάνοιαν» (με τα λόγια και με τα έργα σου ξυπνάς όλουςγια να μετανοήσουν).
Ταδάκρυα της κατανύξεως αποτελούσαν το κύριο στοιχείο της ζωής του οσίου, όπωςκαι δάκρυα κατανύξεως προκαλούσαν και προκαλούν τα συγγράμματα που έγραψε. Κατάτον άγιο Θεοφάνη «αμέμπτως ήνυσας τον βίον δάκρυσι σεαυτόναποπλύνας» (Πέρασες τη ζωή σου με άμεμπτο τρόπο, αφού ξέπλυνες τον εαυτόσου με τα δάκρυά σου). Εκείνο που έκανε τον όσιο να ζει με δάκρυακαι να έχει την κατάνυξη κυριολεκτικά σύνοικο της ζωής του ήταν η διαρκής μνήμητου θανάτου και της κρίσεως που τον ακολουθεί. Πράγματι, όποιος ενθυμείται τονθάνατό του με επίγνωση, όποιος έχει τη μνήμη ότι ακολουθεί η κρίση, εκείνοςείναι που φτάνει σε μεγάλη ύψη αγιότητας, διότι έχει διαρκή αφορμή στο να μηαμαρτάνει. Όπως το λέει και η Γραφή: «Μιμνήσκου τα έσχατά σου και ου μη αμάρτηςεις τον αιώνα» (Θυμήσου το τέλος της ζωής σου και δεν θα αμαρτήσεις ποτέ). Οιύμνοι της Εκκλησίας μας σ’ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό επικεντρώνουν ακριβώς σ’αυτή τη μνήμη που διακατείχε τον όσιο. «Την του Κριτού παρουσίαν ιστορησάμενος,τοις των δακρύων ρείθροις των ψυχών τας λαμπάδας ανάπτειν εκδιδάσκεις, πάσιβοών, του Νυμφίου την έλευσιν» (Εξιστόρησες την παρουσία του Κριτή καιδιδάσκεις έτσι να ανάβουμε τις λαμπάδες των ψυχών μας με τους ποταμούς τωνδακρύων μας, φωνάζοντας σε όλους την έλευση του Νυμφίου Χριστού). Κι αλλού,όπως στο Δοξαστικό του εσπερινού: «Προφητικώς καταβρέχων την στρωμνήν τοιςδάκρυσι και μελέτην βίου ποιούμενος την μετάνοιαν, της κρίσεως τον φόβον έργοιςημίν και διά λόγων υπέδειξας» (Καταβρέχοντας το στρώμα σου, σαν τον προφήτηΔαβίδ, με τα δάκρυα και κάνοντας μελέτη της ζωής σου τη μετάνοια, μας υπέδειξεςμε τα έργα σου και με τα λόγια σου τον φόβο της κρίσεως). Κι επιμένει ουμνογράφος ακόμη και στο κοντάκιο: «Την ώραν αεί προβλέπων της ετάσεως,εθρήνεις πικρώς, Εφραίμ, ως φιλήσυχος» (Έχοντας μπροστά σου πάντοτε την ώρα τηςκρίσεως, θρηνούσες πικρά, Εφραίμ, ως φίλος της ησυχίας).
Δενπρέπει να οδηγηθεί όμως κανείς σε λανθασμένα συμπεράσματα ως προς την αιτία τωνδακρύων και της κατανύξεώς του. Ο όσιος δεν ζούσε σε μία φοβική, δηλαδήαρρωστημένη, ατμόσφαιρα. Ο φόβος της κρίσεως δεν λειτουργούσε γι’ αυτόν ως μίαπνευματική τρομοκρατία, η οποία αλλοιώνει αρνητικά την ψυχή, αλλά και το σώματου ανθρώπου. Ο φόβος αυτός ήταν καρπός της αγάπης του προς τον Κύριο, μη τυχόνδηλαδή εκπέσει από την αγκαλιά Του, μήπως χάσει τη χάρη Του. «Τρωθείς αγάπη τουΠαντοκράτορος, όλον σαυτού τον βίον θρηνωδών διετέλεσας, εκβοών μετ’ εκπλήξεως,όσιε∙ άνες τα κύματά σου, Σώτερ, της χάριτος, ταύτην μοι πλουσίωςσυντηρών, εν τη μελλούση ζωή» (Πληγώθηκες από την αγάπη του ΠαντοκράτοροςΚυρίου, γι’ αυτό και πέρασες όλη τη ζωή σου με θρήνους, όσιε, φωνάζοντας μεέκπληξη: πάρε μου πίσω, Σωτήρα, τα κύματα της χάρης Σου, κρατώντας την για μέναπλούσια, κατά τη μέλλουσα ζωή). Ζητούσε ο όσιος να μη έχει τόσο μεγάλη χάρη στηζωή αυτή, μη τυχόν συμβεί και μειωθεί αυτή κατά τη μέλλουσα ζωή. Το κύριογνώρισμα της ζωής του δηλαδή ήταν ο βαθύς έρωτάς του προς τον Κύριο. Αυτός οέρωτας τον έκανε να δακρυρροεί διαρκώς και να ζει πάντοτε με την προσμονή τηςσυναντήσεώς του με τον Κύριο.
Καιδεν πρέπει να αφήσουμε κατά μέρος εκείνο που έκανε τον όσιο να ζειμε καρδιακό πένθος και μετάνοια, προκειμένου να είναι στην αγάπη τουΚυρίου: την εγκράτεια. Ο όσιος ζούσε με αδιάκοπη εγκράτεια – την προϋπόθεση τηςαγάπης προς τον Θεό και της κατανύξεως – κάτι που ο υμνογράφος επισημαίνει στονοίκο του κοντακίου και πάλι, με ένα συγκεκριμένο περιστατικό. «Ιχνηλατείνβουλόμενος, Πάτερ, του Προδρόμου ταις τρίβοις, εκ του κόσμου μόνος αυτόςαπάρας, εις έρημον κατώκησας. Βλέπων σε ουν ούτω βιούντα ο εχθρός τον δίκαιον,γύναιον πάνυ αναιδές κατά σου διεγείρει, οιόμενος διά του αρχαίου όπλου την σηνανδρείαν καταβαλείν, και την αγνείαν μολύνειν σου» (Θέλοντας ναακολουθείς τα ίχνη του δρόμου του Ιωάννου του Προδρόμου, έφυγες εσύμόνος σου από τον κόσμο και κατοίκησες στην έρημο. Βλέποντας λοιπόν ο εχθρόςδιάβολος εσένα τον δίκαιο να ζεις έτσι, ξεσήκωσε μία πολύ αναιδή γυναίκα τουδρόμου, νομίζοντας ότι θα καταβάλει την ανδρεία σου με το αρχαίο όπλο, δηλαδήτη λαγνεία, και θα μολύνει την αγνότητά σου). Το περιστατικό δηλαδή είναιγνωστό: ο εχθρός διάβολος έβαλε στη σκέψη μίας πόρνης γυναίκας να παρασύρει τονόσιο. Πήγε λοιπόν και του έκανε ανήθικες προτάσεις. Κι εκείνος, μη πτοούμενος,μάλλον λυπούμενος βαθιά για την κατάντια της, την πήρε και την οδήγησε στο μέσομίας πλατείας, κι εκεί την προέτρεψε να του πει τι ακριβώς θέλει να κάνει. Κιεκείνη εκφράζοντας την απορία της ότι αυτά δεν γίνονται στο μέσο του δρόμου,δέχτηκε τον λόγο του: Πώς λοιπόν να κάνω κάτι ενώπιον του Θεού, όταν εσύντρέπεσαι να το κάνεις μπροστά στους ανθρώπους;