Οἱ ἠθικές μας ἐλλείψεις
(Ομιλία του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)
«Ἔτι ἕν σοι λείπει…» (Λουκ. 18,22)
Ένας πλούσιος , ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ πρόσωπο τῆςπερικοπῆς τοῦ εὐαγγελίου. Εἶνε Νέος καὶἀηδιάζει τὴν πεζότητα, θέλει νὰ πετάξῃ ψηλά, νοσταλγεῖ τὴν αἰωνιότητα. Ἔτσιπλησιάζειτὸ Χριστό. Ἀκοῦστε τὴν ἐξομολόγησί του·Κύριε! Ἀπὸ μικρὸς προσπάθησα νὰ ζήσω κατὰτὶς θεῖες ἐντολές. Δὲν μόλυνα τὰ χέρια μου μὲ αἷμα, δὲν προσέβαλα τὴνοἰκογενειακὴ τιμὴ ἄλλου,δὲν ἔκλεψα, δὲν ψευδώρκησα, τίμησα τοὺς γονεῖς.Ἀλλ᾿ αὐτὰ ἆραγε ἀρκοῦν γιὰ νὰ πάρω εἰσιτήριο γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή;
Μήπως ἔχω κάποιαἔλλειψι; «Τί ἔτι ὑστερῶ; »(Ματθ.19,20).
Μήπως ἔχω κάποιαἔλλειψι; «Τί ἔτι ὑστερῶ; »(Ματθ.19,20).
ὉΚύριος διακρίνει στὸ βυθὸ τῆς ψυχῆς το υἕνα φρικτὸ νόσημα, τὴ φιλαργυρία. Καὶ ὁ Ἰατρὸςσυνιστᾷ τὸ φάρμακο, τὴν ἀγάπη, ποὺ θυσιάζει τὰ πάντα γιὰ τοὺς ἀδελφούς. «Πάνταὅ σα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς»(Λουκ. 18,22).
Νάτὸ δραστικὸ φάρμακο. Ἀλλ᾽ ὁ νέος διστάζει. Ὁλόγος τοῦ φαίνεται βαρύς· ἑκούσια πενία,φάρμακο πολὺ πικρό. Δὲν θὰ τὸ πάρῃ.
Προτίμησε τὸ χρυσὸπαρὰ τὸ Χριστό. Καὶ χάθηκε.
Ἂς φοβηθοῦμε, ἀδελφοί, μήπως χαθοῦμε κ᾽ἐμεῖς.Γιατὶ κ᾽ ἐμεῖς ἔχουμε ἐλλείψεις καὶ δὲνφροντίζουμε γιὰ διόρθωσι. Ὡς ἔνοχοι ποὺεἴμαστε , ἂς πλησιάσουμε τὸν Κύριο κι ἂς ρωτήσουμε· «Κύριε, ἐσὺ ποὺ διέκρινες στὴν καρδιὰτοῦ νέου τὴ φιλαργυρία, φανέρωσε καὶ σ᾽ ἐμᾶς ποιά πάθη, ποιές ἐλλείψεις ἔχει ὁχαρακτήρας μας.
Κύριε, σὲ τίὑστεροῦμε;». Θὰ μιλήσω, ἀδελφοί μου,παραβολικά.
Κάποιος εἶνε ἀδιάθετος. Νιώθει ἀνορεξία, κόπωσι, ζάλη. Πόνους ὅμως δὲν ἔχει.
Δὲν εἶνε τίποτα,λέει,θὰ περάσῃ. Ἀλλ᾿ ἡ ἀδιαθεσία συνεχίζεται πολλὲςμέρες. Τὸν πιάνει ἀυπνία. Ἀρχίζει πιὰ ν᾽ἀνησυχῇ κ᾽ ἔτσι πάει στὸ ἰατρεῖο. ―Γιατρέ,εἶνε τώρα μερικὲς βδομάδεςποὺ δὲ νιώθω καλά. Ὁγιατρὸς ἐξετάζει, ἀκροάζεται,μετράει σφυγμούς, ἀλλὰ δὲ βρίσκει κάτι.―Περίεργο, λέει, ὅλα ἐν τάξει· ἀλλ᾿ ἂς ἐξετάσουμε καλύτερα.Κάνει ἀκτινογραφία καὶ ἀναλύσεις, καὶ τώραβρίσκεται, ὅτι κάπου στὸν ὀργανισμὸ ἄρχισε νὰ πλέκῃ θανατηφόρο δίχτυ τὸμικρόβιο μιᾶς νόσου , ποὺ καὶ τ᾽ ὄνομά της ἀκόμα τρομοκρατεῖ. Ὁ γιατρὸς εἰδοποιεῖ· ―Βρέθηκε τὸ μικρόβιο. Μὴν ἀπελπίζεσαι ὅμως· τὸκακὸ εἶνε στὴν ἀρχή· θὰ σοῦ δώσω ἀγωγὴκαὶ θὰ σωθῇς.
Αὐτὰ εἶνε ἕναπαράδειγμα, μιὰ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ νομίζει ὅτι εἶνεψυχικὰ ὑγιής .Ἐξετάζει ἐπιπόλαια τὸν ἑαυτό του καὶ λέει·Εἶμαι ἐν τάξει! Νὰ τὸν πιστέψουμε, νὰ τοῦ ἐκδώσουμεπιστοποιητικὸ ψυχικῆς ὑγείας, νὰ τὸν ἀνακηρύξουμε καὶ ἅγιο; Πόσο ἀπατᾶται ὁ δυστυχής!Ἐνῷ λέει ὅτι εἶνε ἐν τάξει, τὸν πιάνει στενοχώρια, δὲ μενει εὐχαριστημένοςμὲ τὸν ἑαυτό του.―Κάτι ἔχω, μονολογεῖ, ποὺ δὲ μ᾽ ἀφήνει νὰ χαρῶ… Ἀποφασίζει λοιπὸν νὰ ἐπισκεφθῇ ἕναψυχικὸ ἰατρεῖο, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἵδρυσε ἐδῶστὴ γῆ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.Ποιό εἶνε τὸ ἰατρεῖο; Εἶνε –μὴεἰρωνευθῆτε–τὸ ἐξομολογητήριο. Ἐκεῖ ἕναςἐπιστήμονας τῶν ψυχῶν, σεβάσμιος πνευματικὸς πατέρας ,ποὺ ἐκπαιδεύτηκε χρόνιαστὴν τέχνη τῆς διαγνώσεως καὶ θεραπείας τῶν ψυχικῶν νόσων, τὸν δέχεται. ―Τί πρέπει νὰ κάνω,πάτερ, γιὰ νὰ βρῶ τὴ γαλήνη; Καὶ ὁ πνευματικὸςἰατρός, ἀφοῦ ἀκροᾶται, «ἀκτινοσκοπεῖ»,ἀναλύει τὰ ψυχικὰ φαινόμενα καὶ τὰδιάφορα περιστατικὰτοῦ βίου, μετὰ ἀπὸ κοπιώδη καὶ ἐπιμελῆ ἔρευναἀποφαίνεται· ―Παιδί μου, στὸ βάθος τῆςψυχῆς σου μὲ τὸ φακὸ τοῦ Εὐαγγελίουδιέκρινα ἕνα πλέγμα κακίας· ὀνομάζεταιθυμός . Μὲτὴν παραμικρὴ ἀφορμή, γιὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα πράγματα, χάνεις τὴν ἠρεμία σου, ἐξάπτεσαι, γίνεσαι ἔξαλλος, φαρμακώνειςτὴ ζωή σου, ἀναστατώνεις τὸ περιβάλλον, δημιουργεῖς ἔχθρες, ἐπεκτείνεις τὸ μῖσος .Ἔχεις, παιδί μου, τόσα καλά, ἀλλὰ ὁ θυμὸς θὰ σὲ φάῃ, θὰ γίνῃ ὁ νεκροθάφτης σου.
Εἶνε μία σοβαρὴ ἔλλειψις τοῦχαρακτῆρος σου, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος σοῦ ἀπευθύνει τὴ στιγμὴ αὐτὴ τὴν παρατήρησι· «Ἔτι ἕν σοι λείπει»,ἐκρίζωσε τὸ θυμό, καὶ φύτεψε τὸ δένδρο τῆς πραότητος , ποὺ κάτωἀπ᾽ τὴ σκιά του θὰ βρῇ ἀνάπαυσι ἡ ψυχή σου.Αὐτὰ θὰ πῇστὸν ἕνα ὁ πνευματικός. Στὸν δεύτερο ποὺ θὰἔρθῃ καὶ θὰ ρωτήσῃ ― «Τί ἔτι ὑστερῶ;», ὁ πνευματικὸς θὰ πῇ μὲστοργή·―Τὸ ἐλάττωμά σου εἶνε ἡ κοσμικότης , ἡ κλίσι πρὸς τὶς τέρψεις καὶ διασκεδάσεις. Ἀπὸ κοσμικὸ κέντροσὲ κοσμικὸ κέντρο, ἀπὸ χορὸ σὲ χορό,ἀπὸ θέατρο σὲ θέατρο… τί κερδίζεις; Τὸν καιρό σου χάνεις. Καὶ μόνο αὐτό; Τὸ μυαλό σου γεμίζει μὲ εἰκόνες καὶ παραστάσεις ποὺ δημιουργοῦν θύελλα καὶ δὲ σ᾽ ἀφήνουν νὰ ἠρε- μήσῃς. Ἄσετὴν τύρβη τῆς κοσμικῆς ζωῆς, ζῆσε μὲπνευματικότητα ,γίνε ἐσωτερικώτερος, καὶ θὰδοκιμάσῃς χαρὰ ἀνώτερη, τὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου.
Στὸν τρίτο, ποὺ ἔρχεταισυντετριμμένος , ὁ πνευματικὸς θὰ πῇ· ―Παιδί μου,ἔχεις κάνει ὣς τώρα πολλὰ καλά. Ἀλλὰ τί τὸὄφελος; Ἕνα κακὸ τείνει νὰ σὲ ὑποτάξῃ, νὰἀχρηστεύσῃ ὅλεςτὶς καλωσύνες σου.Στὰ βάθη σου ἀναπτύχθηκε καρκίνωμαποὺ ὁλοένα ἁπλώνεται κι ἀπομυζᾷ τοὺς χυμοὺς τῆςψυχῆς· εἶνε ἡ μνησικακία .
Κάποιος σοῦ ἔκανε κακὸκ᾽ ἐσὺ ἀπὸ τότε δὲ θέλεις νὰ τὸ ξεχάσῃς· ἡἀνάμνησί του εἶνε ζωηρή. Τὴν εἰκόνα τῆς ἀδικίας σοῦ φρεσκάρει συνεχῶς ὁ Ἑωσφόρος. Γι᾿ αὐτὸ ἀκοῦςτὸ ὄνομα τοῦἐχθροῦ σου καὶ ταράζεσαι, διψᾷς ἐκδίκησι.
Εἶνε ἀνάγκη ν᾽ ἀντιδράσῃς. Τὸ φάρμακο ποὺ σοῦ δίνω εἶνε δοκιμασμένο, φέρνει ἀποτελέσματα. Λέγεται συγχώρησις· πρέπει νὰ δοθῇ μὲ ὅλη τὴνκαρδιά, γιὰ νὰ μὴ μείνῃ μόριο μνησικακίας.
Ἔτσι ἀνακαλύπτονται τὰπάθη. Διότι οἱ ἠθικὲς ἐλλείψεις εἶνε δυσδιάκριτες ἀπὸμᾶς τοὺς ἴδιουςκαὶ ζοῦμε σὲ ἄγνοια τοῦἑαυτοῦ μας.Ὁ ἄνθρωπος, ἐνῷ ἐξερεύνησε τὸΒόρειο Πόλο, δὲν ἔχει ἐξερευνήσει τὸν ἑαυτό του, ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶνεἄγνωστος. Δὲν γνωρίζειτὴν ψυχική τουκατάστασι. Ἡ ὑπερηφάνεια,μὲ τὴν ὁποία ἀνατρέφεται ἀπὸ παιδί, σκεπάζειμὲ πέπλο τὶς ἠθικὲςἐλλείψεις καὶ δημιουργεῖ τὴν αὐταπάτη, ὅτι καλύτερος ἄνθρωπος δὲν ὑπάρχει. Πῶς θὰ διαλυθῇ ἡ αὐταπάτη; Ἄριστο μέσο, ποὺ ἀνοίγει τὰ μάτια νὰ δοῦμε τὰ βάθη μας, εἶνε ἡ ἱερὰ ἐξομολόγησις . Μὲ τὸ μυστήριο αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει τὸν Κύριο καὶ λέει·Κύριε, ἀγνοῶ τὸν ἑαυτό μου.Ζῶ στὸ σκοτάδι. Ἡ ὑπερήφανη ἰδέα ποὺ ἔχω γιὰ ἀσήμαντα ἔργα μου, οἱἔπαινοι, οἱ κολακεῖες, τὰ ψέματα τῶν γύρω, ὅλ᾿ αὐτὰ μὲ τυφλώνουν. Σύ, ὁ καρδιογνώστης,γνωρίζεις καὶ τὴ δική μου καρδιά, ποιά εἶ νετὰ πάθη καὶ τὰ ἐλαττώματά της. Αὐτὴ τὴν ἱ-ερὴστιγμὴ θέτω τὸν ἑαυτό μου ὑπὸ τὴν ἔρευ-νατοῦ πνευματικοῦ. Βάλετὸ δάκτυλό σου στὴ μυστικὴ πληγή μου . Ὑπόδειξε τί δίαιτα πρέπειν᾿ ἀκολουθήσω, ποιά φάρμακα νὰπάρω γιὰ νὰ ξαναβρῶτὴν ψυχική μου ὑγεία. Εἶνε αὐτὴ τόσο πολύτιμη,ὥστε ὅ,τι διατάζεις θὰ τὸ κάνω.Καὶ ὁ Κύριος διὰ τοῦ πνευματικοῦ ἀπαντᾷ·
―Παιδίμου, σὲ ἐξέτασα.
Ἔχειςῥωγμὲς - ἐλλείψεις ποὺ σὲἀσχημίζουν. Ἀλλὰ μὴ φοβᾶσαι.
Πίστευεσ᾽ ἐμένα. Ἐγώ, ποὺ ἔδωσα τὴ θεραπεία σὲσωματικῶς ἀνιάτους, θὰ δώσω καὶ σ᾽ ἐσένα τὴνψυχικὴ ὑγεία ποὺ ποθεῖς. Ἀρκεῖ νὰ ἐκτελέσῃς τὴ συνταγὴ ποὺ σοῦ δίνει ἐκ μέρους μουὁ πνε ματικός. Ὑπ᾽ αὐτὸ τὸν ὅρο, θ᾽ ἀναλάβῃς,θὰ νικήσῃς τὰ πάθη, θὰ βγῇςἀπὸ τὸ θεραπευτήριό μου ὑγιὴςκαὶ θὰ φωνάξῃς· «Τὰ ἀδύνατα πα ρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. 18,27)
Ὅλοι, ἀγαπητοί μου,ὅσοι βαπτισθήκαμε κι ἀνήκουμεστὴν Ἐκκλησία, θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε ἅγιοι. Δυστυχῶς, ὅπως δείχνει ἡ ἔρευνα τοῦ ἐξομολογητηρίου,
εἴμαστε ἀτελεῖς . Ὁ καθέναςμας ἔχει κάποια ἔλλειψι, τὴν ἀχίλλειο πτέρνα,τὴν ἀδύνατη πλευρά του. Ἀλλὰ ἡ θρησκεία μαςεἶνε ἡ ἰδεώδης· μᾶς δείχνει τὴν κορυφὴ τῶνἹμαλαΐων τῆς ἀρετῆς καὶ λέει· Ἐμπρός, βαδί-ζετε διαρκῶς πρὸς τὰ ἄνω,«γίνεσθε τέλειοι» (Α΄ Κορ. 14,20) . Ναί,ὁ Κύριος, τὸ πρότυπο τῆς τελειό-τητος, θέλει νὰ γίνουμε κ᾽ ἐμεῖς «τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι»(Ἰακ.1,4).
Καμμιάἔλλειψι νὰ μὴνπαρουσιάζῃ ὁ χαρακτήρας μας.Ὅπως μία μικρὴῥωγμὴ στὰ ὕφαλα τοῦ πλοίουμπορεῖ νὰ τὸ βυθίσῃ, ἔτσι κ᾽ ἕνα μικρὸ ἐλάττω μα ποὺ μένει ἀπολέμητομπορεῖ νὰ μᾶς καταστρέψῃ. Ὁ Ἰούδας ἕνα ἐλάττωμαεἶ χε, τὴ φιλαργυρία· τὸ ἄφησε, γιγαντώθηκε καὶ τὸν ἔπνιξε.Ἂς προσέξουμετὸν ἑαυτό μας. Γιατὶ ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ θὰ στηθῇ ἡ πλάστιγγα τῆς ΘείαςΔικαιοσύνης καὶ θὰ μᾶς ζυγίσῃμὲ ἀκρίβεια, κιἀλλοίμονο σ᾽ ὅποιον δώσῃ τὴνἔνδειξι «μανή,θεκέλ,φάρες» · αὐτὸς μετρήθηκε, ζυγίστηκε, βρέθηκελειψός (Δαν. 5,25-28) . Λειψὸς στὰ ἔργα ἀγάπης πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον.Λειψός, ἐνῷ τοῦ δόθηκαν τόσες εὐκαιρίες νὰδιορθωθῇ.
Κύριε,τρέμω. Δὲν θέλω νὰ βρεθῶ λειψὸςτὴν ἡμέρα ἐκείνη. Σὰντὸ Δαυῒδ πέφτω καὶ παρακαλῶ· «Γνώρισόν μοι, Κύριε, τὸ πέρας μουκαὶ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν μου, τίς ἐστιν, ἵνα γνῶ τί ὑστερῶ ἐγώ» (Ψαλμ. 38,5) . Ἀξίωσέ με, πρὶν κλείσω τὰ μά- τια, νὰ γνωρίσωτὸν ἑαυτό μου, ν᾽ ἀναπληρώσω ἐλλείψεις, νὰ ἐκπληρώσω καθήκοντα, καὶ γαλήνιοςνὰ πορευθῶ στὴ χώρα τῆς αἰωνιότητος,γιὰ ν᾿ ἀκούσω τὴ γλυκειὰ ἐκείνη φωνή·«Εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου»(Ματθ. 25,21
Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν ῾ΡαδιοφωνικὸΣταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949 στὴν καθαρεύουσα