Δημήτρης Νατσιός, ΔάσκαλοςΚιλκίς
Ειλικρινά, όταν πλησιάζει η γιορτή των ΤριώνΙεραρχών, η γιορτή της Παιδείας και των Γραμμάτων, αισθάνομαι άβολα, νιώθω ωςεκπαιδευτικός, ακόμη και ντροπή. Χάσμα μέγα χωρίζει το πνεύμα των Πατέρων, μ’αυτό που λέγεται σήμερα νεοελληνική Παιδεία.
Τους ονομάζουμε προστάτες μας, όμως τουςτιμούμε τόσο, ώστε φροντίσαμε να τους εξοβελίσουμε από τα αναλυτικά προγράμματα. Ο μαθητής, γιαπαράδειγμα του δημοτικού σχολείου, δεν συναντάει στα αναγνωστικά του ούτε ένα κείμενοτων Τριών Ιεραρχών. Δεν αρωματίζει τα βιβλία ο λόγος ο ορθόδοξος, ο ελληνικόςτων Πατέρων, γιατί έτσι έκρινε η «προοδευτική» διανόηση. Ακόμη και στις σχολές,όπου παράγονται «με το κιλό» οι εκπαιδευτικοί, απουσιάζουν οι παιδευτικοί τουςθησαυροί. Προς τι, λοιπόν, οι γιορτές και οι πανυγυρικοί;
Συναθροίζονται και ξανασυναθροίζονται οιταγοί, για να λύσουν, να συμμορφώσουν τα της Παιδείας. Τόμοι ολόκληροιγράφονται με παχιές αναλύσεις και διαπιστώσεις, όμως…άλυτο το πρόβλημα. Νόσημαανίατο, κακοφορμισμένο. Ουδείς τολμά να θέσει το δάκτυλο του επί «τον τύπον τωνήλων».
Το πρόβλημα της ελληνικής Παιδείας είναι ότιδεν είναι…ελληνική. 400 και 500 χρόνια κάτω από το ζυγό των Τούρκων άντεξε τοΓένος, γιατί αρδευόταν από τις ελληνοσώτειρες πηγές μιας Παιδείας, που ξεκινούσεαπό τους «γοναίγους της ανθρωπότης» τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τους άλλουςσοφούς της αρχαιότητας και κατέληγε στους Πατέρες της Εκκλησίας.
Το πρόβλημα της ελληνικής Παιδείας είναι ότιδεν είναι…ελληνική. 400 και 500 χρόνια κάτω από το ζυγό των Τούρκων άντεξε τοΓένος, γιατί αρδευόταν από τις ελληνοσώτειρες πηγές μιας Παιδείας, που ξεκινούσεαπό τους «γοναίγους της ανθρωπότης» τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τους άλλουςσοφούς της αρχαιότητας και κατέληγε στους Πατέρες της Εκκλησίας.
Ο ακαδημαϊκός Σίμος Μενάρδος τονίζει: «Η ψυχήτου Έθνους αγρυπνούσε. Φτωχοί παπάδες και δάσκαλοι, που ετρέφοντο με λίγο ψωμί,είχαν το σθένος εις το βάθος της ψυχής των, σθένος ποιητών. Καταλάβαιναν τηνευθύνην που τους εβάρυνε να συνεχίσουν την ελληνικήν παράδοσιν διηγούντο εις ταΕλληνόπουλα ποια ήταν άλλοτε η πατρίδα τους και τους δίδασκαν δύο ονόματα: Ελλάςκαι ελευθερία» («Η παιδεία στη Τουρκοκρατία», σελ 181).
Το θαυμαστό αυτό κείμενο, που ανακάλυψα στοπροαναφερθέν βιβλίο, αποκαλύπτει μεγαλειωδώς τα αίτια της σημερινής παρακμής.Κι αν υποστηρίζουν κάποιοι ότι οι συνθήκες οι τωρινές είναι διαφορετικές είναιγελασμένοι. Στην Τουρκοκρατία μπορεί να ήταν αλυσοδεμένα τα σώματα, όμως η ψυχήτου δούλου Γένους ανέπνεε ελευθέρα. Σήμερα βιώνουμε την χειρότερη αιχμαλωσία,την πνευματική. «…αυτή είναι η ζωή για τους σημερινούς ανθρώπους. Παγερήαδιαφορία, ύπνος ψυχικός, οκνηρία, φόβος, κρυφή απελπισία, και πολλή φασαρίαγια να σκεπαστεί η αμηχανία. Κι η φασαρία είναι ανοησίες, κουτσομπολιό,σκάνδαλα, εγκλήματα, κάθε μικρολογία που την παίρνουμε στα σοβαρά, ενώ κανένασοβαρό πράγμα δεν βρίσκει θέση μέσα στα ζαλισμένα μυαλά τους και στιςαποσυντεθειμένες ψυχές τους». Είναι λόγια του Φώτη Κόντογλου, δασκάλου τουΓένους μας, από το βιβλίο του «Μυστικά Άνθη»
Έγραψα παραπάνω πως το κείμενο τουακαδημαϊκου Σ. Μενάρδου φωτίζει το…αφεγγές πρόβλημα της Παιδείας μας. Το ότιδεν συνεχίζουμε την παράδοσή μας υπεύθυνοι είναι οι εκπαιδευτικοί. Το επίσημοκράτος είναι ανάξιο, θέλει το δάσκαλο κακομοίρη πενταροκυνηγό και τους μαθητές,ημιμαθή νευρόσπαστα, που θα παρακαλούν τους κλεφτοκατσικάδες, με ένα άχρηστοπτυχίο στο χέρι, για μια «θέση» απασχόλησης. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέειγια το δάσκαλο: «Ο δάσκαλος δεν πρέπει ούτε απειρία να επικαλεσθεί, ούτε ναπροφασισθεί άγνοια, ούτε να προβάλει ως δικαιολογία την ανάγκη και τηνφτώχεια…Γι αυτό κάθισε στο διδασκαλικό θρόνο, για να σαλπίσει στους άλλους τηναλήθεια, για να οδηγεί (τους μαθητές) στο δρόμο της αρετής και να προμηνύει τιςμελλοντικές δυσκολίες». (Β.Χαρώνη «Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Αγ. Ιω.Χρυσοστόμου», τομ. Β’ σελ 247). Πάσχει σήμερα η Παιδεία, γιατί ούτε η ευθύνημας βαραίνει ούτε σαλπίζουμε την αλήθεια. Μονάχη έγνοια μας τα επιδόματα, ηαναρρίχηση στα αξιώματα, το ύψος των αποδοχών μας. Μέγιστο παιδαγωγικό αξίωματων Τριών Ιεραρχών είναι το παράδειγμα: «Ή μη δίδασκε ή δίδασκε δια τουπαραδείγματος», αναφωνεί επιγραμματικότατα ο Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Στα χρόνια της σκλαβιάς «το σχολείο μπορούσεμε τον επιβλητικό εκείνο, άγιο άνθρωπο, τον σεβαστό γέροντα δάσκαλο, που χωρίς ίσως ιδέα από παιδαγωγική, έτσι σανμε άμεση μετάγγιση, ψυχή με ψυχή, έδινε το παιδί τον θησαυρό της δικής τουανώτερης προσωπικότητας. Και ξεσκόλιζε το παιδί, αγνώριστο κυριολεκτικά,άνθρωπος στ’ αλήθεια, που ήταν η ελπίδα, το κομάρι του Γένους, ο φόβος και ηανησυχία του κατακτητή…Κυβερνούσε αργότερα τη φαμίλια του, μα και το χωριό του,όπου η χρεία (=ανάγκη) το καλούσε. Πήγαινε και έβγαινε ασπροπρόσωπος σε αρχές,σε προξένους, σε δυνατούς»
Αυτό λείπει σήμερα, η ψυχή με ψυχή μετάγγισητου θησαυρού, που ονομάζεται ελληνορθόδοξη παράδοση. Μπαίνουν σήμερα στηνεκπαίδευση άνθρωποι ανυποψίαστοι για το βαρύ έργο που επωμίζονται. «Γι αυτό οιπολιτείες μας είναι διεφθαρμένες, γιατί οι δάσκαλοι της νεότητας είναι κακοί.Γι αυτό εκείνοι που πρόκειται να γίνουν δάσκαλοι, πρέπει προηγουμένως να έχουναυτοί καταρτισθεί και έπειτα να αποστέλλονται σ’αυτό το έργο». Τα λόγια τουΑγίου Ιωάννη μας ελέγχουν όλους όσοι «διδάσκουμε την νεότητα». Και χωρίς ναταπεινολογώ, δεν εξαιρώ τον εαυτό μου και, όπως έλεγε ο στρατηγός Μακρυγιάννης, «ας με συγχωρέσουνε εκείνοι όπου τους λέγω τακουσούρια τους. Έχουν το δικαίωμα να ειπούνε κι αυτείνοι τα δικά μου, ό,τιέκαμα. Κι όταν λέγωνται τα λάθη μας, τότε κάνουν λιγότερα οι μεταγενέστεροι καιγινόμαστε κι εμείς έθνος».
Και ας κλείσουμε με ένα κείμενο του ΜεγάλουΒασιλείου, που μας υπενθυμίζει το λησμονημένο χρέος μας προς τον Ποιητή των όλων.
«Είτε γαρ εσθίετε, φησίν, είτε πίνετε, είτετι ποιείτε, πάντα είς δόξαν Θεού ποιείτε». Καθεζόμενος επί τραπέζης, προσεύχουπροσφερόμενος τον άρτον, τω δεδωκότι την χάριν αποπλήρου οίνω το ασθενέςσώματος υπερείδων, μέμνησο του παρεχόμενου σοι το δώρον εις ευφροσύνην καρδίας και παραμυθίαν αρρωστημάτων. Παρήλθεν ηχρεία των βρωμάτων. Η μέντοι μνήμη του ευεργέτου μη παρερχέσθω. Τον χιτώναενδυόμενος, ευχαρίστει τω δεδωκότι το ιμάτιον περιβαλλόμενος, αύξησον την είςΘεόν αγάπην, ος και χειμώνι και θέρει επιτήδεια ημίν σκεπάσματα εχαρίστατο, τηντε ζωήν ημών συντηρούντα και το άσχημον περιστέλλοντα. Επληρώθη η ημέρα;Ευχαρίστει τω τον ήλιον μεν είς υπηρεσίαν των ημερινών έργων χαρισαμένω ημίν,πυρ δε παρασχομένω του φωτίζειν την νύκτα και ταις λοιπαίς χρείαις ται κατά τονβίον υπηρετείν».
«Είτε τρώτε, λέγει ο Απ.Παύλος, είτε πίνετε,είτε κάνετε οτιδήποτε άλλο, όλα να τα κάνετε για τη δόξα του Θεού». Λοιπόν,όταν κάθεσαι στο τραπέζι, να προσεύχεσαι όταν τρως το ψωμί, να ευχαριστείςεκείνον που στο έχει δώσει, όταν πίνεις το κρασί και τονώνεις με αυτό τηνασθενική φύση του σώματος σου, να θυμάσαι εκείνον που σου παρέχει το δώρο αυτό,για να σου δημιουργεί ψυχική αγαλλίαση και να σε ανακουφίζει, όταν είσαιάρρωστος. Περνά η ανάγκη των τροφών; Ας μην περνά όμως η θύμηση του ευεργέτη.Όταν φορείς το πουκάμισο, να εκφράζεις ευχαριστία σ’ εκείνον που στο έχει δώσειόταν φορείς το πανωφόρι, να αγαπήσεις περισσότερο τον Θεό, ο οποίος και για τοχειμώνα και για το καλοκαίρι μας χάρισε τα κατάλληλα ενδύματα, τα οποία προστατεύουντη ζωή μας και κρύβουν την ασχήμια μας. Τελειώνει η ημέρα; Να ευχαριστείς αυτόν που μας χάρισε τον ήλιο, για νακάνουμε τις εργασίες της ημέρας, και μας έδωσε τη φωτιά, για να μας φωτίζει τηνύχτα και για να εξυπηρετεί τις υπόλοιπες ανάγκες της ζωής». (ΕΠ 31,244).