Οι Γερμανικές Εκτελέσεις
Απέφευγα για λόγους προσωπικής ευαισθησίας (έχουμε κιεμείς βέβαια τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα μας!) ν’ αναφερθώ στο περιβόητοθέμα των γερμανικών αποζημιώσεων. Ήμουν εξήμισυ ετών όταν ανήμερα σχεδόν τουΑγίου Νικολάου του 1943 οι Γερμανοί πηγαίνανε για σκοτωμό τ’ αδέρφια του πατέραμου. Η μάνα μου λέει πως με κρατούσε από το χέρι. Πέρασε το αυτοκίνητο με τουςμελλοθάνατους από μπροστά μας, ο μικρός θείος μου που ήταν δεν ήταν 30 ετών,σήκωσε το χέρι και μας χαιρέτισε μ’ ένα πικρό χαμόγελο.
Και μετά το αυτοκίνητο χάθηκε σε κάποιαστροφή. Τότε για πρώτη φορά άκουσα κι έμαθα τη λέξη εκτέλεση. Κι η λέξη έμεινεάσβηστη στη συνείδησή μου, γιατί έκτοτε είχαμε κι άλλες, κι άλλες πολλές ακόμηεκτελέσεις. Έφευγαν από κοντά μας αγαπημένα πρόσωπα κι ο κόσμος έλεγε: «Ταπήγαν για εκτέλεση»!
Και μετά το αυτοκίνητο χάθηκε σε κάποιαστροφή. Τότε για πρώτη φορά άκουσα κι έμαθα τη λέξη εκτέλεση. Κι η λέξη έμεινεάσβηστη στη συνείδησή μου, γιατί έκτοτε είχαμε κι άλλες, κι άλλες πολλές ακόμηεκτελέσεις. Έφευγαν από κοντά μας αγαπημένα πρόσωπα κι ο κόσμος έλεγε: «Ταπήγαν για εκτέλεση»!
Κάποτε τα δεινά έληξαν και στον τόποεγκαθιδρύθηκε μια κουτσή και στραβή τάξη. Η οικογένειά μου περνούσε δύσκολεςώρες αφόρητης φτώχειας. Η Κατοχή μάς είχε εξουθενώσει. Κάποιοι δικηγόροιξεκίνησαν έναν αγώνα για αποζημιώσεις. Μάζευαν υπογραφές από συγγενείς θυμάτων.Υπόσχονταν –αν θυμάμαι καλά- δύο χιλιάδες το «κεφάλι». Πήγαν και στον πατέραμου να υπογράψει, μα ο φτωχούλης αρνήθηκε με βδελυγμία. «Δεν κοστολογούνται τακεφάλια των αδελφών μου», είπε. Κι ένιωσε πως ανταπέδιδε με τη φράση αυτή τηνκαλύτερη τιμωρία στην επηρμένη μεταπολεμική Γερμανία, τη Γερμανία τουοικονομικού θαύματος, που στηρίχθηκε στην ξένη εργασία και στην αφειδώςπαρεχόμενη αμερικανική βοήθεια.
Αν σ’ όλη αυτή τη μακρά διαδικασία μεπληγώνει κάτι, είναι όχι αυτή καθαυτή η εκτέλεση, αλλά η «νομιμότητα» αυτής τηςεκτέλεσης. Οι γερμανικές αρχές είχαν διακηρύξει πως για κάθε σκοτωμένο Γερμανόθα εκτελούνταν 40 άμαχοι Έλληνες. Ας το σκεφθούμε αυτό: 40 Έλληνες έναντι ενόςΓερμανού! Έτσι μας κοστολόγισαν κι έτσι μας κοστολογούν. Ένας Έλληνας είναιυποπολλαπλάσιο του Γερμανού. Αυτό εκφράζει όχι απλώς τη ναζιστική θηριωδία αλλάτη γενικώτερη ευρωπαϊκή νοοτροπία. Γιατί, όπως πολύ σοφά έλεγε ο Ντισραέλι,«μπορεί μια αποικία ν’ απέκτησε ανεξαρτησία, αλλά δεν παύει γι’ αυτό το λόγο να είναι αποικία».
Αν σήμερα οι Γερμανοί δυστροπούν να πληρώσουντην επιδικασθείσα από τα Δικαστήρια αποζημίωση στους μαρτυρικούς κατοίκους τουΔιστόμου (και όχι μόνον του Διστόμου), δεν το κάνουν μόνο από τσιγκουνιά, τοκάνουν για να μας ταπεινώσουν ακόμη μια φορά. αρνούνται υπόσταση στα δικαστήριάμας. Ουσιαστικά δεν αναγνωρίζουν σε μας υπόσταση κράτους. Παραπέμπουν το ζήτημαστον Υπουργό. Αυτός είναι ένας περιδεής εκπρόσωπος της Νέας Τάξης που δενλογοδοτεί στον ελληνικό λαό αλλά στα Διευθυντήρια των Νέων Καιρών.
Αυτό που όμως με θλίβει δεν είναι η ψυχικήκακομοιριά των κυβερνώντων, είναι το ηθικό κατάντημα κάποιων δημοσιογράφων.Άκουγα ένα μεσημέρι κάποιον ραδιοσχολιαστή που με άκρως περιφρονητική φωνήστιγμάτιζε τη συμπεριφορά των Διστομιτών, επειδή κατέφυγαν στα ασφαλιστικάμέτρα κατά των Γερμανών. Κι έλεγε: «Πού φθάσαμε...»! Έπρεπε να είχε ζήσει τηγερμανική φρίκη της Κατοχής, για να είχε δει το πού φθάνε το κτήνος ότανκυριεύει την ανθρώπινη ψυχή. Τι έκαναν οι κάτοικοι του Διστόμου από το ναπροσφύγουν στη Δικαιοσύνη; Μήπως έπρεπε κι αυτοί – κι όχι μόνο αυτοί- νασυμπεριφερθούν γερμανικά, δηλαδή να πιάσουν καμμιά πεντακοσαριά Γερμανούςτουρίστες και να τους κρατήσουν ομήρους ή να τους
εκτελέσουν; Στα αντίποινα των Γερμανών εμείς δεναπαντήσαμε με αντίποινα. Οι Γερμανοί τιμωρήθηκαν ελάχιστα γι’ αυτά πουδιέπραξαν στον τόπο μας. Κάλυψαν ένα ελάχιστο μέρος των αποζημιώσεων πουόφειλαν. Συνέχισαν τη ναζιστική πολιτική, όχι βέβαια στη γραμμή του Χίτλερ (δενείναι ακόμη καιρός) αλλά στη γραμμή του Γκαίμπελς. Παραπλάνηση και εξαπάτηση.Και μετά αποθράσυνση. Θα ’ρθει στιγμή που θα μας ζητήσουν αποζημίωση για τιςσφαίρες που ξόδεψαν για να μας... σκοτώσουν.
Μέρος Δεύτερο
Το κείμενο που προηγήθηκε είχε γραφτεί προπολλών ετών για να δημοσιευθεί στην εφημερίδα όπου αρθρογραφούσαεπαγγελματικώς. Δεν δημοσιεύθηκε· και σε λίγες ημέρες «εκτελέστηκα» καιδημοσιογραφικώς. Μου τράβηξαν το χαλί επιτηδείως κάτω από τα πόδια μου. Τώραπου ήλθαν οι δύσκολοι καιροί και η Γερμανία μάς φόρεσε καπίστρι, πολλοί σταθμοίκαι πάμπολλα έντυπα μού ζητούν να μιλήσω και να γράψω για τις περιβόητεςαποζημιώσεις. Μου ζητήθηκε να μιλήσω και για τις εκτελέσεις. Κι αντιμετώπισατις λοιδορίες δύο «καναλοκύνων». Αναφερόμουν στην εκτέλεση των συγγενών μου καιστην υπέροχη στάση της γιαγιάς μου. Ήμουν μπροστά, όταν ο πατέρας τήςανακοίνωσε την εκτέλεση των δύο παιδιών της, των δύο αδελφών του. Η γιαγιά –βαθιά χριστιανική ψυχή- κατέβασε το μαύρο τσεμπέρι ως τα μάτια και πριντυλίξει με αυτό το στόμα για να μη βγει κραυγή οδύνης, κατόρθωσε ναμουρμουρίσει:
- Ο θεός να τους συγχωρέσει για το κακό πουμου έκαναν!...
Κι έπειτα κλείστηκε στη βαθιά σιωπή της. Πουκαι που ένα σιγαλό – σαν αγεράκι απαλό- μοιρολόι.
Πέρασαν κάποια χρόνια. Ήμουν στην τελευταίατάξη του Γυμνασίου, την λεγόμενη τότε «Ογδόη». Ο πατέρας έφθασε ένα μεσημέριράκος στο σπίτι. Τον είχε επισκεφθεί στο κατάστημα του «Δραγώνα» (Αιόλου 89) οάνθρωπος που είχε βάλει στη λίστα των μελλοθάνατων τα αδέρφια του. ήτανετοιμοθάνατος· τον «κουράριζε» στον Άγιο Σάββα, εξάδελφός μου ογκολόγος. Τουέμεναν λίγες ημέρες ζωής. Ζήτησε από τον εξάδελφό μου την άδεια να βγει γιαλίγες ώρες· έπρεπε κάποιον να δει. Και πήγε να βρει τον πατέρα μου. Δενμπορούσε να ανέβει στον ημιώροφο. Τον ζήτησε και κατέβηκε ο πατέρας. Σαν τονείδε πάνιασε.
- Ήλθα να πάρω τη συγγνώμη σου, του είπε οάλλος. Σε λίγες μέρες πεθαίνω...
Ο πατέρας, βαθιά συγκλονισμένος, μόλιςκατόρθωσε να ψελλίσει μία φράση:
- Να ’σαι συγχωρεμένος...
Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και κλείστηκε στογραφειάκι που ήταν το λογιστήριο. Δεν ήθελε να τον δει κανείς με δάκρυα σταμάτια. Ήταν ένας μικρόσωμος άνθρωπος με υψηλή περηφάνεια. Μας τα είπε στο σπίτιμε αναφιλητά. ήταν η πρώτη φορά που μάλωσα με τον πατέρα μου. Με τη σκληρότητατης νεανικής ηλικίας πίστευα πως η συγγνώμη σ’ έναν εγκληματία συνιστάαδικία. Σήμερα το ίδιο θα έπραττα κι εγώ, Αυτό δεν σημαίνει πως έκοψα να είμαιΜανιάτης. Αλά η πείρα μιας μακράς ζωής με εδίδαξε ότι η καλύτερη εκδίκηση είναιη συγγνώμη. Γι’ αυτό συγχωρώ και τον δημοσιογράφο – κάποτε φίλο- και τα παρασαρκώματα που τον περιστοιχίζουν, που, χωρίς να φορούν την στολή της«Βέρμαχτ», συνεχίζουν με άλλα μέσα το έργο τους.
Συγχωρώ ακόμη και τους Γερμανούςδημοσιογράφους, τραπεζίτες και πολιτικούς για όσα μας κάνουν. Κι όχι απλώς τουςσυγχωρώ, αλλά τους ευγνωμονώ. Από τη δική τους αγνώμονα στάση, θα ξεπηδήσει ηδική μας ανάταση, η νέα εθνική μας επανάσταση. Όχι κατά των Γερμανών αλλά κατάτων υπολειμμάτων του δωσιλογισμού που «κοπροκρατούν» (το ρήμα του Ελύτη)πολιτικά και οικονομικά τη δόλια πατρίδα μας.
Υ.Γ. Το πρωτότυπο κείμενο είναιδημοσιευμένο σε πολυτονικό
Πηγή: ΑθηναϊκόΗμερολόγιο 2012, Εκδόσεις Φιλιππότη