Ο όσιος πατήρ ημών Μαρτινιανός (13 Φεβρουαρίου)
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Ο όσιος αυτός καταγόταν από τηνΚαισάρεια της Παλαιστίνης. Ξεκίνησε την ασκητική του ζωή όταν ήταν δεκαοκτώετών, ζώντας στις ερημιές και τα όρη. Όταν είχε περάσει στην αναχώρηση είκοσιπέντε έτη μαζί με πολλούς άλλους, δέχτηκε και έναν τέτοιο πειρασμό από τονπονηρό. Κάποια πόρνη δηλαδή που εμφανίστηκε σαν πτωχή γυναίκα,έφτασε στο όρος όπου ζούσε ο άγιος. Και αφού βράδιασε, έκλαιγε με αναφιλητά,διότι δήθεν έχασε τον δρόμο και θα γινόταν τροφή για τα θηρία, γι’ αυτό καιπαρακαλούσε τον όσιο να την δεχθεί μέσα στο κελί του και να μη κατασπαραχθείαπό τα δόντια αυτών. Αυτός τότε (διότι ήταν αδύνατο να την αφήσει έξω), τηςείπε να περάσει μέσα, ενώ ο ίδιος προχώρησε στα εσώτερα του κελιού. Το πρωί οόσιος βλέποντας τη μεταβολή της εμφάνισής της (διότι φορούσε ιμάτια, με ταοποία στολίστηκε τη νύκτα), ρωτούσε να μάθει ποια ήταν και για ποιο λόγο πήγεεκεί;
Αυτή τότε του είπε με αναίδεια «εξαιτίας σου». Κι αφού έλεγξε με κακίατην ασκητική του διαγωγή και πρόσθεσε ότι και όλοι οι Δίκαιοι κατά την ΠαλαιάΔιαθήκη βρέθηκαν με γυναίκες, τον προσκαλούσε να συνευρεθούν. Αυτός όμως,ελαφρά ταραγμένος αλλά έχοντας ήδη υπό έλεγχο και υπακοή τον εαυτό του, καιεξετάζοντας πώς, αν διαπράξει τούτο, θα κρυφτεί από τη θεία χάρη, πριν να πέσεισε αμαρτία, ήδη σηκώθηκε. Τι έκανε λοιπόν; Έβαλε φωτιά σε πλήθος από ξεράκλαδιά και μπήκε στο μέσο, νουθετώντας τον εαυτό του καιλέγοντας: «Αν μπορείς να υποφέρεις τη φωτιά της γέεννας, αφού ποθείς την αισχρήηδονή, υπάκουσε στη γυναίκα και πήγαινε μαζί της». Αφού κατέφλεξε έτσι τονεαυτό του και ταπείνωσε το ξεσήκωμα της σάρκας του, και τη γυναίκα πουσωφρονίστηκε από όσα είδε την έστειλε σε μοναστήρι, και ο ίδιος, γιατρεμένος μετη χάρη του Θεού από τις πληγές της φωτιάς, με την καθοδήγηση ενός ναύκληρου,πήγε σε ένα ξερονήσι, που απείχε από τη γη μιας ημέρας οδό. Σ’ αυτό έμεινε επίδέκα χρόνια, παίρνοντας τροφή από τον ναύκληρο. Πάλι όμως σηκώθηκε και έφυγεαπό εκεί, όταν κάποια κοπέλα που γλύτωσε από ναυάγιο πάνω σε μία σανίδα, έφτασεκοντά του. Και την μεν κοπέλα την τράβηξε να βγει ο όσιος, αυτός όμως έφυγε καιαπό εκεί, λέγοντας ότι δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία χορταριού και φωτιάς.Οδηγήθηκε μάλιστα στην ξηρά, πάνω σε δελφίνια. Έπειτα από εκεί διάβηκε απόχώρες και πόλεις και έχοντας ως σύνθημα το «Φεύγε, Μαρτινιανέ, μη σε προφθάσειπειρασμός» (διότι έτσι αποφάσισε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του), έφτασεστην Αθήνα. Μόλις πήγε εκεί, εκδήμησε προς τον Κύριο, ενώ αξιώθηκε ένδοξηςταφής από τον επίσκοπο και όλο τον λαό. Λέγεται δε και για τις γυναίκες, ότι ημεν πρώτη που πήγε από το όρος σε μοναστήρι και έζησε εκεί, αξιώθηκε να κάνειθαύματα, η δε άλλη ότι έμεινε υπομονετικά στο ξερονήσι μέχρι το τέλος της ζωήςτης, ντυμένη με ανδρικά ρούχα που της τα έφερε ο ναύκληρος. Τελείται η σύναξήτου στο σεπτό Αποστολείο του αγίου και κορυφαίου των αποστόλων Πέτρου, πουβρίσκεται δίπλα στη αγιότατη Μεγάλη Εκκλησία».
Ο όσιος Μαρτινιανός αποτελεί κλασικήπερίπτωση νέου ανθρώπου που απεφάσισε να αφιερωθεί στον Κύριο από αγάπη προςΑυτόν. Κι αυτός, όπως πλειάδα παρομοίων περιπτώσεων, αποτελεί τηνεμπροσθοφυλακή της Εκκλησίας και δίνει το στίγμα της καθαρής πορείας προςΕκείνον. Δεν είναι δυνατόν όμως να ακολουθεί κανείς τον Χριστό, χωρίς νααγωνίζεται για την υπέρβαση των παθών του – «τα πάθη χάλκινο τείχος είναι, πουμε εμποδίζουν από τον Θεό» κατά την γνωστή έκφραση του αββά του Γεροντικού –χωρίς δηλαδή να ασκεί βία διά παντός πάνω στη δεχομένη επιρροές δαιμονικέςανθρώπινη ύπαρξή του. Ο ίδιος ο Κύριος με απόλυτο και οριστικό τρόπο τοαποκάλυψε: «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Γι’αυτό και έκτοτε έτσι ορίστηκε ο αληθινός χριστιανός, τύπος του οποίου αποτελείο αφιερωμένος στον Θεό μοναχός: Ως «βία φύσεως διηνεκής», μία διαρκής άσκησηβίας πάνω στα αμαρτωλά φρονήματα του ανθρώπου. Μία διαφορετικού τύπου πορεία,μία πορεία ζωής δηλαδή χωρίς ασκητική διαγωγή, είτε στον κόσμο είτε εκτός,συνιστά, κατά τον απόστολο Παύλο, αδόκιμη πορεία: δεν οδηγεί προς τον Χριστό. «Υποπιάζωμου το σώμα και δουλαγωγώ, μήπως άλλοις κηρύξας, αυτός αδόκιμος γένωμαι»:Ταλαιπωρώ το σώμα μου και το καθιστώ δούλο, μήπως πάω να κηρύξω σε άλλους, ενώο ίδιος βρεθώ αδόκιμος. Ακριβώς τούτο τονίζει και ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφοςγια τη σημερινή περίπτωση του οσίου Μαρτινιανού. «Μόνασες – σημειώνει – καιανέλαβες τον σταυρό σου, όσιε, γιατί πόθησες, με τη νέκρωση των παθών τουσώματός σου, να ακολουθείς Αυτόν που υπέμεινε εκούσια για χάρη σουΣταυρό και ταφή» («Μονάσας και τον σταυρόν σου, όσιε, αναλαβόμενος, τω δια σεεκούσιον Σταυρόν και ταφήν υπομείναντι, ακολουθείν επόθησας, πάθη νεκρώσας τατου σώματος») (ωδή α΄).
Πάνω στα ανθρώπινα ψεκτά πάθη, τηφιληδονία δηλαδή, τη φιλαργυρία και τη φιλοδοξία, που πηγάζουν από τη ρίζα τηςαμαρτίας φιλαυτία ή εγωισμό, δουλεύει και ο διάβολος. Ο διάβολος δεν γνωρίζειεπακριβώς, αλλ’ υποψιάζεται, λόγω της μακροχρόνιας εμπειρίας του, το ποια πάθηιδιαιτέρως μας ταλαιπωρούν. Και αυτά αντιστοίχως τροφοδοτεί. Ρίχνει τα δολώματάτου κι ό,τι πιάσει. Κι εκείνους που κατεξοχήν προσβάλλει είναι οι αφιερωμένοιστον Θεό, οι μοναχοί. Αυτούς προσπαθεί να καταβάλει – όχι βεβαίως ότι αφήνειτους άλλους τους εν τω κόσμω - χωρίς να καταλαβαίνει ο δυστυχής ότιμε τον τρόπο αυτό τους προξενεί στεφάνια νίκης, αφού έτσι κυρίως, μέσα από τουςπειρασμούς και τις δοκιμασίες, ανεβαίνει ο πιστός την κλίμακα των αρετών.«Ποιος σε έμαθε να προσεύχεσαι;», ρώτησαν κάποια φορά έναν όσιο. Κι εκείνοςπολύ απλά απάντησε: «Ο διάβολος. Με τις προσβολές του αναγκαζόμουν να βρίσκομαιδιαρκώς σε ανάταση προς τον Θεό και να κραυγάζω να με βοηθήσει». Μετις επιθέσεις του διαβόλου, τις συνεχείς οχλήσεις του, και μάλιστα πάνω στοπάθος της φιληδονίας, αγίασε κατεξοχήν και ο όσιος Μαρτινιανός. Ο Πονηρόςυπενόησε ότι με το αρχαίο όπλο: τις δόλιες λαλιές της γυναίκας, θα ρίξει καιτον άγιο του Θεού. Ό,τι με άλλα λόγια έπαθε ο προπάτορας Αδάμ, να παρακούσειτον Θεό, γιατί παρασύρθηκε από τα λόγια της Εύας, το ίδιο θαπάθαινε και ο Μαρτινιανός. Αλλά βεβαίως στην περίπτωση του οσίου απατήθηκεπλάνην οικτράν. Ο άγιος με έξυπνο τρόπο απέφυγε τον πειρασμό και προχώρησε σεαγιότητα. «Με δόλιες λαλιές της γυναίκας – γράφει ο άγιος Θεοφάνης - σουεπιτέθηκε ο δυσμενής όφις, όπως παλιά στον Προπάτορα. Αλλά με τη σοφή σου σκέψηκαταργήθηκαν τα σοφίσματά του» («Δολίαις γυναικός λαλιαίς σοι προσέβαλεν, ως τωΠροπάτορι πάλαι, δυσμενής ο όφις∙ αλλ’ επινοία τη σοφή σου,κατηργήθη αυτού τα σοφίσματα») (ωδή ς΄).
Ο όσιος βεβαίως με τη χάρη του Θεούνίκησε τον πειρασμό. Αλλά η νίκη του αυτή ήταν επώδυνη. Ρίχτηκε στην αισθητήπυρά, για να γλιτώσει από τη νοητή, την αποστροφή του προσώπου του Θεού. Κιέτσι, μας λέει ο υμνογράφος μας, αναδείχτηκε και σε δικαστή του εαυτού του καισε μάρτυρα. Χωρίς να δικαστεί από άλλους, σαν τους υπόλοιπους μάρτυρες τηςΕκκλησίας μας, χωρίς να τον ρίξουν σε φωτιά, εκείνος μόνος του και έκρινε τονεαυτό του και τον καταδίκασε σε φωτιά. Και βγήκε νικητής και στεφανωμένος. «Μετη θέλησή σου χρημάτισες μάρτυρας και δικαστής και κατήγορος του εαυτού σου.Διότι επειδή φλεγόσουν από άτοπη ηδονή, άναψες για τον εαυτό σου, πάτερ, πολύδυνατή φωτιά και τον έριξες στο μέσον της κατακαιόμενος» («Μάρτυς εθελούσιοςκαι δικαστής και κατήγορος σεαυτού εχρημάτισας∙ πυρί γαρ φλεγόμενος ηδονήςατόπου, πυράν λαυροτάτην, Πάτερ, ανάψας, σεαυτόν μέσον εισήξας κατακαιόμενος»)(στιχηρό εσπερινού). Τι ήταν εκείνο που τον έκανε, έστω και υπό πειρασμόν, νανικήσει; Μας το εξηγεί ο άγιος Θεοφάνης: «μπήκες με προθυμία στη δημιουργημένηκι αυτή από τον Θεό φωτιά, γιατί είχες μέσα στην καρδιά σου τη θεϊκή φωτιά» («επέβηςπροθύμως τω ομοδούλω πυρί, το θείον πυρ εγκάρδιον έχων») (Δοξαστικό αποστίχωνεσπερινού).
Ο όσιος Μαρτινιανός όμως εξυψώνεταιενώπιόν μας και ενώπιον όλων των γενεών ως τύπος συνετού και προσγειωμένου στηνπραγματικότητα ανθρώπου. Θέλουμε να πούμε ότι ο όσιος δεν «πήρε θάρρος» από τηνίκη του αυτή. Δεν σκέφτηκε ότι όπως νίκησε τώρα, θα νικήσει και μετά.Αντίθετα: «τρόμαξε» με την πονηρία του διαβόλου και θέλησε να φύγει και από τοόρος. Η καταφυγή του σε ξερονήσι, μακριά από την ξηρά, ήταν η νομιζόμενη απόαυτόν λύτρωση: δεν θα ερχόταν καμία γυναίκα ή κανένας να τον υποβάλει σεπειρασμό. Κι έζησε εκεί με τρόπο που θυμίζει τις χίλιες ημέρες και τις χίλιες νύκτεςπάνω σε βράχο του νεωτέρου και αγαπημένου Ρώσου οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ: μεολοκληρωτική αναφορά στον Θεό, είτε σε ψύχος είτε σε καύσωνα. «Δεν χαυνώθηκε ονους σου από το ψύχος κι ούτε φλέχτηκε η ψυχή σου από τον καύσωνα, ώστε ναυποχωρήσεις έστω και για λίγο, θλίβοντας το σαρκίο σου. Αλλά υπέφερες, έχονταςκατά νου τη μακαριότητα των δικαίων» («Ου ψύχει χαυνούμενος τον νουν αλλ’ ουδέκαύσωνι ψυχήν φλεγόμενος όλως ενέδωκας θλίβων σου το σαρκίον∙ αλλ’υπέφερες την τοις δικαίοις εννοών μακαριότητα») (ωδή η΄).
Έμαθε όμως ότι η πονηρία τουΠονηρού δεν έχει όρια. Τα πάντα εφευρίσκει, πάντα βεβαίως με την παραχώρηση τουΚυρίου – μη ξεχνάμε ότι ο διάβολος δεν είναι ανεξέλεγκτος, αλλ’ υπόκειται καιαυτός στο θέλημα του Θεού: τον αφήνει να δρα, όσο διευκολύνει την παιδαγωγίατου ανθρώπου – προκειμένου να πειράξει τον δούλο του Θεού. Κι όταναντιμετωπίζει από το «πουθενά» νέο πειρασμό στο πρόσωπο μιας ναυαγισμένηςκόρης, σηκώνεται και φεύγει, για να αποφασίσει εσαεί να είναι περιπλανώμενος.Πόσο προσγειωμένος πράγματι είναι! Τι εμπιστοσύνη να δείξει στον εαυτό του,όταν βλέπει ότι ακόμη βρίσκεται στον κόσμο τούτο; Όπως το έλεγε και ο Γέρονταςτων Αθηνών μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος: «το θέμα σαρξ τελειώνει με τοθέμα πλαξ», δηλαδή όσο η πλάκα του τάφου δεν μας έχει κλείσει, δεν μπορείκανείς να εμπιστεύεται τη σάρκα του, το ίδιο βλέπουμε στον όσιο Μαρτινιανό καισε κάθε άλλο βεβαίως άγιο. Κι ο υμνογράφος μας γι’ αυτό, δεν τονίζει μόνο τοναγώνα του απέναντι στην πρώτη γυναίκα, αλλά απέναντι και στη δεύτερη. Και τιωραία τον παραλληλίζει με τον προφήτη Ιωνά: όπως εκείνος ρίχτηκε στη θάλασσαγια να ησυχάσει αυτή, και θαλάσσιο κήτος τον έβγαλε στην ξηρά, έτσι και ο όσιοςΜαρτινιανός, ρίχτηκε στη θάλασσα να ξεφύγει νέο πειρασμό, βγαίνοντας στην ξηράπάνω κι αυτός σε θαλάσσια κήτη: τα νώτα των δελφινιών. «Κυβερνώμενος, Πάτερ,από το θεϊκό χέρι, σαν τον Ιωνά έριξες τον εαυτό σου στον βυθό της θάλασσας,όσιε, έχοντας ως όχημα τα θηρία και βγαίνοντας φωτισμένος στην ξηρά» («Υπό τηςθείας κυβερνώμενος, Πάτερ, χειρός, ώσπερ Ιωνάς απέρριψας σεαυτόν εις βυθόνθαλάσσης, όσιε, θηρσίν οχούμενος και τη χέρσω λαμπρός εκδιδόμενος») (ωδή ζ΄ ).