Ο όσιος πατήρ ημών Αυξέντιος (14 Φεβρουαρίου)
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Ο όσιος Αυξέντιος έζησε επί τηςβασιλείας Θεοδοσίου του μικρού (5ος μ.Χ. αι.), καταγόταν από την Ανατολήκαι υπήρξε άνθρωπος των γραμμάτων. Ακολούθησε δε τον μοναχικό βίο. Ανήλθε καιστο όρος που βρισκόταν απέναντι από την περιοχή Οξεία και υπήρξε καρτερικότατοςστην άσκηση και ορθοδοξότατος στην πίστη. Αφού έλεγξε επί πολύ τη φαυλότητα καιτην πλάνη της κακοδοξίας του Ευτυχούς και του Νεστορίου και αποδέχτηκε τηντετάρτη στη Χαλκηδόνα Οικουμενική Σύνοδο (451 μ.Χ.), έγινε αξιοσέβαστος στουςβασιλείς και λαμπρός στο πρόσωπό του από τη θεία χάρη για όλους που τονπλησίαζαν, ενώ ανέβρυζε κάθε φορά πηγές θαυμάτων και ιάσεων σ’ αυτούς πουπροσέρχονταν κοντά του. Αναπαύτηκε εν ειρήνη και το τίμιο σώμα του κατατέθηκεστον Ναό που ανοικοδομήθηκε από τον ίδιο. Τελείται δε η σύναξή του στη Μονή τουΚαλλιστράτου».
Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τονπειρασμό της σύγκρισης μεταξύ αυτού που προβάλλει η κοσμική νοοτροπία τησημερινή ημέρα (14 Φεβρουαρίου): έναν αμφιβόλου υπάρξεως και ποιότητας «άγιο»,τον Βαλεντίνο, ως «άγιο» του έρωτα (διότι ο άγιος Βαλεντίνος μπορεί να υπάρχειως μάρτυς, αλλά δεν έχει καμία σχέση με αυτό που συνήθως προβάλλεται στοπρόσωπό του), και αυτού που προβάλλει η Ορθόδοξη Εκκλησία: τον όσιο πατέραΑυξέντιο τον εν τω Βουνώ. Διότι και οι δύο γίνονται αφορμή να προβληθεί οέρωτας, αλλά στην πρώτη περίπτωση με την ανθρώπινη κοσμική διάστασή του, δηλαδήως «παιδί της φτώχειας» κατά τον Πλάτωνα: ο ερωτευμένος εκλιπαρεί καιζητιανεύει την ανταπόκριση του άλλου, συνεπώς τις ανάγκες του εαυτού του ζητάνα καλύψει, άρα κατανοείται ως έκφραση εγωισμού∙ ενώ στη δεύτερη μετη μεγαλειώδη διάσταση του θεϊκού έρωτα, που κάνει τον άνθρωπο να γίνειμεθεκτός του Θεού και να διαχέει έπειτα τις ακτίνες της αγάπης του Θεού και σεόλον τον κόσμο, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο άλλος που τις δέχεται και σεποια κατάσταση βρίσκεται. Στην περίπτωση αυτή έχουμε την αληθινή αρχοντιά τηςαγάπης, που προσφέρεται «ερήμην» του άλλου, δηλαδή χωρίς να περιμένειοποιαδήποτε ανταπόκριση.
Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, διάΘεοφάνους του υμνογράφου, τονίζουν επαρκώς την ολοτελή μετάθεση της αγάπης τουοσίου Αυξεντίου προς τον Θεό, την πληγωμένη από στοργή καρδιά του προς Αυτόν,που τον έκανε βεβαίως να γεμίσει από τις χάρες του αγίου Πνεύματος και να γίνει«κειμήλιον χωρητικόν της Αγίας Τριάδος», με ιαματική παρουσία έπειτα στουςανθρώπους. Και μπροστά σ’ αυτόν τον θεϊκό έρωτα, πράγματι η ανθρώπινη διάστασήτου – χωρίς να θέλουμε να υποβαθμίσουμε τη σημασία του: μη ξεχνάμε ότι ο ίδιοςο Κύριος «ενέσπειρε τους έρωτας εις την των ανθρώπων φύσιν» κατά τον ιερόΧρυσόστομο – ωχριά και παρουσιάζεται ως βρέφος μπροστά στην ώριμη ηλικία.«Πληγωμένος από τη θεϊκή στοργή του Δεσπότου Χριστού, πάτερ, στράφηκεςανυποχώρητα με όλη τη δύναμη της καρδιάς σου προς Αυτόν» («Ως τετρωμένος τη τουΔεσπότου, Πάτερ, θεία στοργή, πάσαν προς Αυτόν ανένδοτον την ροπήν της καρδίαςσου εκέκτησο» (ωδή ζ΄). «Μετέθεσες ολωσδιόλου τον εαυτό σου προς τον Θεό, γι’αυτό και έκανες πέρα την ευπάθεια της σαρκός και έλαβες την ενέργεια τωνθαυμάτων» («Ολικώς προς Θεόν μεταθέμενος, απεσείσω σαρκός την ευπάθειαν και τωνθαυμάτων είληφας την ενέργειαν») (ωδή η΄).
Η ολοκληρωτική αυτή στροφή του οσίουΑυξεντίου προς τον Θεό δεν ήταν εξαρχής μία απηρτισμένη και τέλεια αγάπη.Μάλλον ήταν τέλεια στο πνευματικό επίπεδο που κάθε φορά εκείνος βρισκόταν.Διότι η πνευματική ανάβαση, όπως γνωρίζουμε, δεν έχει τέλος. Ο πιστός πορεύεταιπάντοτε «εκ δυνάμεως εις δύναμιν» και «από δόξης εις δόξαν». Και δικαίως:δεν έχει τέλος ο Θεός. Με άλλα λόγια, όσο ο άνθρωπος στρέφει τις δυνάμεις τουπρος τον Θεό ως το ακρότατο των εφετών και επιθυμητών, τόσο και βλέπει νααυξάνει μέσα του η χάρη του Θεού, δηλαδή η αγάπη Εκείνου. Ο άγιος Θεοφάνης τοδιευκρινίζει, παίρνοντας αφορμή και από το ίδιο το όνομα του οσίου Αυξεντίου:«Αύξησες την προς Θεό αγάπη σου, πάτερ Αυξέντιε, κι εγκατέλειψες κάθε στοργήπρος τον κόσμο, οπότε και αναδείχτηκες, θεοφόρε, χωρητικό κειμήλιο τωνχαρισμάτων του αγίου Πνεύματος» («Αυξήσας την προς Θεόν αγάπησιν, πάτερΑυξέντιε, και κοσμικήν στοργήν καταλιπών, θεοφόρε, κειμήλιον χωρητικόν τουΠνεύματος των χαρισμάτων αναδέδειξαι») (ωδή α΄ ). Κι αλλού: «Ο θεοφόροςΑυξέντιος αφού αύξησε την πίστη και την αγάπη προς τον Θεό, υψώθηκε σε μεγάλούψος της θεϊκής αγκαλιάς» («Ο θεοφόρος, την πίστιν και την αγάπηντην προς Θεόν αυξήσας, προς μετάρσιον ύψος θείας οικειώσεως υψώθη») (ωδή δ΄).
Τι έκανε τον όσιο Αυξέντιο, ήδη «εκβρέφους», να αυξάνει εν Θεώ και γεύεται κάθε φορά και πιο πλούσια τις χάρεςΕκείνου; Που σημαίνει: τι κάνει έναν άνθρωπο να κρατείται στην αγάπη του Θεούκαι να την αυξάνει στην ύπαρξή του; Το ερώτημα στην πραγματικότητα ισοδυναμείμε αυτό που υπόσχεται κάθε πιστός που εντάσσεται στο σώμα του Χριστού και τηςΕκκλησίας, γινόμενος μέλος Χριστού διά του αγίου βαπτίσματος: «συντάσσομαι τωΧριστώ». Μπαίνω στην τάξη του Χριστού, ανήκω δηλαδή σ’ Εκείνον. Ο υμνογράφοςμας και πάλι μας καθοδηγεί: «Συντάχτηκες με όλη τη θεότητα με το βάπτισμά σου,πάτερ Αυξέντιε. Κι αφού διατήρησες απόλυτα το αξίωμα της εικόνας του Θεού,μακάριε, προσχώρησες στην τρισήλια λαμπρότητα, την αγία Τριάδα δηλαδή, με χαρά»(«Όλη τη θεότητι, πάτερ, τω βαπτισμώ σου συνετάξω∙ και διατηρήσαςακραιφνώς το της εικόνος, μάκαρ, αξίωμα, τρισσοφεγγεί λαμπρότητι, μετ’ευφροσύνης προσεχώρησας») (ωδή θ΄).
Πώς λοιπόν κρατείται κανείς στο μέροςτου Θεού; Διότι πρέπει να συνεργήσει και ο ίδιος. Τι πρέπει να κάνει; Πρώτα απόόλα να καταλάβει, μας λέει ο άγιος Θεοφάνης βλέποντας τη ζωή του οσίου σήμερα,ότι η ζωή είναι πρόσκαιρη και ότι τα αιώνια είναι στον Θεό. Να κάνει δηλαδήμελέτη του βίου του τον θάνατο, που θα πει να γίνει κατά Θεόν σοφός. «Κάνονταςτη ζωή σου μελέτη του θανάτου, κατανόησες αυτό που λένε σοφία μεδιαφορετικό τρόπο, και μετατέθηκες προς την ενυπόστατη Σοφία, τον Χριστό» («Μελέτηντου θανάτου τον βίον σου θέμενος, διαφερόντως τον όρος της σοφίας, πάτερ, κατανοήσας,μετετέθης προς την Σοφίαν την ενυπόστατον») (ωδή ς΄). Κι έπειτα, βλέποντας ότιη αληθινή ζωή βρίσκεται στον Θεό, χρειάζεται κανείς να περιορίσει τις άτακτεςορμές του σώματος και της ψυχής του λόγω της ενεργούσας ακόμη αμαρτίας, με τηνεγκράτεια. Να δείξει δηλαδή κανείς έμπρακτα, με τον περιορισμό των παθών του,ότι η ύπαρξή του έχει αγκυροβολήσει στον Χριστό: το κέντρο βάρους του είναι σ’Εκείνον. Αυτό, κατά τον άγιο υμνογράφο, συνιστά ισορροπία του ανθρώπου και τωνφρενών του. «Πέρασες τη ζωή σου, πάτερ Αυξέντιε, με ισορροπία των φρενών, γιατίέβαλες σε δεύτερη μοίρα τα πρόσκαιρα και επεκτεινόσουν πάντοτε στα αιώνια» («Ισότητιφρενών την ζωήν διελήλυθας, τα πρόσκαιρα παρατρέχων, αιωνίοις δε, πάτερ, ειςαεί προστιθέμενος») (ωδή ε΄).
Για τον άγιο Αυξέντιο λοιπόν, όπως καιγια κάθε άγιο, δηλαδή συνεπή πιστό της Εκκλησίας, η εγκράτεια αυτή, λόγωακριβώς του νοήματός της, δεν ήταν μία άσκηση καταπίεσης του εαυτού, με τηνέννοια ότι κάνει κάτι που τον βγάζει από τον αληθινό εαυτό του, αλλά μία άσκησηεύρεσης του εαυτού, εκείνου που βγήκε, όπως είπαμε, από την αγία κολυμβήθρα.Γι’ αυτό και η εγκράτεια ήταν το πανηγύρι του και η τρυφή του. «Έκανες τέλειοεντρύφημά σου, θεόφρον, την εγκράτεια και χαλιναγώγησες τις αμαρτωλές ορέξειςτης σάρκας, γι’ αυτό και φάνηκες να αυξάνεσαι στην πίστη σου και να ανθίζειςσαν φυτό στο μέσο του Παραδείσου, Αυξέντιε πάτερ ιερότατε» («Κατατρυφήσας,θεόφρον, της εγκρατείας και τας ορέξεις της σαρκός χαλινώσας, ώφθης τη πίστεισου αυξανόμενος, και ως φυτόν εν μέσω του Παραδείσου εξήνθησας, Αυξέντιε, Πάτεριερώτατε») (κοντάκιο της εορτής). Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν που ουμνογράφος μας αφενός παραλληλίζει τον όσιο με τον προφήτη Ηλία και τον δίκαιοΙώβ («Το βουνό ήταν σαν το όρος Κάρμηλος για τον Αυξέντιο, που φάνηκε ίδιος Ηλίαςκατά τα άλλα, πλην του τέλους του»: «Ο Βουνός ως Κάρμηλος ην Αυξεντίω, φανέντιτάλλα πλην τελευτής Ηλία» (στίχοι κοντακίου)∙ «αναδείχτηκες νέος σε εμάςΙώβ με τα παλαίσματά σου» («νέος ημίν ανεδείχθης Ιώβ τοις παλαίσμασι») (οίκοςκοντακίου), αφετέρου παρουσιάζει στο όλο πνευματικό προτραίτο τουοσίου Αυξεντίου το επίγραμμα που θα μπορούσε να έχει ο τάφος του: «Ο βίος σουλαμπρός και η πίστις ορθόδοξος, η άσκησις θαυμασία, ηρτυμένος ο λόγος τηχάριτι, Αυξέντιε» (ωδή ε΄).