«Απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήναιώνιον»
α. Το Ευαγγέλιο της κρίσεως πουακούγεται στην Εκκλησία μας την Κυριακή των Απόκρεω, αποτελεί την απάντηση στηνορμή μας για γνώση του αύριο: ο Θεός δεν μας άφησε αμάρτυρο το μέλλον∙ μαςάνοιξε τα μάτια, όχι όμως σε ό,τι συνιστά απλή περιέργεια ως προς τηνπορεία μας σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά σε ό,τι είναι καίριο και ουσιώδες, σε ό,τιδηλαδή είναι σωτηριώδες και αιώνιο. Ο Κύριος θα ξανάλθει, φωνάζει η Εκκλησίαβασισμένη στα ίδια Του τα λόγια. Και θα ξανάλθει ένδοξα αυτή τη φορά«κρίναιζώντας και νεκρούς», σε ώρα που κανείς δεν γνωρίζει. Θα έλθει «ως κλέπτης εννυκτί» (Α΄Θεσ. 5, 2), «εν ημέρα η ου προσδοκά» ο άνθρωπος (Ματθ. 24. 50). Καιθα σταθούμε όλοι οι άνθρωποι όλων των εποχών ενώπιόν Του για να γίνει η τελικήαποτίμηση. Όσοι θα βρεθούν να έχουν τηρήσει το θέλημά Του, άρα να έχουναγαπήσει τον συνάνθρωπό τους, θα βρεθούν στους ευλογημένους του Πατρός Του.Όσοι θα βρεθούν αμετανόητοι, ανάπηροι από τα φτερά της πίστεως και της αγάπης,θα βρεθούν στους καταραμένους. Και η οριστική κατάληξη: «Απελεύσονται ούτοι (οιχωρίς αγάπη) εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Ματθ. 25,46).
β. 1. Ο τονισμός του αιώνιου χαρακτήρατης μιας και της άλλης καταστάσεως είναι το πρώτο στο οποίο κοντοστέκεταικανείς. Ο Κύριος δεν άφησε καμία αμφιβολία περί του οριστικού και αμετάκλητουτης κρίσεώς Του. Η αιωνιότητα με την ατέρμονη πορεία της είναι η προοπτική πουανοίγεται μετά τον ερχομό Του για δεύτερη φορά. «Της βασιλείας Αυτού ουκ έσταιτέλος», όπως το ομολογούμε διαρκώς και στο Σύμβολο της Πίστεως. Δεν υπάρχει πιαανακοπή και ανάκληση. Κι είναι η αιωνιότητα αυτή καταδίκη καταρχάς τηςπαναίρεσης των Γιεχωβάδων, οι οποίοι μεταξύ των άλλων πλανών τους τονίζουν ότιη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου θα σημάνει την απαρχή μιας χιλιετούς βασιλείαςΤου, για να ακολουθήσει έπειτα κάτι διαφορετικό. Από την άλλη ο αιώνιοςχαρακτήρας της κρίσεως του Θεού καταδικάζει και όσους στο παρελθόν ή και πιομετά πίστεψαν πλανεμένα ότι τελικώς όλοι θα αποκατασταθούν μέσα στην αγκαλιάτης αγάπης του Θεού. «Η αποκατάσταση των πάντων», για την οποία μίλησε και ομεγάλος αλλά καταδικασμένος για τις πλάνες του από την Εκκλησία θεολόγοςΩριγένης, αποτελεί μία πρόκληση και έναν πειρασμό για την Εκκλησία, η οποίαόμως απέρριψε την πλάνη, διότι ακριβώς προϋποθέτει εσφαλμένη θεολογία ως προςτην εικόνα που απεκάλυψε για τον Θεό ο ίδιος ο Χριστός. Δεν είναι ο Θεός τοπρόβλημα για να αποκαταστήσει τους πάντες. Η αποκατάσταση αυτή είναι η διαρκήςβούληση του Θεού για όλους, ακόμη και για τους δαίμονες. Διότι «ο Θεόςπάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄Τιμ.2,4). Το πρόβλημα είμαστε εμείς οι ίδιοι, οι οποίοι αρνούμαστε την αγάπη τουΘεού και τις προκλήσεις και προσκλήσεις για μετάνοιά μας. Η «αποκατάσταση τωνπάντων» αλλοιώνει και την περί ανθρώπου εικόνα της Εκκλησίας, παρουσιάζονταςαυτόν με κολοβωμένη ελευθερία.
2. Η αιωνιότητα που θα ανοιχτεί μετά τηΔευτέρα Παρουσία του Κυρίου – πέρα βεβαίως από την αιωνιότητα ως παρούσακατάσταση του εδώ κόσμου που ζει ο Χριστιανός μέσα στην Εκκλησία: «αύτηεστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί Σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλαςΙησούν Χριστόν» (ευαγγελιστής Ιωάννης) - δεν θα φέρει κάτι διαφορετικό από αυτόπου ζει ο άνθρωπος αμέσως μετά τον θάνατό του. Σε όποια κατάσταση δηλαδή φεύγουμεαπό τη ζωή αυτή, είτε εν μετανοία είτε εν αμετανοησία, σε αυτήν την κατάστασηθα μας βρει και η Δευτέρα Παρουσία. Κι αυτό θα πει: το οριστικό και αμετάκλητοτέλος για τον καθένα μας, σε επίπεδο αιωνιότητας, έρχεται στην ουσία την ώρατου θανάτου μας. Η μόνη διαφορά μεταξύ της μερικής κρίσεως που υφίσταται οάνθρωπος όταν πεθάνει, και της γενικής κρίσεως που θα υποστεί την ημέρα τηςΚρίσεως, θα είναι στον βαθμό της έντασης: στη μερική κρίση κρίνεται με μόνη τηνψυχή∙ στη γενική κρίση θα κριθεί μαζί με το σώμα, που θα αναστήσει οΧριστός. Υπό το πρίσμα αυτό ο προβληματισμός και η αγωνία ορισμένων για το πότεθα γίνει η Δευτέρα Παρουσία είναι χωρίς νόημα: η ώρα του θανάτου μας στηνπραγματικότητα αποτελεί και την ώρα της τελικής κρίσεώς μας, αφού δεν υπάρχειπροοπτική μετάνοιας μετά τον θάνατό μας. «Εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια» κατά τηγνωστή και κλασική διατύπωση.
3. Μιλώντας όμως για τον αιώνιοχαρακτήρα είτε της κόλασης είτε της ζωής, κατά τη διάκριση του Κυρίου, πρέπεινα έχουμε την ορθή εικόνα των καταστάσεων αυτών. Να τις βλέπουμε δηλαδή με τιςπροϋποθέσεις του Ευαγγελίου, της Αποστολικής και της Πατερικής Παραδόσεως.Διότι δυστυχώς υπάρχει πολλή και μεγάλη διαστρέβλωση επ’ αυτών. Άλλοιαπορρίπτουν τις καταστάσεις του Παραδείσου και της Κολάσεως, άλλοι τις θεωρούνως καταστάσεις μόνον του κόσμου τούτου, άλλοι τις κατανοούν με μεσαιωνικέςεικόνες: ως τόπους που είτε βράζουν και ψήνονται οι άνθρωποι (η κόλαση) είτεαναπαύονται σε κήπους και ανάκλιντρα (ο παράδεισος).
Η Εκκλησία μας λοιπόν διδάσκει πως ό,τιονομάζουμε κόλαση και παράδεισος δεν υφίσταται από πλευράς του Θεού. Διότι «οΘεός αγάπη εστί» (Α΄Ιωάν. 4, 16), και έτσι το μόνο που δύναται είναι να αγαπά.Κατά συνέπεια όλοι οι άνθρωποι όλων των αποχρώσεων και όλων τωνκαταστάσεων, είτε πιστοί είτε άπιστοι, ως παιδιά του Θεού δέχονται την ίδιααγάπη από Εκείνον. Ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις. Διακρίσεις κάνουμε εμείς οιεμπαθείς άνθρωποι. Αν ένας γονιός φτάνει στο σημείο να αγαπά όλα τα παιδιά τουτο ίδιο, είτε είναι μέσα στο σπίτι είτε εκτός, πόσο περισσότερο ο ουράνιοςΠατέρας, ο Οποίος είναι παντελώς απαλλαγμένος από οποιαδήποτε εμπάθεια καιοποιαδήποτε κακία. Αν όμως δεν υφίσταται κόλαση και παράδεισος από πλευράς τουΘεού, υφίσταται από πλευράς των ανθρώπων. Εμείς τη μία και ενιαία αγάπη τουΘεού δυστυχώς την ζούμε έτσι και αλλιώς: είτε δηλαδή θετικά είτε αρνητικά.Διότι οι δικές μας προϋποθέσεις ζωής μεταποιούν και αλλοιώνουν τη θεϊκή αγάπη.Έτσι ο μετανοημένος πιστός που αγωνίστηκε σε αυτήν τη ζωή να απαλλαγεί από τονεγωισμό και την αμαρτία: ό,τι καταργεί και σκοτώνει την αγάπη, δέχεται τηνενέργεια της αγάπης του Θεού και την βιώνει ως φως και ευλογία. Ο αμετανόητοςόμως, που παγίωσε τον εγωισμό μέσα του κι έκανε πέτρα την καρδιά του, αυτός τηνίδια αγάπη του Θεού την δέχεται πια αρνητικά: ως φωτιά που τον κατακαίει καιτον πονάει. Σαν τον ήλιο που οι ίδιες ακτίνες του το μεν πτώμα το αποσυνθέτουν,τον δε ζωντανό οργανισμό τον ζωοποιούν και τον αναζωογονούν.
Έτσι για το αν βρεθούμε στηνκόλαση ή στον παράδεισο, όπως λέμε, αποκλειστικά υπεύθυνοι είμαστε εμείς καιόχι ο Θεός. Ο Θεός μας αγαπά. Εμείς δεν μπορούμε να γευτούμε την αγάπη Του,γιατί όσο μας δόθηκε ο χρόνος εργασίας και μετανοίας, αυτή η ζωή, εμείςφροντίσαμε να παραλύσουμε τις αισθήσεις μας. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να μαςπαραξενεύουν τα λόγια μερικών Πατέρων της Εκκλησίας που μιλώντας για τα θέματααυτά είπαν: ακόμη και στην περίπτωση που ο Θεός διά της βίας μας έβαζε στονΠαράδεισο, ακόμη και στην υποτιθέμενη αυτή περίπτωση τον παράδεισο εμείς θα τονζούσαμε ως κόλαση. Διότι ο εγωιστής άνθρωπος και στον παράδεισο θα είναιεγωιστής, άρα κολασμένος.
4. Τι θα κρίνει βεβαίως την ένταξή μαςστη μία ή στην άλλη κατάσταση είναι γνωστό και το αναφέραμε ακροθιγώς παραπάνω:η αγάπη που φροντίσαμε να κρατήσουμε στη ζωή αυτή και απέναντι στον Θεό καιαπέναντι στον συνάνθρωπο. Και κυρίως απέναντι στον συνάνθρωπο, διότι αυτήκρίνει την ποιότητα και της αγάπης μας προς τον Θεό. «Αν δεν αγαπάμε τονσυνάνθρωπό μας που βλέπουμε – επισημαίνει ο άγιος Ιωάννης – πώς θααγαπάμε τον Θεό που δεν βλέπουμε;» (Πρβλ. Α΄ Ιωάν. 4, 20). Η αγάπη μας λοιπόνπρος τον συνάνθρωπο συνιστά και το έσχατο κριτήριο, πάνω στο οποίο θα κριθούμε.
Και πράγματι η παραβολή της Κρίσεωςαυτό επισημαίνει: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου τωνελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Και «εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των αδελφώνμου των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε». Τα λόγια του Κυρίου είναισυγκλονιστικά. Ο άλλος, ο πλησίον, ο συνάνθρωπος, όποιος κι αν είναι αυτός, δενείναι απλώς ο άλλος. Πολύ περισσότερο δεν είναι ο ξένος και ο εχθρός, πουμπορεί να φτάσει να θεωρηθεί και ως η κόλασή μου – μία θεώρηση που συνιστά τηνίδια την αθεΐα. Διότι πράγματι χωρίς Θεό στη ζωή μου, ο συνάνθρωπος αποτελείγια μένα μόνο απειλή και ενόχληση. Ο άλλος όμως, κατά τον Κύριο, είναι οαδελφός του Κυρίου, κι ακόμη πιο πολύ: ο ίδιος ο Κύριος.
5. Δεν αποτελούν συμβολικές εικόνεςαυτά που λέγει ο Χριστός. Είναι οριστικές διατυπώσεις που αποκαλύπτουν τηνπραγματικότητα. Ο Χριστός αίρει την τύφλωσή μας και μας δίνει τα μάτια για ναδούμε την κρυμμένη πραγματικότητα. Το έσχατο βάθος της. Και μας λέει: μη μεψάχνετε εδώ κι εκεί. Δείτε με στα πρόσωπα των συνανθρώπων σας. Ακόμη και σεεσάς τους ίδιους. Ο καθένας λοιπόν από εμάς συνιστά μία κρυμμένη παρουσίαΧριστού. Αποτελούμε μία πρόκληση διαλόγου με τον Χριστό και μία βίωση τηςΔευτέρας Παρουσίας του πριν ακόμη εκείνη έρθει. Έτσι η κόλαση και ο παράδεισοςδεν ανήκουν ως καταστάσεις στο μακρινό και απώτατο μέλλον. Είναι πολύ κοντάμας, μπροστά κυριολεκτικά στα μάτια μας, όσο είμαστε εμείς οι ίδιοι μπροστάστον εαυτό μας και μπροστά στον κάθε συνάνθρωπό μας. Την κόλαση και τονπαράδεισο τα κερδίζουμε την κάθε στιγμή της ζωής μας. Κι αυτό που τώρα ζούμε,το ίδιο με μεγαλύτερη ένταση θα ζήσουμε και μετά τον θάνατό μας, και με τηναπόλυτη δυνατή ένταση μετά τον ερχομό του Χριστού στη Δευτέρα Του Παρουσία.Πόσο οικεία και γνώριμα λοιπόν ακούει στα αυτιά του ο Χριστιανός τα λόγια τωνΠατέρων του: «Από τον πλησίον μας εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος. Γιατί ανκερδίσουμε τον αδελφό μας, τον Χριστό κερδίσαμε. Κι αν τον προσβάλουμε, Εκείνονχάσαμε».
γ. Η παραβολή της κρίσεως ακούγεται μίαφορά τον χρόνο στην Εκκλησία μας, την Κυριακή των Απόκρεω – σκαλοπάτι κι αυτήγια την είσοδό μας στη Σαρακοστή. Περιττό να πούμε ότι λόγω της σπουδαιότητάςτης θα πρέπει να την έχουμε μόνιμο και καθημερινό ανάγνωσμά μας και μελέτη τουβίου μας διαπαντός. Διότι επικεντρώνει την προσοχή μας σε ό,τι πιο ουσιαστικόέχουμε να κάνουμε στη ζωή αυτή, από το οποίο εξαρτάται και το αιώνιο μέλλονμας: να αγαπάμε τους πάντες και τα πάντα. Για χάρη του Χριστού. Για χάρη δικήμας.
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη