ΑΠΟ ΤΗΝΠΑΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ "ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ"
ΗΑΥΤΟΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΓΕΣΙΑΣ
Του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Ομότιμουκαθηγητού Παν/μίου Αθηνών
Α) Η συνέχεια της πατερικής παραδόσεωςκατά την Τουρκοκρατία.
Α) Η συνέχεια της πατερικής παραδόσεωςκατά την Τουρκοκρατία.
Η Θεολογία και ποιμαντική πράξη τηςΟρθοδόξου Εκκλησίας μέχρι την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούςείχε ως κύριο στόχο της την διαφύλαξη της Ορθοδοξίας, ως της «άπαξ τοις αγίοιςπαραδοθείσης πίστεως» (Ιούδ. 3, ) συνεχίζοντας την ομολογία και παράδοση τωναρχαίων αγίων Πατέρων...
Αυτό όμως απαιτούσε και την λόγω καιέργω απόκρουση των αιρέσεων για την προστασία του Ποιμνίου και την διασφάλισητης δυνατότητας σωτηρίας, δηλαδή θεώσεως. Η ευθύνη, συνεπώς, της εκκλησιαστικήςηγεσίας, που σε κάθε εποχή επωμίζεται το έργο αυτό, είναι τεράστια. Διότι απότην στάση της απέναντι στην αιρετική πλάνη εξαρτάται η συνέχεια ή ασυνέχεια τηςθεολογικής μας παραδόσεως και συνεπώς και η διαχρονική και συγχρονική ενότητατης Ορθοδοξίας.
Με βάση τα επίσημα δογματικοσυμβολικάκείμενα της Εκκλησίας μας θα διερευνηθεί αυτή η πορεία και κατά τηνμεταβυζαντινή περίοδο, για την διακρίβωση της σχέσης τής σημερινής ΟρθόδοξηςΗγεσίας με εκείνην της βυζαντινής και ματαβυζαντινής περιόδου. Τα κείμενα αυτά,Ομολογίες Πίστεως και Ομολογιακές Εγκύκλιοι, ενσαρκώνουν την πανορθόδοξησυνείδηση, μέσα στο κλίμα και με την θεολογική γλώσσα της εποχής τους, καιφανερώνουν την πιστότητά τους στην αποστολική και πατερική πίστη και πράξη.
Οι εκκλησιαστικοί ταγοί τηςδιερευνώμενης περιόδου ακολουθούν την στάση των πατριαρχών Μ. Φωτίου (+891)1και Μιχαήλ Κηρουλαρίου (+1058)2, που πρώτοι επεσήμαναν την παραχάραξη τηςαληθινής πίστεως στην αποσχισμένη από την ορθόδοξη Ανατολή φραγκική Δύση. Ηπροσθήκη στο ιερό Σύμβολο (Filioque) και το παπικό πρωτείο, ως προϋπόθεση όλωντων διαφορών, θα είναι έκτοτε οι βασικές ετεροδιδασκαλίες καιαντικανονικότητες, που θα αποτελούν μόνιμα τα κύρια σημεία της αντιδυτικήςκριτικής.
1. Στο μεταίχμιο της νέας περιόδουβρίσκεται ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (+1444), που θεμελιώνει την στάση τωνΑνατολικών μετά την ουνιτική Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438/39), πουαποκάλυψε όχι μόνο την στοχοθεσία του Παπισμού, αλλά και την αντορθόδοξη καιαντιπατερική συμπεριφορά των ανατολικών Ουνιτών και Ουνιτιζόντων, που ως Πέμπτηφάλαγξ απειλούν εκ των ένδον την Ορθοδοξία και προωθούν την υποταγή της στηναίρεση και συνεπώς την αλλοτρίωσή της. Ο άγιος Μάρκος επεσήμανε την σημασία τηςψευδοσυνόδου αυτής για τον Παπισμό, ο οποίος μέχρι σήμερα με τον Διάλογομεθοδεύει την επιβολή των αποφάσεών της στην Ορθοδοξία. Παράλληλα ο Άγιοςοριοθετεί τη διαφοροποίηση της παπικής Δύσεως: «Ημείς δε αυτώς εσχίσθημενπρότεροι, μάλλον διεσχίσαμεν αυτούς και απεκόψαμεν του κοινού της Εκκλησίαςσώματος… ως άτοπα και δυσσεβή φρονούντας… Ουκούν ως αιρετικούς αυτούςαπεστράφημεν και δια τούτο εχωρίσθημεν»3. Ο γνήσιος Ηγέτης μας όμως, μέσα απότην δική του εμπειρία, καθορίζει και τη στάση της Ορθοδοξίας απέναντι στους«Γραικολατίνους», Ουνίτες και Ουνιτίζοντες, που ελαφρά τη συνειδήσεικατεργάζονται την σύγκραση Ορθοδοξίας και αιρετικής πλάνης: «Φευκτέον αυτούς,ως φεύγει τις από όφεως … ως χριστοκαπήλους και χριστεμπόρους»4. Επί πλέον,παραδίδει την ορθή αντιμετώπιση του ταλανίζοντος μέχρι σήμερα την Εκκλησίαπαπικού πρωτείου και την αυθεντική αντιμετώπισή του: «Και ημείς τον Πάπαν ωςένα των πατριαρχών λογιζόμεθα», γράφει προσθέτει δε την βασική προϋπόθεση γι’αυτό: «Και τούτο γε, αν ορθόδοξος η»5. Το άτεγκτο ερώτημα, βέβαια, για μαςσήμερα είναι: Τι θα έλεγε ο άγιος Μάρκος, αν ζούσε, όπως εμείς, μετά τηνδιακήρυξη του συμπορευομένου με το πρωτείο παπικού αλαθήτου το 1870; Η προτροπήτου γι’ αυτό στους μετέπειτα Ορθοδόξους είναι απόλυτα δεσμευτική: «Στήκετε»,λέγει, «κρατούντες τας παραδόσεις, ας παρελάβετε»6.
2. Στην ίδια γραμμή, όσον αφορά στονΠαπισμό, κινείται ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Μητροφάνης Κριτόπουλος (+1639), οοποίος καταδικάζει το παπικό πρωτείον εξουσίας, δεχόμενος «την ισότητα μεταξύτων τεσσάρων πατριαρχών», «ως αληθώς χριστιανικοίς ποιμέσι προσήκουσαν». Καιεπεξηγεί: «Ουδείς γαρ τούτων κατεπαίρεται των άλλων ουδέ καθόλου κεφαλή τηςΚαθολικής Εκκλησίας αξιοί τις εκείνων καλείσθαι. Ουδέποτε γαρ ηκούσθη παρά τηΚαθολική Εκκλησία άνθρωπον θνητόν και μυρίαις αμαρτίαις ένοχον κεφαλήν λέγεσθαιτης Εκκλησίας», αφού κεφαλή της είναι μόνον ο Χριστός7.
Η θέση όμως της Ορθοδοξίας ήταν σαφήςκαι απέναντι στους Διαμαρτυρομένους, όπως φαίνεται στα Πρακτικά της «ενΙερουσαλήμ Συνόδου του 1672.(8) Οι Διαμαρτυρόμενοι κατ’ αυτήν «αιρετικοί εισικαι αιρετικών οι κορυφαιότατοι. Καινών και γελοίων δογμάτων … εγένοντο διαφιλαυτίαν (ας προσεχθεί αυτό…) εισηγηταί, αλλά και μηδόλως Εκκλησίας μετέχουσινως μηδεμίαν οπωσούν κοινωνίαν έχοντες μετά της καθολικής Εκκλησίας»9. Ισχύει δειδιαίτερα σήμερα στο ΠΣΕ ο χαρακτηρισμός της στάσεώς τους: «Εμμένοντες τηπεισμονή, ήτις τοις αιρετικοίς εστιν ίδιον, κωφεύουσι και ου διορθούνται».10
3 «Λατινομάστιξ» και όχι άδικα,ονομάσθηκε ο μεγάλος πατριάρχης Δοσίθεος (+1707). Στην «Ομολογία» του (11),«κείμενον υψίστης δογματικοσυμβολικής σημασίας» κατά τον Ιωάννη Καρμίρη 12, ωςπρος το ζήτημα του παπικού πρωτείου μένει στο πνεύμα του Κριτοπούλου: «Θνητόςάνθρωπος καθόλου και αΐδιος κεφαλή (της Εκκλησίας) είναι ου δύναται», διότι«αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εστι κεφαλή και ούτος τους οίακας έχων εντη της Εκκλησίας κυβερνήσει, πηδαλιουχεί διά των αγίων Πατέρων. Κυρίως αρχάςκαι κεφαλάς τους επισκόπους έθηκε το Πνεύμα το άγιον»13.
4. Οι «Αποκρίσεις των ΟρθοδόξωνΠατριαρχών της Ανατολής προς τους Αγγλικανούς Ανωμότους (1716/1725)14,εκφράζουν την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία για όλη την δυτική χριστιανοσύνη. Για τοπαπικό πρωτείο: «Επηρεία του πονηρού ο Ρώμης πάπας αποσφαλείς και εις αλλόκοταδόγματα και καινοτομίας εμπεσών, απέστη της ολομελείας του σώματος της ευσεβούςΕκκλησίας και απεσχίσθη»15. Και αυτό ισχύει για σύνολη τη Λατινική Εκκλησία,φυσικά. Το κείμενο είναι σαφής αντιρρητική και κατά του νεοφανέντοςαγγλικανισμού, «καθορίζει δε επιτυχώς και εγκύρως την εξ επόψεως ορθοδόξουορθήν βάσιν πάσης προς ένωσιν των διισταμένων Εκκλησιών προσπαθείας», κατά τονΙωάννη Καρμίρη, ο οποίος (το 1953) θεωρούσε το κείμενο αυτό ως καθοριστικό καιτων σημερινών σχέσεων προς την ετεροδοξία 16.
Καθαρά αντιπαπικό χαρακτήρα έχουν η«Εγκύκλιος της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1722 προς τους ορθοδόξουςΑντιοχείς»17 και η «Ομολογία Πίστεως της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου» του 1727(18), με αφορμή την εξαπλούμενη στην Ανατολή παπική προπαγάνδα. Το πρώτοκείμενο χαρακτηρίζει το παπικό πρωτείο ως το κύριο αίτιο της παπικήςεπεκτατικής πολιτικής: «…Να συστήσωσι την μοναρχίαν του Πάπα και να αποδείξουνότι μόνος ο Πάπας είναι … καθόλου κεφαλή της καθόλου Εκκλησίας και Βικάριος τουΧριστού, και μόνος κύριος και επίσκοπος της οικουμένης όλης, και υπεράνω τωνάλλων Πατριαρχών και πάντων Αρχιερέων, και ότι «δεν δύναται ποτέ να αμάρτη καινα εκπέση εις καμμίαν αίρεσιν, και ότι υπεράνω των Συνόδων, οικουμενικών και τοπικών…»19.Δηλώνεται δε σαφώς, ότι «επάνω εις αυτήν την αλλόκοτον και τετυφωμένην αρχήντου Πάπα, θεμελιώνουσιν όλας τας καινοτομίας και τους νεωτερισμούς αυτών καιεξαπατώσι τους απλουστέρους…»20.
Το δεύτερο κείμενο, στο πλαίσιο τηςαναιρέσεως των λατινικών καινοτομιών, επισημαίνει την κορύφωσή τους στο παπικόπρωτείο: «Τον δε πάπαν της Ρώμης ου κεφαλήν ηγείσθαι της αγίας και καθολικήςΕκκλησίας, αλλά μέλος όντα υποκείσθαι ταις Συνόδοις, και ως δυνάμενον αμαρτήσαι(ου μόνον ως άνθρωπον απλώς, αλλά και ως απ’ αυτής της καθέδρας διδάσκοντα) τουορθού και αληθούς –είναι η απόρριψη του άμεσα συνδεομένου με το πρωτείοαλαθήτου- κρίνεσθαί τε και ανακρίνεσθαι και διορθούσθαι και παιδείαις(=τιμωρίαις) εκκλησιαστικαίς υποβάλλεσθαι, ότε τύχοι αν πταίσαι, υπό της συνόδου,ως μέρος ων, αλλ’ ου κεφαλή της αγίας και καθολικής Εκκλησίας». Επαναλαμβάνεταιδε και εδώ η ίδια προϋπόθεση για την εκκλησιαστικότητα του Πάπα: «Και τούτο δε,οπηνίκα συμφρονή τοις λοιποίς αγιωτάτοις Πατριάρχαις εν τοις περί ευσεβείας καιπίστεως λόγοις, και τα αυτά δοξάζων η δόγματα της καθόλου του ΧριστούΕκκλησίας, ου μην δε, όταν σχισματικός εστί»21, διότι τότε είναι εκτός τηςΕκκλησίας.
5 Ο 19ος αιώνας είναι ιδιαίτερασημαντικός για κάθε εξέλιξη, πνευματική και πολιτική. Όχι μόνο δημιουργούνταιτα εθνικά κράτη και μαζί τους επέρχεται η διάλυση της ορθόδοξης Εθναρχίας με ταεθνικά αυτοκέφαλα, αλλά και η πολυώνυμη προτεσταντική λαίλαπα, ωςμισσιοναρισμός, κατακλύζει την καθ’ ημάς Ανατολή, σηματοδοτώντας την πορείαπρος τον Οικουμενισμό του 20ου αιώνα. Με το άνοιγμα της νέας αυτής περιόδουαρχίζει και η προοδευτική ταλάντευση της Ορθοδοξίας, και ιδίως του ΟικουμενικούΠατριαρχείου, μεταξύ της πατερικότητος, που συνεχίσθηκε στην δουλεία, και τωννέων επιλογών, που θα οδηγήσουν στον συμβιβασμό, και σήμερα στην ταύτιση με τηνεπί αιώνες αποκρουόμενη πλάνη.
Τον 19ο αιώνα εμφανίζονται εξ ίσουσημαντικά δογματικοσυμβολικά κείμενα, που οριοθετούν και πάλι την διαφοράΟρθοδοξίας και Δυτικής Χριστιανοσύνης. Έτσι η Εγκύκλιος της ενΚωνσταντινουπόλει συνόδου του 1836 «Κατά των Διαμαρτυρομένων Ιεραποστόλων»22χαρακτηρίζει τους Διαμαρτυρομένους «αιρετικούς, οι οποίοι καταπολεμούσι καιδιαφθείρουν την ιεράν ημών Ορθόδοξον Εκκλησίαν δολερώς και υπούλως». Είναι δε«μαθηταί και οπαδοί του Λουθήρου, του Ζβιγκλίου, του Καλβίνου, των Σωκίνων καιάλλων πολλών τοιούτων αιρετικών»23. Μία παρατήρηση δε του κειμένου έχειδιαχρονκό χαρακτήρα: «Να μας αφήσωσιν ησύχους να φρονώμεν και να πιστεύωμεν τατων αγίων προγόνων μας, και να λατρεύωμεν τον Θεόν εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν,εις την «οποίαν αυτός μας ηξίωσε να γεννηθώμεν»24.
Το ίδιο ισχύει και για τρία ακόμησημαντικά κείμενα, κατά τα έτη 1838, 1848 και 1895. Στο πρώτο η ενΚωνσταντινουπόλει σύνοδος με Εγκύκλιό της αποκρούει εκ νέου τις λατινικέςκαινοτομίες25, «επιμένοντας στο πρωτείο και το αλάθητο του πάπα (μιλεί για«βλασφημίες» του Παπισμού) και την Ουνία26, κάνοντας τελικά λόγο για «ανίθεαπαπικά διάφορα ανοσιουργήματα»27 και «ματαιόφρονα και σατανικήν των Παπικώναίρεσιν»28. Η «Απάντησις των ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής προς τον πάπανΠίον Θ΄», το 1848 29, επικεντρώνεται στον Παπισμό, ως αίρεση: «Τούτων τωνπλατυνθεισών … επί μέγα μέρος της οικουμένης αιρέσεων, ην ποτε ο Αρειανισμός,έστι δε σήμερον και ο Παπισμός»30. Έτσι συσχετίζεται ο Παπισμός με τον Αρειανισμό,κάτι που ετόνιζε ιδιαίτερα ο όσιος π. Ιουστίνος Πόποβιτς. Αναιρούνται, επίσης,το Filioque και το παπικό πρωτείο και το αλάθητο, που προωθείτο στην επίσημηαναγνώρισή του το 1870. Τέλος, η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του 1895 απαντάστον πάπα Λέοντα τον ΙΓ΄31, που κάλεσε τους Ορθοδόξους σε ένωση, η οποία κατάτην παπική πλευρά μπορούσε να στηριχθεί στη μέθοδο της Ουνίας. Και αυτό δεακριβώς επιβλήθηκε στις μέρες μας, με την αναγνώριση εκ μέρους των Ανατολικώντου Παπισμού ως Εκκλησίας και του Πάπα ως επισκόπου της Εκκλησίας του Χριστού.Είναι το τελευταίο, στην ουσία, ορθόδοξο κείμενο, που συντάσσεται ως απάντησηστις λατινικές προκλήσεις.
Η Σύνοδος του 1895 απαντά με παρρησία,ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι «η Εκκλησία των επτά Οικουμενικών Συνόδων και τωνεννέα πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού, επομένως η μία, αγία, καθολική καιαποστολική Εκκλησία, στύλος και εδραίωμα της αληθείας»32. Καταθέτει δε και αυτήτην απαράβατη για τη Ορθοδοξία αρχή, ότι η ένωση πρέπει να γίνει «εν τω ενίκανόνι της πίστεως και επί του θεμελίου της αποστολικής και πατροπαραδότουδιδασκαλίας…»33. Ειδικά ο Παπισμός χαρακτηρίζεται «Εκκλησία των καινοτομιών,της νοθεύσεως των συγγραμμάτων των εκκλησιαστικών Πατέρων και της τε αγίαςΓραφής και των όρων των αγίων Συνόδων»34. Αμετάτρεπτη δε, μένει η θέση για τοπαπικό πρωτείο και αλάθητο: «Ουδέποτε εθεωρήθη ο επίσκοπος Ρώμης ως η ανωτάτηαρχή και αλάνθαστος κεφαλή της Εκκλησίας, και ότι πας επίσκοπός εστι κεφαλή καιπρόεδρος της εαυτού κατά μέρος Εκκλησίας, υποκείμενος μόνον ταις συνοδικαίς τηςκαθόλου Εκκλησίας διατάξεσί τε και αποφάσεσιν ως μόναις αλανθάστοις»35(υπαινιγμός κατά του προ ολίγου ψηφισθέντος αλαθήτου).
Από τα παραπάνω συνάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα:
1. Η Ορθόδοξος Εκκλησία από τον 15ο ωςτα τέλη του 19ου αιώνα παρέμεινε αμετακίνητη στη στάση της απέναντι στον δυτικόχριστιανισμό, τον Παπισμό και τον Προτεσταντισμό (Λουθηριανισμό, Καλβινισμό,κ.λπ.) και τον Αγγλικανισμό, που χαρακτηρίζονται σαφώς ως αιρετικές εκπτώσειςαπό τη Μία Εκκλησίαν.
2. Στα ορθόδοξα δογματικοσυμβολικάκείμενα αυτής της περιόδου, εκφράζεται θετικά η ορθόδοξη εκκλησιαστική πίστηκαι αποκρούονται οι πλάνες των δυτικοχριστιανικών Ομάδων, έχοντας στερηθεί τονχαρακτήρα της Εκκλησίας, σε μία αδιατάρακτη συνέχεια και συμφωνία με τηνβυζαντινή αντιρρητική παράδοση της Εκκλησίας.
3. Παραμένει, έτσι, ακμαία η ορθόδοξηαυτοσυνειδησία, κατά την οποία «ο μικρόν τι τούτων παραβαίνων ως σχισματικόςκαι αιρετικός κατακρίνεται και αναθεματίζεται και ακοινώνητος παρά πάσιλογίζετα»36. Διατρανώνεται, εξ άλλου, ότι «η Ορθόδοξος ημών Ανατολική καιΑποστολική Εκκλησία ου μόνον αιρετικόν ου προσίεται δόγμα, αλλά και τας υποψίαςαυτάς αποκρούεται»37.
4. Ομολογείται, επίσης, χωρίςπεριστροφές, ότι «αυτή μόνη η των Ανατολικών Ορθοδόξων (πάλαι μεν Ελλήνων, νυνδε Γραικών και Νέων Ρωμαίων διά την Νέαν Ρώμην καλουμένων)38 Χριστιανών πίστιςεστίν αληθής μόνη ακραιφνεστάτη»39.
5. Με απόλυτη δε κατάφαση της ορθοδόξουταυτότητος διαπιστώνεται, ότι «τα Λουθηροκαλβινικά και Παπιστικά δόγματα ουσυνάδει τη Ορθοδόξω ημών πίστει, ανθίστανται δε μάλλον αυτή και πόρρω τηςαληθείας απεσχοίνινται»40.
6. Μόνη, συνεπώς παραδεκτή βάση τηςεκκλησιαστικής ενώσεως είναι ή απόλυτος «ενότης της πίστεως και η ομοφροσύνηστα δόγματα διά της ανεπιφυλάκτου παρά των ετεροδόξων αποδοχής των ορθοδόξωνδογμάτων». Με βάση δε την σχετική δήλωση του αγίου Μάρκου, διακηρύσσεται εκνέου, ότι «εν τοις θείοις δόγμασιν ουδαμού χώραν έχει ποτέ η οικονομία ήσυγκατάβασις»41. Και όλα αυτά λέγονται σε περίοδο εξουθενωτικής δουλείας καιταπεινώσεως του Γένους των Ορθοδόξων.
Β) Η μεταπατερική διάσπαση της συνέχειας
1. Η αταλάντευτη αυτή στάση τηςΟρθόδοξης Εκκλησιαστικής Ηγεσίας απέναντι στην ετερόδοξη Δύση άλλαξε επίσημαστις αρχές του 20ου αιώνα, επί πατριαρχίας Ιωακείμ του Γ΄(+1912). Η ασυνέχειααυτή γίνεται αντιληπτή και μόνο με την σύγκριση των δογματικοσυμβολικώνκειμένων από το 1902 και εξής, με εκείνο του 19ου αιώνα, που επισκοπήσαμεπαραπάνω.
Τα προοίμια της αλλαγής αυτής φαίνονταιήδη το 1865 με την μετάβαση της διευθύνσεως της Θεολογικής Σχολής της Χάλκηςαπό τον παραδοσιακό και πατερικό Κωνσταντίνο Τυπάλδο, τιτουλάριο ΜητροπολίτηΣταυρουπόλεως42, στον γερμανοτραφή και φορέα άλλης νοοτροπίας Φιλόθεο Βρυέννιο(+1918), μετέπειτα Μητροπολίτη Διδυμοτείχου. Με τον Βρυέννιο εγκαινιάζεται μίανέα στάση απέναντι στην δυτική χριστιανοσύνη, που αποκαλύπτει και την αλλαγήπνεύματος και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, με το οποίο συμβάδιζε πάντοτε ηΣχολή. «Η φωνή της Σχολής ήταν η φωνή του», κατά την δήλωση του Οικουμενικούμας Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου43. Σε τι όμως έγκειται η αλλαγή; Εντείνεται τοπνεύμα του φιλοδυτικισμού και εξευρωπαϊσμού και η καλλιέργεια οικουμενικώνσχέσεων44.
Η αναπροσαρμογή της στάσεως τουΟικουμενικού Πατριαρχείου έναντι της Δύσεως ήταν η συνέπεια της αλλαγής τωνπολιτικών σχέσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τις Δυτικές Κυβερνήσεις45. Ηστροφή αυτή όμως δεν έμεινε μόνο στο επίπεδο των πολιτικοκοινωνικών σχέσεων,αλλά επηρέασε, δυστυχώς, και την Θεολογία46. Η θεολογική αναπροσαρμογή φαίνεταιστην πορεία της Σχολής, η οποία αντανακλά την πολιτική του Φαναρίου. Ιδού ηαπόδειξη: Από το 1855, που άρχισε να λειτουργεί στην Σχολή ο θεσμός των«Θέσεων» και «Διατριβών» και μέχρι το 1862, με βάση το Αρχείο της Σχολής47, οιδεκατρείς από τις μελέτες των σπουδαστών σχετίζονται με την Λατινική Εκκλησίακαι ειδικότερα με τον παπικό θεσμό, με πνεύμα καθαρά αντιρρητικό και ελεγκτικό.Δηλαδή το 1/5 σχεδόν των επιστημονικών μελετών των Μαθητών επικρίνουν το παπικόπρωτείο. Αυτό ήταν το πνεύμα της Σχολής και της Εθναρχίας τότε. Μετά τονΤυπάλδο οι σχετικές εργασίες, από το 1869 μέχρι το 1907, είναι συνολικά 21. Απότο 1907 όμως μέχρι το 1922 δεν υπάρχουν άλλα κείμενα με αυτόν τον χαρακτήρα,ενώ από το 1923 μέχρι το 1971, όταν «κρίμασιν οις οίδε Κύριος» έκλεισε η Σχολή,μόνο τρία σχετικά κείμενα εμφανίζονται. Την πλήρη αλλαγή δε του πνεύματοςπροδίδει η Διατριβή του Κυριακού Κουτσουμάλλη το 1968: «Ο μετά τηςΡωμαιοκαθολικής Εκκλησίας θεολογικός διάλογος εις τας τρεις πανορθοδόξουςΔιασκέψεις».
Αυτό όμως σημαίνει, ότι με πνεύμαθετικό εγκαινιάζεται στο εθναρχικό Κέντρο μία νέα στάση απέναντι στηναποκρουόμενη ως τότε Δύση, κατά το πνεύμα του φιλοδυτικισμού και των«οικουμενικών σχέσεων». Το κύριο σημείο αναφοράς δεν θα είναι πλέον η Ανατολή,αλλά η Δύση με ό,τι αυτή εκφράζει. Η αλλαγή αυτή οριοθετείται από τρία σπουδαίαΚείμενα του Οικουμενικού Θρόνου, την Εγκύκλιο του πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ το 1902(48), το Διάγγελμα του 1920 (49) και την Εγκύκλιο του 1952 (50). Η πρώτηπραγματοποιεί το οικουμενιστικό άνοιγμα στη Δυτική Χριστιανοσύνη, ενώ τα άλλαέχουν καθαρά προγραμματικό χαρακτήρα, εγκαινιάζοντας και προωθώντας την πορείαπρος τον Οικουμενισμό με την «Οικουμενική Κίνηση» 51. Η συμμετοχή τουΟικουμενικού Πατριαρχείου σ’ αυτήν οδήγησε στις σημερινές ελεγχόμενες από τηνορθόδοξη συνείδηση σχέσεις. Την επελθούσα αλλαγή μαρτυρεί η χρησιμοποιούμενηγλώσσα. Οι «αναδενδράδες», όπως χαρακτηρίσθηκαν οι δυτικές χριστιανικές ομάδεςτο 1902 (52), γίνονται το 1920 «Εκκλησίες», κάτι, βέβαια, που επαινείται απότους Οικουμενιστές, δικούς μας και ξένους. Αυτό όμως σημαίνει προοδευτικήεξίσωση των δυτικών Ομολογιών με την Μία Εκκλησία, την Ορθοδοξία. Στο σημείοαυτό είναι περισσότερο ειλικρινής ο νυν Πάπας, όταν το 2008 αρνήθηκε στονΠροτεσταντισμό τον χαρακτήρα της Εκκλησίας», την Ορθοδοξία δε εχαρακτήρισε«ελλειμματική», διότι δεν αποδέχεται το πρωτείο του.
2. Με το Διάγγελμα του 1920 το ΟικουμενικόΠατριαρχείο προσέφερε τον καταστατικό χάρτη για την στάση, που όφειλε νατηρήσει στο μέλλον η ορθόδοξη παράταξη μέσα στην Οικουμενική Κίνηση 53. Αν ηΕγκύκλιος του 1902 άνοιξε τον δρόμο για την συμμετοχή μας στην ΟικουμενικήΚίνηση, το Διάγγελμα του 1920 προετοίμασε την είσοδό μας στο ΠΣΕ(54), ενώ η επίΠατριάρχου Αθηναγόρα Εγκύκλιος του 1952 λειτούργησε ως ολοκλήρωση καιεπισφράγιση της προγραμματισμένης αυτής πορείας55. Γι’ αυτό μεγάλοι ορθόδοξοιΘεολόγοι , όπως ο Ιωάννης Καρμίρης και ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, παρά τηναφοσίωσή τους στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν παρέλειψαν να εκφράσουν τονδισταγμό τους στα ανοίγματα αυτά και τις επιφυλάξεις τους για τις μέσω αυτώνδρομολογηθείσες εξελίξεις56.
Ανασταλτικό χαρακτήρα για λίγο σ’ αυτήτην πορεία είχε η «Απόφασις του εν Μόσχα Ορθοδόξου Συνεδρίου κατά τουΠαπισμού57, το 1948. Ο Παπισμός καταδικάζεται σ’ αυτήν «δι’ όλα τα καινοφανήρωμαϊκά δόγματα58. Οι Πάπες, όπως λέγεται, «παρέφθειραν την καθαρότητα τηςδιδασκαλίας της αρχαίας οικουμενικής Ορθοδοξίας διά των νεοεισαχθέντωνδογμάτων»59. Ο Παπισμός χαρακτηρίζεται ρητά «αντιχριστιανικός»60. Πρόκειται γιαεπιστροφή στο πνεύμα προ του 1900, που δεν θα έχει όμως συνέχεια, όπως ταπράγματα έδειξαν. Σ’ αυτό συνέβαλε και η χρησιμοποιούμενη γλώσσα για την αποφυγή,άλλωστε, σκανδαλισμού του πληρώματος. Στην Εγκύκλιο του 1952 το ΟικουμενικόΠατριαρχείο λέγει, ότι «δια της άχρι τούδε συμμετοχής της εις τηνπανχριστιανική Κίνησιν η Ορθόδοξος Εκκλησία εζήτησε κυρίως, ίνα γνωρίση καιμεταδώ τοις ετεροδόξοις τον πλούτον της πίστεως, της λατρείας και τηςοργανώσεως αυτής, και την θρησκευτικήν άμα και ασκητικήν αυτής πείραν,πληροφορηθή δε και αυτή τας νέας μεθόδους και αντιλήψεις της εκκλησιαστικήςζωής και δράσεως αυτών». Φοβούμενος όμως την σχετικοποίηση της πίστεως, αισθάνεταιτην ανάγκη ο Ιωάννης Καρμίρης να υπογραμμίσει: «Η συμμετοχή των Ορθοδόξων…. καιη συνεργασία…. Έχει την έννοιαν κοινωνίας αγάπης και ουχί κοινωνίας εν τηδογματική διδασκαλία και τοις μυστηρίοις»62, σαν να ήταν δυνατή η «κοινωνίααγάπης» χωρίς την ενότητα στην πίστη, («πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» Γαλ.5,6). Τους αληθινούς στόχους όμως του διαχριστιανικού Οικουμενισμού δενδιστάζουν να ομολογούν διακεκριμένοι Ιεράρχες του Οικουμενικού Θρόνου, όπως οΘυατείρων Γερμανός (Στρηνόπουλος), αναφερόμενος διά μακρών στο Διάγγελμα του1920, το οποίο και συνέταξε μαζί με άλλους καθηγητές της Χάλκης63. «Είναιανάγκη, είπε, να συνειδητοποιήσουν οι Εκκλησίες ότι εκτός από την ενότητα, υπότην στενή της λέξεως έννοια… , υπάρχει και μία άλλη, πιο περιεκτική έννοια τηςενότητος, κατά την οποία όλοι όσοι παραδέχονται την θεμελιώδη διδασκαλία τηςαποκαλύψεως του Θεού εν Χριστώ, και αποδέχονται Αυτόν ως Σωτήρα και Κύριο, θαέπρεπε να θεωρούν ο ένας τον άλλο ως μέλη του ίδιου σώματος και όχι ως ξένους».
«Χωρίς να εισχωρήσουμε στην εξέταση τωνδογματικών διαφορών, που χωρίζουν τις Εκκλησίες», πρόσθεσε ο Θυατείρων, «πρέπεινα καλλιεργήσουμε αυτήν ακριβώς την ιδέα της ευρυτέρας ενότητος…»64. Είναιφανερή εδώ η θεωρία περί «διευρυμένης Εκκλησίας», που απαιτεί την περιθωριοποίησητης πίστεως και του σωτηριολογικού χαρακτήρα τού δόγματος, σ’ αντίθεση με τηναποστολική και πατερική παράδοση, όλων των αιώνων.
3. Καθαρότερα όμως τον σκοπό τηςΟικουμενικής Κινήσεως έδωσε ο επίσης διακεκριμένος ιεράρχης του ΟικουμενικούΠατριαρχείου και εκ των πρωτεργατών της, πρώην Αμερικής Ιάκωβος σε συνέντευξήτου το 1999: «Πρώτον με επίκραναν οι πόλεμοι και δεύτερον η σχετική αποτυχίατου Οικουμενικού Διαλόγου, ο οποίος απέβλεπε στην ένωση ή την προσέγγιση τωνΕκκλησιών και κατόπιν γενικότερα όλων των θρησκειών»65. Είναι μία έντιμηομολογία για τις επιδιώξεις της Οικουμενικής Κινήσεως και την διασύνδεσή της μετον πανθρησκειακό Διάλογο, αλλά και τις στοχοθεσίες της Νέας Εποχής, για τηνεπίτευξη της Πανθρησκείας. Υπεύθυνη όμως και αντικειμενική κριτική στηνΟικουμενική Κίνηση έχει ασκήσει ο όσιος Ιουστίνος (Πόποβιτς), χαρακτηρίζονταςτον Οικουμενισμό με τον ακόλουθο τρόπο: «Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα διάτους ψευδοχριστιανούς, διά τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα του ευρίσκεταιη καρδιά όλων των ευρωπαϊκών Ουμανισμών με επικεφαλής τον Παπισμόν. Όλοι δεαυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι αι ψευδοεκκλησίαι, δεν είναι τίποτε άλλο παράμία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν. Το κοινόν ευαγγελικόν όνομά τωνείναι η παναίρεσις»66. Και διερωτάται: «Ήτο άραγε απαραίτητον η ΟρθόδοξοςΕκκλησία, αυτό το πανάχραντον Θεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του ΘεανθρώπουΧριστού, να ταπεινωθή τόσον ερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποί της Θεολόγοι, ακόμηκαι Ιεράρχαι, να επιζητούν την οργανικήν μετοχήν και συμπερίληψιν εις το ΠΣΕ;Αλοίμονον, ανήκουστος προδοσία»67.
Ο π. Ιουστίνος μπόρεσε να διίδει τηνκατάληξη των οικουμενιστικών σχέσεων, που κορυφώθηκαν στις αποφάσεις τουBalamand (1993) (=κατάφαση της παπικής αιρέσεως ως αδελφής Εκκλησίας και τηςΟυνίας, που συμμετέχει επίσημα στον Διάλογο) και του Porto Allegre (2009) (=αποδοχή της προτεσταντικής Εκκλησιολογίας),αλλά και στην καταξίωση de facto της«βαπτισματικής Θεολογίας», «της κοινής διακονίας» χωρίς ενότητα πίστεως, της«διευρυμένης Εκκλησίας» και του «πολιτιστικού πλουραλισμού».
Ο Οικουμενισμός σ’ όλες τις διαστάσειςκαι εκδοχές του έχει αποβεί αληθινή βαβυλώνιος αιχμαλωσία του ΟικουμενικούΠατριαρχείου και όλων των τοπικών ηγεσιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η καύχησηκαι ο αυτοθαυμασμός των Οικουμενιστών μας «για μία δήθεν νέα εποχή, που άνοιξετο Οικουμενικό Πατριαρχείο με τις πατριαρχικές Εγκυκλίους των ετών 1902 και1920, δεν δικαιώνονται», διότι «αυτό που κατορθώθηκε είναι να νομιμοποιήσουμετις αιρέσεις και τα σχίσματα του Παπισμού και του Προτεσταντισμού». Αυτό είναιτο κατασταλαγμένο συμπέρασμα του π. Θεοδώρου Ζήση68, το οποίο αδίστακταπροσυπογράφω.
4. Είναι, λοιπόν, φανερό, ότι οΟικουμενισμός αποδείχθηκε πλέον ως εκκλησιολογική αίρεση, ως ένας «δαιμονικόςσυγκρητισμός», που επιδιώκει μία ομοσπονδιακή ενότητα της Ορθοδοξίας με τηνδυτική αιρετική πανσπερμία. Έτσι όμως, η ορθοδοξία δεν επηρεάζει σωτηριολογικάτον μη ορθόδοξο κόσμο. Διότι έχει εγκλωβισθεί αυτή, στα πρόσωπα των κατά τόπουςΗγεσιών της, στις παγίδες του Οικουμενισμού, που κατεργάζονται την φθορά καιτην αλλοτρίωσή της.
Αντί λοιπόν, η εκκλησιαστική Ηγεσίαμας, να ακολουθεί το παράδειγμα των Αγίων μας Πατέρων στη διαφύλαξη τηςΟρθοδοξίας, ως της μόνης δυνατότητος σωτηρίας ανθρώπου και κοινωνίας, πράττειακριβώς το αντίθετο: συμφύροντας την Ορθοδοξία με την αίρεση, στα όρια τουΟικουμενισμού, και ουσιαστικά καταξιώνοντας την αιρετική πλάνη, επιφέρει τηνάμβλυνση των κριτηρίων του ορθοδόξου πληρώματος και στερεί και αυτό και τονκόσμο από την δυνατότητα σωτηρίας.
Στην κατεύθυνση δε αυτή ακριβώςαποδεικνύεται δαιμονική η παρέμβαση της λεγομένης «Μεταπατερικής Θεολογίας», ηοποία προσφέρει θεολογική κάλυψη και στήριξη στην οικουμενιστική μας υστερίακαι στην κατεδάφιση των πατερικών και παραδοσιακών μας θεμελίων. Αυτό δενγίνεται, βέβαια, με την κατ’ ευθείαν πολεμική κατά της συνοδικής και πατερικήςπίστεως –τουναντίον αυτή συχνά επαινείται υποκριτικά και εξαίρεται- αλλά με τηναμφισβήτηση των νηπτικών προϋποθέσεών της, την αποφυγή της καταδίκης τωναιρέσεων και την de facto, έτσι, αναγνώρισή τους ως Εκκλησίας, σωτηριολογικούδηλαδή μεγέθους, ισοτίμου με την Ορθοδοξία. Με αυτό τον τρόπο απορρίπτονται οιάγιοι Πατέρες και η διδασκαλία τους, ως δήθεν ανατροπή της πίστεως και πράξεωςτης αρχαίας Εκκλησίας. Η μεταπατερικότητα, δηλαδή, είναι στην ουσία τηςαντιπατερικότητα, διότι η προτεσταντίζουσα αυτή κίνηση αποδυναμώνει τηνπατερική παράδοση, χωρίς την οποία η Ορθοδοξία παραμένει αθωράκιστη στην δίνητου Οικουμενισμού και την εξυπηρέτηση των σχεδίων της Νέας Εποχής. Και για ναπαραφράσουμε τον Ντοστογιέφσκυ: «Χωρίς Πατέρες όλα επιτρέπονται»! Κατά τον άγιοΓρηγόριο όμως τον Παλαμά, «τούτό εστιν αληθής ευσέβεια, το μη προς τουςθεοφόρους Πατέρας αμφισβητείν».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Θεμελιακή είναι η Εγκύκλιός του«Προς τους της Ανατολής αρχιερατικούς θρόνους (866). (Ιω. Ν. Καρμίρη, ΤαΔογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. 1, Αθήναι1960, σ. 316 επ.), στην οποία καταδικάζονται οι αυθαίρετες και αντικανονικέςενέργειες της Παλαιάς Ρώμης «εις βάρος της ορθοδόξου πίστεως και παραδόσεως».Καταδικάζεται η προσθήκη στο ιερό Σύμβολο (Filioque) και η ανάπτυξη του παπικούπρωτείου. Το Filioque χαρακτηρίζεται «κακών κορωνίς».
2. «Επιστολαί δύο προς ΠέτρονΑντιοχείας και απόφασις της υπ’ αυτόν Συνόδου του 1054» (Ιω. Ν. Καρμίρη, όπ. π.σ. 331 επ.).
3. Βλ. Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού,Εγκύκλιος «τοις απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένοις ορθοδόξοιςΧριστιανοίς» (1440/41). Ιω. Ν. Καρμίρη, όπ.` π. , σ. 417 επ. /421 επ. (εδώ:425). Με έμφαση διακηρύσσει για τους Λατίνους:
«Αιρετικοί εστιν άρα και ως αιρετικούςαυτούς απεκόψαμεν».
4. Στο ίδιο, σ. 427 (Πρβλ. Α΄Τιμ. 6,5:«οι πορισμόν ηγούμενοι την ευσέβειαν».
5. Στο ίδιο, σ. 428
6. Στο ίδιο, σ. 429
7. Μητροφάνους Κριτοπούλου, Ομολογίατης Ανατολικής Εκκλησίας…(1625). Ιω. Ν. Καρμίρη, Τα Δογματικά και ΣυμβολικάΜνημεία …, τ. ΙΙ, Αθήναι 1953, σ. 489 επ., 498 επ.
8. Ιω. Ν. Καρμίρη, τ. Β. σ 694 επ. /701επ.
9. Στο ίδιο, σ. 703.
10. Στο ίδιο, σ. 704.
11. «Δοσιθέου Πατριάρχου ΙεροσολύμωνΟμολογία Πίστεως» (1672). Βλ. Ι.Ν. Καρμίρη, όπ. π., σ. 734 επ. /764 επ.
12. Στο ίδιο, σ. 737
13. Στο ίδιο, σ. 752
14. Στο ίδιο, σ. 783επ. / 788 επ.
15. Στο ίδιο, σ. 795
16. Στο ίδιο, σ. 783
17. Στο ίδιο, σ. 820 επ. /822 επ.
18. Στο ίδιο, σ. 860 επ. /861επ.
19. Στο ίδιο, σ. 823
20. Στο ίδιο, σ. 824
21. Στο ίδιο, σ. 867
22. Στο ίδιο, σ. 870 επ. /873 επ.
23. Στο ίδιο, σ. 874
24. Στο ίδιο, σ. 883
25. Στο ίδιο, σ. 893 επ. /894 επ.
26. Στο ίδιο, σ. 896
27. Στο ίδιο, σ. 898
28. Στο ίδιο, σ. 900
29. Στο ίδιο, σ. 902 επ. /905 επ
30. Στο ίδιο, σ. 906
31. Στο ίδιο, σ. 930 επ. /932 επ.
32. Στο ίδιο, σ. 931
33. Στο ίδιο, σ. 933
34. Στο ίδιο, σ. 931
35. Στο ίδιο, σ. 938
36. «Αποκρίσεις … προς τουςΑγγλικανούς, Ανωμότους, όπ. π., σ. 787
37. Στο ίδιο, σ. 791
38. Είναι η πλήρης ταυτότητα τωνΟρθοδόξων. Τα ονόματα: Έλληνες - Γραικοί (κατά τους Φράγκους) και Νέοι Ρωμαίοιή Νεορωμαίοι, ως πολίτες της Νέας Ρώμης συνδέονται διαχρονικά σε μίααδιατάρακτη ενότητα πολιτισμού και παραδόσεως!
39. Στο ίδιο, σ. 789
40. Στο ίδιο, σ. 793
41. Στο ίδιο, σ. 787
42. Έζησε 1795-1867. Σχολάρχης κατά τηνεικοσαετία 1844-1864
43. Ως μητροπολίτου Φιλαδελφείας (τοΟικουμενικό Πατριαρχείον και η Θεολογική Σχολή Χάλκης, στην Επετηρίδα ΕστίαςΘεολόγων – Χάλκης, Αθήνα 1980, σ. 168. Το ίδιο δηλώνει και ο καθηγητής τηςΣχολής Αρ. Πασαδαίος (Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, Ιστορία-Αρχιτεκτονική,Αθήνα 1987, σ. 45 (σημ.82).
44. Εκτενή διαπραγμάτευση του θέματοςβλ. στην μελέτη του π. Γεωργίου Τσέτση, Η συμβολή της Ιεράς Θεολογικής ΣχολήςΧάλκης εις την Οικουμενικήν Κίνησιν, στην Επετηρίδα Εστίας…., όπ. π., σ.259-263.
45. Βλ. Δημητρίου Ν. Κιτσίκη, Ιστορίατης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 1280-1924, Αθήνα 19963 σ. 235 επ.
46. Ο Σάμιουελ Χάντιγκτον έχει, άλλωστεδιακηρύξει ότι «οι θρησκείες είναι πολύ ισχυρό εργαλείο για την πολιτική…!
47. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού-ΒαρβάραςΚαλογεροπούλου-Μεταλληνού, ΑΡΧΕΙΟΝ της Ιεράς Θεολογικής Σχολής Χάλκης, τ. Ε΄,Αθήνα 009. Πρβλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Κριτική θεώρηση του παπικού θεσμού στηνΧάλκη τον ΙΘ΄αιώνα. Ένα ανέκδοτο κείμενο του Κωνσταντίνου Τυπάλδου – Ιακωβάτου,στον Τόμο: Δώρημα στον Καθηγητή Βασίλειο Ν. Αναγνωστόπουλο, Αθήνα 2007, σ. 239επ.
48. Βλασίου Ι. Φειδά, Αι Εγκύκλιοι του1902 και του 1904 ως πρόδρομοι της Εγκυκλίου του 1920 εν τη ευρυτέραοικουμενική προοπτική της Μητρός Εκκλησίας», Ορθοδοξία 2003, σ. 129-139(εδώ:129).
49. Διάγγελμα του ΟικουμενικούΠατριαρχείου» Προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού». Ιω. Ν. Καρμίρη, όπ.π., σ. 950 επ. /957 επ.
50. Στο ίδιο, σ. 960 επ.
51. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, ΟικουμενικόΠατριαρχεό και Οικουμενισμός, στον τόμο του Ιδίου, Στα Μονοπάτια τηςΡωμηοσύνης, Αθήνα 2008, σ. 121 επ.
52. Κατά τον Καθηγ. Βλάσιο Ι. Φειδά,«…Ο όρος «αναδενδράς» παρουσιάζει μεγαλύτερη σημασιολογική συγγένεια προς τιςπαραφυάδες», οι οποίες τρέφονται από τη ρίζα του δένδρου, αλλά δεν παράγουν καρπούς»!(όπ. π.). Είθε να είναι έτσι1 Βλ. όμως Ματθ. 3,10…
53. Βλ. π Γ.Δ Μεταλληνού, ΟικουμενικόΠατριαρχείο και Οικουμενισμός, όπ. π., σ. 128.
54. Κατά τον καθηγητή Χρήστο Γιανναρά,η Εγκύκλιος «υποκαθιστά ή αποσιωπά την αλήθεια της Μιας, Αγίας, Καθολικής καιΑποστολικής Εκκλησίας και του υπαρκτικού μυστηρίου της σωτηρίας, για χάρη τηςκοινωνιστικής και πιετιστικής αντίλιψης ενός ιδεολογικού χριστιανισμού, μια καισ’ αυτή «δεν υπάρχει ούτε υπαινιγμός της αλήθεις»» (Αλήθεια και ενότητα τηςΕκκλησία, Αθήνα 1997 , σ. 196 επ.
55. Είναι σπουδαίο κείμενο για τιςμεθοδεύσεις του Οικουμενικού Θρόνου προς ενίσχυση του Οικουμενισμού. ΗΕγκύκλιος απευθύνεται «προς τας αυτοκεφάλους Ορθοδόξους εκκλησίας».
56. Ο μεν π. Φλωρόφσκυ το 1961απομακρύνθηκε από το ΠΣΕ, ο δε Ιωάννης Καρμίρης (το 1953) δηλώνει περόφροντιςαπό τις εξελίξεις: «Είναι προφανές ότι η ανεπιφύλακτος και άνευ όρων συμμετοχή(της Ορθοδοξίας) εις δογματικά συνέδρια και η οργανική σύνδεσις αυτής μετάπολυαρίθμων ποικιλωνύμων Εκκλησιών και Ομολογιών και αιρέσεων επί βάσεωςδογματικής και εκκλησιολογικής εν τω Παγκοσμίω Συμβουλίω των Εκκλησιών θαεσήμαινε παρέκκλισιν από της υπό του Πατριαρχικού Διαγγέλματος του 1920χαραχθείσης γραμμής περί συνεργασίας αυτής μόνον εν τοις ζητήμασιν τουΠρακτικού Χριστιανισμού και γενικώς δεν θα ήτο σύμφωνος προς τας θεωρητικάςαρχάς της Ορθοδοξίας και την μακραίωνα παράδοσιν αυτής, ως και την διδασκαλίανκαι πράξιν των επτά Οικουμενικών Συνόδων και των μεγάλων Πατέρων αυτής» (όπ.π., σ. 953).
57. Ιω. Ν. Καρμίρη όπ. π., σ. 946 επ./948 επ.
58. Στο ίδιο, σ. 947
59. Στο ίδιο, σ. 948
60. Στο ίδιο, σ. 949
61. Στο ίδιο, σ. 962
62. Στο ίδιο, σ. 956
63. Ήσαν οι: Σελευκείας Γερμανός(Στρατηγόπουλος), Ιω. Ευστρατίου, Βασίλειος Στεφανίδης, Βασίλειος Αντωνιάδηςκαι Π. Κομνηνός.
64. π. Γεώργιος Τσέτσης , όπ. π., σ.101.
65. Συνέντευξις στη Μαίρη Πίννη,Περιοδικό ΝΕΜΕΣΙΣ, Νοέμβριος 1999
66. π. Ιουστίνου Πόποβιτς, Η Ορθόδοξοςεκκλησία και ο Οικουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 224.
67. Στο ίδιο.
68. π. Θεοδώρου Ζήση, Άρθρο στον«Ορθόδοξο Τύπο», 16.7.2004