«Η πνευματική ανανέωση του ανθρώπου και μάλισταμέσα από το μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως»
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
Σεβασμιώτατε,σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί αδελφοί,
γιαμία ακόμη φορά βρίσκομαι ανάμεσά σας, προκειμένου να καταθέσω κάποιες σκέψεις,οι οποίες πιστεύω εκφράζουν το φρόνημα της Εκκλησίας μας, πάνω σε θέμα όχιαπλώς σημαντικό, αλλά κυριολεκτικά σωτήριο. Διότι από το πώς στεκόμαστεαπέναντί του εξαρτάται η πνευματική μας προκοπή, η ίδια η σχέση μας με τον ενΤριάδι Θεό μας. «Η πνευματική ανανέωση του ανθρώπου και μάλιστα μέσα από το μυστήριοτης ιεράς εξομολογήσεως». Πρέπει να πούμε εξαρχής ότι δεν πρόκειται να σας πωπράγματα άγνωστα, αλλά γνωστά. Είναι αναγκαίο όμως να τα επαναλαμβάνουμε, γιανα εντυπώνονται στην ψυχή μας και να γίνονται βίωμά μας.
Θα έχουμε την ευκαιρίακαι παρακάτω να μιλήσουμε για την τυραννία της λησμονιάς στη ζωή μας και πόσοπρέπει να επιμένουμε στα του Θεού, ώστε αυτά να κυριαρχούν ει δυνατόν μέσα μαςκαι να ερημώνουν τα πάθη μας. Κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι σε πάραπολλές ακολουθίες της Εκκλησίας μας, ιδίως όσον αφορά στους οσίους μας, ουμνογράφος επισημαίνει την αλήθεια ότι τα πάθη που ως άνθρωπος είχε ο όσιοςεξαλείφτηκαν, ερημώθηκαν, λόγω της επιμονής του στα κρείττονα, δηλαδή στον λόγοκαι στη θεωρία του Θεού. «Ερημώσας τα πάθη τη επιμονή των κρειττόνων» είναι μίασυνήθης φράση είτε διατυπωμένη έτσι ή και με άλλα λόγια. Γι’ αυτό και είναιξεχωριστή ευλογία συνάξεις σαν την αποψινή, που σκοπού έχουν να μας κεντρίζουνστην πνευματική μας προκοπή και την εύρεση του Θεού στη ζωή μας.
Πρέπεινα σημειώσουμε ότι με τη διατύπωση του θέματος έχουμε και τους δύο βασικούςάξονες πάνω στους οποίους θα κινηθούμε στη μικρή εισήγησή μας: 1. Ηαναγκαιότητα για πνευματική ανανέωση, όχι μόνο για τους απλούς πιστούς, αλλάκαι για τους λειτουργούς της Εκκλησίας, 2. Ο τονισμός του μυστηρίου τηςεξομολογήσεως ως βασικού μέσου πνευματικού ανανέωσης και ανεφοδιασμού.
1. Η αναγκαιότητα για πνευματικήανέωση.
(1)Μπορεί ένας οιοσδήποτε πιστός του Χριστού και της Εκκλησίας, και όχι μόνον έναςιερέας, να είναι χριστιανός χωρίς να ανανεώνεται και να ανεφοδιάζεταιπνευματικά και μάλιστα επί καθημερινής βάσεως; Ενώ η απάντηση φαίνεται να είναιαπλή: ασφαλώς και όχι, όμως δεν πρέπει να σπεύσουμε να πούμε ότι πράγματιισχύει κάτι τέτοιο. Και τούτο διότι πολλοί, κι όχι μόνον απλοί πιστοί, έχουνμία μαγική αντίληψη της πίστεως και των συμβαινόντων στην Εκκλησία μας, ακόμηδε και της πνευματικής ζωής. Τι θέλουμε να πούμε; Υπάρχουν πιστοί, και κληρικοίσε κάποιο βαθμό, οι οποίοι κατανοούν την πίστη ως μία δύναμη την οποία παρέχειο Θεός στον άνθρωπο, χωρίς να χρειάζεται οι ίδιοι να κάνουν τίποτε προς αποδοχήτης. Αρκεί να βαπτιστούν, να χριστούν, να κοινωνήσουν, να εκκλησιαστούν, ναέχουν γίνει κληρικοί ίσως, με άλλα λόγια να έχουν ακολουθήσει ή να ακολουθούνένα συγκεκριμένο τυπικό, για να θεωρήσουν ότι είναι με τον Θεό, ότι Εκείνοςβρίσκεται δίπλα τους, έτοιμος να τους βοηθήσει σε οποιαδήποτε ανάγκη κι ανβρεθούν. Κι η πίστη τους ότι ο Θεός είναι μαζί τους, διότι εκείνοι έκαναν τοκαθήκον τους, φτάνει μέχρι του σημείου να θεωρούν τον Θεό υποχρεωμένο απέναντισ’ αυτούς, οπότε αν συμβεί κάτι «κακό» στη ζωή τους, το βάρος της ευθύνηςπέφτει αποκλειστικά σ’ Εκείνον, που δεν έλαβε υπόψη του την «αγιότητά»τους. Δεν συνιστά υπερβολή ο λόγος∙ οι κληρικοί το συναντάμε καθημερινά, ακόμηπερισσότερο όσοι έχουμε επιφορτιστεί με το διακόνημα του πνευματικού.
Είναιαπολύτως σαφές βεβαίως ότι στην περίπτωση αυτή έχουμε μία «μαγικού» τύπουπίστη, μία θρησκειοποίηση της Εκκλησίας – η Εκκλησία εξισώνεται με άλλεςθρησκείες, στις οποίες ο Θεός αποτελεί το «βαρύ επάνω», όπως έχουν πει, του ανθρώπου, που μπορεί κανείς να το έχει μαζί του, όταν επιτελέσει ορισμέναπράγματα - μία αποθέωση της τυπικής σχέσεως με Εκείνον, μία έκπτωση στηΦαρισαϊκή ηθική, την οποία έλεγξε και στηλίτευσε βεβαίως ο Κύριος αυστηρότατα.Με άλλα λόγια σ’ αυτού του τύπου τη «χριστιανική» ζωή, ο άνθρωπος ξεκινά με τοδεδομένο της αυτοδικαίωσής του και ο Θεός απλώς έρχεται ως ο επιβραβευτής τηςυποτιθέμενης αγιότητάς του. Δεν υπάρχει εδώ καμία αίσθηση εσωτερικής ζωής,καμία ανάληψη ευθύνης για αλλαγή της καρδιάς, άρα καμία βίωση μετανοίας, οπότεέχει διαγραφεί αυτό που ο Κύριος σημειώνει: «η βασιλεία του Θεού εντός ημώνεστι». Η μαγική θεώρηση της χριστιανικής ζωής, διαδεδομένη δυστυχώς ευρύτατα,βρίσκεται στον αντίποδα της όντως χριστιανικής ζωής.
(2)Αλλά είπαμε: η απάντηση στο ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει χριστιανός χωρίςπνευματικά να ανεφοδιάζεται, είναι ασφαλώς αρνητική. Κι ο λόγος είναι απλός:δεν είναι μόνον ο Θεός ο Οποίος χρειάζεται να μας προσφέρει τη χάρη Του προςσωτηρία, αλλά απαιτείται και η θέληση του ανθρώπου που πρέπει να ανταποκριθείστη χάρη αυτή. Ο Θεός δηλαδή μας άπλωσε και μας απλώνει το χέρι Του, αλλά ανκαι εμείς δεν θελήσουμε να το κρατήσουμε, δυστυχώς δεν γίνεται τίποτε. Σαν νααυτοπεριορίζεται ο ίδιος ο Θεός στην παντοδυναμία Του, κάτι που βεβαίωςσημαίνει το πόσο σημαντικό για Εκείνον, όπως τουλάχιστον φαίνεται στηναποκάλυψή Του, είναι η ελευθερία του ανθρώπου. Κι είναι εύλογο: δεν έχει νόημαο Θεός που μας δημιούργησε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή Του, συνεπώςμε την ελευθερία ως καθοριστικό στοιχείο της ύπαρξής μας, να αίρει το στοιχείοαυτό. Είναι τόσο καίριας σημασίας η ελευθερία για τον άνθρωπο, δοσμένη όπωςείπαμε από τον ίδιο τον Θεό, ώστε ο αγιασμένος Γέροντας Πορφύριος έλεγεχαρακτηριστικά: «Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο Θεός δεν μας έδωσε απλώςελευθερία∙ χάραξε την ελευθερία μέσα μας». Κι αυτό αποκαλύπτει και την απειρίααγάπης του Θεού απέναντί μας: μας σέβεται, κάνει τα πάντα για εμάς, διαρκώς«εφευρίσκει» τρόπους προκλήσεως της ελευθερίας μας για να ανταποκριθούμεσ‘ Αυτόν, προκειμένου να σωθούμε, όμως ποτέ δεν μας υποκαθιστά. Ηπαραβολή του ασώτου εν προκειμένω, κατά την οποία ο Πατέρας αφήνει τον υιό Τουνα φύγει, ενώ γνωρίζει την τραγωδία στην οποία θα βρεθεί, νομίζουμε ότιμε τρόπο ανάγλυφο μας δίνει τη διάσταση αυτή.
Έτσιη χριστιανική ζωή είναι ζωή συνέργειας με τον Θεό. «Συνεργοί Θεού εσμεν», κατάτον απόστολο. Η προσφερόμενη χάρη Του απαιτεί την ανταποκρινόμενη δύναμη τουανθρώπου, υποκινημένη βεβαίως από Εκείνον, ώστε να τελεσιουργείται το μυστήριοτης σωτηρίας. «Αδελφοί - θα πει ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους- συνεργούντες και παρακαλούμεν μη εις κενόν την χάριν του Θεούδέξασθαι υμάς». Κι αλλού, στον μαθητή του Τιμόθεο, θα προτρέψει: «μη αμέλει τουεν σοι χαρίσματος, ο εδόθη σοι δια προφητείας, μετά επιθέσεως των χειρών τουπρεσβυτερίου», όπως και: «αναζωπυρείν το χάρισμα του Θεού, ο εστιν εν σοι διατης επιθέσεως των χειρών μου». Και βλέπουμε την αναγκαιότητα τηςανταποκρινόμενης δύναμης του ανθρώπου σε όλα τα επίπεδα της χριστιανικήςπίστεως και ζωής. Στα μυστήρια πρώτα. Δεν αρκεί να βαπτιστεί ή και να χριστείκάποιος. Στη συνέχεια πρέπει να επιβεβαιώνει διαρκώς τη χάρη της εντάξεώς τουστο σώμα του Χριστού και της προσφοράς του αγίου Πνεύματος διά της συνεχούςπνευματικής του ζωής. Διαφορετικά, μόνο το βάπτισμα και μόνο το χρίσμα, ωςπαροχή χάρης που μένει μετέωρη, οδηγεί σε ό,τι ο άλλος αγιασμένος ΓέρονταςΠαΐσιος χαρακτήριζε ως «θεωρία του άδειου σακκιού». Βαπτίζονται μεν οιάνθρωποι, αλλά χωρίς ενεργοποίηση της χάρης του βαπτίσματος, μένουν άδειοι. Σαννα μας έχει δώσει κάποιος πολύ πλούσιος σε εμάς τους φτωχούς μία επιταγήδισεκατομμυρίων, την οποία απλώς κλείσαμε σ’ ένα συρτάρι χωρίς να τηνεξαργυρώνουμε. Μολονότι πλούσιοι, παραμένουμε φτωχοί. Ο άγιος Διάδοχος επίσκοποςΦωτικής θα μας το εξηγήσει ακόμη περισσότερο. Το αποδίδουμε ελεύθερα: Τοβάπτισμα εξαλείφει το προπατορικό αμάρτημα ως αναγκαστική ροπή προς τηναμαρτία, φέρνοντάς μας στο αφετηριακό σημείο να μπορεί να λειτουργεί η βούλησήμας κατά τρόπο ελεύθερο. Το πού θα κλίνει η βελόνα της βούλησής μας από κει καιπέρα, είναι πια θέμα δικό μας.
Τοίδιο συμβαίνει και με τα άλλα μυστήρια και με όλες τις άλλες παροχές χάρης τουΘεού. Μπορεί κάποιος να γίνει κληρικός. Δεν αρκεί όμως η ένταξή του στονκλήρο για να λειτουργεί θετικά γι’ αυτόν το μυστήριο της ιερωσύνης. Ίσωςη χάρη να παρέχεται στους πιστούς μέσω αυτού – εφόσον είναι κανονικάχειροτονημένος και τελεί κανονικά το μυστήριο – η ίδια η ιερωσύνη του όμως, μηενεργοποιούμενη στην πνευματική του ζωή, τον καθιστά υπόλογο, και από φορέαςχάριτος, όπως πολύ ωραία έχει ειπωθεί, γίνεται αχθοφόρος. Αντιστοίχως αςσκεφτούμε και στο μυστήριο του γάμου, στο μυστήριο του ευχελαίου, στο μυστήριο,όπως πιο αναλυτικά παρακάτω θα δούμε, της εξομολογήσεως, κατεξοχήν δε στομυστήριο της Θεία Ευχαριστίας. Και να επιμείνουμε. Αρκεί και μόνον έναςχριστιανός να προσέλθει στη Θεία Κοινωνία για να πει ότι έχει τον Χριστό μέσατου; Το θέμα είναι πώς Τον έχει. Αν προσέλθει απροετοίμαστος, η χάρη τουΧριστού θα δράσει, αλλά αυξάνοντας ό,τι θα έχει ως περιεχόμενο της καρδιάς του.Συνεπώς μπορεί να γίνει χειρότερος. Έπειτα: αρκεί να τελέσει κάποιος τομυστήριο του γάμου στην Εκκλησία, για να πάει καλά ο γάμος του; Ικανώνεται μενμε τη χάρη του μυστηρίου, αλλά αν ο ίδιος δεν κάνει τον αγώνα του από πλευράςπνευματικής, η χάρη αυτή μένει και πάλι ανενέργητη. Τη μαγική αυτήκατανόηση των μυστηρίων τη βλέπουμε ιδιαιτέρως στο μυστήριο του ευχελαίου.Άνθρωποι πολλές φορές άσχετοι προς την εκκλησιαστική ζωή, επειδή κάτι δεν τουςπάει καλά, θεωρούν ότι πρέπει να καλέσουν τον ιερέα, για να εξευμενίσει τα κακάπνεύματα μέσω του ευχελαίου. Και δεινοπαθεί κανείς, όταν θελήσει να τουςεξηγήσει πώς έχουν τα πράγματα, χωρίς όμως συχνά και να τους πείθει,εισπράττοντας όχι λίγες φορές την απειλή: «Θα σε καταγγείλω στον Δεσπότη»!
Καιδεν είναι μόνον τα μυστήρια. Στη μελέτη του λόγου του Θεού για παράδειγμα, ήκαι την προσευχή, κατ’ ιδίαν ή και κοινή στην Εκκλησία. Απλώς η μελέτημπορεί να θεωρηθεί ως ζωντανή έκφραση της πνευματικής ζωής; Δεν είναι λίγοι οιάθεοι που για δικούς τους λόγους διαβάζουν και την ίδια την Αγία Γραφή. Αλλάείναι άθεοι. Αν η μελέτη του λόγου Θεού δεν συνοδεύεται από την έμπρακτηεπιβεβαίωσή της όχι μόνον γίνεται αρνητικό γεγονός, αλλά συχνά καικαταστροφικό. «Μελέτα τα λόγια της Γραφής με την πράξη – συμβουλεύει οάγιος Μάρκος ο ασκητής – και μην επεκτείνεσαι σε πολυλογία,υπερηφανευόμενος για σκέψεις θεωρητικές. Εκείνος που άφησε την πράξη καιβασίζεται σε μία απλή γνώση, αντί για δίκοπο μαχαίρι, κρατά καλαμένιο ραβδί, τοοποίο σε καιρό πολέμου, κατά τη Γραφή, θα του τρυπήσει το χέρι και θα μπει μέσασ’ αυτό και θα του βάλει το φυσικό δηλητήριο προτού του το βάλουν οιεχθροί». Η προσευχή έπειτα: το ψέλλισμα προσευχών και μόνο, χωρίς συμμετοχή τουνου και της καρδιάς, συνιστά προσευχή; Ο Κύριος ήταν καταπέλτης επ’ αυτού: χαρακτήρισε αυτού του είδους την «προσευχή» ως βαττολογία, ενώ στοπρόσωπο του Φαρισαίου της γνωστής παραβολής την εκτίμησε ως καταδίκη τουανθρώπου. Διότι «ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαντου Θεού, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς».
Δενεπεκτεινόμαστε. Όλα τα παραπάνω, και άπειρα άλλα που ο καθένας μπορεί νασκεφτεί, επιβεβαιώνονται αν φέρει κανείς κατά νου τον ίδιο τον Κύριο Ιησού. ΟΧριστός, ο Μεσσίας, ο κατεξοχήν απεσταλμένος του Θεού, ο ίδιος ο ενανθρωπήσαςΘεός, δεν αρκέστηκε στο ότι ήταν ο φορέας του Πνεύματος του Θεού. Καθημερινάεπιβεβαίωνε το χάρισμά Του. Με άλλα λόγια δεν λειτούργησε ως το πριγκιπόπουλοπου επαναπαύεται στο όνομα και τη θέση του πατέρα του, αυτό που βλέπουμε νασυμβαίνει διαρκώς στον πεσμένο στην αμαρτία κόσμο μας, αλλά η θέλησή Τουκατετίθετο διαρκώς στο θέλημα του Θεού Πατέρα ως ένας διαρκής σταυρός. «Πληνουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως Συ». Το ίδιο επισημαίνουμε και στους προφήτεςτης Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι καλούνταν μεν από τον Θεό, έχοντας το χάρισμαΕκείνου, αλλά ο θάνατός τους ήταν συνήθως το τίμημα της συνεπούς προς τον Θεόανταπόκρισής τους. Και αντιθέτως – κάτι που πρέπει αδιάκοπα να έχουμε κατά νου,με φόβο και τρόμο: ο χαρισματούχος λαός του Θεού, ο εκλεκτός του Θεού Ισραήλ,επειδή αρνείται τελικώς να λειτουργήσει κατ’ αντιστοιχία του χαρίσματόςτου: να κρατήσει τη χάρη αυτή και για τον ίδιο και για τους υπόλοιπους λαούς,χάνει τελικώς τη χάρη, απορρίπτεται από το πρόσωπο του Θεού, τίθεται υπό τηνκρίση και την οργή Εκείνου.
Τοσυμπέρασμα είναι λοιπόν προφανές: δεν μπορεί κανείς να επαναπαυτεί στο ότιέλαβε κάποια χάρη Θεού. Η χάρη αυτή απαιτεί την ενεργητική αποδοχή της και τηλειτουργία της στην καθημερινή ζωή. Κι αυτό επιτείνεται ακόμη περισσότερο, μετο δεδομένο της ανθρωπολογικής τραγικής επισήμανσης, ότι στους ανθρώπους, ακόμηκαι στους καλοπροαίρετους, συχνά, για να μην πούμε, πάντα, λειτουργεί ητυραννίδα της λήθης, της λησμονιάς. «Πολλή της λήθης η τυραννίς», σημειώνουν οινηπτικοί δάσκαλοί μας. Ξεχνάμε οι άνθρωποι αυτά που πρέπει να συνιστούνπροτεραιότητα στη ζωή μας, δηλαδή τον Θεό και τη Βασιλεία Του, κατά τον λόγοτου Χριστού: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού»,επειδή μπλεκόμαστε στα γρανάζια της παρούσης ζωής, είτε σαν προβλήματα καιπερισπασμούς είτε και σαν γοητεία των πειρασμών της. Συνεπώς απαιτείται μονίμωςκαι αδιάκοπα να βρισκόμαστε σε εγρήγορση και νήψη. «Γρηγορείτε ότι η ώρα ουδοκείτε, ο Κύριος έρχεται». «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε ειςπειρασμόν».
(3)Αν λοιπόν ο πνευματικός ανεφοδιασμός, ως διαρκής ανανέωση και επιβεβαίωση τηςχριστιανικότητας ενός πιστού είναι παραπάνω από αναγκαία, κυριολεκτικά θέμαζωής και θανάτου, τούτο πολλαπλασιάζεται για τον κατεξοχήν χαρισματούχο τηςΕκκλησίας μας, τον κληρικό οποιασδήποτε βαθμίδας. Διότι κατά την αναλογία τουχαρίσματος απαιτείται και ο αντίστοιχος πνευματικός αγώνας. Όσο δηλαδή πλούτοχαρισμάτων έχει κάποιος, τόσο πρέπει να είναι αυξημένη και η ένταση τουπνευματικού του αγώνα – ας θυμηθούμε την παραβολή των ταλάντων: περισσότερατάλαντα, περισσότερη εργασία αυξήσεώς τους - γεγονός που σημαίνει ότι οι πρώτοιπου πρέπει να προσέχουν και να βρίσκονται σε διαρκή νήψη και εγρήγορση είναι οιεπίσκοποι, οι έχοντες το πλήρωμα της ιερωσύνης, όπως στη συνέχεια οιπρεσβύτεροι, έπειτα δε οι διάκονοι. Δεν είναι τυχαίο ότι οι άγιοί μας για τηνκάθε βαθμίδα της ιερωσύνης έχουν πει τα αντίστοιχα προς τις βαθμίδες τηςπνευματικής ζωής – την κάθαρση, τον φωτισμό, τη θέωση: ο διάκονος πρέπεινα βρίσκεται στην κατάσταση της καθάρσεως από τα πάθη του (το πρώτο στάδιο), οπρεσβύτερος στην κατάσταση του φωτισμού από το Πνεύμα του Θεού (το δεύτεροστάδιο), ο επίσκοπος στην κατάσταση της θέωσης (το τρίτο στάδιο). Ο ιερόςΧρυσόστομος, ως γνωστόν, μιλώντας για το ύψος της ιερωσύνης και την καθαρότητασυνεπώς που πρέπει να την συνέχει, σημειώνει: «Πρέπει η ψυχή στον ιερέα ναείναι καθαρότερη και από αυτές τις ακτίνες του ήλιου, ώστε ποτέ να μην τοναφήνει έρημο το Πνεύμα το άγιο, για να μπορεί να λέει «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δεεν εμοί Χριστός». Κι αλλού: «Σαν φως που φωτίζει την οικουμένη, πρέπει ναλάμπει η ψυχή του ιερέως».
Οτονισμός αυτός της καθαρότητας και του φωτισμού οφείλεται στο γεγονός ότι οιερέας κλήθηκε από τον Θεό να είναι «οικονόμος των μυστηρίων Του»,επιτράπηκε στους ιερείς, κατά τον λόγο και πάλι του αγίου Χρυσοστόμου, «ναδιοικούν τα ουράνια και έλαβαν εξουσία που ούτε στους αγγέλους ούτε στουςαρχαγγέλους έδωσε ο Θεός». Γι’ αυτό και οι ιερείς «είναι το αλάτι τηςγης…Δεν πρέπει να είναι τόσο καθαρός στην ψυχή μόνο γιατί έχει αξιωθεί μίαςτόσο μεγάλης διακονίας, αλλά να γνωρίζει όχι λιγότερο και όλα τα βιωτικά τωνανθρώπων του κόσμου, να έχει απαλλαγεί δε από όλα, περισσότερο από τουςμοναχούς που έχουν πάει στα όρη». Κι αυτά με ποιο σκοπό; Να μπορεί ορθά ναβοηθήσει τους ανθρώπους προς ένταξή τους στη Βασιλεία του Θεού. Πώς θα τοκατορθώσουν όμως χωρίς τον δικό τους προσωπικό τους αγιασμό; Χωρίς την εμπειρίααπό αυτούς του Πνεύματος του Θεού; Το χωρίο εν προκειμένω από τον άγιο Γρηγόριοτον Θεολόγο είναι κατεξοχήν ενδεικτικό: «Καθαρθήναι δει πρώτον, είτα καθάραι.Σοφισθήναι και ούτω σοφίσαι. Γενέσθαι φως και φωτίσαι. Εγγίσαι Θεώ καιπροσαγαγείν άλλους. Αγιασθήναι και αγιάσαι».
2. Ο τονισμός του μυστηρίου της ιεράςεξομολογήσεως ως βασικού μέσου πνευματικής ανανέωσης.
(1)Η πνευματική ανανέωση του πιστού δεν πραγματοποιείται με έναν μόνο τρόπο. ΗΕκκλησία μας προσφέρει τη χάρη του Θεού, συνεπώς την ενδυνάμωση του ανθρώπου,κατεξοχήν του κληρικού, ποικιλοτρόπως. Η προσευχή πρώτον, κατ’ ιδίαν καιεν εκκλησία με τις ακολουθίες, η μελέτη του λόγου του Θεού, η συναναστροφή μεάλλους κληρικούς αδελφούς, οι ιερατικές συνάξεις με πνευματικό περιεχόμενο,αποτελούν μέσα, που ορθά αξιοποιούμενα ανανεώνουν τον λειτουργό του Θεού, ώστενα βρίσκεται με τη χάρη του Θεού στο ύψος που πρέπει να βρίσκεται. Καισυγκεκριμένα: χωρίς προσευχή, αδιάκοπη και αδιάλειπτη, δεν μπορεί να ορθοποδεί,όχι μόνον ο κληρικός, αλλά και ο κάθε χριστιανός. Όταν ο ίδιος ο Κύριος ήταν τοζωντανό παράδειγμα της προσευχής, όταν οι απόστολοι τόνιζαν σαν τον απόστολοΠαύλο «αδιαλείπτως προσεύχεσθε», όταν οι Πατέρες της Εκκλησίας, σαν τον άγιοΓρηγόριο τον Θεολόγο, θεωρούσαν ότι η προσευχή όχι μόνο είναι αναγκαία, αλλάθέμα ζωής και θανάτου, πιο αναγκαία και από την ίδια την αναπνοή –«μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον» - τότε δεν μπορεί κανείς να τηνέχει πάρεργο στη ζωή του. Κι είναι γνωστό ότι τότε κανείς μπορεί να προσεύχεταικατ’ ιδίαν με τρόπο σωστό, όταν είναι ενταγμένος στην Εκκλησία ως μέλοςαυτής, και η ζωή και ο ρυθμός της Εκκλησίας δίνουν το ρυθμό και της δικήςτου ζωής. Με άλλα λόγια, τότε κανείς προσεύχεται αληθινά μόνος του, όταν ηπροσευχή του αυτή έρχεται ως καρπός της κοινής εν Εκκλησία προσευχής. Οχριστιανός έτσι - θεωρείται αυτονόητο - είναι φιλακόλουθος. Η χαρά τουείναι να μετέχει των εκκλησιαστικών ακολουθιών και να τις τελεί. Αυτό του δίνειτη δύναμη να ζει μαζί με τους αγίους και να προσβλέπει στα ίδια οράματα μεεκείνους. Και βεβαίως να μελετά τον λόγο του Θεού. Η εμβάπτισή του στιςεκκλησιαστικές ακολουθίες άλλωστε τον παραπέμπει στην Αγία Γραφή και τονΠατερικό λόγο. Διότι οι ύμνοι της Εκκλησίας μας στην ουσία αυτό είναι:αναλυμένο το Ευαγγέλιο, μέσα από τις φωτισμένες ερμηνείες του Ευαγγελίουαυτού των Πατέρων μας. Έτσι βρίσκεται σε άλλη ατμόσφαιρα, που του δίνειτη δύναμη να βρίσκεται στη γη «ως εν σαρκί περιπολών Θεός». Η συναναστροφή απότην άλλη με άλλους αδελφούς, είτε μεμονωμένα είτε εν Εκκλησία, μπορεί ναλειτουργήσει ανανεωτικά, ιδίως στην πρώτη περίπτωση. Αν η φιλία είναι τόσοσημαντική στη ζωή ενός ανθρώπου, πολύ περισσότερο γι’ αυτόν που αναγνωρίζει τονχαρισματικό χαρακτήρα της, τον χριστιανό. Μακάρι να λειτουργούσαν τέτοιες κατάΧριστόν φιλίες. Και οι ετερόδοξοι χριστιανοί, Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάντες,δυστυχώς για εμάς, υπερτερούν κατά πολύ σ’ αυτό. Αυτοί δημιουργούνσυνθήκες, ώστε να βρίσκονται μεταξύ τους οι χριστιανοί, να συσφίγγονται οιδεσμοί μεταξύ τους, ακόμη και σε οικογενειακό επίπεδο. Ίσως κάποιες φορέςπρέπει να παραδειγματιζόμαστε και από τους ετεροδόξους.
(2)Αναγκαία τα παραπάνω, σημαντικότατα. Χωρίς όμως το ένα, το μοναδικό, θα ήτανόλα καλά μεν, όχι όμως δραστικά και πράγματι αποτελεσματικά. Κι αυτό το ένα δενείναι άλλο από το μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως. Χωρίς την πρόσωπο προςπρόσωπο κοινωνία με τον άλλο εν Χριστώ αδελφό, κι αυτό ενώπιον του Θεού, δύσκολο να δει κανείς Θεού πρόσωπο. Το καθόρισε ο Ίδιος ο Κύριος: «ΛάβετεΠνεύμα Άγιον» είπε. «Αν τινων αφήτε τας αμαρτίας αυτών, αφίενται αυτοίς, και αντινων κρατήτε, κεκράτηνται». Κι είπαμε: αν αυτό ισχύει για όλους τους πιστούς,απείρως περισσότερο για τους κληρικούς. Εκτός εάν έχει κανείς την πεποίθηση,ότι γινόμενος κληρικός, σταμάτησε και να αμαρτάνει. Μα, ο αναμάρτητος στονκόσμο τούτο, υπήρξε μόνον ένας, κι αυτός δεν ήταν απλός άνθρωπος. Μιλάμε για τονΚύριό μας Ιησού Χριστό, τον ενανθρωπήσαντα Θεό μας. «Αυτός αμαρτίαν ουκεποίησε, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού». Και δικαίως. Είναι ο Θεός μας.Θεός και αμαρτία είναι πραγματικότητες ασυμβίβαστες. Σε όλους όμως τουςυπολοίπους, όσο μεγάλη αγιότητα και αν έχουν, λειτουργεί η αμαρτία. Ο άγιοςΙωάννης ο Θεολόγος το έχει επισημάνει: Όποιος βαπτίστηκε, πήρε τη δύναμη να μηναμαρτάνει. Κι αυτό θα ήταν το σωστό και το σύμφωνο προς το μυστήριο τουβαπτίσματος: ως μέλη Χριστού να φανερώνουμε τη ζωή Του, μονίμως και αδιάκοπα.Αλλά, εξηγήσαμε και παραπάνω, ότι σ’ αυτόν τον κόσμο λειτουργεί και ηλήθη. Οπότε αφήνουμε τα πρώτιστα, και μπλεκόμαστε στα δεύτερα, με αποτέλεσμα νααμαρτάνουμε. Είναι τόσο βέβαιη μάλλον η πραγματικότητα αυτή, ώστε ο ίδιοςο άγιος Ιωάννης να σημειώνει ότι εκείνος που θα ισχυριστεί ότι δεν αμαρτάνει,«ψεύστης εστίν». Και ο μόνος λοιπόν τρόπος για υπέρβαση της αμαρτίας αυτής,είναι να ομολογούμε τις αμαρτίες μας, για να δικαιωνόμαστε από τον Θεό. «Εάνομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός εστι και δίκαιος, ίνα αφή τας αμαρτίαςημών».
Τοσυγκλονιστικό και το παρήγορο είναι ότι μετά τον ερχομό του Κυρίου μας δενυπάρχει αμαρτία ασυγχώρητη. Ό,τι κι αν κάνει κανείς, όσες αμαρτίες κι ανεπιτελέσει, πάντοτε θα υπάρχει η διέξοδος της συγγνώμης του Θεού. Διότι οΧριστός ακριβώς ήλθε «ίνα άρη τας αμαρτίας ημών». Επάνω στον Σταυρό μάλιστασήκωσε τις αμαρτίες μας, κατήργησε το σώμα της αμαρτίας, πάτησε τον θάνατο,εκμηδένισε τον διάβολο, για όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών. Εκείνος πουθα ισχυριστεί ότι οι πολλές και οι μεγάλες αμαρτίες του δεν μπορούν να τύχουνσυγχωρήσεως, εκείνος θα βλασφημεί πια τον Σταυρό του Κυρίου. Ο ιερόςΧρυσόστομος για να δείξει την αλήθεια αυτή φέρνει το παράδειγμα της σπίθας καιτης άμμου με την πελαγίσια θάλασσα: Τι μπορεί να κάνει, διερωτάται, μία σπίθαμπροστά στο πέλαγος της θαλάσσης; Απολύτως τίποτε. Τι μπορεί να κάνει μίαχούφτα άμμου μπροστά σ’ αυτό; Και πάλι τίποτε. Το ίδιο και με την αμαρτία. Όλεςοι αμαρτίες του κόσμου, όλων των εποχών, συνιστούν τη σπίθα μπροστά στο πέλαγοςτης αγάπης του Θεού. Είναι δηλαδή ένα τίποτε. Για να συνεχίσει: και τοπαράδειγμα αυτό δεν είναι σωστό. Διότι το πέλαγος έχει όρια, ενώ η αγάπη τουΘεού δεν έχει όρια.
Υπάρχειόμως μία προϋπόθεση σ’ αυτήν τη συγκλονιστική για την κάθαρση της ψυχήςαλήθεια. Ότι η εξομολόγηση που φέρνει την άφεση των αμαρτιών – στηνπραγματικότητα: όρος για άφεση των αμαρτιών, διότι εκεί που εξαλείφονται οιαμαρτίες είναι το αίμα του Χριστού, συνεπώς κυρίως στη Θεία ευχαριστία – δενσυνιστά η ίδια καθεαυτήν τη μετάνοια. Εκείνο που ζητάει ο Θεός από τον άνθρωπογια να του δώσει τα πάντα, τον ίδιο τον εαυτό Του, είναι η μετάνοια τουανθρώπου: η συναίσθηση δηλαδή της αμαρτίας του και η πεποίθηση ότι η αγάπη Τουείναι μεγαλύτερη από αυτήν. Σαν τον άσωτο της ομώνυμης παραβολής του Κυρίου:έρχεται η ώρα που καταλαβαίνει τι έκανε – «εις εαυτόν ελθών» - για να μη μείνειόμως σ’ αυτό, αλλά να προχωρήσει και στο δεύτερο στάδιο: το «αναστάς πορεύσομαιπρος τον πατέρα μου». Η διπλή αυτή διαδικασία αποτελεί και τη βάση της μετανοίας,χωρίς την οποία δεν πραγματοποιείται η σωτηρία του ανθρώπου: η εύρεση τηςαγκαλιάς του Θεού. Ούτε μόνη λοιπόν η συναίσθηση της αμαρτίας, η οποία οδηγείσυχνά στην απελπισία, ακόμη δε και στην αυτοκτονία, σαν την περίπτωση τουΙούδα, ούτε μόνη η στροφή στην αγάπη του Θεού, χωρίς επίγνωση τηςαμαρτωλότητας.
Ηεξομολόγηση λοιπόν δεν συνιστά από μόνη της τη μετάνοια, αν δεν έχει προηγηθείαυτή (η μετάνοια). Πρώτα ο άνθρωπος μετανοεί ενώπιον του Θεού, δηλαδήεπισημαίνει τις αστοχίες και τις αμαρτίες του με παράλληλη απόφασηαλλαγής του – μόνον ενώπιον του Θεού συνειδητοποιεί κανείς την κατάσταση τουεαυτού του, σαν τον προφήτη Ησαΐα που όταν του φανερώθηκε ο Θεός ένιωσε το πόσοαμαρτωλός ήταν - και έπειτα καταφεύγει στον πνευματικό προς εξομολόγηση. Ηεξομολόγηση λοιπόν είναι η κατάληξη της μετανοίας, το δεύτερο σκέλος της. Κι ο εξομολογούμενος με τον τρόπο αυτό ενώπιον του πνευματικού εισπράττει τηνατμόσφαιρα της Εκκλησίας, ζει δηλαδή τη χάρη που δίνει ο Θεός, φεύγειανανεωμένος, ευρισκόμενος κυριολεκτικά στην αγκαλιά του Χριστού. Και δεν πρέπεινα μας παραξενεύει η φράση ή να τη θεωρούμε ως σχήμα υπερβολής. Ο Χριστιανόςδιά του αγίου βαπτίσματος έγινε μέλος Χριστού, κομμάτι δικό Του, κινητοποιήθηκεη νέα αυτή εν Χριστώ ύπαρξή του διά του αγίου χρίσματος, και με τη μετάνοια πουζει, από τις πιθανόν αμαρτίες του, με τις οποίες θολώνει το οπτικό πνευματικότου νεύρο και δεν βλέπει και δεν αισθάνεται ό,τι ο Θεός του έχει προσφέρει,επανέρχεται και ζει αυτήν τη νέα εν Χριστώ εμπειρία, η οποία θα ολοκληρωθεί μετη συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία. Με αυτού του είδους την εξομολόγηση λοιπόνεπέρχεται μία ανανέωση του βαπτίσματός του, έρχεται και πάλι στο αφετηριακόκαθαρό σημείο επανεκκινήσεως της πνευματικής ζωής, ζει, όπως είπαμε, μέσα στηναγκαλιά του Χριστού, κι ακόμη περισσότερο: σαν προέκταση του Ίδιου, νιώθονταςάφατη χαρά λόγω της λαμπρής παρουσίας Του.
Τοερώτημα βεβαίως μετά τα παραπάνω είναι τι εννοεί κανείς ως αμαρτία, προκειμένουνα κατανοηθεί ορθά και η μετάνοια. Διότι ένα μεγάλο ποσοστό χριστιανώνεξαντλεί την αμαρτία στο «δεν έκλεψα, δεν φόνευσα, δεν χώρισα ανδρόγυνα», κάτιπου οδηγεί σε ένα αίσθημα τελειότητας και αυτοδικαίωσης. Ούτε δηλαδή ηιουδαϊκή ηθική δεν είναι τόσο δεμένη με την επιφάνεια και με κάποιες αμαρτωλέςθεωρούμενες πράξεις. Ο Κύριος λοιπόν, όλοι γνωρίζουμε, από την πράξη τηςαμαρτίας μάς οδήγησε στον χώρο της καρδιάς, στο εσώτερο βάθος του ανθρώπου,εκεί που είναι το έδαφος, όπως αναφέραμε και παραπάνω, που βρίσκει ή χάνεικανείς τον Θεό. «Η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστι». Το σημείωσε με έντονοτρόπο και όχι μία φορά: «Τα εκπορευόμενα εκ του στόματος εκ της καρδίαςεξέρχεται, κακείνα κοινοί τον άνθρωπον. Εκ γαρ της καρδίας εξέρχονταιδιαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι,βλασφημίαι. Ταύτα εστι τα κοινούντα τον άνθρωπον». Κι αλλού: «Υποκριτά,καθάρισον το έσωθεν του ποτηρίου και της παροψίδος, ίνα γένηται και το εκτόςαυτών καθαρόν». «Πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν, ήδη εμοίχευσεναυτήν εν τη καρδία αυτού». Με άλλα λόγια η αμαρτία συλλαμβάνεται καικυοφορείται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, και έπειτα εξελισσομένη φτάνει ναγίνει πράξη. Τη διαδικασία αυτή μας εξηγεί μεταξύ άλλων και ο απόστολος Ιάκωβοςστην καθολική επιστολή του: «Έκαστος πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας εξελκόμενοςκαι δελεαζόμενος. Είτα η επιθυμία συλλαβούσα τίκτει αμαρτίαν, η δε αμαρτίααποτελεσθείσα αποκύει θάνατον», ενώ ο απόστολος Παύλος στο 7ο κεφάλαιοιδίως της προς Ρωμαίους επιστολής προβαίνει σε μία κυριολεκτικά ακτινογραφίατης αμαρτίας, όπως δραματικά εξελίσσεται και πάλι βεβαίως στο εσωτερικό τουανθρώπου.
Απότην άποψη αυτή καταλαβαίνει κανείς ότι το ζητούμενο στον άνθρωπο, μετά τονερχομό του Κυρίου, προκειμένου ο άνθρωπος να δει και να ζει τον Θεό είναι ηκάθαρση της καρδιάς του. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόνόψονται». Κι η κάθαρση αυτή πραγματοποιείται στον βαθμό που ο ενεπιγνώσει πιστός αρχίζει και ελέγχει τους λογισμούς, τα συναισθήματά του, τιςεπιθυμίες του, ώστε όλα να στερεώνονται στο θέλημα του Θεού. Ιδιαιτέρως στο θέματων λογισμών, και η ίδια η Αγία Γραφή, κυρίως είπαμε η Καινή Διαθήκη, και οιΠατέρες μετέπειτα της Εκκλησίας μας, και μάλιστα οι λεγόμενοι νηπτικοί,τονίζουν ότι προκειμένου να φτάσουμε στην αμαρτία, ξεκινάμε από την επισήμανσητης προσβολής του λογισμού. Ο λογισμός, είτε ως σκέψη είτε ως εικόνα,προερχόμενος συνήθως από τον πονηρό διάβολο, ο οποίος προσπαθεί ναεκμεταλλευτεί τα ψεκτά πάθη του ανθρώπου, προσβάλλει τον νου του ανθρώπου,για να του υποκαύσει την επιθυμία. Αν ο νους – άλλος όρος της καρδιάς –δεν βρίσκεται σε νήψη, σε εγρήγορση, ώστε να τον αποδιώξει εν τη γενέσει του,τότε αρχίζει διάλογο μαζί του, ο διάλογος γίνεται ευχάριστη κατάσταση,ακολουθεί η αιχμαλωσία, έρχεται η πράξη της αμαρτίας. Αν όμως πράγματι εν τηγενέσει του αποδιώξει την προσβολή του λογισμού, τότε όχι μόνον δεν αμαρτάνει,αλλά ήδη η προσβολή του δίνει αφορμή περαιτέρω αγιασμού του. Και βεβαίως νασημειώσουμε με έμφαση ότι η προσβολή του λογισμού δεν είναι αμαρτία ακόμη.Έλεγε εν προκειμένω με χαριτωμένο τρόπο ο αγιασμένος Γέροντας Παΐσιος, ο οποίοςείχε ενδιατρίψει εμπειρικά πάρα πολύ στο θέμα των λογισμών: «Δεν έχω ευθύνη ανπερνάνε αεροπλάνα πάνω από το κελί μου. Ευθύνη έχω αν κάνω το κελί μουαεροδρόμιο των αεροπλάνων».
Ώστεο χριστιανός που θα μείνει στην πράξη της αμαρτίας, ορίζοντας αυτήν μόνον ωςαμαρτία, βρίσκεται όχι μόνο σε νηπιακό επίπεδο, αλλά ίσως θα έλεγε κανείς ότιδεν έχει «πάρει μυρωδιά», όπως λέμε, γενικώς της χριστιανικής πνευματικής ζωής.Του διαφεύγει το μεγαλύτερο κομμάτι της πνευματικής ζωής, ο εσωτερικός τουκόσμος, κάτι που βεβαίως δεν μπορεί να συμβαίνει σε έναν κληρικό. Γι’ αυτό και η αίσθηση της αμαρτωλότητας, επειδή ανάγεται σε τέτοιο εσωτερικόεπίπεδο, βιώνεται βαθύτερα και δραματικότερα στον κληρικό, δημιουργώνταςβεβαίως παράλληλα και τη μεγαλύτερη ανάγκη μετανοίας του. Το τονίσαμε άλλωστεκαι στο πρώτο τμήμα της εισηγήσεώς μας: η κάθε βαθμίδα της ιερωσύνηςαντιστοιχεί στην κάθε βαθμίδα της πνευματικής ζωής, την κάθαρση, τον φωτισμό,την θέωση. Από την άποψη αυτή ο κληρικός αυτονοήτως αξιοποιεί στο έπακρο τομυστήριο της εξομολογήσεως, ως καταλήξεως είπαμε της μετανοίας, εξομολογούμενοςόχι μόνον τα προβλήματα που ζει στην οικογένεια, την ενορία, την κοινωνία, αλλάπρωτίστως τους λογισμούς του, ώστε να ξεκαθαρίζει το έδαφος της καρδιάς του απόοτιδήποτε συνιστά και το παραμικρό αγκάθι, την παραμικρή βρωμιά. Έτσι φωτίζεταιτο κάτοπτρο της καρδιάς και αντανακλά τις λαμπηδόνες του αγίου Πνεύματος.
Θασυνεχίσω να γίνομαι κουραστικός, επισημαίνοντας γνωστά και εμπειρικά στουςπλείστους πράγματα, όπως το παρακάτω για την εξομολόγηση. Λέγοντας ότι ηεξομολόγηση ενώπιον του ιερέως του Θεού συνιστά την κατάληξη της μετανοίας,προϋποτίθεται ότι στο πρώτο σκέλος της, ως μετάνοια ενώπιον του Θεού, έχειλειτουργήσει ένα άλλο διπλό είδος εξομολόγησης. Δύο δηλαδή εξομολογήσεις πριντην καθαυτό εξομολόγηση: πρώτον, τη διαρκή εξομολόγηση ενώπιον του Χριστού,καθημερινώς και κάθε στιγμή, ως ένα είδος αδιάκοπου ελέγχου του εαυτού μας, καιμάλιστα των λογισμών μας, και δεύτερον, την έμπρακτη, όπως την ονομάζει ιδίως οάγιος Ιωάννης της Κλίμακος, εξομολόγηση, ως αλλαγή και υπέρβαση της όποιαςαμαρτίας μας. Και πράγματι: δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μετανοούμε, αν δενθεωρήσουμε ότι αυτό γίνεται την κάθε στιγμή της ζωής μας, δεδομένου ότι ημετάνοια συνιστά ένα διαρκές βίωμα της ζωής, αφού διαρκής είναι και η σχέση μετον Θεό μας. Συνεπώς, η εξομολόγηση πραγματοποιείται αενάως από τον χριστιανόενώπιον του Χριστού, για να καταλήξει κατά ορισμένα διαστήματα να γίνεταιενώπιον του ιερέα. Κι από την άλλη: οι άγιοί μας επιμένουν, στηριγμένοι βεβαίωςστον ίδιο τον αποκαλυπτικό λόγο του Θεού, σαν τον άγιο της Κλίμακος όπωςείπαμε, ότι κυρίως η εξομολόγησή μας γίνεται αποδεκτή από τον Θεό, όταν γίνεταιέμπρακτα, ως αλλαγή τρόπου ζωής, δηλαδή από τον εγωισμό της αμαρτίας στην τήρησητης εντολής του Θεού, της αγάπης προς Εκείνον και τον συνάνθρωπο. «Ναεξομολογείσαι, λέγει συγκεκριμένα, με την ίδια τη ζωή σου στον Κύριο». Μ’ αυτόν τον τρόπο, η χάρη του Θεού ενεργοποιείται στο ανώτερο δυνατό σημείο στηνκαρδιά του πιστού ανθρώπου, κάνοντάς τον να ζει αληθινά αυτό αυτό που του έχειδοθεί στην Εκκλησία: να είναι μέλος Χριστού. Εμπειρικά τότε θα μπορεί να λέεικαι αυτός, σε κάποιο βαθμό, ό,τι έλεγε και ο απόστολος Παύλος: «ζω δε ουκέτιεγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Και: «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ».
Αγαπητοί αδελφοί,
τοθέμα είναι τεράστιο, γιατί ανάγεται σε όλη τη σφαίρα σχεδόν της πνευματικήςζωής της Εκκλησίας μας. Θίξαμε πολύ λίγες από τις πλευρές του, αρκετές όμως,νομίζουμε, προκειμένου να δούμε και άλλες διαστάσεις, με σκοπό την ενίσχυσή μαςστο βαρύ έργο της διακονίας μας, ώστε περαιτέρω να ενισχύουμε και τουςκουρασμένους εν Χριστώ αδελφούς μας. Δεν θα ήθελα όμως να τελειώσω, πριν σαςυπενθυμίσω και μία πολύ όμορφη διδακτική ιστορία από το Γεροντικό, η οποία μαςδείχνει το πόσο μπορεί να ανανεώσει τον άνθρωπο η σωστή βίωση της μετανοίας.
«Οόσιος Παύλος ο απλούς πήγε κάποτε επισκέπτης σ’ ένα Μοναστήρι. ΉτανΚυριακή. Οι καλόγεροι μαζεύονταν στην Εκκλησία να λειτουργηθούν. Ο όσιοςστάθηκε σε μία παράμερη γωνιά. Από εκεί παρατηρούσε, χωρίς να φαίνεται, τουςαδελφούς που έμπαιναν στην Εκκλησία. Είχε χάρισμα από τον Θεό να διαβάζει τηνψυχή, καθώς εμείς διαβάζουμε την όψη των συνανθρώπων μας. Οι περισσότεροιαδελφοί είχαν χαρούμενο πρόσωπο, που έδειχνε αμέσως την εσωτερική τους διάθεση.Ο καθένας είχε πλάι του τον φύλακα άγγελό του, που ακτινοβολούσε κι εκείνος απόχαρά. Όλα αυτά έδειχναν αγιότητα, πρόοδο στην αρετή. Ο άββάς Παύλοςευχαριστούσε με την καρδιά του τον Θεό. Καθυστερημένος πολύ έφτασε έναςκαλόγερος. Πόσο διαφορετικός από τους άλλους φαινόταν! Το πρόσωπό του ήτανσκοτεινό, άγριο. Τον ακολουθούσαν πολλοί δαίμονες, που προσπαθούσαν ο καθέναςχωριστά να τον τραβήξει με το μέρος του. Εκείνος ο δυστυχισμένος φαινόταν σανχαμένος. Ο άγγελός του περίλυπος στεκόταν σε απόσταση. Κάτι τον εμπόδιζε ναπλησιάσει. Ο όσιος έβγαλε βαθύ στεναγμό. Έκλαψε με συμπόνια για τη βασανισμένηψυχή του αδελφού. Η θεία Λειτουργία τελείωσε. Οι καλόγεροι με τη σειρά άρχισαννα βγαίνουν. Ο όσιος πάλι έβλεπε. Τώρα έδειχναν πιο λαμπρισμένοι. Οι άγγελοίτους φωτεινότεροι. Ο άββάς Παύλος δεν κινήθηκε από τη θέση του. Περίμενε να δεικι εκείνον τον άλλον, που τόσο είχε προσευχηθεί γι’ αυτόν σε όλη τηΛειτουργία. Δεν άργησε να φανεί κι εκείνος. Τι αλλαγή! Η όψη του ακτινοβολούσε.Τα πονηρά πνεύματα είχαν εξαφανιστεί. Ο φύλακας άγγελος τον σκέπαζε και τονφύλαγε. Πόσο ευχαριστημένος έδειχνε τώρα! – Δόξα σοι, ο Θεός! ξέφυγεχωρίς να θέλει από τα χείλη του οσίου. Οι αδελφοί γύρισαν και τον κοίταξαν μεαπορία. Εκείνος τότε τους φανέρωσε τι είχε δει εκείνο το πρωϊνό στην Εκκλησία.Ύστερα ανάγκασε τον αδελφό να πει με τι διάθεση πήγε στη Λειτουργία και πώςέφευγε. Εκείνος δεν δίστασε να εξομολογηθεί μπροστά σε όλους: - Μέχρι σήμερα,είπε, περνούσα με αμέλεια τη ζωή μου. Τα πάθη και οι κακοί λογισμοί με είχαντόσο κυριέψει, που δεν μου έκανε πια καρδιά να φροντίσω για τη διόρθωσή μου.Σήμερα όμως με ελέησε ο Θεός. Πρόσεξα με ιδιαίτερη προσοχή την ανάγνωση. Άκουσατον Προφήτη ή μάλλον τον ίδιο τον Θεό να λέει με το στόμα εκείνου στους ομοίουςμου αμαρτωλούς: «Λούσασθε και καθαροί γίνεσθε, αφέλετε τας πονηρίας από τωνψυχών υμών απέναντι των οφθαλμών μου, παύσασθε από των πονηριών υμών, μάθετεκαλόν ποιείν…και εάν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν, ως χιόνα λευκανώ» (Ησ.1, 16-18). Η καρδιά μου συντρίφτηκε. Έκλαψα και παρακάλεσα τον Ουράνιο Πατέρανα κάνει σε μένα τον άθλιο αυτά που υπόσχεται με το στόμα του Προφήτη. Έδωσα κιεγώ υπόσχεση να αφήσω την αμέλεια και να κοπιάσω σκληρά για τη διόρθωσή μου. Μεαυτές τις διαθέσεις βγήκα από την Εκκλησία, αποφασισμένος πια να κρατήσω τηνυπόσχεσή μου. Ο όσιος και οι αδελφοί που άκουσαν την εξομολόγηση του μοναχούεθαύμασαν και έλεγαν μεταξύ τους: - Είναι πραγματικά ανυπολόγιστη η αξία τηςμετανοίας».