ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε’
«Ο ΕΘΕΛΟΘΥΤΟΣ ΑΜΝΟΣ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ & ΠΑΤΡΙΔΟΣ»
Ὁμιλίατοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. Χρυσοστόμου
ΣυνεδριακόΚέντρο Πανεπιστημίου Πατρών
1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Ἦτανπαραμονὴ τῆς Ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Κυριακῆς προστάτιδος καὶ πολιούχου Δημητσάνης, 6– 7 – 2011 , ὅταν προσκεκλημένος ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη τῆς εὐάνδρουκαὶ ἡρωοτόκου Γόρτυνος κ. Ἱερεμία, βρέθηκα στὴν ἔνδοξη καὶ μυριάκουστη πόληκαταθέτοντας τὸν θεμέλιο λίθο γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ, ἀφιερωμένου στὴνσεβασμία μνήμη τοῦ Ἱεροῦ σφαγίου τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους, Ἁγίου ἘθνοϊερομάρτυροςΓρηγορίου τοῦ Ε’, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Πολλὲςφορὲς προσπάθησα, νὰ ἐκφράσω ἢ νὰ περιγράψω τὰ συναισθήματα, τὰ ὁποῖακατέκλυσαν ἐκείνη τὴν ὥρα τὴν καρδιά μου καὶ τὸ δέος, τὸ ὁποῖο περιέλουσε τὴν ὕπαρξήμου ὁλόκληρη. Ὅμως δὲν τὰ κατάφερα. Διότι ὑπάρχουν στιγμὲς, ποὺ δὲνπεριγράφονται μὲ λόγια, οὔτε στὸ χαρτὶ τυπώνονται, ἀλλὰ βιώνονται ὡς ἕνας ἐσωτερικὸςσεισμικὸς συγκλονισμὸς καὶ δημιουργοῦν βαθειὰ συναισθήματα, ὅμοια μὲπλημμυρίδα, ἡ ὁποία εἶναι ἀδύνατο νὰ σταματήσῃ μπροστὰ σὲ ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινηπροσπάθεια.
Ἡἀναφορά μου στὸν Ἅγιο Ἐθνοϊερομάρτυρα Γρηγόριο τόν Ε’ θὰ εἶναι:
i. Ἱστορικὴ,διότι ἐπιβάλλεται νὰ ἀνασύρωμε στὴν ἐπιφάνεια, ὅσα ἡ λήθη ἴσως ἐσκέπασε καὶ ὅσαοἱ βύθιες καὶ σκότιες δυνάμεις ἀπέκρυψαν μὲ τέχνη καὶ σπουδή, θέλοντας νὰκρατήσουν στὸ σκοτάδι τὶς μεμαρτυρημένες καὶ μὲ αἷμα ἐπικυρωμένες ἀλήθειες γιὰτὴν προσφορὰ τοῦ Ἐθνάρχου.
ii. Θὰεἶναι βαθειὰ τομὴ, ὥστε νὰ μπορέσουν ὅσοι μέχρι σήμερα δὲν τὰ κατάφεραν, νὰδιεισδύσουν στὰ ἱερὰ ἄδυτα τῆς Ἐθνικῆς μας ὑποθέσεως καὶ νὰ κατανοήσουν, ὅσο εἶναιδυνατὸν, ὅτι αὐτὸς ὁ τόπος ἠγοράσθη τιμῇ αἵματος καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἡ ἱεράκολυμβήθρα γιὰ τὴν Ἐλευθερία τοῦ Γένους. Ὅτι ὁ ἀγώνας ἦταν ἕνας πανεθνικὸςξεσηκωμός, ποὺ ἕνωσε μικροὺς καὶ μεγάλους, γραμματισμένους καὶ ἀγραμμάτους, Κλῆροκαὶ Λαό, γιὰ τὴν ἀποτίναξη τοῦ πολυχρόνιου τουρκικοῦ ζυγοῦ καὶ τὸ σπάσιμο τῶν ἁλυσίδων,ποὺ κρατοῦσαν δεμένο τὸ ραγιὰ ἐπὶ τετρακόσια ὁλόκληρα χρόνια.
iii. Θὰεἶναι καὶ ἐλεγκτικὴ γιὰ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, ὡςὄργανα καὶ φερέφωνα ξένων, ἀνθελληνικῶν συμφερόντων, προσεπάθησαν νὰσυκοφαντήσουν καὶ νὰ σπιλώσουν μνῆμες καὶ μνήματα, ποὺ κρύβουν μέσα τους ἀγῶνεςκαὶ κόκκαλα ἱερά, ἀνθρώπων ἀγωνιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθησαν μέχρι τὴνὥρα ποὺ μαρτυρικὰ ἢ καθ’ οἱονδήποτε τρόπον ἐτελειώθησαν, ἕνα σκοπὸ εἶχαν στὴζωή τους΄ νὰ σώσουν τὴν τιμὴ τῆς πατρίδος καὶ νὰ παραδώσουν ἄσβεστη τὴνπαράδοση, ποὺ παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς προγόνους μας. «Οὔτε τὸ τομάρι μας, οὔτετίποτα δικό μας, παρὰ μόνο τὸ γένος, τὴν πίστη μας καί τὴν πατρίδα μας,θελήσαμε νά σώσουμε», θὰ πῇ χαρακτηριστικὰ ὁ Γέρος τοῦ Μωρηᾶ.
Λόγοςἐλεγκτικός, γιὰ ὅσους ἀπέκρυψαν τὴν ἀλήθεια, γιὰ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς θυσίες, στὸπνεῦμα μιᾶς ἄκριτης προσπάθειας γιὰ τὴ δῆθεν ἀπάλειψη τῶν ὅποιων, μὲ τοὺς ἄλλους,διαφορῶν, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους, ὅσοι ἐπί σειρὰ ἐτῶν, ἀνέχτηκαν, ἀνεχτήκαμε,αὐτὸ τὸ ἔγκλημα ἐναντίον αὐτῆς ταύτης τῆς ἰδιοπροσωπείας μας καὶ τῆς ἐθνικῆςμας ταυτότητος.
Εἶναιτοῖς πᾶσι γνωστὸ ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Ἔπανασταση δὲν εἶναι ἕνα μικρὸ κίνημα μέσα στὴνὈθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, ὅπως δυστυχῶς πολλοὶ ὑποστηρίζουν καὶ ἔτσι τὸ παρουσιάζουνμέσω ντοκυμανταὶρ, σχολικῶν βιβλίων κ.λ.π., ἔχοντας ἕνα ἀνεξήγητο μίσος ἔναντιτοῦ Ἔθνους, καί θέλοντας νὰ ὑπηρετήσουν τὴν ὀλέθρια γιὰ τὴν Ἑλλάδαπαγκοσμιοποίηση καὶ πολυπολιτισμικότητα.
ἩἙλληνικὴ Ἐπανάσταση ἦταν ἀποτέλεσμα μακρᾶς καὶ πονεμένης διαδικασίας μέσα ἀπὸπολλὰ ἐπαναστατικὰ κινήματα, καί δὲν εἶναι καθόλου ἀλήθεια, ὅσα ὑποστηρίζουν οἱὁπαδοὶ τῆς σχολῆς Ρεπούση καί οἱ ὅμοιοί τους, ὅτι οἱ Ἕλληνες μὲ τοὺς Τούρκουςπερνοῦσαν τόσο εἰρηνικά.
Ἐπενόησανμάλιστα οἱ δυστυχεῖς καὶ τρόπους καὶ κέντρα συμφιλίωσης, θέλοντας νὰ ἀπαλείψουνγενοκτονίες, ἰκριώματα, ὁλοκαυτώματα καὶ τόσα ἄλλα. Ὅλα αὐτὰ χαλκεύονται καίτεχνουργοῦνται σὲ ξένα κέντρα τὰ ὁποῖα θέλουν νὰ πνίξουν τὴν ἐλευθερία τῶν λαῶνκαὶ νὰ τοὺς μεταβάλουν σὲ μιά ἄβουλη καὶ κατευθυνόμενη μάζα.
· Ὅτανπρὸ ὀλίγου καιροῦ περνώντας ἀπὸ τὴν πλατεία Παντανάσσης εἶδα καὶ πάλι βαμμένη μὲδιάφορα χρώματα τὴν προτομὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε’, στάθηκα μπροστά του μὲρίγος ψυχῆς καὶ μὲ βαθειὰ ταπείνωση καὶ ντροπὴ γιὰ τὴν ἀτίμωση τοῦ πατέρα ἀπὸ τὰπαιδιά του, καί ψέλισα μὲ δάκρυα στὰ μάτια: «ΣυγγνώμηΓέροντα». Τόλμησα δέ, νὰ ρωτήσω κάποια ἀπὸ τὰ παιδιὰ πού ἔπαιζαν στὴνπλατεία:
- Παιδιά,μήπως ξέρετε, ποιὸς τὸ ἔκανε αὐτό;
- «Ὄχι»,μοῦ εἶπαν. «Πάντως ἐμεῖς δὲν τὸ κάναμε», θέλοντας κατὰ κάποιον τρόπο καὶδικαίως, νὰ προστατεύσουν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τοῦ Ποιμενάρχου τους τὴν ἐρώτηση. Ὅμωςστὴ συνέχεια εἰσέπραξα ὀδύνη μεγάλη καὶ αἰσθάνθηκα ρομφαία νὰ περνάῃ τὴν καρδιάμου, ὅταν κάποιο ἀπὸ τὰ παιδιὰ μὲ ρώτησε:
- Ποιὸςεἶναι αὐτὸς, παπούλη, πού τὸν βάψανε;
- Ἔλα, εἶπα, κοντάμου. Διάβασε τὸ μάρμαρο. «Γρηγόριος ὁ Ε’...»
- Σοῦλέει κάτι τὸ ὄνομα;
- Ὄχι, μοῦεἶπε.
- Παιδίμου, ἀπάντησα, αὐτὸς εἶναι ὁ Πατριάρχης, ποὺ κρεμάστηκε ἀνήμερα τὸ Πάσχατὸ 1821, γιὰ νὰ μπορῇς ἐσὺ νὰ παίζῃς ἀνέμελα αὐτὴ τὴ στιγμή, νὰ μπορῶ ἐγὼ νὰπερπατάω καὶ νὰ ἀναπνέω καὶ νὰ μποροῦν ἀκόμα καὶ ὅσοι τὸν ἀμφισβητοῦν νὰ τὸνμουτζουρώνουν, χωρὶς σ’ αὐτὸ τὸ «ἐλεύθερο» κράτος νὰ δίνουν λόγο σὲ κανένα, ἀφοῦποτὲ δὲν τοὺς ζητήθηκε.
iv. Θὰεἶναι ὅμως ἡ ἀναφορά μου καὶ συναισθηματική, ἀφοῦ πρέπει νὰ ξυπνήσωμε τὰσυναισθήματα, τά ὁποῖα εἶναι κλεισμένα στὶς ψυχές μας καὶ νὰ ἀφήσωμε τὸ εἶναιμας, νὰ ἐκφρασθῇ ἁπλὰ καὶ ζωντανά, ὅπως ξέρουν νὰ ἐκφράζωνται οἱ Ἕλληνεςδιαχρονικά. Προσπάθησαν νὰ μᾶς μετατρέψουν σὲ μιά κατευθυνόμενη καὶτηλεχειριζόμενη μάζα, ὅμοια μὲ τοὺς λαοὺς τῆς ψυχρῆς ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ ἢ ἄλλο ἐσωτερικόψύχος Εὐρώπης, ποὺ κάνουν πολλὴ προσπάθεια ὄχι νὰ ἐκφρασθοῦν, ἀλλὰ καὶ ἁπλῶς νὰμειδιάσουν, ὅμως θέλω νά πιστεύω, ὅτι δέν τά κατάφεραν.
Κανεὶςδὲν ξέρει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ χαρῇ καὶ νὰ λυπηθῇ σὰν τὸν Ἕλληνα. Νὰ κλάψῃ καί νὰθρηνήσῃ, νὰ χορέψῃ καί νὰ ἐκφρασθῇ. Ἔχομε μιά μοναδικότητα, ποὺ μόνο στὸ δικόμας σκαρὶ ταιριάζει.
ὉἝλληνας ἔχει αἰσθήματα, εἶναι ξεχωριστός, ἀπὸ τὴ φύτρα του καὶ ὅσο καὶ ἂν μέσα ἀπὸδιάφορα συστήματα, ἐκπαιδευτικά, πολιτικὰ ἢ ἄλλα τερτίπια θέλησαν κατά καιρούςνὰ τοῦ καταπνίξουν τήν φλόγα τῆς καρδιᾶς, ἦλθε ἡ ὥρα, ποὺ ἡ ἱστορία κατέγραψε, ὅτιτὸ ποτάμι ξεχείλισε καὶ ἡ σπίθα ἔγινε φωτιὰ καὶ τὰ φρύγανα ποὺ σκέπασαν τὸχρυσάφι, κατακάηκαν. Καὶ τώρα θὰ ἔλθῃ, ἂν δὲν ἦλθε ἀκόμα ἡ ὥρα, ποὺ αὐτὸς ὁλαός θὰ ξεσηκωθῇ σὲ μιά εἰρηνικὴ καὶ πρωτόγνωρη ἐπανάσταση μὲ ἐπικεφαλῆς τὰ νειᾶτα,ποὺ τόσα χρόνια τὰ κράτησαν οἱ πάτρωνες τοῦ σκότους στὴν ψευτιὰ καὶ στὴν ἀδράνεια,γιά νά κερδίσῃ ὅ,τι ἄδικα ἔχασε καί ὅσα ἄδικα, ἄδικοι καί προσκυνημένοι, τοῦ ἐστέρησαν.
Αὐτὸςὁ ξεσηκωμός, γιὰ τὴ δικαίωση τῶν ἡρώων καὶ μαρτύρων, γιὰ τὴ γῆ ποὺ ἐγκαταλείψαμε,γιὰ τὰ σπίτια μας ποὺ κλείσανε, γιὰ τὴν ἱστορία μας ποὺ διαστρεβλώσανε, γιὰ τὰαἵματα ποὺ καταπατήθηκαν, γιὰ τὰ μνημεῖα ποὺ ἀτιμάσθηκαν, γιὰ τὰ μνήματα ποὺ δὲνσεβαστήκαμε, γιὰ τὴν λευτεριὰ ποὺ δὲν ἀξιοποιήσαμε, γιὰ τὴν παιδεία ποὺτυφλώσαμε, γιὰ τὴν πατρίδα ποὺ τὴν πονέσαμε, αὐτὸς ὁ ξεσηκωμὸς ὡς μιά εἰρηνικὴ,πλὴν ὅμως δυναμικὴ καὶ σωτήρια δύναμη, θὰ ἔλθῃ νὰ ξεπλύνῃ τὴν ντροπὴ τόσων γενεῶν,ποὺ σὰν ἀπαίσια σκουριὰ ἐπικάθησε στὶς ψυχές μας.
2. ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ:ΠΑΤΡΙΔΑ ΗΡΩΩΝ & ΜΑΡΤΥΡΩΝ
1750.Στο σπίτι τοῦ Γιάννη Ἀγγελόπουλου καί τῆς Ἀσήμως, γεννήθηκε ὁ Γιωργάκης. Ἔνας ἀκόμαγυιός. Τό παιδί πού ἐπρόκειτο, νά σημαδέψῃ μέ τό πέρασμά του τήν ἱστορία τοῦΓένους. Ἐγγονός Ἱερέων καί ἀπό πατέρα καί ἀπό μητέρα.
Ἀπόμικρός ἦταν χαριτωμένος, σεμνὸς καὶ μετρημένος, εὐσεβὴς καὶ συναισθηματικός.Μικρὸ παιδὶ κρατημένος ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ παπποῦ του, τοῦ Πάπα-Ἀγγελῆ, τὸ θέλει ὁβιογράφος του νὰ λέγει: «Παπποῦ, θέλω νὰ γίνω βασιλιάς. Θέλω νὰ γίνωβασιλιὰς, νὰ λευτερώσω τὴν πατρίδα μας».
Γέλασεστὴν ἀρχὴ ὁ Παπάς, ἀλλά, μετὰ ἀπὸ λίγο ψέλισε: Ἄμοιρο παιδί, δύστυχος ποὺεἶναι ὁ τόπος μας! Ὁ Γιωργάκης ἐπέμενε. Καὶ ὁ παππούς, θὲς προφητικά, θὲς ἀλλιῶςπώς, τοῦ εἶπε: «Ὅλα Γιωργάκη τὰ μπορεῖς. Πίστεψέ το καὶ θὰ γίνῃ. Μόνο νὰμάθῃς γράμματα».
Διάβαζεἀχόρταγα ὁ μικρός Δημητσανίτης, ἔτρεχε στό φημισμένο Μοναστήρι τοῦ Φιλοσόφου.Καί ἐκεῖ πού τόν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος ἀπό τήν κούραση, ὀνειρευόταν, πράγματαπαράξενα:
«Μιάθεόρατη γυναικεία ὀπτασία τὸν καλοῦσε, νὰ ὑψωθεῖ στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ βρεθεῖκοντά της. Πετοῦσε πρόθυμος κι ἀνάλαφρος, σάμπως νὰ’ χε φτερά. Χωνόταν στὰπορφυρὰ σύννεφα κι ἀνέβαινε στὸ ἀστραφτερό της ἅρμα. Ἡ γυναίκα τοῦφοροῦσε χρυσὸ στέμμα στὴν κεφαλὴ καὶ βρισκόταν ν’ ἀρμενίζουν πάνω ἀπὸ στεριὲςκαὶ θάλασσα. Γελοῦσε ὁ Γιωργάκης εὐτυχισμένος καὶ αἰσθανόταν Ἅγιος Γεώργιος καὶβασιλιὰς τρισένδοξος! Γινόταν αὐτὸ ποὺ ὀνειρευόταν. Περνοῦσαν ὅλο τὸ Αἰγαῖο σὲμιά στιγμή, καὶ φτάνανε πάνω ἀπ’ τὴν Πόλη τῶν Κωνσταντίνων. Ἡ ὀπτασία ἔδειχνε τὴνἉγιὰ Σοφιὰ καὶ τὸν ρωτοῦσε:
«Ἐδῶ; Ἐπιθυμεῖςἐδῶ νὰ φτάσεις;»
Ἤθελεν’ ἀποκριθεῖ, μὰ δὲν μποροῦσε. Τρόμος τὸν ἔσφιγγε κι ἀθέλητα ἕνας λυγμὸς τοῦξέφευγε. Δειλίαζε μὲ τὸ ὕψος, πάθαινε ἴλιγγο, παρακαλοῦσε ἀπεγνωσμένα:
«Φέρεμε πίσω. Δὲν ἦρθε ἡ ὥρα μου ἀκόμη».
Γυρνοῦσανπίσω πάλι σὲ μιά στιγμή. Ξυπνοῦσε τὸ ἀγόρι κατατρομαγμένο. Δὲν ἤτανε τὸ ὕψος,ποὺ τὸν φόβιζε, ὄχι. Ὁ Βόσπορος ἦταν ποὺ ἀντίκρυσε καὶ ὁ Κεράτιος κόλπος ἦτανγεμάτοι αἷμα. Δύο φορὲς εἶδε τὸ ὄνειρο, ἴδιο καὶ ἀπαράλλαχτο.
Τόλμησενὰ τὸ πεῖ τῆς μάνας του τῆς Ἀσήμως κι αὐτὴ σταυροκοπήθηκε.
- Κύριεἐλέησον!
Βρῆκεἡ Ἀσημίτζα τὸν ἀσκητὴ Τιμόθεο, ποὺ ζοῦσε σ’ ἕνα κοίλωμα στὸ βουνό. Τοῦδιηγήθηκε τὸ ὄνειρο τοῦ γιοῦ της. Ὁ ἅγιος ἄνθρωπος, ἀφοῦ συλλογίστηκε, ἀπάντησε:
- Θέσηὑψηλὴ καὶ δόξα. Δῶστε του μόρφωση. Δὲν τὸν χωράει αὐτὸς ὁ τόπος.
(ΜάνουΒενιέρη. Ἡ μεγάλη θυσία, σ.σ. 14-15)
Ὅτανβιογραφῇ κανεὶς μιά προσωπικότητα, ὑποχρεώνεται νὰ τὴν παρακολουθήσῃ ἀπὸ τὰ παιδικὰκαὶ ἐφηβικὰ χρόνια μὲ ὅσες λεπτομέρειες μπορεῖ περισσότερο. Ὁ ἱστορικὸς γίνεταιπροσωπογράφος, ψυχολόγος, ἀνατόμος. Δὲν ὑπάρχει ἄλλη μέθοδος, γιὰ νὰ εἰσχωρήσῃστὴν ἀλλοτρία συνείδηση, πέρα τοῦ νὰ ρίψῃ δέσμες φωτὸς στὶς ἐνέργειές του. Καὶσ’ αὐτὴ τὴν ἐνέργεια μόνο ἡ συγκέντρωσις τῶν στοιχείων τοῦ περιβάλλοντος – παντὸςπεριβάλλοντος, φυσικοῦ, οἰκογενειακοῦ, κοινωνικοῦ καὶ πρὸ πάντων παιδευτικοῦ καὶμέσα σ’ αὐτὸ καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ – θὰ βοηθήσῃ τὸν μελετητὴ, νὰ ὠθήσῃ τὴν ἐξέτασήτου σὲ ὅσο τὸ δυνατὸν μεγαλύτερο βάθος.
Ἔγκυροςμελετητὴς τοῦ Γρηγορίου διέκρινε, ὅτι ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα τὸν νέον – παιδικὴ καὶἐφηβικὴ περίοδος μέχρι τῆς ἐνηλικιώσεως - συνώδευε δίψα μαθήσεως, ὅτιεἶχε νὰ ἐπιλέξῃ μεταξὺ διδακτικοῦ καὶ ἱερατικοῦ κλάδου, ὅτι ἐξ΄ ἐπιδράσεως τοῦτοπικο-ἱστορικοῦ περιβάλλοντος καὶ τοῦ οἰκογενειακοῦ, κατέστη αἴτημα ζωῆς ἡ εἴσοδοςστὸν μοναχικὸ περίβολο καὶ ἀσκητικὸς χαρακτήρ, φυσικὰ μὲ τὴν κτημένη πεῖραδιαμορφούμενος. (Τ. Γριτσοπούλου, Μονὴ Φιλοσόφου, σ.σ. 207-208)
ΣτηΔημητσάνα τὸ 1764, ἱδρύθη ἡ ὁμώνυμη Σχολὴ ἀπὸ τοὺς δύο γνωστοὺς Μοναχοὺς ποὺ ἦλθανἀπὸ τὴ Σμύρνη, τὸ Γεράσιμο Γούνα καὶ τὸν Ἀγάπιο Λεονάρδο. Ἐκεῖ ἐφοίτησε ἐπίσης ὁμικρὸς γυιὸς τῶν Ἀγγελοπουλαίων, γιὰ νὰ καταρτισθῇ περισσότερο, ὥστε νὰ δυνηθῇνὰ ἀνταποκριθῇ στὰ ὑψηλὰ καθήκοντά του, γιὰ τὰ ὁποῖα τὸν εἶχε ἑτοιμάσει ὁ Θεός.Νὰ ποιμάνῃ τὸν λαὸ τῆς πολυάνθρωπης καὶ πονεμένης Σμύρνης.
3. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣΣΜΥΡΝΗΣ
Ναὶ.Τῆς Σμύρνης. Τὴν ἔχετε ἀκούσει πάλι αὐτὴ τὴν πόλη; Ναὶ θὰ ἀπαντήσουν τά παιδιάμας.
Τὴνθυμόμαστε κάπου, ὅταν διαβάσαμε τελευταῖα, ὅτι συνωστίζονταν στὸ λιμάνι της ἄνθρωποιτὸ 1922, γιὰ νὰ φύγουν γιὰ τὴν Ἑλλάδα.
- Παιδιάμου, ἦταν ἕνας τέτοιος συνωστισμὸς κατὰ τὸν ὁποῖο οἱ Τοῦρκοι ἔπιασαν τὸνΔεσπότη τῆς Σμύρνης Χρυσόστομο καὶ τὸν ἔσυραν στούς δρόμους, τὸν ἔγδαραν, τοῦ ἔβγαλαντὰ μάτια, τὸν ἔκοψαν κομμάτια καὶ τὸν πέταξαν στὴν θάλασσα.
Ἦταντέτοιος συνωστισμὸς, ποὺ ἔσφαξαν χιλιάδες Ἑλλήνων, ἄλλους ἔπνιξαν καὶ ἄλλους ὁδήγησαναἰχμαλώτους στὰ βάθη τῆς Ἀσίας, γιὰ νὰ μὴ βρεθοῦν ποτέ. Κάποιοι ἦλθαν πρόσφυγεςστήν μητέρα Πατρίδα, μεταφέροντας τόν πόνο, ἀλλά καί τήν δόξα τῶν ἀλησμόνητωνΠατρίδων. Ἦταν τέτοιος ὁ συνωστισμὸς, ποὺ τραγουδήθηκε μὲ πόνο ψυχῆς.
«Κάψανετὴ Σμύρνη, πῆραν τ’ Ἀϊβαλί,
κλαίειὅλη ἡ Μικρασία τὴν καταστροφή»,
τὰὑπόλοιπα, παιδιά μου, γι’ αὐτὸν τὸν «συνωστισμὸ» θὰ τὰ ποῦμε σὲ μιά ἄλλησυνάντησή μας.
Ἐκεῖστὴν πολύβουη ἀλλὰ καὶ ταλαιπωρημένη Σμύρνη ὁ νεαρὸς Δημητσανίτης, θὰ μαθητεύσῃστὴν Εὐαγγελικὴ Σχολὴ καὶ θὰ γνωριστῇ μὲ τὸν Μητροπολίτη Προκόπιο, κοντὰ στὸν ὁποῖοθὰ ὑπηρετήσῃ ὡς Διάκονος καὶ Πρωτοσύγκελλος, ἀλλὰ καὶ θὰ τὸν διαδεχθῇ στὸν Ἀρχιερατικὸθρόνο, ὅταν ἐκεῖνος θά γίνῃ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τό 1785.
4. ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Ἀπὸἐκεῖ, ἀπό τήν Σμύρνη, τὸ 1797, θὰ ἐκλεγῇ Πατριάρχης καὶ ἀφοῦ θὰ χαιρετίσῃ γιὰπάντα τὸν ὀφθαλμὸ τῆς Ἰωνίας (τὴν Σμύρνη), θὰ φύγῃ γιὰ τὴν σκλάβα Πόληπαίρνοντας μαζί του καὶ τὸν Διάκονο Γερμανό, Δημητσανίτη καὶ αὐτόν, τὸν δικόμας Γερμανό, τὸν μετέπειτα Ἐπίσκοπο Παλαιῶν Πατρῶν. Ὄρθιος μέσα στὸ καΐκι, ἀφήνειτὸ βλέμμα του, νὰ ἀγκαλιάσῃ τὴν ἁλυσοδεμένη Βασιλεύουσα, τὴν Ἁγια – Σοφιὰ καὶτόσα ἄλλα. Φτάνει στήν Πόλη, ὑψώνει τά μάτια στόν Θεό καὶ εὐλογεῖ σταυροειδῶς. Ἔχειἤδη φορέσει τὸ ἀγκάθινο στεφάνι. Σηκώνει στοὺς ὤμους του τὴν Ὀρθοδοξία. Κρατάεισὰν γίγας τὴν Ρωμηοσύνη. Κλαίει ὅμως, κάτι θυμᾶται, συγκλονίζεται:
«Παπποὺ θέλω νὰ γίνω Βασιλιάς, νὰ λευτερώσω τὴν Ἑλλάδα».
Τώραἔρχεται στὴν Κωνσταντινούπολη σὰν Βασιλιάς, σὰν Ἐθνάρχης.
Τὸπρῶτο ὄνειρο, ἔγινε πραγματικότητα.
Ἡἱστορία θὰ τοῦ ἐπιφυλάξῃ ματωμένη τιμή, θὰ πραγματοποιηθῇ καὶ τὸ δεύτερο.
Ἔμεινεστὸ θρόνο ἀπὸ 19 Ἀπριλίου 1797 ἕως 18 Δεκεμβρίου 1798 καὶ ἐπετέλεσε ἔργο ἐποικοδομητικόκαί μεγάλο. Ἐφόρεσε στὰ δύο αὐτὰ χρόνια μέσα ἀπὸ τὶς πάμπολλες δυσκολίες, ὄντωςἀγκάθινο στεφάνι. Καὶ ἦρθε ἡ ὥρα, δυστυχῶς μὲ συμφωνία μερίδος ἀνωτέρου Κλήρου,ἀρχόντων καὶ σουλτανικῆς αὐλῆς, πού ἐξορίζεται στὸ Ἅγιο Ὄρος.
Στὶς26 Σεπτεμβρίου 1806 ἐπανεκλέγεται Πατριάρχης, γιὰ νὰ παραμείνῃ μέχρι τὶς 10Σεπτεμβρίου 1808. Στὸ διάστημα αὐτὸ ἀγωνίζεται μέ πόνο ψυχῆς καί κόπουςμεγάλους, νὰ ρυθμίσῃ τὸν Ἐθνικοθρησκευτικὸ βίο τῶν Ἑλλήνων, νὰ τακτοποιήσῃ τὰ ἐσωτερικάτῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
Ἀλλὰθὰ ἐξορισθῇ γιὰ δεύτερη φορά στὸ Ἅγιο Ὄρος, ὅπου ἀγνοημένος καὶ ξεχασμένος θὰπαραμείνῃ γιὰ δέκα χρόνια, ἕως ὅτου«ἔαρ ποθεινὸν μετὰ χαρᾶς ἀνεκλαλήτου ἀνέτειλεπαντὶ τῷ Γένει». Ὁ Γρηγόριος στὶς 14 Ἰανουαρίου 1819 καλεῖται γιὰ τρίτηφορά στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο. Στὴν περίοδο αὐτὴ ὁ ζηλωτὴς Πατριάρχης ἐπιχειρεῖγενικὴ ἐξάπλωση τῆς παιδείας, ἀναδιοργανώνει τὸ Πατριαρχικὸ Τυπογραφεῖο καὶ ἀγωνίζεταινὰ σώσῃ τὶς τύχες τῆς Πατρίδος, αἴρων τὸν Σταυρὸν τοῦ μαρτυρίου καθ’ ἡμέραν.
5. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ & ΦΙΛΙΚΗΕΤΑΙΡΕΙΑ
Στὰτέλη Δεκεμβρίου τοῦ 1818, ὁ ἐξόριστος στὸ Ἅγιο Ὄρος, Γρηγόριος, ἐδέχετοπρόσκληση γιὰ τρίτη φορά ἐγκαθιδρύσεως στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο. Ἐρχόταν στὴν πλέον κατάλληλη στιγμή, ἀλλὰ καὶ στὴν πλέον κρίσιμη νὰ ἀναλάβῃ τὴν ἀνώτατη αὐτὴἘκκλησιαστική, ἀλλὰ καὶ ἐθνικὴ ἔπαλξη. Ἐκεῖ στὸν τόπο τῆς ἐξορίας λίγο πρὶν φύγει γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὡς ἀναφέρει ὁΦιλήμων, ἐπεσκέφθη τὸν Πατριάρχη ὁ Γ. Φαρμάκης καὶ ἐπεχείρησε, νὰ τὸν κατηχήσῃ στὸ μυστικό τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. Ὅπως ὁ ἴδιοςὁ Φαρμάκης ὁμολογεῖ, ὁ Πατριάρχης ἐνθουσιάστηκε καὶ εὐχήθηκε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του εὐόδωσιν τῶν σκοπῶν τῆς Ἑταιρείας.Ὅσο γιὰ τὸν ὅρκο, εἶπε:
«Ἐμέναμ’ ἔχετε, ποὺ μ’ ἔχετε.
Ὅρκος (γιὰ μένα) ἀπαραίτητος δὲν εἶναι. Ἂν ποτέ, στὰ βιβλία τῆς Ἑταιρείας εὑρεθῆ τ’ ὄνομά μου, θέλειδιακινδυνεύσῃ τὸ Ἔθνος ὁλόκληρο καὶ νὰ προσέξουν τὸ Ἔθνος, μήπως ἀντὶ νὰ τ’ ὠφελήσουν τό βλάψουν» (Ἰ. Φιλήμονος, ΔΙΦΕ, σ.σ.202-203).
Κάποιοιἔκριναν ἀρνητικὰ αὐτὴ τὴν στάση τοῦ Γρηγορίου.
Ἡἀλήθεια ὅμως εἶναι, ὅτι ὁ Γρηγόριος ἐνήργησε μὲ μεγάλη σωφροσύνη.
«Συγχαίρεικαὶ μὲ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον εὔχεται γιὰ τὴν ἐπιτυχία. Τί καλύτερο μποροῦσε νὰ κάνῃ;Πολὺ σωστὴ ἡ δικαιολόγηση τῆς ἀρνήσεώς του καὶ ἐπικίνδυνη ἡ ἀνάμειξις τοῦ ὀνόματόςτου. Τέλος καὶ μιά ἀπολύτως εἰλικρινὴς καὶ πολὺ σοβαρὰ σύστασις. Προσοχὴ μήπως ἀντὶγιὰ τὸ ἐπιδιωκόμενο καλό γιὰ τὴν Ἑλλάδα κάνουν κακὸ οἱ Φιλικοί. Δὲν λέγει, νὰσταματήσουν, δὲν ἀπειλεῖ, δὲν ἀποτρέπει, συνιστᾶ προσοχή, ἐπισύρει τὶς εὐθύνες ἀπὸτίς τυχὸν ἐπιπόλαιες ἐνέργειες. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ὁ Γρηγόριος , ὅπως τὸν ξέρουμε. Ὁσυνετὸς Γρηγόριος». (Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, «Ὁ Ἐθνάρχης τῆς ὀδύνης».Γρηγόριος ὁ Ε’ σελ. 549).
Ὅμωςἡ μετὰ ταῦτα στάσις τοῦ Πατριάρχου πολὺ ἐβοήθησε τὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία, ὅπωςφαίνεται μέσα ἀπὸ τὴν γραφίδα του, μέσα ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς του (βλ. Ἐπιστολέςπρὸς Πετρόμπεη, στὴ Μάνη 30 Ἰουλίου 1819, πρὸς Γεώργιον Λεβέντη Διερμηνέα τῆςΡωσικῆς πρεσβείας στὸ Βουκουρέστι, καταγόμενον ἀπὸ τὸ Καρακοβούνι τῆς Ἀρκαδίας,πολὺ γνωστόν τοῦ Πατριάρχου 1 Αὐγούστου 1819, πρός Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸ ἐν ἔτει1820)
ΣτὸνΠαλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸ γράφει:
Συλλειτουργέ,ἐν Χριστῷ καὶ λίαν ἀγαπητὲ ἀδελφέ, ἔλαβον τὴν ἀπὸ 20 Ἀπριλίου Ἐπιστολήν σου. Ἡ ἀπόφασίςμου περὶ τῆς μελετωμένης ἀνορθώσεως τῆς Σχολῆς τῆς φιλτάτης πατρίδος εἶναιτοιαύτη, ὡς ἡ ἰδική σας, ὅπως θέλεις μάθει καὶ παρὰ τοῦ ἰδίου. Τὸ Κιβώτιον τοῦ ἐλέουςπρέπει νὰ ἐμψυχωθῆ καὶ τὴν βουλὴν τοῦ Κυρίου ἀνθρώπιναι δυνάμεις δὲν δύνανται νὰτὴν μεταβάλουν. Γενηθήτω τὸ θέλημά του. Ἐν ἔτει 1820
ὉΚωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος
ἐνΧριστῷ εὐχέτης
Αἰνιγματικὴβεβαίως ἡ ἐπιστολή, χρειάζεται ἀποκρυπτογράφηση, τὴν ὁποία εὔκολα μποροῦμε νὰκάνωμε.
Ἀλλημιά ἐπιστολὴ τοῦ Γρηγορίου, τὴν ὁποία ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε εἶναι ἐκείνη πρὸς τὸνἡρωικὸ Ἱεράρχη Σαλώνων Ἠσαΐα, στὴν ὁποία ἔγραφε:
«Ἐχεμυθείας,ἀδελφέ, μεγίστη χρεία καὶ προφύλαξις περί πᾶν διάβημα΄ οἱ γὰρ χρόνοι πονηροὶ εἰσὶκαὶ ἐν τοῖς φιλοπατριώταις ἐστι καὶ μοχθηριῶν ζύμη, ἀφ’ ἧς ὡς ἀπό ψωραλέουπροβάτου φυλάττεσθε. Κακὸν γὰρ πολλοὶ μηχανῶνται διά τὸ τῆς φιλοπλουτίας ἔγκλημα.Διό τὴν ἀγαθὴν ἐξελέξω μερίδα κοινολογῶν μοι ἐμπιστευομένοις πατριώταις τὰ ἐχεμυθείαςδεόμενα. Οἱ Γαλαξιδιῶται, οὕς συνεχῶς ἐπιστέλλεις μοι, πεφροντισμένως ἐνεργοῦσικαὶ ἀφ’ ὧν ἔγνων, ἀδύνατον ἀντὶ παντὸς τιμίου οὐδ’ ἐλάχιστον ἕρκος ὀδόντων φυγεῖν΄οὐ μόνον τὰ σὰ ἀλλὰ καὶ τῶν ἐν Μορέα γράμματα κομίζουσί μοι.
Ἡτοῦ Παπανδρέα πρᾶξις πατριωτικὴ μὲν τοῖς γινώσκουσι τὰ μύχια, κατακρίνουσι δὲ οἱμὴ εἰδότες τὸν ἄνδρα. Κρύφα ὑπερασπίζου αὐτόν, ἐν φανερῷ δ’ ἄγνοιαν ὑποκρίνου΄ ἔστινδ’ ὅτε καὶ ἐπίκρινε τοῖς θεοσεβέσιν ἀδελφοῖς καὶ ἀλλοφύλοις ἴδια. Πράυνον τὸνβεζίρην λόγοις καὶ ὑποσχέσεσιν, ἀλλὰ μὴ παραδοθήτω εἰς λέοντος στόμα.
Ἄσπασαισὺν ταῖς ἐμαῖς εὐχαῖς τοὺς ἀνδρείους ἀδελφούς, προτρέπων εἰς κρυψίνοιαν διά τὸνφόβον τῶν Ἰουδαίων. Ἀνδρωθήτωσαν ὥσπερ λέοντες καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίουκρατύνει αὐτούς, ἐγγὺς δ’ ἐστὶ τὸ τοῦ Σωτῆρος Πάσχα.
Αἱεὐχαὶ τῆς ἐμῆς μετριότητος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου, ἀδελφέ μου, Ἠσαΐα. Γεώργει ἀκαμάτωςκαὶ ὄλβια γεώργια ἀποδώσει σοὶ ὁ πανύψιστος».
Ἡἐπιστολὴ τολμηρή, ἀπίστευτη. Ὁ Γρηγόριος ξεπερνάει τὶς προφυλάξεις, δείχνει τὸνἀληθινὸ χαρακτῆρα του καὶ ὅτι πλέον ἔχει ἀρχίσει νὰ πιστεύῃ, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰκρυφτῇ ἄλλο ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη.
6. ΟΑΦΟΡΙΣΜΟΣ
Ἔχειχαρακτηρισθῆ ὁ Γρηγόριος, ὡς ὁ Πατριάρχης τῆς ὀδύνης. Καὶ εἶναι ἀλήθεια. Δὲνπρόκειται γιὰ τὴν ὀδύνη τῆς τελευταίας στιγμῆς, γιὰ τὸ ποτήριο τοῦ μαρτυρίου. Ἀλλὰγιὰ τὴν συνεχῆ ὀδύνη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἑλλάδα.
Μιάἀπὸ τὶς πλέον ὀδυνηρὲς στιγμὲς τοῦ Γρηγορίου ἦταν ὁ ἀφορισμός, τὸν ὁποῖονσυνέταξε σκοπίμως, προκειμένου νὰ σώσῃ τὴν Ἐπανάσταση καὶ τὰ κεφάλια τῶν Ἑλλήνων.Νὰ ρίξῃ, ὅπως λέμε, στάχτη στὰ μάτια τῶν Τούρκων γιὰ νὰ ἀποφευχθῇ, τοὐλάχιστονπρὸς στιγμήν, ἡ μεγάλη σφαγή.
Στὸἄκουσμα τῆς ἐξεγέρσεως τῶν Ἑλλήνων καὶ δὴ στὴν Πελοπόννησο, ὁ Σουλτάνος ἐξαγριώνεταικαὶ ἀρχίζει καρατομήσεις ὑψηλῶν προσώπων, ἀρχίζοντας ὡς αἱμοβόρος καὶ ἀπάνθρωπος,ἀπὸ Τούρκους ἀξιωματούχους, τοὺς ὁποίους ἐθεώρησε ὑπευθύνους ἕνεκα ἀμελείας γιὰτὴν ἐξέγερση.
ἩΚωνσταντινούπολη ἐλάμβανε τὴν ὄψη τρομοκρατούμενης πόλης. Οἱ Τοῦρκοι, ἄνθρωποικάθε ἡλικίας καὶ τάξεως φανατίστηκαν. Ἡ πόλη νεκρώθηκε ἀπὸ τὸν φόβο.
10Μαρτίου 1821.
Ἔρχεταιτὸ φιρμάνι στὸν Πατριάρχη, γεμάτο ἀπὸ αὐστηρὲς ἀπειλές, γιὰ τοὺς «ἀχάριστους» ραγιάδες,οἱ ὁποῖοι «παρεσύρθησαν»ἀπὸ ξένες ραδιουργίες καὶ συνωμότησαν μὲ τὸν Ὑψηλάντηκαὶ τὸν Σοῦτσο, ἐναντίον τοῦ «εὐεργέτου».
Ὑπεύθυνοςὁ Πατριάρχης γιὰ τὴν κοινὴ ἡσυχία καὶ τὴν καταστολὴ τῆς ἐξεγέρσεως. Ἔπρεπε οἱ ὑπήκοοι,νὰ ἐπανέλθουν στὴν προτέρα φάση. Ὁ Πατριάρχης ἐκαλεῖτο, νὰ ἀφορίσῃ τὸν Ὑψηλάντηκαὶ τὸν Σοῦτσο καὶ κάθε ἄλλον, ὁ ὁποῖος εὐθύνεται γιὰ τὴν ἐξέγερση καὶ γιὰ τὴνστάση ἐναντίον τοῦ κράτους καὶ τοῦ Βασιλέως.
ὉΓρηγόριος εἶναι εὐφυής. Γνωρίζει, ὅτι πρέπει νὰ δράσῃ ἀστραπιαῖα, διπλωματικά,γιὰ νὰ σώσῃ τὸ Γένος καὶ νὰ βοηθήσῃ τὴν Ἐπανάσταση. Μόνο ἡ ἄρνηση τοῦ ἀφορισμοῦθὰ σήμαινε γενικὴ σφαγὴ τῶν ἀμάχων, παντός τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶξεθεμελίωμα τοῦ Πατριαρχείου ἀπὸ τὸν ἀφηνιασμένο ὄχλο.
Ἔβαλετὸ χέρι στὴν καρδιά, ὕψωσε τὰ μάτια στὸ Θεό, ἔκλαψε γιὰ τὴν πατρίδα, παρεκάλεσεγιὰ τὴ σωτηρία, πῆρε τὸ μεγάλο ρίσκο ἔναντι τῆς ἱστορίας. Ἔκανε τὸ χρέοςτου. Ὑπάρχουν στιγμὲς, ποὺ τὶς ζεῖ κάποιος, μόνος του, μαρτυρικὰ καὶ ποὺμόνο αὐτὸς μπορεῖ νὰ τὶς κατανοήσῃ. Τότε, ποὺ μόνος ἀναγκάζεται, νὰ γράψῃ μὲ τὸαἷμα του ἱστορικὲς σελίδες. Δὲν τὸν πειράζει ἡ ὁποιαδήποτε κριτική. Ἔχειξεπεράσει τὰ ὅρια τῆς «λογικῆς». Βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα. Εἶναι ἡ ὥρα,ποὺ χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ τὸ καταλαβαίνῃ, γίνεται ἥρωας.
Ἐκείνητὴ στιγμὴ συνετάγη ὁ δίδυμος ἀφορισμός. Γενικὸς ποὺ χρονολογεῖται (1821 ἐν μηνὶΜαρτίῳ) ὁ ὁποῖος φέρει τὶς ὑπογραφὲς τῶν Πατριαρχῶν ΚωνσταντινουπόλεωςΓρηγορίου, Ἱεροσολύμων Πολυκάρπου καὶ 21 Ἀρχιερέων καὶ μερικός κατὰ Ὑψηλάντουκαὶ Σούτσου.
Γιὰτὸν πρῶτο ὁ Φιλήμων γράφει:
«Ἀνεγνώσθηἐν τῇ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ τουρκιστὶ καὶ ἑλληνιστὶ τὸ περὶ ἀμνηστείας Φιρμάνιον,τουρκιστὶ μὲν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἄμβωνος ὥς τι θεῖον δῶρον, ἑλληνιστὶ δὲ παρὰ τινὸς τῶνἀρχιερέων, παρισταμένου τῷ Πατριαρχικῷ Θρόνῳ, συλλειτουργούντων δὲ τοῦΠατριάρχου καὶ τῶν Συνοδικῶν.... ...Ὑπεγράφη ἐπὶ αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου ὁγενικὸς συνοδικὸς ἀφορισμὸς καὶ ἀνεγνώσθη φρικιώντων τῶν ἀκροατῶν καὶ αὐτῶν ἀναμφιβόλωςτῶν ὑπογραψάντων Πατριαρχῶν καὶ Ἀρχιερέων». ( Ἰ. Φιλήμονος, ΔΙΕΕ, τ. Β’σ.122).
ὉΦιλήμων μαρτυρεῖ, ὅτι ἐβεβαίωσαν τινὲς, ὅτι τὴν ἰδίαν ἑσπέραν Πατριάρχης καὶ Ἀρχιερεῖςἔλυσαν τὸν ἀφορισμόν. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν χρειαζόταν κἄν. Ὁ ἀφορισμὸς ἔγινε μὲ τὸχέρι καὶ ὄχι μὲ τὴν καρδιά.
Αὐτὸς,ὁ συνταχθείς μὲ ἰδιάζοντα τρόπον Συνοδικός ἀφορισμός, ὑπεγράφη θεαματικά, γιὰ τὰμάτια τῶν Τούρκων, χάριν ἐντυπωσιασμοῦ. Καὶ εἶχε κατ’ ἀρχὴν ἀποτέλεσμα, μὲ τὴνπρὸς στιγμὴν ἀποτροπήν συγκέντρωσης τοῦ ὄχλου καὶ τῶν ἐξαγγελθεισῶν ἀπανθρώπων ἐνεργειῶν.Ἀπό τούς ἀπομνημονευτάς τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ Ἀγῶνος ἐκρίθη σωστά ἡ ἐνέργεια τοῦΠατριάρχου, καθώς καί ἀπό μεταγενεστέρους Ἕλληνες καί ξένους ἱστοριογράφους.
ἩἉγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, τὸ μαρτυρικὸ κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας ἔπραξε, ὡςἔπρεπε νὰ πράξῃ. Ἡ ἐνέργεια αὐτή, ὁ ἀφορισμὸς δηλαδή, ἔγινε πιστευτὴ ἀπὸ τὸνΣουλτάνο καὶ ἡ πρόσκαιρη ἀναστολὴ τῶν σφαγῶν ἐβοήθησε τὴν Ἐπανάσταση.*
*(Ἰ.Φιλήμονος, ΔΙΕΕ, τ. Β’110 τ. Γ’225 κ.ἑξ. Σπ. Τρικούπη, Ἱστορία τῆς Ἑλλην. Ἐπαναστάσεως,ἔκδ. Ἑκατονταετηρίδος, τ. Α’ ἐν Ἀθήναις 1925, σ.σ. 67 κ.ἑξ. Ἀμβρ.Φραντζῆ, Ἐπιτομὴ τῆς Ἱστορίας τῆς Ἀναγεννηθείσης Ἑλλάδος, τ. Α’, ἐν Ἀθήναις1819 σ.σ. κ.ἑξ. Ν. Σπηλιάδου, Ἀπομνημονεύματα, τ. Α’, Ἀθήνησιν 1851, σ.σ.99-101. Μ. Οἰκονόμου, Ἱστορικά τῆς Ἑλλην. Παλιγγενεσίας, ἔκδ. ΒιβλιοθήκηΔημητσάνας, Ἀθῆναι 1976, σ.σ.101 κ.ἑξ. Κ. Α. Ρεφενέλ, Ἱστορία τῶν Νεωτέρων Ἑλλήνων,μεταφρ. Κ. Κοκίδου, ἐν Ἀθήναις 1961, σσ. 238 κ.ἑξ., Γ.Γ. Γερβίνου, Ἱστορία τῆς Ἐπαναστάσεωςκαὶ Ἀναγεννήσεως τῆς Ἑλλάδος, μεταφρ. Ἰω. Περβάνογλου, τ.Α’, Ἀθήνησι 1864, σ.σ.224-226. Λ. Κουτσονίκα, Γενικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλλην. Ἐπαναστάσεως, τ. Β, Ἀθῆναι1854, σ.σ. 12- 13. F . C. Pouqueville, Ἱστορία τῆς Ἑλλην. Ἐπαναστάσεως,μεταφρ. Ξ. Ζυγούρα, τ. Β’, ἐν Ἀθήναις 1870, σ.σ. 229 κ.ἑξ. Prokesch Osten, Ἱστορίατῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων, μεταφρ. Γ. Ἀντωνιάδου, τ. Α’ Ἀθήνησι 1868, σ.σ.51 κ. ἐξ. Mendelsohn – Bartholdy Ἱστορία τῆς Ἑλλην. Ἐπαναστάσεως, μεταφρ. Ἠλ. Οἰκονομοπούλου,ἐν Ἀθήναις 1894, σ.σ. 532-534. Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ἱστορία τοῦ Ἑλλην. Ἔθνους,τ. ΣΤ’, ἐν Ἀθήναις 1825, σ.7 κ.λ.π.
Ἀξίζει,κλείνοντας τό κεφάλαιο αὐτό, νά ἀναφέρομε τά ἑξῆς:
«ΤὰΠατριαρχικὰ ἔγγραφα ἔχουν ἀνάγκη ἀποκρυπτογραφήσεως, σπανίως πληροφοροῦν εὐθέως,συνήθως παραπλανοῦν, ἄλλοτε μὲ τὰς ἄνευ ἰδιαιτέρας σημασίας γενικότητας, ἄλλοτεμὲ τὴν ἠθελημένη μεγαλοστομίαν, ἄλλοτε μὲ τὴν συνήθως περίπλοκον διατύπωσιν καὶἄλλοτε μὲ δυσνόητον χρῆσιν λέξεων καὶ φράσεων. Πάντα τὰ σχήματα ταῦτα ἔχουν τὸνσκοπόν των. Οἱ Τοῦρκοι ἦσαν καχύποπτοι, πολλὰ ἐζητοῦσαν, τὰ πάντα παρακολουθοῦσαν,ἐδυστροποῦσαν, ἐξηγοράζοντο, ἐξεδικοῦντο, διύλιζαν τὸν κώνωπα, ἐξεμεταλλεύοντοπᾶσαν εὐκαιρίαν. Εἶναι πλάνη, νὰ ζητῆται κυριολεκτικὸν νόημα εἰς πάσης φύσεωςΠατριαρχικὰ κείμενα ἀπό τὰ πλέον ἁπλὰ καὶ ἀσήμαντα ἔως τά πλέον σοβαρὰ καὶ ἐπικίνδυνα.Κάτι κρύβεται πάντοτε κάτω ἀπὸ τὰ γραφόμενα τῶν Πατριαρχῶν» ( Ἀθ.Γριτσοπούλου, Παρατηρήσεις ἐπὶ μιᾶς νέας μελέτης περί τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε’, σ.320. Μητρ, Δημητριάδος Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, Γρηγόριος Ε’ ὁ Ἐθνάρχης τῆς ὀδύνης,Ἀθῆναι, ἔκδ. Χρυσοπηγῆς. σ.σ. 27-28).
7. ΗΘΥΣΙΑ
Σὲλίγο ὅμως ἔπεφταν κεφάλια. Ἦλθε καὶ ἡ σειρὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Γρηγόριος ἑτοιμάστηκεὡς ἐθελόθυτος ἀμνός, γιὰ τὴν θυσία ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος.
Τώραθὰ βγῇ ἀληθινὸ τὸ ὄνειρο τοῦ Γεωργάκη στὴ Δημητσάνα. «Μάνα μου εἶδα, ὅτι ἤμουνστὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἡ θάλασσα ἦταν βαμμένη μὲ αἷμα». Τώρα ἦλθε ἡ ὥρα,νὰ καταλάβῃ, ὁ παπα-Ἀγγελής, τί τοῦ ἔλεγε ὁ μικρὸς ἐγγονός του: «Παπποῦθέλω, νὰ γίνω βασιλιᾶς, νὰ λευτερώσω τὴν Ἑλλάδα».
ἩἘπανάσταση ἐγενικεύθη, ὁ Σουλτάνος ἔγινε σκληρότερος, ὁ Γρηγόριος κατέστη ὑπόδικος.
Παρέβαινετὴν βασική του ὑποχρέωση, νὰ ἐγγυᾶται τὴν ὑποταγὴ στὸ Σουλτάνο. Ὁ Γρηγόριος ἐκηρύχθηἔκπτωτος, ὑπόδικος γιὰ ἀπιστία.
ὉΚωνσταντῖνος Οἰκονόμος στὸν ἐπιτάφιο λόγο του κατά τήν κηδεία τοῦ Πατριάρχουστήν Ὀδησσό ἀναφέρει, ὅτι ἀνήμερα τῶν Βαΐων, φίλοι τοῦ ἔλεγαν νὰ φύγῃ γιὰ νὰσωθῇ. Ὁ Πατριάρχης φέρεται, νὰ ἀπαντᾶ:
«Μὴμὲ παρακινεῖτε εἰς φυγήν. Ἡ ὥρα τῆς φυγῆς μου θὰ ἦταν ἀρχὴ σφαγῆς, ὥρα σπαθιοῦεἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ τὴν ἄλλην χριστιανοσύνην. Εὔμορφο πράγμα θέλετε νὰκάμω, μεταμορφωμένος μὲ καμμιάν προβιὰν εἰς τὴν πλάτην νὰ φεύγω εἰςτὰ καράβια, ἠσφαλισμένος εἰς πρεσβείαν φιλικὴν καί νὰ ἀκούω εἰς τοὺς δρόμους τὰὀρφανά τοῦ Ἔθνους μου, νὰ σπαράττουν εἰς τὰ χέρια τοῦ δημίου. Εἶμαι Πατριάρχης,διά νὰ σώσω τὸν λαόν μου, ὄχι νὰ ρίψω εἰς τὰ μαχαίρια τῆς γενιτσαριᾶς, Ὁθάνατός μου ἴσως χρησιμεύσῃ περισσότερον παρ’ ὅτι ἐδυνάμην ποτὲ νὰφαντασθῶ πώς θὰ ὠφελήσῃ ἡ ζωή μου. Οἱ ξένοι βασιλεῖς θὰ ταραχθοῦν εἰς τὴν ἀδικίατοῦ θανάτου μου, δὲν θὰ ἰδοῦν ἴσως μὲ ἀδιαφορίαν ὑβρισμένην τὴν πίστιν τους εἰςτὸ πρόσωπόν μου καὶ ὅπου εἶναι ἄνδρες ἁρμάτων Ἕλληνες θὰ πολεμήσουν...»
ὉΚ. Κούμας γράφει:
«Ἔμενε τώρα νὰ ἐπιφερθῆ ποινὴ εἰς τὸν κλῆρον, ὡς ἐγγυητὴν τῆς ὑπακοῆς τῶνΧριστιανῶν. Διά νὰ γίνη ἐπαισθητοτέρα καὶ ὡς καθόλου τοῦ χριστιανικοῦ Γένους ἐπαγομένη,ἐπρόσμενεν ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐλὴ τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα (10 Ἀπριλίου 1821). Ἀφοῦ ὁΠατριάρχης ἐλειτούργησεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς σύνηθες, ἀμέσως ἐσύρθη εἰς τὸΠαλάτιον τοῦ Βεζύρη καὶ ἐν ταυτῷ ἐπροστάχθησαν οἱ λοιποὶ ἀρχιερεῖς νὰ ψηφίσωσινεὐθὺς νέον Πατριάρχην, ἐπειδὴ ὁ μέχρι τοῦδε παύει ἀπὸ τοῦ νὰ πατριαρχεύῃ. Ἔντρομοιοἱ ἀρχιερεῖς καὶ ὀλίγοι τινὲς τῶν σωζωμένων χριστιανῶν ἀνηγόρευσαν Πατριάρχην τὸνΠισιδίας Εὐγένιον. Ἀλλ’ ἕως ὅτου τελειώσουν τὰς ψήφους, εἶδον πρὸ τῆς Πύλης τοῦΠατριαρχείου κρεμάμενον τὸν Πατριάρχην Γρηγόριον μὲ ἐπιγραφὴν εἰς τὸ στῆθοςτου “προδότης τῆς βασιλείας”. Συγχρόνως δὲ ἐκρεμάσθησαν εἰς διάφορα μέρη τῆςΚωνσταντινουπόλεως καὶ τοῦ Καταστένου, ὁ Ἐφέρου Διονύσιος. ὁ Νικομηδείας, ὁΧαλκηδόνος, ὁ Δέρκων Γρηγόριος (ὁ ἐκ Ζουμπάτας τῶν Πατρῶν), ὁ Θεσσαλονίκης καὶ ὁδιά τῶν ἐπιστημονικῶν διδασκαλιῶν του ὠφελήσας τὸ Γένος Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεοςὁ Πρώιος. Ἀπεκεφαλίσθη δὲ καὶ ὁ γέρων Λογοθέτης Στέφανος Μαυρογένης. Τὰ σώματατούτων ἐσύρθησαν ἀτίμως ὑπὸ προσταγμένων Ἰουδαίων καὶ ἐρρίφθησαν εἰς τὴνθάλασσαν. Ἡ οἰκογένεια τῶν Φιλοτούρκων Καλλιμαχῶν ἐξωρίσθη ὅλη εἰς Βόλιον τῆς Ἀσίας,ὅπου μετά τινὰς μήνας ἐπνίγη ὁ αὐθέντης Σκαρλάτος Καλλιμάχης ὑπὸ Τούρκουδημίου, ὁ δὲ ἀδελφός του Ἰωάννης προεξωρισμένος εἰς Προῦσαν ἀπεκεφαλίσθη ἐκεῖ. ὉἸάκωβος Ἀργυρόπουλος Διερμηνευτὴς ποτὲ τῆς Αὐλῆς, ἐξωρίσθη καὶ αὐτὸς εἰς τὴν Ἀσίαν.Ὁ σουλτάν Μαχμοὺτ ὡρκίσθη νὰ μὴ μεταχειρισθῇ πλέον εἰς τὴν ὑπουργίαν του Γραικὸνκαὶ ἀνέδειξε Διερμηνευτὴν τὸν ἀρνησίχριστον Βουλγάρογλου».
Ἀπὸσεμνὸν διδάσκαλον, ποὺ ἀντλοῦσε τὴν ἀφήγησή του ὑπό τοῦ τότε Πρωτοσυγκέλλου τῶνΠατριαρχείων καὶ ἔπειτα Μητροπολίτου Συλυβρίας Ζαχαρίου,πληροφορούμεθα ὅτι ἀνήμερα τὸ Πάσχα 10 Ἀπριλίου 1821, τὸ πρωὶ ἔφτασεστὸ Πατριαρχεῖο ὁ Μ. Διερμηνέας Σταυράκης καὶ ἔφερε στοὺς Συνοδικούς φιρμάνι, ἐνῶὑπάλληλος τῆς Πόρτας, ἀνεκοίνωσε στὸν Πατριάρχη, ὅτι ἐπαύθη καὶ ὅτι ἔπρεπε, νὰτὸν ἀκολουθήσῃ στὸ Καδίκιοϊ. Στὸ Καδίκιοϊ μεταφέροντο οἱ παυόμενοι Πατριάρχεςκαὶ ἐκεῖ ἐκρίνετο ἡ τύχη τους.
Μετάτίς ὅποιες ταλαιπωρίες ὁ γηραιός Πατριάρχης ὁδηγῆται στό Μαρτύριο.
«Ὁδήμιος μετασχηματίσας τὴν ἄκραν τοῦ σχοινίου εἰς βρόχον, ἀνεβίβασεν ἐπὶσκαμνίου τὸν Πατριάρχην καὶ ἀπεράσας εἰς τὸν λαιμὸν του τὸν βρόχον ἀφήρεσε τὸσκαμνίον καὶ ὁ Πατριάρχης ἔμεινε κρεμασμένος, συγχωρήσας πρότερον τούς ἐχθροὺςαὐτοῦ καὶ ἐπευξάμενος ὑπὲρ πάντων τῶν ὀρθοδόξων. Δύο ἡμέρες ἔμεινεν ἐπὶ τῆς ἀγχόνης,χωρὶς κανὲν ἐκ τῶν ἐνδυμάτων του ν’ ἀφαιρεθῇ, φυλαττόμενος ὑπὸ γενιτσάρων. ΤὴνΤρίτην ἡμέραν τοῦ Πάσχα ἐλθών ὁ δήμιος ἀπὸ πρωίας κατεβίβασεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς ἀγχόνης,τὸν ὁποῖον γυμνώσας παρέδωκε τοῖς Ἰουδαίοις, οὗτοι δὲ σύραντες αὐτὸν γυμνὸνμέχρι τῆς προκυμαίας τοῦ Φαναρίου, παρέδωκαν αὐτὸν ἀκολούθως τῷ δημίῳ, ὅστιςσχίσας τὴν κοιλίαν του διά νὰ καταποντισθῆ, ἐπέβη ἀκατίου καὶ ἔσυρεν αὐτὸν διάτοῦ σχοινίου εἰς τὴν θάλασσαν. Τὴν ἀκόλουθον ἡμέραν τὸ καταποντισθὲν λείψανον, ὠθούμενονὑπὸ τῶν κυμάτων ἐπλησίασεν εἰς τι πλοῖον Ἑλληνικόν. Ὁ πλοίαρχος (ΝικόλαοςΣκλάβος) ἐβεβαιώθη, ὅτι ἦτο τοῦ Πατριάρχου ὑπὸ τοῦ Μ. Πρωτοσυγκέλλου, ὅστιςκατ’ εὐτυχίαν εἶχε καταφύγει εἰς τοῦτο τὸ πλοῖον καταδιωκόμενος. Ὅλην τὴν ἡμέραντὸ λείψανον ἐστάθη εἰς τὴν θάλασσαν σκεπασθὲν κατ’ ἐντολὴν τοῦ πλοιάρχου, ὅστιςτὴν νύκτα ἀνέσυρεν αὐτὸ ἐπὶ τοῦ πλοίου του, διά νὰ μὴ ἐνοχοποιηθῆ, ἂν τοῦτο ἔπραττενἡμέραν. Κατόπιν ὁ πλοίαρχος εἰδοποιεῖ τὴν Ρωσικὴν πρεσβείαν, ἥτις ἐβεβαιώθηκάλλιον περὶ τοῦ λειψάνου μετακαλέσασα πολλοὺς ἐκ τῶν Πατριαρχείων΄ διέταξε δ’ ἀμέσωςτὸν πλοίαρχον νὰ πλεύσῃ εἰς Ὀδησσόν. Ἐκεῖ ὁ ἐνταφιασμὸς τοῦ Πατριάρχου ἐγένετομετὰ μεγάλης παρατάξεως, ὁ δὲ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ἐξεφώνησε τὸν θαυμάσιον αὐτοῦἘπιτάφιον...»
(Σ.Οἰκονομίδου τὸ χρονικόν τοῦ ἀπαγχονισμοῦ τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’, ἐν Ἀθήναις1964, σ.σ. 5-7).
«Μετὰτὸ Μαρτύριον τοῦ Πατριάρχου καὶ τὸν διασυρμόν, μεταβάλλετο ὁ θεῖος πόνος τοῦΓρηγορίου εἰς εὐλογίαν τιτανικὴν, δύναμιν τῶν ἀγωνιστῶν, ἡ δὲ θυσία καθηγίασεθρησκευτικῶς καὶ ἐξύψωσε ἠθικῶς τὸν ἀγῶνα εἰς τὰς ψυχάς τῶν ἀγωνιζομένων. Ἐπέσυρετέλος τὴν συμπάθειαν τῶν πολιτισμένων λαῶν», ὅπως λέγει ἔγκυρος μελετητὴς(Τ. Γριτσοπούλου, Γρηγόριος Ε’, ὁ Πατριάρχης τοῦ Γένους εἰς τοῦ αὐτοῦ ΜονὴΦιλοσόφου, σ. 334)
Ἡεὐαίσθητη καρδία κάποιων ἔκανε τὸ πένθος στίχο καὶ τὸ δάκρυ στροφὴ καὶ ὕμνο στὴνἘλευθερία. Κορύφωση τῆς θλίψεως, ἀλλὰ καὶ προτροπὴ ἀγῶνος ἡ συγκλονιστικὴποιητικὴ κραυγὴ τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ:
Ὅλοικλαῦστε, ἀποθαμένος
ὁἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς
κλαῦστε,κλαῦστε, κρεμασμένος
ὡσὰννὰ’ τανε φονιάς.
Ἔχειὀλάνοικτο τὸ στόμα
π’ὧρες πρῶτα εἶχε γευθῆ
τ’ Ἅγιο αἷμα,τ’ Ἅγιο σῶμα
λὲςπῶς θὲ νὰ ξαναβγῇ
ἡκατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει
λίγοπρὶν ν’ ἀδικηθῇ
εἰςὁποῖον δὲν τολμήσῃ
καὶἠμπορεῖ νὰ πολεμῇ
Τὴνἀκούω, βροντάει, δὲν παύει
εἰςτὸ πέλαγο, εἰς τὴν γῆ
καὶμουγκρίζοντας ἀνάβει
τήναἰώνιαν ἀστραπή.
8. ΗΔΟΞΑ
Εἶχανπεράσει πενήντα χρόνια ἀπὸ τότε, ποὺ ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε’ θυσιάστηκε γιὰτὴν πίστη καὶ τὴν Πατρίδα. Ὁ Πατριάρχης τώρα ταξιδεύει ἀπό τήν Ὀδησσό γιὰ τὴν ἐλεύθερηἙλλάδα.
Ὥρα7:30. 14 Ἀπριλίου 1871. Ἔφτασε στὸν Πειραιᾶ τὸ Λειψανοφόρο (τό πλοῖο πού ἔφερετό ἱερό Λείψανο τοῦ Γρηγορίου) “Βυζάντιο”. Τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου ἀνδρός,τοποθετήθηκε ἐπάνω στὸ θωρηκτὸ “Βασιλεὺς Γεώργιος”. Πέννα λογοτεχνικὴ θὰ γράψῃ: «Πέραστὶς «φλέβες», τὸ θωρηκτὸ “Βασιλεὺς Γεώργιος” σημαιοστόλιστο γιὰ ν΄ ἀπαντήσῃ τὸ“Βυζάντιο”, ἀπὸ ὅπου χρυσοσφορεμένοι μητροπολιτάδες θὰ παραλάμβαναν ψέλνοντας τὸἱερὸ λείψανο τοῦ Πατριάρχη... Πολὺ γυναικομάνι καὶ πλῆθος ἀνδρῶν ὁλόγυρα στὸλιμάνι τοῦ Πειραιᾶ, κάθε ὁμάδα εἶχε διαλέξει μέρος γιὰ νὰ βλέπει καλά... Στὰ ἐμπορικὰπλοῖα, καθὼς καὶ στὰ πολεμικὰ τὰ Ἑλληνικὰ καὶ τὰ Γαλλικά, στὸ Ἐγγλέζικο θωρηκτὸκαὶ τὸ μεγάλο Ρώσικο τὴν ναυαρχίδα τοῦ τσαρικοῦ στόλου, πληρώματα καὶ ἀξιωματικοὶὅλοι μὲ μεγάλη στολὴ παραταγμένοι στὸ κατάστρωμα ἀκίνητοι περίμεναν. Στὴνμπούκα τοῦ λιμανιοῦ, ἦταν ἡ ὥρα ἐννέα καὶ μισή, πρόβαλε τὸ «Γεώργιος» καὶ πίσωτου τὸ «Βυζάντιον». Ἀμέσως τ’ ἄλλα πλοῖα ὅλα χαιρέτισαν, τὰ πυροβόλα βρόντηξαν,ἀπὸ Ἑλληνικὰ καὶ ξένα ἔπεσαν 21 κανονιές, ὁ μεγάλος χαιρετισμός, βασιλικὲς οἱτιμὲς γιὰ τὸν Πατριάρχη καὶ μέσα στοὺς ἀπανωτοὺς κανονιοβολισμούς, ὑπερισχύουσεςοἱ κωδωνοκρουσίες... Ἀνθρωπομάνι καὶ λουλούδια κύκλωσαν τὸ “Γεώργιος”,στριμώχθηκαν στὶς σκάλες του. Στὸ κεφαλόσκαλο ἔστεκε ὁ πλοίαρχος Μιαούληςλαμπροντυμένος... Οἱ βάρκες δὲν σταμάταγαν νὰ φέρουν κόσμο κι ἄλλον κόσμο. Ἀπροσδόκητα,ἀνειδοποίητα στίς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα παρουσιάσθηκαν οἱ βασιλεῖς. Ἡ βασίλισσαφοροῦσε πένθιμα μαῦρα. Μπῆκε ταπεινὰ στὴν σκηνὴ καὶ χωρὶς νὰ παραμερίσῃ τὸν σωρὸτῆς λουλουδένιας προσφορᾶς τῶν ἀνωνύμων, γονάτισε τρεῖς φορές, φίλησε εὐλαβικὰτὸν Σταυρὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἔμεινε νὰ προσευχηθῇ. Σιγή θρησκευτικὴβασίλεψε... τί ὄνειρα βυζαντινὰ ὑπερίπταντο, ἀναπτερώνονταν, καθὼς ὁ Γεώργιος ὄρθιοςκαὶ ἡ Ὄλγα γονατιστὴ ὑποδέχονταν δακρυσμένοι στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα τὸ λείψανο τοῦΓρηγορίουE’ πενήντα χρόνια, ἀφοῦ εἶχε πεταχτεῖ στὴ θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ...»
(ἈθηνᾶςΚακούρη, Ὁ Χαρταετός, σ.σ. 97-98).
Ἔμεινετό Ἱερό Λείψανο ἐκεῖ μέχρι τὴν 25ην Ἀπριλίου, ὅτε ἔγινε ἡ μετακομιδὴ στὴν Ἀθήνα.
Ὥρα7:30 τὸ πρωί τῆς 25ης Ἀπριλίου, ἡ ἁμαξοστοιχία ἔφτασε στὸ σιδηροδρομικὸΣταθμὸ Ἀθηνῶν. Ἐκεῖ ἐν μέσῳ ἐκδηλώσεως τιμῆς, ἐν μέσῳ λαοῦ ὑποδεχόμενου ἐν χαρᾷτὸν Ποιμενάρχη του, τὸν Ἐθνάρχη, τὸν θέσαντα τὴν ψυχὴ του ὑπὲρ τῶν προβάτων, ἀκούστηκεἡ φωνὴ τοῦ Μητροπολίτου Ἀθηνῶν Θεοφίλου Βλαχοπαπαδοπούλου, τοῦ ποτέ Ἀρχιδιακόνουτοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ, ὁ ὁποῖος μεταξύ τῶν ἄλλων εἶπε:
«Ἐπάνωεἰς ἐκεῖνον τόν λόφον τῶν ἱστορικῶν Καλαβρύτων τῆς περιφανοῦς Ἀχαΐας, ἐπάνω ἐκεῖεἰς τόν ἱερόν ἐκεῖνον λόφον, ὅπου ἵσταται ἡ ἁγία Μονή τῆς Λαύρας, ἐκεῖ ἐπάνω,θειότατε ἱερομάρτυς, πατριάρχα Γρηγόριε, ὁ ἀείμνηστος Παλαιῶν ΠατρῶνΜητροπολίτης, ὁ συμπολίτης σου, ὁ ποτέ ἱεροδιάκονός σου καί κατόπιν συνάδελφοςκαί συλλειτουργός σου, πρῶτος ἀνταπεκρίθη εἰς τά εὐγενῆ καί γεναῖα αἰσθήματάΣου. Ἐκεῖ, ἐν τῇ ἁγίᾳ ἐκείνῃ Μονῇ, κατασκευάσας ἐθνικήν σημαίαν ἀπό τό ράσσοντου καί τήν φουστανέλλαν τοῦ Ζαΐμη, ἐχάραξεν ἐπ’ αὐτῆς τόν ἅγιον καί ΖωοποιόνΣταυρόν, καί κρατῶν μέ τήν ἀριστεράν χεῖρα του τά πρακτικά τῆς πρό μικροῦσυγκροτηθείσης μυστικῆς ἐν Αἰγίῳ συνελεύσεως, καί μέ τήν δεξιάν τήν σημαίαν τοῦΣταυροῦ, ἀναγεγραμμένον ἔχουσαν τό σύνθημα, «Ἑλλάς ἀνάστηθι, ἀνεξαρτησίαν ἀθάνατονὀμνύομεν ἐπί τό ὀνόματί Σου», ὡς ἀπό πυρσοῦ οὐρανοκρύφου, μετά τῶν σύν αὐτῷπεριβλέπτων Ἀχαιῶν καί Ἀρκάδων, κατηλέκρισεν ἅπασαν τήν ἑλληνικήν φυλήν διά τοῦθείου κηρύγματός του, «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τῆς λαμπάδος τῆς ὑπέρ πίστεως καίπατρίδος ἀναφθείσης, καί ἀναγγείλατε πᾶσι τοῖς ἔθνεσι, ὅτι ἡ φωνή μου εἶναιφωνή αὐτοῦ τοῦ κυρίου Παντοκράτορος».
(Ἐπιλέξαμεἀπὸ τὸν λόγον τοῦ Ἀθηνῶν Θεοφίλου, τὸ τμῆμα αὐτό, διότι ὁ Θεόφιλος ὡς Διάκονοςτοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ, ἐγνώριζε αὐτοπροσώπως τὰ διαδραματισθέντα εἰς τὴν ἹερὰνΜονὴν τῆς Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων. Αὐτὸ εἰς ἀπάντησιν πρὸς ὅλους ἐκείνους, τοὺςἀμετανοήτους, οἱ ὁποῖοι ἐπιμένουν νὰ ἀρνοῦνται τὰ λαβόντα χώρα στὸν ἱστορικὸ χῶροτῆς ἱερᾶς Μονῆς τῆς Λαύρας τῶν Καλαβρύτων κατά τόν Μάρτιον του 1821).
Τήνἰδίαν ἡμέραν (25-4-1871), ὅταν ἐφθασε τό ἱερόν Λείψανον στόν Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν,ἐξεφώνησε λόγον ἀποκλειστικόν διά τήν μετακομιδήν καί τόν ἀγῶνα γενικῶς καί τόμαρτύριον τοῦ Πατριάρχου, ὁ Ἐπίσκοπος Σύρου Ἀλέξανδρος.
Στὶς26 Ἀπριλίου 1871 ὥρα 11:30 τὸ πρωὶ ἐνώπιον τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ ἘθνοϊερομάρτυροςΠατριάρχου ἐψάλη δοξολογία καὶ ἐν συνεχείᾳ ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,Ἀρχιμανδρίτης Νικηφόρος Καλογεράς, ὁ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Πατρῶν καὶ Ἠλείας,ἐξεφώνησε λόγον συγκινητικὸν καὶ ἐπίκαιρον.
Ἔλεγεμεταξὺ τῶν ἄλλων ὁ Νικηφόρος:
«...ὑποδεχόμεθα ἤδη τὸν ἱερώτατον τῶν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας ἡμῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ τὸνπρῶτον καὶ προσφιλέστατον τῶν μαρτύρων, τὸν τότε ἀρχηγὸν τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίαςἡμῶν, τὸν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Γρηγόριον. Ὡς εὖ παρέστης ἡμῖν, Παναγιώτατε ΟἰκουμενικὲΠατριάρχα. Ἔχομεν ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν τὸν Πατριάρχην, φέροντα ὡς παράσημον λαμπρὸντὸν ἁμαράντινον τοῦ μαρτυρίου στέφανον, ὅν ποικιλανθῶς πλέξασα καὶ ρεῖθρα ἐκβαλοῦσαδακρύων χερσὶν ἁγνοτάτοις ἐπέθηκεν ἐπὶ τῆς σεβασμίας αὐτοῦ κεφαλῆς ἡ πότνια καὶτλήμων Ἑλλὰς, ὡς ἀνεξίτηλον σημεῖον εὐγνωμοσύνης...
.....Ὡςἀνέμου βιαία πνοὴ διεδόθη ὁ θάνατος τοῦ Πατριάρχου ἀπὸ περάτων εἰς πέρατα..., ἀστραπηδὸνκατὰ τὴν αὐτὴν ἡμέραν ὁ φόνος τοῦ Πατριάρχου ἐφημίσθη ἀπὸ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆςσιδηροφορούσης Ἑλλάδος καὶ κοπετὸν καὶ ὀδύνην ἐξήγειρε... Καὶ δύναταί τις εἰπεῖν,ὅτι ὁ θάνατος τοῦ Πατριάρχου ὑπῆρξε τῆς Ἑλλάδος ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ καταστροφὴ τῆςτυραννίας, ἡ τοῦ διεσπαρμένου Ἑλληνικοῦ Ἔθνους συναρμογὴ καὶ συνένωσις. Διά τοῦαἵματος λοιπὸν αὐτοῦ ὁ μὲν Ἀγὼν καθαγιασθείς καὶ χαρακτῆρα ἱερὸν καὶ ἅγιονλαβών παρεσκεύασε τὴν νίκην κατὰ τοῦ τυράννου, ἡμεῖς δὲ σήμερον ζῶμεν ὡς ἐλεύθεροικαὶ τὸν φαεινότατον ἥλιον βλέπομεν μετ’ εὐγνωμοσύνης πολλῆς..»
Καὶἡ κατάληξη συνετὴ καὶ φρονημαστική:
«Μένε πρὸς καιρὸν παρ’ ἡμῖν καὶ νουθέτει ἡμᾶς καὶ παρηγόρει ἐν ταῖς θλίψεσι καὶπαραμυθοῦ ἐν ταῖς περιστάσεσιν, ἀλλὰ καὶ ἐπιτίμα καὶ ἔλεγχε ἡμᾶς πταίοντας διάτῆς μυριοφθόγγου Πατριαρχικῆς σου φωνῆς, ἥτις ἐξέρχεται διαπρύσιος ἐκ τῆςσιγώσης ταύτης λάρνακος τῶν σεπτῶν σου λειψάνων... Ὑπομίμνησκε, ΠαναγιώτατεΠατριάρχα, καὶ εἰς ἰδιώτας καὶ εἰς ἄρχοντας καὶ εἰς πλουσίους καὶ εἰς πένηταςκαὶ εἰς ἀμαθεῖς καὶ εἰς σοφοὺς καὶ εἰς μικροὺς καὶ εἰς μεγάλους, τὰς συμφοράς,τὰς πολλάς καὶ δεινάς, τοὺς παντοίους κινδύνους, τὰ ἀπερίγραπταμαρτύρια καὶ τοὺς φονικωτάτους θανάτους, εἰς οὕς ὑπέκυψεν ἡ καθόλου Πατρίς, ὅπωςκαταστήσῃ αὐτόνομον καὶ ἐλευθέραν τὴν σμικράν ταύτην τῆς Ἑλλάδος γωνίαν καὶδεικνύων αὐτοῖς ἐκ τῆς στήλης, ἐφ ἥς μετ’ ὀλίγων ὁ ἀνδριάς σου τεθήσεται, τὰςπυρποληθείσας πόλεις, τὰς ἐρημωθείσας χώρας, τοὺς βεβηλωθέντας Ναοὺς καὶ τὸνστενάζοντα ἔτι ὑπὸ σιδηροῦν ζυγὸν χριστιανικὸν λαὸν παρότρυνον εἰς τὴν ἀρετὴνκαὶ τὴν εὐσέβειαν...»
(ΝικηφόρουΚαλογερᾶ, Λόγος κατ’ ἐντολὴν τῆς Ἐκκλησίας ἐκφωνηθείς κατὰ τὴν ἐξ Ὀδησσοῦ εἰς Ἀθήναςμετακομιδὴν τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου ΚωνσταντινουπόλεωςΓρηγορίου τοῦ Ε’, Ἀθήνησιν 1871, σ.σ.16).
· 25Μαρτίου 1872
Ἀντηχεῖβροντερὴ ἡ φωνὴ τοῦ Βαλαωρίτη. Τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ ἀπὸ τὸν πρύτανη τοῦΠανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Εὐθύμιο Καστόρχη, Δημητσανίτη καί αὐτόν, ὅπως προσαγορεύσῃτὸν ἀνδριάντα τοῦ ἀθανάτου τέκνου τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος.
Ἔγραψεὁ Πρύτανις, στὸν Βαλαωρίτη:
«Τὴν ἐθνικὴν ταύτην καὶ ἀκαδημαϊκὴν πανήγυριν θέλοντες νὰ λαμπρύνωμεν ἀξίως καὶτῆς ἡμέρας καὶ τοῦ μεγαλωνύμου Πατριάρχου καὶ νὰ κοσμήσωμεν μὲ ἀειθαλῆ στέφανοντοῦ Ἑλικῶνος, κρίνομεν ἀναγκαῖον νὰ παρακαλέσωμεν ὑμᾶς, ὅπως διά τῆς ἡδυπετοῦςκαὶ ἐθνικοτάτης ὑμῶν γλώσσης προσαγορεύσητε τὸν ἀνδριάντα τοῦ ἀθανάτου τούτουτέκνου τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος, τοῦ παρασκευάσαντος ὅσον τὸ ἐπ’ αὐτῷ τὰ τοῦμεγάλου ἡμῶν Ἀγῶνος καὶ τελευταῖον θύσαντος καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῆς ἡμετέραςἐλευθερίας».
(ΕὐθυμίουΚαστόρχη, Τὰ τῆς τελετῆς τῶν Ἀποκαλυπτηρίων τοῦ ἀνδριάντος τοῦ ἀοιδίμουΠατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε’ γενομένης τῇ 25 Μαρτίου 1872, ἐν Ἀθήναις 1872σ.σ.21-22.
Σείστηκεἡ Ἀθηναϊκὴ γῆ, ράγισαν οἱ πέτρες, σκίρτησαν οἱ καρδιές, δάκρυσαν τὰ μάτια τῶνμυριάδων τοῦ πλήθους τῶν Ἑλλήνων, ποὺ τιμοῦσαν τὸν Πατέρα.
Πῆρετὰ λόγια τὰ ποιητικὰ ἡ ἱστορία καὶ τὰ παρέδωσε σέ μᾶς, ὡς παιᾶνα νίκης, ἀλλὰ καὶὑπενθύμιση χρέους καὶ τιμῆς πρὸς τὸν Πατριάρχη. Ἔλεγχον γιὰ τὰ πρὸς τὴν πίστημας καὶ τὴν πατρίδα μας ἀνομήματα, ἐκζήτηση συγγνώμης γιὰ ὅσα κατὰ καιροὺς ἐπταίσαμεν.
«Πῶςμᾶς θωρεῖς ἀκίνητος; Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,
τὰφτερωτά σου τὰ ὄνειρα; Γιατί στὸ μέτωπό σου
νὰμὴ φυτρώσουν, γέροντα, τόσες χρυσὲς ἀχτίνες,
ὅσεςμᾶς δίδει ἡ ὄψη σου παρηγοριὲς κ’ ἐλπίδες;
Γιατίστὰ οὐράνια χείλη σου νὰ μὴ γλυκοχαράζῃ,
πατέρα,ἕνα χαμόγελο; Γιατί νὰ μὴ σπαράζῃ
μέσαστὰ στήθη σου ἡ καρδιὰ καὶ πῶς στὸ βλέφαρό σου
οὔτ’ἕνα δάκρυ ἐπρόβαλε οὔτ’ ἔλαμψε τὸ φῶς σου;»
..................................
«Τὸμάρματο μένει βουβό. Καὶ θέ νὰ μείνῃ ἀκόμα
ποιὸςξέρει ὡς πότε ἀμίλητο τὸ νεκρικό σου στόμα.
Κοιμᾶταικι ὀνειρεύεται. Καὶ τότε θὰ ξυπνήσῃ,
ὅτανστὰ δάση, στὰ βουνά, στὰ πέλαγα βροντήσῃ
τὸφοβερό μας κήρυγμα, - χτυπᾶτε, πολεμάρχοι,
μὴλησμονῆτε τὸ σχοινί, παιδιά, τοῦ Πατριάρχη...»
9. ΗΤΕΛΕΤΗ ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΗΣ
· Στίς8 Ἀπριλίου 1921, ἐν τῷ Ἱερῷ Καθεδρικῷ Ναῷ τῶν Ἀθηνῶν ἐτελέσθη ἡ ἐπίσημη Ἀκολουθίατῆς ἁγιοκατατάξεως τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε΄, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχεπραγματοποιηθῆ ἔκτακτος συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὑπό τήν Προεδρίαν τοῦ ΠανιερωτάτουΜητροπολίτου Ἀθηνῶν κ. Θεοκλήτου, παρόντων τῶν Σεβασμιωτάτων Συνέδρων,Μεσσηνίας Μελετίου, Ἀργολίδος Ἀθανασίου, Μαντινείας Γερμανοῦ, Πατρῶν Ἀντωνίου,τοῦ Β. Ἐπιτρόπου Ἰωάννου Κανδάκη καί τοῦ Α΄ Γραμματεώς Ἀρχιμ. ΓερμανοῦΡουμπάνη.
ἩΠρᾶξις, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἔγγραφε: «Ἅπας γάρ ὁ ἐν Ἑλλάδι καί ἁπανταχοῦπεριούσιος λαός οἶδε τ’ ἀπό τῆς ἱστορίας καί ἀνομολογεῖ, ὅτι ὁ ἀοίδιμος ἈρχιεπίσκοποςΚωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε΄ τοῦνόμου τοῦ Θεοῦ οὐδέποτ΄ ἐπιλαθόμενος, οὐδ’ ἀπό τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ πλανηθείς, οὐδέτῶν μαρτυρίων αὐτοῦ ἐκλίνας, ἐξεζήτησεν ἐν ὅλη καρδίᾳ τάς ἐντολάς αὐτοῦ καίπιστῶς ἐφύλαξε, περιέκρυψεν ἐν τῇ ψυχῇ τά λόγια αὐτοῦ, καί ἐξήγγειλεν αὐτοῦ τάκρίματα τῆς δικαιοσύνης καί τήν ὁδόν τῆς ἀληθείας αὐτοῦ αἱρετισάμενος καί τήντρίβον τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ θελήσας ἐλάλει ἐν τοῖς μαρτυρίοις αὐτοῦ ἐναντίονβασιλέων, ὅτε «ἄρχοντες ἐκάθηντο καί κατ’ αὐτοῦ κατελάλουν», ὅτε «σχοινία ἁμαρτωλῶναὐτῷ περιεπλέκοντο», ὅτε ἀγχόνη αὐτῷ ἡτοιμάζετο, δι ὅ καί ὡς ἅγιον αὐτόντιμᾶ τε καί σέβει καί λογίζεται καί ὡς ὑπέρ τοῦ ποιμνίου τήν ψυχήν αὐτοῦθέμενον, καί μαρτύριον ὑπέρ τῆς πίστεως προελόμενον, μάρτυρά τε αὐτόν οἶδε καίτῇ σεπτῆ χορείᾳ τῶν ἁγίων ἱερομαρτύρων συναριθμεῖ...».
10. ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ἀδελφοίμου,
Ἀπὸτότε ποὺ ἀπελευθερώθηκε ἡ Ἑλλάδα, ὑπῆρξε, δυστυχῶς, μιά ἀρνητικὴ στάση ἔναντι τῆςἘκκλησίας. Ἀντί τοῦ μάνα προσεφέρθη εἰς αὐτή χολήν, ἀντί τοῦ ὕδατος ὄξος. Ἐπιγραμματικάθα ἀναφέρω τά ἑξῆς:
Εὐθὺςμὲ τὴν ἀνάληψη τῆς Ἀντιβασιλείας, διεπιστώθη αὐτὴ ἡ τάσις μὲ τρόπους, οἱ ὁποῖοιἀδίκησαν αὐτὴν ταύτην τὴν προσφορὰ τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἕνα πνεῦμα ξένο μὲτὴν παράδοση καὶ τὰ ἤθη τοῦ Λαοῦ μας, ἦλθε νὰ ἐπικαθήσῃ ὡς ἕνα σύννεφο πικρίαςστὴν καρδιὰ ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίστηκαν μὲ πνεῦμα ἁπλὸ καὶ φιλοκαλικό,γιὰ νὰ περισώσουν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια καὶ γιὰ νὰ παραμείνουν ἄμικτα τὰ δύοστοιχεῖα τὸ Ἑλληνορθόδοξο καὶ τὸ Μουσουλμανικό, σὰν τὸ νερὸ καὶ τὸ γάλα, ὡςλέγει ὁ Παπαρηγόπουλος.
Ἀναφέρομεχαρακτηριστικὰ τὴν καταστροφὴ ὅλων τῶν μικρῶν κατανυκτικῶν, ἱστορικῶν, Βυζαντινῶνἱερῶν Ναῶν γιὰ νὰ ἀνεγερθῇ ὁ Καθεδρικὸς Ναὸς Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος φέρει τὴνσφραγίδα τῆς δυτικότροπης τέχνης. Σημειώνω ἀκόμη τὸν τρόπο ἀνεγέρσεως τοῦΡωμαιοκαθολικοῦ Ναοῦ σὲ περίβλεπτη θέση, στὴν ἀναπτυσσομένη, τότε, κτιριακὰ καὶπολιτιστικὰ Ἀθήνα. Ὅμως δέν εἶναι τῆς παρούσης οἱ λεπτομέρειες.
Ἐπίσηςσημειώνομε τὴν κατάργηση τῶν Ἱερῶν Μονῶν οἱ ὁποῖες εἶχαν κάτω ἀπὸ 6 Μοναχοὺς ἢΜοναχές καί τήν λεηλασία τῆς περιουσίας τους.
Ἐπειδὴθὰ ὑπάρξουν κάποιοι, οἱ ὁποῖοι ἴσως ἐνοχληθοῦν, δὲν θὰ ἀναφερθῶ λεπτομερῶςσήμερα στὴν ἁρπαγὴ καὶ λεηλασία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἀπὸ τῆς ἀπελευθερώσεωςτῆς Ἑλλάδος μέχρι τῶν τελευταίων ἐτῶν, ἀλλά ἐπιφυλάσσομαι νά τό πράξω κάποιαν ἄλληνφοράν, ἄν καί ἔχομε άναφερθῇ σέ αὐτό τό θέμα, εὐκαιριακά.
Ὅμωςθὰ σταθῶ, στὴν προσπάθεια διαστρεβλώσεως καὶ παραποιήσεως τῆς Ἱστορίας μας, ἡ ὁποίαἹστορία δέν εἶναι γραμμένη μὲ μελάνι, ἀλλὰ μὲ αἷμα.
Πρὶνἀπὸ λίγες δεκαετίες εἶχε δοθῆ γραμμὴ καὶ σύνθημα νὰ τονίζεται στὶς ὁμιλίες ὁ«προδοτικὸς ρόλος τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος». Ἤμουνπαρὼν σὲ ἐκδήλωση ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε τότε, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς Ἑορτῆς τῆς25ης Μαρτίου, ὅταν ἀνέβηκε στὸ βῆμα, ἐνὸς Ἱεροῦ Ναοῦ, ὅπου ἐτελέσθη ἡΔοξολογία, νεαρὰ καθηγήτρια, προκειμένου νὰ ἐκφωνήσῃ τὸν πανηγυρικό, κατόπιν ἐντολῆςτοῦ Νομάρχου. Ἤρχισε, νὰ ἐκφράζεται μὲ τρόπον ἰταμὸ εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἐπίσκοποςδὲν μίλησε καθόλου, κάτι ποὺ ἐντυπωσίασε ὅλους. Ὅσο δὲν ὁμιλοῦσε ὁ Ἐπίσκοπος,τόσο ἡ ὁμιλήτρια προσπαθοῦσε, νὰ παρουσιάσῃ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐκείνη ἤθελε τὰγεγονότα. Ὅταν ἐτελείωσε τὴν ὁμιλία της ἡ καθηγήτρια, ὁ Ἐπίσκοπος τῆςεἶπε τὰ ἑξῆς: «Παιδί μου, λυπᾶμαι ποὺ μιά Ἑλληνοπούλα, τόσο ἔξυπνη ἔπεσεστὴν παγίδα νὰ ὑβρίζῃ ὅ,τι οἱ γυναῖκες, οἱ ἡρωίδες τοῦ ἀγῶνος ὑπερασπίστηκαν μὲτὶς θυσίες καὶ τὸ αἷμα τους».
Εἰςἄλλην περίπτωσιν, Ἀρχιερεύς ἠναγκάσθη, νὰ σταματήση τὸν ὁμιλητή, ἐπειδὴ ἀναφερότανθρασύτατα καὶ ἀπαξιωτικὰ στὸν ἀγῶνα τοῦ ’21 καὶ τὶς θυσίες τῶν Κληρικῶν μας.
Παρέλκειἡ ἀναφορά μου σὲ ἄλλες παρόμοιες περιπτώσεις, ἕως ὅτου φθάσωμε στὴν ὀργανωμένη ἐπίθεσηἐναντίον προσώπων τοῦ ἀγῶνος Κληρικῶν καὶ Λαϊκῶν, ἀπὸ ἀπύλωτα στόματα μέσῳμεγάλου τηλεοπτικοῦ σταθμοῦ πρό ἑνός ἀκριβῶς ἔτους. Εἰς ὅλας αὐτάς τὰς ἀνιστορήτουςθέσεις καὶ ἀδίκους ἐπιθέσεις, ἠναγκάσθημεν προσωπικῶς, νὰ συντάξωμεν σειρὰν ἐγγράφωνδιαμαρτυρίας πρός τόν Πρόεδρον τῆς Δημοκρατίας, τόν Πρωθυπουργόν τῆς Χώρας καίτούς τά πρῶτα φέροντας ἐν τῇ πατρίδι ἡμῶν, ἀντικρούοντας τὶς ὡς εἴρηται ἐπιθέσειςκαὶ ἐνημερώνοντας τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἰδικώτερα τοὺςνέους.
Κάποιοιπιστεύουν, ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς μπορεῖ, νὰ λησμονήσῃ τὶς θυσίες καὶ τὰ αἵματα τῶνμαρτύρων του. Κάνουν ὅμως μεγάλο λάθος. Καὶ παρὰ τὸ ὅτι προσπαθοῦν, νὰσυμβιβασθοῦν μὲ τὴν ἔνοχη συνείδησή τους, δὲν τὰ καταφέρνουν καὶ ὑποφέρουνφρικτά. Ὑπάρχουν μπροστά τους οἱ ἀγέραστοι νοσταλγοὶ τῆς πατρώας τιμῆς καὶδόξας καὶ τῆς μεγάλης ἰδέας. Ψυχές ἀπροσκύνητες, καθαρές, ἀμόλυντες κι ἀπείραχτεςἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, ποὺ ἔζησαν καὶ ζοῦν μὲ τὸ ὅραμα καὶ «μὲ τὴν λύπητῶν Γραικῶν τῶν μακρινῶν ἐκείνων, ποὺ ἴσως ὅλοι πίστευαν, πώς θὰ σωθοῦμε ἀκόμη».
Καὶ «ὅσοιπιστοὶ» ἀκουμπᾶνε στὸ μάρμαρο τοῦ ἀνδριάντα τοῦ Γρηγορίου καὶ στὴν ἁγίαΛάρνακά του, παίρνουν δύναμη, ἰδιαίτερα σήμερα, πού οἱ στεναγμοὶ τοῦ Γένους ὁριοθετοῦντὶς ἀκραῖες περιοχὲς τῆς ἀντοχῆς μας.
Σήμεραμέσα στὸν ναὸ αὐτὸ τοῦ πνεύματος, στό Πανεπιστήμιο Πατρῶν, διακηρύττομε, ὅτι: «Μόνοἂν μείνῃ ἄπαρτο καὶ ὁλόρθο τὸ κάστρο τῆς ἱστορικῆς μνήμης, ποὺ τὸ τροφοδοτοῦνκαὶ τὸ συντηροῦν οἱ θρύλοι καὶ οἱ ἐνσαρκωτὲς τῆς Ἐθνικῆς μας ἰδέας, τὸ Γένος θὰμεγαλουργήσῃ καὶ θὰ δοξασθῇ».
Τώραπλέον ἔχομε ὅλοι καταλάβει τὰ φρικτὰ καὶ τραγικὰ λάθη ποὺ κάναμε, εἰς βάρος τῆςψυχῆς τῆς πατρίδος μας. Οἱ κάθε λογῆς ὑποτέλειες, οἱ συμβιβασμοὶ καὶ τόσα ἄλλαδὲν ἔχουν σχέση οὔτε μὲ τὴν ἱστορία τοῦ παρελθόντος, οὔτε μὲ τὴν σημερινὴπραγματικότητα καὶ θὰ εἶναι καταστροφικά γιὰ τὸ μέλλον.
Τώραμὲ τὴν κατάντια τῆς χώρας μας, ἂς χαίρονται αὐτοὶ, ποὺ ἐπεδίωξαν τόσα χρόνια τὴνἀλλοίωση τῆς ψυχῆς μας, τὴν ἄμβλυνση τῆς Ἐθνικῆς μας συνείδησης, τὴν μείωση καὶἀποδυνάμωση τοῦ ἐθνικοῦ μας παλμοῦ. Ἀλλά, θὰ εἶναι πρόσκαιρη ἡ χαρά τους. Διότιτὸ πετσὶ τοῦ Ἕλληνα εἶναι ποτισμένο μὲ ἰδανικὰ καὶ ὁράματα. Μπορεῖ νὰ ἔκαναν τὴνἙλλάδα νὰ σέρνεται, ἀλλὰ τὰ λόγια τοῦ Βυζαντινοῦ χρονογράφου ΚωνσταντίνουΜανασσῆ εἶναι πάντα ἐπίκαιρα «τέθηλεν, αὔξει, κρατεῖ νεάζει» καὶκατέληγε εὐχητικὰ «καὶ μέχρι τέλος αὔξοιτο».
Ἔτσικαὶ τώρα κάτω ἀπὸ τὶς συνθῆκες ζωῆς ποὺ διαμορφώθηκαν, κάτω ἀπὸ τὶς τραγικὲςσκηνὲς ποὺ προκαλοῦν τρόμο, κάτω ἀπὸ τὴν δυσχέρεια στὴν ὁποία περιῆλθε ὁ Λαόςμας, τὰ θαμμένα ὄνειρα ξυπνοῦν, οἱ θούριοι τῶν ἀνέμων τῆς νέμεσης ἀκούονται ὅλοπιὸ καθαροὶ καὶ διαπιστώνομε πὼς τὰ βλέμματα τῶν Ἑλλήνων, τῶνγνησίων Ἑλλήνων, δὲν ἔχουν ἀποπροσανατολισθεῖ.
Λίγοἀκόμη, χρειάζονται ἀπὸ τὴν διεθνῆ πίεση καὶ ἀδικία, γιὰ νὰ ξεχειλίσῃ τὸ ποτήριτῆς ἀντοχῆς μας καὶ τότε θὰ ἀντιληφθοῦν οἱ ὅποιοι «φίλοι» μας, «ὅτιτοῦ Ἕλληνα ὁ τράχηλος, ζυγὸ δὲν λογαριάζει».
Ὅτανμέσα μας ξυπνήσουν ὅλες οἱ δυνάμες, ποὺ τόσους αἰῶνες, ὡς ἱερὰ ζώπυρα μᾶςκράτησαν στὴ ζωή, τότε, παρὰ τὶς τόσες γκάφες τῶν δικῶν μας καὶ τὶς πλεκτάνες τῶνἐχθρῶν μας, τότε ὁ Ἑλληνισμὸς θὰ αὐξηθῇ καὶ πάλιν θὰ διδάξῃ τὸν κόσμο, πὼςξέρει ἑνωμένος, νὰ θαυματουργῇ.
Ἀγαπητοίμου, ἡ Ἐκκλησία προσέφερε στὸν ὑπὲρ τῆς Ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἑλλάδος,ἱερὸ ἀγῶνα μάρτυρες: 10 Πατριάρχες, 100 Ἀρχιερεῖς καὶ 6.000 Κληρικοὺς τῶν ἄλλωνβαθμίδων.
«Ἀνεδείχθη(ἡ Ἐκκλησία) καὶ εἶναι ἡ ζωτικὴ κιβωτὸς, δηλαδή θεματοφύλακας τῆς ταυτότητας τοῦἙλληνισμοῦ, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ πνευματικότητά της μεταστοιχειώνεται στὴν Ἱστορία,ὡς ἡ πολυδιάστατη πολιτικὴ διασώσεως τῆς Ἰθαγένειας» (βλ. Τ. Λιγνάδη,καταρρέω, σ. 279). Ἡ ἱερὰ μήτρα τῆς Ἐκκλησίας διέσωσε, τὴ γλώσσα, τὰ ἤθη,τὴν παράδοση. Αὐτὴ τὴν ὥρα ποὺ πολλὰ παίζονται πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη μας, εἶναι ἀπαραίτητονὰ ἐπαναλαμβάνομε τὴν ἀλήθεια, ὅτι «τὸ Κράτος τῶν Ρωμαίων» στηριγμένοστὶς πατροπαράδοτες ἀξίες «οὐ καταλυθήσεται εἰς τοὺς αἰώνας» (Κοσμᾶς Ἰνδικοπλεύστης,μοναχός τοῦ 6ου αἰῶνος).
Αὐτὲςοἱ ἀξίες κρατοῦν ζωντανὴ τὴν Ρωμηοσύνη αἰῶνες τώρα. Κάποιοι ἴσως θὰ μᾶς ποῦν αἰθεροβάμονες,ἀλλὰ αὐτοὶ θὰ εἶναι οἱ κακοὶ διαχειριστὲς ἑνὸς πνευματικοῦ πλούτου τὸν ὁποῖονξεπούλησαν ἤδη χωρὶς αἰδῶ.
Ἄλλοιθὰ μᾶς ποῦν ἐθνικιστές. Ὁ ἁγνὸς ὅμως, ὁ γνήσιος, ὁ τόσο πονεμένος καὶ ἀδικημένοςλαός, γιὰ μιά ἀκόμα φορά θὰ μᾶς ἀκούσῃ πετώντας στὸν κάλαθο τῶν ἀχρήστων, ὅσαπατριδοκάπηλα συνεχίζουν νὰ τοῦ σερβίρουν. Θὰ μᾶς ἀκούσῃ καὶ θὰ μᾶς πιστέψῃ.«Ἰδίωςτώρα ποὺ νιώθει, ὅτι τὸν περιτριγυρίζουν τὰ ἀπαίσια ὄρνια τῆς συμφορᾶς μὲ τὴνθανατερὴ ἀποφορά τους». (Ἀρχιεπ. Χριστόδουλος).
Ξένηἐφημερίδα (Guardian) ἀποκαλύπτει, ( ὁ Δημοσιογράφος ὀνομάζεται Jon Henley, πῶςβλέπουν οἱ ἔφηβοι τῆς χώρας μας τὴν Ἑλλάδα.
Στὴνἐφημερίδα δημοσιεύονται ἀποσπάσματα ἐκθέσεων 13/χρονων μαθητῶν ποὺ περιγράφουνπῶς βιώνουν τά παιδιά αὐτά τὴν κατάσταση στὴν Ἑλλάδα.
Μιάμαθήτρια γράφει μεταξὺ ἄλλων:
«Σᾶςπαρακαλῶ μὴν ταπεινώνετε τὴ χώρα μας. Ἡ Ἑλλάδα χρειάζεται βοήθεια καὶ ὑποστήριξη,ἐπειδὴ ἔχει μεγάλη ἱστορία καὶ τὴν ἀξίζει».
Ἐμεῖςἐπαναλαμβάνουμε αὐτὴ τὴν ὀδυνηρὴ παράκληση:
«Σᾶςπαρακαλοῦμε, ναί σᾶς παρακαλούμε, μὴ ταπεινώνετε ἄλλο τὴ χώρα μας» καὶχρησιμοποιώντας τοὺς στίχους τοῦ Ἐλύτη, παρακαλοῦμε δεόμενοι:
«Τῆςδικαιοσύνης Ἥλιε νοητὲ
καὶμυρσίνη ἐσὺ δοξαστικὴ
μὴπαρακαλῶ σας μὴ
λησμονᾶτετὴ χώρα μου»