Ο Ιούδας στην υμνογραφία των Παθών του Κυρίου
ΙωάννηςΚορναράκης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΠανεπιστημίουΑθηνών
Τοπρόσωπο του Ιούδα, η πράξη της προδοσίας και ο τρόπος, κατά τον οποίον έγινεαυτή, αποτελούν θέμα πολλών τροπαρίων της υμνογραφίας της περιόδου των παθώντου Κυρίου (Μ. Εβδομάδος), που ανήκει στο Τριώδιο. Μάλιστα η περί του Ιούδαυμνογραφική θεματολογία είναι τόσο πλούσια, κατά την περίοδο αυτή, ώστε νααντιλαμβάνεται κανείς εύκολα ότι ο Ιούδας αποτελεί, μετά τον πάσχοντα Ιησού,τον κατ’ εξοχήν κεντρικό «ήρωα» των διαδραματιζομένων γεγονότων. Η συχνότητααυτή της υμνογραφικής εξάρσεως και προβολής του προδότη μαθητή εξηγείται,σύμφωνα με τα όσα είπαμε, όχι μόνον από το γεγονός, ότι η πράξη της προδοσίαςείναι ίσως το πλέον θεμελιακό στοιχείο στην όλη δομή των παθών του Κυρίου, αλλάκαι εκ του ότι οι υμνογράφοι της Εκκλησίας, όπως ακριβώς και το εν γένειπλήρωμά της, αισθάνονται βαθειά την ανάγκη να υπογραμμίσουν και ναστηλιτεύσουν, ακόμη και διά της υμνολογικής οδού, το πρόσωπο και την πράξη τουΙούδα.
Ηυμνογραφική περιγραφή και ανάλυση της πράξεως της προδοσίας ταυτίζεται ασφαλώςμε τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα και της ψυχογραφίας του προδότη μαθητή. Επειδήδε η περιγραφή και η ανάλυση αυτή πραγματοποιείται δυνάμει των συγκινησιακώνκυρίως (δηλ. συναισθηματικών) αντιδράσεων των ευσεβών ποιητών και μελωδών τηςΕκκλησίας, έχει ιδιάζοντα χαρακτήρα αλλά και ιδιάζουσα σημασία. Το σύνολο τωνυμνογραφικών χαρακτηριστικών του προσώπου του Ιούδα εκφράζει τη θέση, πουλαμβάνει ο ευσεβής άνθρωπος έναντι του προδότη μαθητή και της πράξεώς του. Ίσωςδε για το λόγο αυτό η συχνότητα της αναφοράς των υμνογράφων στα του Ιούδα ναέχει ένα ιδιαίτερο νόημα. Το νόημα της εκ μέρους του υμνογράφου ασυνείδητηςαντιδράσεως εναντίον ατομικών αρνητικών (εσωτερικών) θρησκευτικών εμπειριών. Ωςθρησκευόμενο άτομο, απορρίπτει την πράξη της προδοσίας και πιθανώς υμνογραφείκαι για να εξουδετερώσει εσωτερικές ασυνείδητες διαθέσεις, σχετιζόμενες με τηνπράξη αυτή. Ίσως μάλιστα ο συγκινησιακός παράγοντας της δυναμικής ποιητικήςεμπνεύσεως σε σχέση με το βάθος της ευσέβειας του υμνωδού είναι, και τα δύο,στοιχεία, που σαν αδιάψευστα, μπορούν να θεμελιώσουν επαρκώς την άποψη τηςυποκειμενικής αυτής αντιδράσεως εναντίον των πιο πάνω εμπειριών.
Οπωσδήποτεο υμνογραφικός πλούτος, που αναφέρεται στην πράξη του Ιούδα, κατά ένα μεγάλομέρος, αποσκοπεί στο να προβάλλει την υποκρισία του προδότη μαθητή. «Ο Ιούδας οπροδότης δόλιος ων, δολίω φιλήματι παρέδωκε τον Σωτήρα Κύριον» (Όρθρ. Μ.Πέμπτης). Ο Ιούδας συμπεριφέρθηκε υποκριτικά, δηλ. χρησιμοποίησε προσωπείο. Ηαποκορύφωσης δε της υποκριτικής του συμπεριφοράς υπήρξε το φίλημα, πουαποτέλεσε το σημείο αναγνωρίσεως εκ μέρους εκείνων, που συνέλαβαν τον Ίησοϋν,Ιουδαίων. «Το φίλημα γέμει δόλου, το χαίρε σου εν μαχαίρα, πλάνε Ιούδα· τη μενγλώσση φθέγγη τα προς ένωσιν, τη δε γνώμη νεύεις προς διάστασιν προδούναι γαρτοις παρανόμοις τον Ευεργέτην» (απόδ. Μ. Τε¬τάρτης). Έτσι το φίλημα του Ιούδα,ως πράξη υποκρισίας, τεκμηριώνει κατηγορηματικά τα αντίθετα χαρακτηριστικά τουπροσωπείου του. «Ιούδας ο δούλος και δόλιος, ο μαθητής και επίβουλος, ο φίλοςκαι διάβολος, εκ των έργων απεφάνθη· ηκολούθει γαρ τω Διδασκάλω και καθ’ εαυτόνεμελέτησε την προδοσίαν… απέδωκεν ασπασμόν, παρέδωκεν τον Χριστόν» (Όρθρ. Μ.Πέμπτης). Επίσης ο Ιούδας «σχήματι μεν ων μαθητής, πράγματι δε παρών φονευτής,τοις μεν Ιουδαίοις συναγαλλόμένος, τοις δε αποστόλοις συναυλιζόμενος, μισώνεφίλει, φιλών επώλει τον εξαγοράσαντα ημάς της κατάρας…» (Όρθρ. Μ. Πέμπτης). Ηδιάσταση αυτή μεταξύ εξωτερικής συμπεριφοράς και προθέσεων δεν προδίδει απλώς,ότι ο Ιούδας υποδύεται εν προκειμένω ένα ρόλο, το ρόλο του μαθητή. Κυρίωςυπογραμμίζει, ότι η υποκρισία ήταν για τον Ιούδα το κεντρικό υπαρξιακό πρόβληματης ζωής του. Η πρόθεση και προαίρεσή του δεν ήταν να επιτύχει ένα επί μέρουςσκοπό της υπάρξεώς του, αλλά το σκοπό της ζωής του. «Φιλείς και πωλείς Ιούδα,ασπάζη και οκλάζεις δόλω προστρέχων τις μισών ασπάζεται τρισάθλιε το φίλημα τηςαναι¬δούς σου κακοβουλίας ελέγχει την προαίρεσιν» (απόδ. Μ. Τετάρτης).
Έτσιδεν πρόκειται, στην περίπτωση του Ιούδα, για ολίσθημα που οφείλονταν απλώς σελόγους ανθρώπινης αδυναμίας. Η πράξη του Ιούδα δεν συντελείται εξ υφαρπαγής(δηλ. χωρίς να το θέλει). Δεν αποτελεί εκδήλωση του ευπαθούς χαρακτήρα τουανθρωπίνου ήθους. Είναι σύλληψη του δολίου πνεύματός του, που κυοφορείται απόκαιρό, δηλ έως ότου γίνει δυνατή η έμπρακτη έκφρασή της. Αλλ’ έτσι ο Ιούδας«παραποιείται θεοσέβειαν και αλλοτριούται του χαρίσματος… εν ήθει φιλικώ δόλονυποκρύπτει» (Εσπ. Μ. Πέμπτης). Η υποκρισία του Ιούδα προβάλλει λοιπόν, κατά τονυμνογράφο, τις αντιφατικές ψυχικές κινήσεις του προδότη. Αυτός βιώνει εσωτερικήδιάστασιν, εφ’ όσον οι προθέσεις του αντιφάσκουν προς την εξωτερικήσυμπεριφορά. Αλλά το αποτέλεσμα της διαστάσεως αυτής είναι ακριβώς παραποίησηςτης ευσέβειας. Το γεγονός αυτό, που προβάλλεται και διά πολλών άλλων ποιητικώνστοιχείων και φράσεων, επικυρώνει εν τέλει την άποψη, κατά τήν οποίαν ηυποκρισία του Ιούδα είναι το πλαίσιο μιας ισχυρής εσωτερικής συγκρούσεως.Βεβαίως ο υμνογράφος δίνει έμφαση στο πάθος της φιλαργυρίας και απλουστεύεισημαντικά το είδος και την έκταση της συγκρούσεως αυτής. Εν τού¬τοις όμως τοδιάγραμμα της υποκρισίας, που μπορεί κανείς να κατασκευάσει με τη βοήθεια τωνυμνογραφικών χαρακτηρισμών της συμπεριφοράς του προδότη μαθητή, περικλείει μέσατου την φιλαργυρία απλώς ως ένα επί μέρους εκφραστικό στοιχείο του όλουαστερισμού της ισχυρής εσωτερικής του συγκρούσεως. Η υποκρισία του Ιούδα, κατάτην υμνογραφία των παθών του Κυρίου, είναι εσωτερική διάσταση και αντινομία,που αποκαλύπτει το γενικό διάγραμμα μιας ισχυρής υπαρξιακής συγκρούσεως. Τηντελευταία αυτή άποψη στηρίζουν επαρκώς και τα παρακάτω χαρακτηριστικά τουπροσώπου και της συμπεριφοράς του Ιούδα.
Έτσιο Ιούδας εκφράζει και συνοψίζει ολόκληρο το έργο της προδοσίας στην επιθετικήτου «στάσιν» και ενέργεια εναντίον του Διδασκάλου. Ο Ιούδας με όλες τιςενεργειών του είναι επιθετι¬κός. Η υμνογραφική έμπνευση και διαίσθηση δενπαραλείπει να τονίσει και να υπογραμμίσει την ένταση της επιθετικής διαθέσεωςκαι ενέργειας του Ιούδα εναντίον του Ιησού. «(Ο Ιούδας) εσκέπτετο δόλω τηςπροδοσίας το φίλημα… και ούτος τω θυμώ εδεσμείτο, φέρων αντί μύρου την δυσώδηκακίαν» (Όρθρ. Μ. Τετάρτης). Ο θυμός, ως πολύ ισχυρό πάθος, δεσμεύει εσωτερικάτον Ιούδα. Αλλ’ ο θυμός αποτελεί βεβαίως την πρώτη ύλη κάθε επιθετικήςενέργειας. Οι εχθρικές και άλλες παρεμφερείς εκδηλώσεις και κινήσεις έχουν τιςαφετηρίες τους στις αψιθυμικές συγκινησιακές καταστάσεις, που γεννά ο θυμός καισυντηρεί. Υπό τον όρον αυτόν ο Ιούδας έχει διεγερμένη την εσωτερικότητά τουπρος επιθετικές ενέργειες και άρα φιλοξενεί μέσα του «σκληράν καρδίαν». «ΆφρονΙούδα… ουκ εκάμθης προς συμπάθειαν, αλλ’ έκλεισας τα της σκληράς σου καρδίαςσπλάγχνα, προδούς τον μόνον εύσπλαγχνον» (Απόδ. Μ. Τετάρτης).
Προφανώςη έντονη υποκειμενική αντίδραση του υμνογράφου στη συμπεριφορά του Ιούδα,επιτρέπει σ’ αυτόν περισσότερη παραστατική περιγραφή της προδοτικής τουενέργειας. Έτσι, κατά τον υμνογράφο, «η γαρ λύσσα της φιλαργυρίας κατά τουιδίου Δέσποτου μαίνεσθαι εποίησεν αυτόν» (Όρθρ. Μ. Πέμπτης). Ο υμνογράφος στηναδυναμία της φιλαργυρίας βλέπει τη δύναμη μιας επιθετικής μανίας, που άλλωστεκαι ο παντογνώστης Κύριος νωρίς διακρίβωσε. Γι’ αυτό, όταν βεβαιώνει τουςμαθητές Του, ότι είναι καθαροί, εξαιρεί τον προδότη μαθητή, λέγοντας, κατά τονυμνογράφο, «καθαροί ω μαθηταί υμείς δε, αλλ’ ουχί πάντες· ροπή γαρ ατάκτως εξυμών ενός μαίνε¬ται» (Όρθρ. Μ. Πέμπτης). Ο προς το πάθος διά της προδοσίας τουμαθητή βαδίζων Ιησούς βλέπει μέσα του μαινόμενη ροπή, που ασφαλώς προέρχεταιαπό το ταραγμένο και συγκεχυμένο βάθος της προσωπικότητας του Ιούδα. Η ένταση,που προσδίδεται στη προδοτική διάθεση και προαίρεσή του, υπογραμμίζει πάντοτετη διασπασμένη εσωτερικότητά του. Εκτός δε από αυτό η τεταμένη αυτή διάστασηαποκαλύπτει και την ανικανότητα πλέον του Ιούδα να ελέγξει τον εαυτό του καιέτσι να περιορίσει το πάθος και την ένταση της επιθετικής συμπεριφοράς του κατάτου Διδασκάλου. Ο υμνογραφικός οφθαλμός, καθώς διεισδύει στο ταραγμένο και«δόλιον» βάθος της καρδιάς του «επίβουλου μαθητού», δρα το δηλητήριο της«αναιδούς του κακοβουλίας» και αποφαίνεται με, ιερή αγανάκτηση. «Γέννημαεχιδνών αληθώς ο Ιούδας» (Εσπ. Μ. Πέμπτης). Η έντονη αυτή υμνογραφικήπαρατήρηση εκφράζει την αποκορύφωση της υποκειμενικής, εκ μέρους τουυμνογράφου, βιώσεως της προδοτικής ενέργειας του Ιούδα. Αλλ’ ακριβώς ησυγκινησιακή απήχηση στην καρδιά και το πνεύμα του θρησκευόμενου ατόμου τηςπράξεως του προδότη μαθητή είναι πολλές φορές πολύ ισχυρή και συγκλονιστική.Εφ’ όσον δε αυτό συμβαίνει πράγματι, όπως στην περίπτωση αυτή της υμνογραφικήςπροβολής της πράξεως της προδοσίας, ο ψυχικός κόσμος αυτού του ατόμουαποδεικνύεται δέκτης που αντιδρά στις προβολές της ισχυρής συγκρούσεως, η οποίαεν τέλει δονεί και συνταράσσει την εσωτερικότητα του προδότη μαθητή.
Αλλ’η επιθετικότητα του Ιούδα, όπως περιγράφεται, υπογραμμίζει ζωηρά την αγνώμονασυμπεριφορά κατά του Διδασκάλου και Ευεργέτου. Κοντά στον Ιησού βρήκε ο Ιούδαςανεξάντλητη πηγή αισθημάτων στοργής και αγάπης, αλλ’ επίσης έτυχε τής υψίστηςτιμής να ενταχθεί στον μοναδικό κύκλο των μαθητών του Υιού του Θεού, του Σωτήρατου κόσμου. Η τιμή αυτή ήταν επιθυμία και πόθος και των αγγέλων, οι οποίοι εντούτοις δεν την γεύτηκαν, όπως ακριβώς ό Ιούδας. Εξάλλου δε ο θεάνθρωπος Ιησούςεπρόκειτο να θυσιασθεί χάριν και της σωτηρίας του Ιούδα. Αυτός όμως φάνηκε«αγνώμων μαθητής», «αθετήσας» τον Χριστό, «την σπείραν όλην των ανόμων λαβών»(Απόδ. Μ. Τρίτης). «Ω πόσων αγαθών αμνήμων εγένου» Ιούδα; Επί πλέον όΔιδάσκαλος ένιψε τα πόδια όλων ανεξαιρέτως των μαθητών. Ο Ιούδας ήταν καιεκείνος ένας απ’ αυτούς. Κατά τον υμνογράφο, «ο τους πόδας υφαπλώσας επί τονίψαι», «ηυτρέπισε (τούτους) προς προδοσίαν» (Όρθρ. Μ. Πέμπτης). Η προδοτικήαυτή συμπεριφορά αποδεικνύει τον Ιούδα «αγνώμονα» και «πονηρόν ζηλότυπον». Γιατον υμνωδούντα πιστό είναι αδιανόητη η αγνωμοσύνη αυτή του προδότη μαθητή.Γιατί αυτός βίωσε τόσο διαμετρικά αντίθετες προς την αγνωμοσύνη του αγαθέςεμπειρίες, κατά τις σχέσεις του με τον Διδάσκαλο, ώστε να μη μπορεί κανείς νατην δικαιολογήσει. Ως μόνη εξήγηση και ερμηνεία απομένει η ισχυρή εσωτερικήσύγκρουση και διάσπαση. Μάλιστα η αγνωμοσύνη του Ιούδα, κατά τον υμνογράφο,αποδεικνύει τόσο μεγάλη ένταση εσωτερικής διαταραχής, που μόνον ως αφροσύνηείναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί.
Πράγματι!Ο Ιούδας με την αγνώμονα συμπεριφορά του απεδείχθηκε «εσκοτισμένος»,«ασυνείδητος», «άφρων ανήρ» και «παράνομος», από κάθε άποψη. Η πράξη τηςπροδοσίας αποκαλύπτει, ότι ο Ιούδας «νυσταγμώ διαβολικώ συσχεθείς», «ύπνωσενεις θάνατον» (Μ. Πέμπτη, ακολ. νιπτήρος). Οι πνευματικές λειτουργίες τηςπροσωπικότητος του προδότη μαθητή είχαν ήδη συληθεί από το διάβολο, κατά τονυμνογράφο, και δεν ήταν δυνατόν να συγκινηθεί και να αλλάξει φρόνημα και στάσηέναντι του Διδασκάλου. Ενώ έγινε μάρτυρας πολλών θαυμαστών γεγονότων μέχρι τηςώρας του Μυστικού Δείπνου στο υπερώο, εν τούτοις «αδιόρθωτος έμεινεν, ο Ιούδαςο δούλος και δόλιος» (Όρθρ. Μ. Πέμπτης). «Ούτος ασύνετος ων, ου μη συνήσει»(Όρθρ. Μ. Πέμπτης), διότι «ουκ ηβουλήθη συνιέναι» (Εσπ. Μ. Πέμπτης). Ηδιαταραχή των πνευματικών του λειτουργιών και δυνάμεων προκάλεσε ανάλογη βλάβηστις διανοητικές και βουλητικές του λειτουργίες και έτσι έγινε αυτός «άφρων». Ηπαραδοχή δε, εκ μέρους του ευσεβούς υμνογράφου, του γενικού αυτούχαρακτηριστικού της προσωπικότητος του Ιούδα, συνηγορεί αποφασιστικά υπέρ τηςιδέας, ότι ο προδότης μαθητής βίωνε ισχυρή εσωτερική σύγκρουση. Ο Ιούδας δενήταν θύμα απλώς μιας αδυναμίας του εαυτού του, λόγου χάρη τής φιλαργυρίας, αλλάολόκληρου του εαυτού του. Η «αφροσύνη» προδίδει πάντοτε καθολική διαταραχή τωνψυχοδιανοητικών δυνάμεων και λειτουργιών του φορέα της.
Τέλος,το γεγονός άξιον ιδιαίτερης προσοχής είναι, ότι ο υμνογράφος ή οι υμνογράφοιτων ύμνων και τροπαρίων της μεγάλης Εβδομάδος, δεν παραλείπουν να υποβάλλουνστον Χριστόν την ικεσία να παραμείνει ο ευσεβής λαός Του μακρυά από την«κατάκριση» ή την «μερίδα» του προδότη μαθητή. Ο πιστός ακόλουθος του πάσχοντοςαλλά και θριαμβεύοντος Χριστού οφείλει να γνωρίζει τη καταδικασμένη συμπεριφοράτου Ιούδα άλλ’ επίσης μακρυά από ολόκληρη τη ψυχοπνευματική «στάση» τηςπροδοσίας. Οι σχέσεις με τον Θεάνθρωπο λυτρωτή πρέπει να είναι αυθεντικές καιγνήσιες, χωρίς υποκρισία ή δόλο. Γι’ αυτό ο υμνογράφος, σε πολλούς ύμνους, πουαναφέρονται στον Ιούδα, απολήγει εις τήν ικεσία «της κατακρίσεως τούτου ρύσαι,Κύριε, τας ψυχάς ημών» (κάθισμα ορθρ. Μ. Τρίτης) ή «της αυτού ημάς λύτρωσαιμερίδος, Χριστέ ο Θεός, των πταισμάτων άφεσιν δωρούμενος» (στο ίδιο κάθισμα). Ήαπευθυ¬νόμενος ο υμνογράφος στους ευσεβείς συναθλητές προτρέπει· «και μη ταιςμερίμναις του βίου συμπνιγώμεν ως ο Ιούδας» (Εσπ. Μ. Πέμπτης).
Οιικεσίες ή προτροπές αυτές έχουν εξαιρετικά ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότιπροβάλλουν τον ανά πάσαν στιγμήν επαπειλούμενο κίνδυνο της προδοσίας στη ζωήτου πιστού. Ο ίδιος ο υμνογράφος αντιλαμβάνεται καλά, ότι το πνεύμα τηςεγρηγόρσεως και της νήψεως επιβάλλει σ’ αυτόν να μετατρέπει την απειλή αυτή σεικεσία. Έτσι αυτός συνειδητοποιεί τη βαθειά και εσωτερική σχέση τηςθρησκευόμενης ψυχής με όλο το γεγονός της προδοσίας του Κυρίου από τον Ιούδα.Και με τους ύμνους της Μ. Εβδομάδος γίνεται αντιληπτό, ότι η προδοσία αυτή δενσυντελέσθηκε μια φορά και μόνον, τώρα δε ιστορείται με τους ύμνους. Η προδοσίαείναι πάντοτε ακοίμητη απειλή εναντίον του θρησκευόμενου ανθρώπου. Γι’ αυτόκάθε θρησκευόμενος άνθρωπος οφείλει να παραμένει ανύσταχτος ενώπιον τηςασυγχώρητης αυτής αμαρτίας, η οποία αποξενώνει οριστικά και τελεσίδικα τονπροδότη από τον Κύριο. Στο συμπέρασμα τούτο είναι ασφαλώς συμπυκνωμένο όλο τονόημα της υμνογραφίας της Μ. Εβδομάδας, που αναφέρεται στην πράξη του προδότημαθητή.
(Ιωαν.Κ. Κορναράκη, «Ο Ιούδας ως ομαδικός ενοχικός αρχέτυπος», εκδ. Αφών Κυριακίδη,Θεσ/νίκη, σ. 108-114, σε νεοελληνική απόδοση.)