«Τότε, αφού πήγε στους αρχιερείς ένας από τους δώδεκα, οΙούδας ο Ισκαριώτης, είπε, τι θέλετε να μου δώσετε για να σας τονπαραδώσω;»[...]
Και ακριβώς όταν η πόρνη μετανοούσε, ότανκαταφιλούσε τα πόδια του Κυρίου, τότε πρόδινε το Δάσκαλο ο μαθητής. Γι’ αυτόείπε «τότε», για να μην κατηγορήσεις για αδυναμία το Δάσκαλο, όταν βλέπεις τονμαθητή του να τον προδίνει. Γιατί τόσο μεγάλη ήταν η δύναμη του Δασκάλου, ώστενα πείθει να Τον ακολουθούν ακόμη και οι πόρνες.
Θα αναρωτιόταν όμως κανείς, Εκείνος που είχετη δύναμη να μεταστρέφει τις πόρνες και να τις κάνει να Τον ακολουθούν, δενκατάφερε να κερδίσει την αγάπη του μαθητή του; Είχε τη δύναμη να κερδίσει τομαθητή, αλλά δεν επιθυμούσε να τον μεταβάλει αναγκαστικά στο καλό, ούτε με τηβία να τον προσελκύσει κοντά Του. «Τότε, αφού πήγε». Και το «αφού πήγε» αυτόδεν στερείται κάποιας σημασίας.
Γιατί δεν κάλεσαν οι αρχιερείς τον Ιούδα, ούτεαναγκάστηκε, ούτε υποχρεώθηκε, αλλά ο ίδιος μόνος του κι ελεύθερα γέννησε τηνπονηρή αυτή σκέψη κι έβγαλε αυτή την απόφαση, χωρίς να έχει κανέναν σύμβουλο σ’αυτό το πονηρό του έργο. «Τότε, αφού πήγε… ένας από τους δώδεκα». Τι σημαίνειτο «ένας από τους δώδεκα»; Και αυτός ο λόγος «ένας από τους δώδεκα»δείχνει πως η κατηγορία του Ιούδα είναι πολύ μεγάλη. Γιατί ο Ιησούς είχε και άλλουςμαθητές, εβδομήντα συνολικά. Αλλά εκείνοι βρίσκονταν σε δεύτερη θέση και δεναπολάμβαναν τόση τιμή, ούτε είχαν τόση οικειότητα με τον Διδάσκαλο, ούτεγνώριζαν τόσο τα μυστικά Του όσο οι δώδεκα. Αυτοί προπάντων ήταν οι εκλεκτοί,αυτοί αποτελούσαν τον στενό κύκλο του Βασιλιά, αυτοί αποτελούσαν την ομάδα πουήταν κοντά στο Δάσκαλο, και από αυτήν ξεπήδησε ο Ιούδας. Για να μάθεις, λοιπόν,ότι δεν Τον πρόδωσε απλώς κάποιος από τους μαθητές Του, αλλά ένας από τουςεκλεκτούς Του, γι’ αυτό αναφέρει ο Ευαγγελιστής το «ένας από τους δώδεκα». Καιδε ντρέπεται ο Ματθαίος να το αναφέρει. Αλλά για ποιο λόγο να ντραπεί; Τοαναφέρει για να μάθεις πως παντού και πάντα λένε οι Ευαγγελιστές την αλήθειακαι δεν αποκρύπτουν τίποτα, ακόμη και αυτά που θεωρούνται αξιοκατάκριτα. Γιατίαυτά που φαίνονται πως είναι αξιοκατάκριτα, αυτά αποδεικνύουν τη φιλανθρωπίατου Κυρίου. Ότι δηλαδή προσέφερε τόσα πολλά αγαθά στον προδότη, το ληστή, τονκλέφτη (τον Ιούδα) και συνέχιζε μέχρι την τελευταία στιγμή να τον έχει κοντάΤου. Και μάλιστα τον νουθετούσε και τον συμβούλευε και τον φρόντιζε με κάθετρόπο. Αν εκείνος δεν έδινε σημασία, δεν φταίει ο Κύριος. Και μάρτυρας είναι ηπόρνη, και μη πολυπαίρνεις θάρρος προσέχοντας τον Ιούδα. Γιατί και τα δύο αυτάείναι ολέθρια, και το υπέρμετρο θάρρος και η απελπισία (απόγνωση). Γιατί τουπέρμετρο θάρρος κάνει να πέσει κάτω αυτός που στέκεται όρθιος, και η απελπισίαεμποδίζει να σηκωθεί αυτός που έχει πέσει. Γι’ αυτό και ο Παύλος συμβούλευελέγοντας: «Αυτός που νομίζει πως στέκεται, ας προσέχει μην πέσει».
Έχεις τα παραδείγματα και των δύο πως έπεσεδηλαδή ο μαθητής, που νόμιζε πως στεκόταν όρθιος, και πως σηκώθηκε η πόρνη πουείχε πέσει. Η σκέψη μας εύκολα παρασύρεται και η θέλησή μας είναι ευμετάβλητη.Γι’ αυτό πρέπει να διαφυλάσσουμε και να οχυρώνουμε τον εαυτό μας απόπαντού.[...]
«Τι θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας Τονπαραδώσω». Πες μου Ιούδα, αυτά σου έμαθε ο Χριστός; Γι’ αυτό το λόγο δεν έλεγε,«μην αποκτήσετε χρυσά νομίσματα, ούτε ασημένια, ούτε χάλκινα που να τα φυλάγετεστις ζώνες σας», θέλοντας να περιορίσει από πιο μπροστά τη φιλαργυρία σου;[...]
«Τι θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας Τονπαραδώσω». Πολύ σκληρά είναι τα λόγια αυτά. Πες μου, μπορείς εσύ να παραδώσειςΕκείνον που συγκρατεί τα πάντα, που εξουσιάζει τους δαίμονες, που διατάσσει τηθάλασσα και είναι ο Κύριος όλων όσων υπάρχουν στη φύση; Για να περιορίσειλοιπόν τη παραφροσύνη του και για να δείξει πως αν δεν ήθελε, δεν θαπροδιδόταν, άκουσε τι κάνει. Κατά την ώρα ακριβώς της προδοσίας, όταν ήρθανεναντίον Του κρατώντας ξύλα, λαμπάδες και πυρσούς, τους λέει: «Ποιον ζητάτε;»και δεν γνώριζαν Εκείνον που επρόκειτο να συλλάβουν. Τόσο πολύ έλειπε η δύναμηαπό τον Ιούδα στο να παραδώσει τον Κύριο, ώστε δεν Τον έβλεπε τη στιγμή πουεπρόκειτο να Τον παραδώσει, ενώ ήταν παρών, και όλα αυτά τη στιγμή που υπήρχαντόσες λαμπάδες και τόση φωτοχυσία. Αυτό βέβαια υπαινίχθηκε και ο Ευαγγελιστήςλέγοντας ότι είχαν λαμπάδες και πυρσούς και δεν τον έβλεπαν. Και κάθε ημέρα τουτο υπενθύμιζε και με λόγια και με έργα, ότι δηλαδή δεν θα μπορέσει να Τονπροδώσει στα κρυφά. Και μάλιστα δεν του έκανε (ο Κύριος) παρατηρήσεις φανεράμπροστά σε άλλους, για να μην τον κάνει πιο αδιάντροπο, ούτε πάλι αποσιωπούσετα σφάλματά του, για να μην νομίζει ότι περνούν απαρατήρητα και επιχειρήσειάφοβα την προδοσία, αλλά διαρκώς έλεγε: «Ένας από εσάς θα με παραδώσει», δεντον φανέρωσε όμως.
Είπε πολλά (ο Κύριος) και για την κόλαση,πολλά και για τη Βασιλεία των ουρανών και απέδειξε τη δύναμη που είχε και γιατα δύο, και για να τιμωρεί τους αμαρτωλούς και για να ανταμείβει τους δικαίους.Αλλά εκείνος (ο Ιούδας) όλα αυτά τα περιφρόνησε, ο Θεός όμως δεν τον ανακάλεσεμε τη βία από αυτό που αποφάσισε. Επειδή λοιπόν μάς δημιούργησε ελεύθερους ναδιαλέγουμε τις κακές ή τις ενάρετες πράξεις, επιθυμεί να είμαστε καλοί με τηθέλησή μας. Γι’ αυτό αν εμείς δεν θέλουμε, ούτε μας πιέζει ούτε μας αναγκάζει.Επειδή αυτός που γίνεται με τη βία ενάρετος, δεν είναι δυνατόν να είναιενάρετος. Αφού λοιπόν κι εκείνος ήταν ελεύθερος να διαλέξει και ήταν σε θέση ναμην υποστεί βία για να κλίνει προς τη φιλαργυρία, γι’ αυτό τυφλώθηκε η σκέψητου, πρόδωσε τη σωτηρία του και είπε: «Τι θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σαςΤον παραδώσω». Επικρίνοντας τη διανοητική του τύφλωση και την αναισθησία, οΕυαγγελιστής λέει ότι την ώρα που πήγαν να συλλάβουν τον Κύριο, βρισκόταν μαζίτους και ο Ιούδας, εκείνος που είπε «τι θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας Τονπαραδώσω». Και όχι μόνο από αυτό είναι δυνατόν να δούμε τη δύναμη του Χριστού,αλλά και απ’ ότι μόλις Εκείνος απλώς μίλησε, απομακρύνθηκαν κι έπεσαν κάτω.Επειδή όμως ούτε μ’ αυτόν τον τρόπο δεν σταμάτησαν το επαίσχυντο έργο τους,παραδίνεται αμέσως σαν να έλεγε: Εγώ έκανα το καθήκον μου, αποκάλυψα τη δύναμήμου και απέδειξα ότι επιχειρείτε πράγματα ακατόρθωτα. Θέλησα να περιορίσω τηνκακία σας, αλλά επειδή εσείς δεν θελήσατε και επιμένετε στην παραφροσύνη σας,να, σας παραδίνομαι.
Τα ανέφερα όλα αυτά, για να μην κατηγορήσουνμερικοί τον Χριστό, και πουν: γιατί δεν μετέστρεψε τον Ιούδα;