Ἡ ἀθλιότης τοῦ ἀνθρώπου
(Ομιλίατου †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)
Δ ιδάσκει, ἀγαπητοί μου, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸςσὲ μία συναγωγὴτῆς Παλαιστίνης. Εἶνε ὁ Διδάσκαλος, ὁμοναδικὸς διδάσκαλος τοῦ κόσμου. Τὰ λόγια του δροσιά, σταλάζουν μύρο,σκορποῦν χαρά. Τὸν ἀκοῦνε, εὐφραίνονται καὶδοξάζουν τὸ Θεό. «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος»(Ἰω.7,46).Ἀλλ᾽ ἐνῷ ὁ Χριστὸς διδάσκει, σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς συναγωγῆς κάτι κινεῖται μὲτὰ τέσσερα.Ζῷο εἶνε; Ὄχι, ἄνθρωπος. Καὶ τί ἔπαθε, ὥστετὸ σῶμα του ἔγινε καμπύληποὺ τὰ δύο ἄκρατης ἀγγίζουν τὴ γῆ; πῶς πῆρεμορφὴ ζῴου ; Ὁεὐαγγελιστὴς Λουκᾶς,ποὺ ἦταν καὶ γιατρός, λέει· «Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰςτὸ παντελές»(Λουκ. 13,11).Ἡ γυναίκα αὐτὴ θὰ ἦταν κάποτε ὡραία, ὄρθια σὰν κυπαρίσσι . Ἀλλ᾿ ὁ σατανᾶς τὴφθόνησε. Εἰσχώρησε στὸν ὀργανισμό της δαιμονικὸ πνεῦμα, «πνεῦμα ἀσθενείας». Ὅπως ἐμεῖςλυγίζουμε ἕναἔλασμα, ἔτσι ὁ κακοῦργος τῆς ἔκαμψε τὴσπονδυλικὴ στήλη, κι ἀπὸ τὴ μέραἐκείνηδὲν ὕψωσε πλέον τὸ κεφάλι της.
Σπανίως βέβαια παρουσιάζεται τὸφαινόμε- νο ἄντρας ἢ γυναίκα νὰ περπατοῦν σὰν τετράποδα.Ἀλλ᾿ ἐὰν τὸ φαινόμενο τέτοιων ἀσθενῶν στὸσῶμα εἶνε σπάνιο, δὲν εἶνε ὅμως σπάνιοι ἐκεῖνοι ποὺ ἡ ψυχική τουςκατάστασι μοιάζει μὲ τὴν κατάστασι τῆς γυναίκας τοῦ εὐαγγελίου.Ἀλλοίμονο, πόσοικαὶ πόσες εἶνε μὲν ὄρθιοι στὸ σῶμα, ἀλλ᾿ ἔχουντὴν ψυχὴ συγκύπτουσ , νὰ σέρνεται πρὸς τὴγῆ! Οἱ δύστυχοι ἔχουν τσακίσει τὴν ἠθικὴ καὶ θρησκευτικὴ στήλη τους·δὲ ζοῦν σὰν ἄνθρωποι, ζοῦν σὰν ἄλογα ζῷα , πολλὲς φορὲς χειρότερα κι ἀπ᾽ αὐτά. Γιὰ τὴν ἀθλιότητα τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτὴεἰκονίζεται στὸ παράδειγμα τῆς συγκυπτούσης γυναικός, ἂς ποῦμε λίγες λέξεις.
Ἡ λέξι ἄνθρωπος , ἀγαπητοί μου, ἔχει σπουδαία σημασία. Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα,ποὺδιακρίνεται γιὰ τὴν ἀκρίβειά της, ἔδωσετὸ ὄνομα αὐτὸ στὸ τελειότερο ἀπὸ τὰ δημιουργήματα.Ἀπὸ δύο λέξεις, ἄνω +θρώσκειν (=ἄνω τρέχειν), σχηματίσθηκε ἡ λέξι ἄνθρωπος , ποὺ φανερώνει ἔτσι τὴν εὐγένεια, τὴν ὑψηλὴκαταγωγὴ καὶ τὸν προορισμό του. Ἀνάμεσα στὰ ζῷα, ποὺ περπατοῦν μὲ τὰ τέσσερα
κ᾽ ἔχουν τὸ κεφάλι πρὸς τὴ γῆψάχνοντας γιὰ ὑλικὴ τροφή, μόνο ὁ ἄθρωποςπλάστηκε νὰ στέκῃ καὶ νὰ περπατάῃ ὄρθιος. Βλέπει ψηλά,στὸν οὐρανό, κι ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς φύσεως ποὺ ἁπλώνεται ἐμπρός του παρακινεῖται νὰ δοξολογῇτὸν Πλάστη του. Γίνεται ὑψιπέτης .Ἀλλὰ τίσυμφορά! Ἡ εὐγενὴς αὕτη ῥοπὴ ἀνακόπτεται.Μία μυστηριώδης δύναμις σταματᾷ τὴν πορεία πρὸς τὰ ἄνω, λυγίζει τὸ αὐτεξούσιο,τὴ θέλησί του, καὶ ὑποχρεώνει τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς ν᾿ ἀλλάξουν κατεύθυνσι, νὰ στραφοῦν πρὸς τὰ κάτω. Καὶ ἡ ψυχή,ποὺδιέγραφε φωτεινοὺς κύκλους γύρω ἀπὸτὸ θρόνο τοῦ Ὑψίστου καὶ τρεφόταν μὲ ἀμβροσία καὶ νέκταρ καὶ ἔψαλλε τὸ «ὡσαννὰ» καὶτὸ «ἀλληλούϊα» , δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ σταθῇστὸὕψος, ἀλλὰ γκρεμίζεται · σὰ νὰτῆς ἔδεσαν μολύβδινη σφαῖρα, πέφτει μὲὁρμή, ἀγγίζει τὴ γῆ, τρώει χῶμα, κυλιέται στὸ βόρβορο, γίνεταισυγκύπτουσα τοῦ εὐαγγελίου, μὴ «δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές» .Ὅποιοςἔχει ψυχὴ ποὺ ἕρπει πρὸς ὅ,τι ἁμαρτωλὸ καὶ χυδαῖο, δὲ μπορεῖ νὰ λέγεταιἄνθρωπος. Ἀπ᾽ ἔξω βέβαια ἔχει μορφὴ ἀνθρώπου, ἀλλ᾿ ἐσωτερικὰ μοιάζει μὲ κτῆνος . Ἐάν, ὅπως λέει ὁ ἰατροφιλόσοφος Καρρέλ, οἱἄνθρωποι αὐτοὶ ἔπαιρναν καὶ ἐξωτερικὰ σχῆμα σύμφωνο μὲ τὴν ψυχική τουςκατάστασι, θὰ εἴχαμε ἕνα φρικτὸ θέαμα· θὰ παρουσιαζόταν ὁσυκοφάντης σὰν ὀχιά, ὁ ἅρπαγας σὰν γεράκι, ὁ πονηρὸς σὰν ἀλεποῦ, ὁμνησίκακος σὰν καμήλα, ὁ αἱμοβόρος σὰν λύκος, ὁ ὀργίλος καὶ ἐπιθετικὸς σὰν τίγρις, ὁ ἄπληστος σὰν χοῖρος, ὁθηλυμανὴςσὰν ἄλογο ποὺ χρεμετίζει…
Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ὁ Δαυῒδ λέει· «ἄνθρωπος ἐντιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυν - εβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶὡμοι- ώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13). Καὶὁ προφήτης Ἠσαΐας,ὅταν ὁ Θεὸςτὸν ἔστειλε νὰ κηρύξῃ στὰ Ἰεροσόλυμα, εἶπε· «Ἦλθον καὶ οὐκ ἦν ἄνθρωπος, ἐκάλεσα καὶ οὐκ ἦν ὁ ὑπακούων»(Ἠσ.50,2). Δηλαδή· Κύριε, ἐξετέλεσα τὴ διαταγήσου· πῆγα, κήρυ- ξα, κάλεσα σὲ μετάνοια. Ἀλλὰ ποῦ μ᾽ ἔστειλες;
Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχειἄνθρωπος· κανείς ἀπ᾽ αὐτοὺς δὲθέλησε νὰ προσέξῃ στὴ φωνή σου. Ὁ νοῦς,ἡ καρδιά, ἡ θέλησί τους εἶνε ἀλλοῦ… «Οὐκ ἦν» ἐκεῖ «ἄνθρωπος». Φανταστῆτε· μέ-σα σὲ μιὰ πρωτεύουσακράτους, ὁ προφήτηςδὲ βρίσκει ἄνθρωπο νὰσυνομιλήσῃ περὶ ἀρετῆς, δικαιοσύνης καὶ ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ μήπως καὶὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος τῆς πατρίδος μας ὁ Διογένης; Δὲν εὕρισκε κι αὐτὸς ἀνθρώπους εἰλικρινεῖς, τιμίους, δικαίους.Ὅλοι ἔρρεπαν πρὸς τὴν ὕλη, τὸ συμφέρον,τὴνἰδιοτέλεια. Γι᾿ αὐτὸ ἕνα μεσημέρι, ἐνῷ ὁ ἥλιος ἔκαιγε, ἄναψε τὸ φανάρι του καὶπεριφερόταν λέγοντας «Ἄνθρωπον ζητῶ».Πόσο σπάνιο πρᾶγμα εἶνε ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἰδεώδης ἄνθρωπος! Ἐνῷ συγγενεύει μὲ τοὺςἀγγέλους, αὐτὸς ἐκφυλίζεται, πέφτει πιὸ χαμηλὰκι ἀπὸ τὰ κτήνη. Καὶ ἡ γῆ ἀναστενάζει καὶδιαμαρτύρεται· Ἄνθρωπε, μὲ τὰ ἐγκλήματά σου μοῦ ἔγινες βαρύς, δὲ σὲ σηκώνω πλέον· θ᾽ ἀνοίξω τὰ ἡφαίστεια, θὰ σὲ θάψω στὴ λάβα.
Ὁ ἄνθρωπος, ἔγινε βάρος τῆς γῆς, «ἄχθος ἀ ρούρης»,ὅπως ἔλεγαν οἱ πρόγονοί μας. Κι ὅπως κηρύττει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «τίποτε ἄλλο δὲν βαραίνει τὸν ἄνθρωπο ὅπως ἡ ἁμαρτία».Αὐτὴ εἶνε σὰν μολύβδινη σφαῖρα, ὅπως τὴν εἶδε ὁ προφήτης Ζαχαρίας(Ζαχ. 5,7),εἶνεφορτίο, εἶνε βουνὸ ποὺ σηκώνει στοὺςὤμους του ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος, καὶκάτω ἀπὸτὸ βάρος της σκύβει. Καὶ ἂν κάποτε ἔρθῃ σὲ συναίσθησι τῆς καταστάσεώς του, λέει στὸ Θεὸμὲ τὸ στόμα τοῦ Δαυΐδ· «Αἱ ἀνομίαι μου ὑ περῆραν τὴν κεφαλήν μου,ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησανἐπ᾿ ἐμέ. …ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους…» (Ψαλμ. 37, 5-7).
Νά γιατί ἡ συγκύπτουσα γυναίκα εἶνε κατὰτοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἡ εἰκόνα τοῦ ἁ-μαρτωλοῦ ποὺ ἀναστενάζει κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς.Καὶ ἐκείνης μὲν εἶχε καμφθῆ ἡ σπονδυλικὴ στήλη,τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὅμως κάμπτεται κάτι πολὺ σπουδαιότερο, ἡ θέλησις ,ποὺ τοῦ δόθηκε γιὰ νὰ τὸν κρατάῃ ἠθικῶς ὄρθιο, ὥστε ν᾽ ἀντιστέκεται στὸν ἐχθρὸ καὶ νὰ τοῦ λέῃ· Σατανᾶ, ὄχι! δὲ θὰ σὲ προσκυνήσω,δὲ θὰ σ᾽ ἀφήνω νὰ μὲ ὑποτάσσῃς. Αὐτὴ ἡ θέλησις δυστυχῶς κάμπτεται,καταντᾷ ἐλεεινὸ ὑποζύγιο, καὶ δέχεται ἀναβάτη τὴν ἀνομία , ποὺσέρνει τὸν ἄνθρωπο σὲ κάθε εἶδος διαφθορᾶς.
Πίθηκος ποὺ καβαλλικεύει ἄγγελο , αὐτὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας. «Καὶ ἦν —ὄχι πλέον γυνὴ ἀλλὰ— ψυχὴ συγκύπτου- σα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές».
Ποιός λοιπὸν θὰ τινάξῃ μακριὰ τὴν ἀνομία; Ἂς ἀκούσουμε τί ἀπαντᾷ ἡ συγκύπτουσα· Ὑπέφερα18 ὁλόκληρα χρόνια,περπατοῦσα μὲ τὰ τέσσερα, δὲν ἔβλεπα παρὰ μόνο χῶμα καὶ πέτρες. Ἀλλ᾿ ἦρθε καὶ γιὰ μένα ἡ στιγμή, ποὺ ποτέ δὲν θὰ τὴν ξεχάσω. Μὲ εἶδε ὁ Ἰησοῦς, μὲ σπλαχνίστηκε.Ἄρθρωσε τέσσερις μόνο λέξεις, μὲ ἄγγιξε μὲ τὰ πανάχραντα χέρια του,
κι ἀμέσως ἡ δύναμις τοῦ πονηροῦ ποὺμὲκρατοῦσε δέσμια διώχθηκε· σὰ νὰ δέχθηκαῥεῦμανέας ζωῆς, τὸ σῶμα μου ἀνωρθώθηκε,τὸκεφάλι μου ὑψώθηκε, ἀναστηλώθηκα, ἀνέλαβα τὸ σχῆμα τοῦ ἀνθρώπου, καὶτώρα ὄρ-θια βαδίζω καὶ φωνάζω, ὅτι τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀπὸ Ναζαρέτ!
Ἀκούσατε τὴ μαρτυρία τῆς γυναίκας. Ἀμφιβάλλετε ἀκόμη γιὰ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ;Τότεπειραματισθῆτε, δοκιμάστε . Ἀφῆστε τὴδύναμιτοῦ Ἰησοῦ ν᾽ ἀγγίξῃ τὴ θέλησί σας, καὶ τότε θὰ γίνῃ ἡ ἀνόρθωσις, ἡ ἀναστήλωσις τῶνἀξιῶν ἐκείνων τῆς ζωῆς ποὺ τώρα κοίτονται σὲἐρείπια, ὅπως οἱ σπόνδυλοι ἐκείνηςτῆς πεσμένης στήλης τοῦ ὈλυμπίουΔιός.Ὅταν, ἀγαπητοί μου, οἱ σύντροφοι τοῦ Ὀδυσσέως ἐμφανίσθηκαν ἐμπρὸς στὴμάγισσα Κίρκη , αὐτὴ τοὺς προσέφερε ἡδύποτα, τοὺς χτύπησε μ᾽ ἕνα ῥαβδί, κι ἀμέσως –οἱ ἥρωες ἐκεῖ νοι ποὺεἶχαν ἐκπορθήσει τὴν Τροία–ἔχασαν τὴν ὄψι τῶν ἀνθρώπων, ἔγιναν ζῷα,μιὰ ἀγέλη χοίρων, καὶ κλείστηκαν στοὺς σταύλους.
Μὲ καταλάβατε; Κίρκη δὲν ὑπάρχει. Κίρκη ὅμως πραγματικὴ εἶνε ἡἁμαρτία . Αὐτὴ προσφέρει ποτά, κρατάειῥαβδὶ ἡδονῆς καὶ χτυπάει μαλακά… Ὅποιος πιῇτὰ ἡδύποτά της καὶ δεχθῇτὰ ἡδονικὰ χτυπήματά της, ζαλίζεται, χάνει τὴνἀξιοπρέπεια, ἐξομοιώνεται μὲ κτῆνος, καὶ φορτώνεται φορτίο βαρύ, δυσβάστακτο.Καὶ δὲνθὰ μπορέσῃ ποτέ πλέον νὰ τὸ ἀποτινάξῃ παρὰ μόνο ὅταν πιστέψῃ στὸΘεὸ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ γεννήθηκε μέσα σὲ σταῦλο, γιὰ ν᾽ἀνορθώσῃ τὸν ἀποκτηνωμένο ἄνθρωπο, νὰ τὸν ὁδηγήσῃ ἀπὸτὴν ἀποκτήνωσι στὴ δόξα , καὶ νὰ τὸνἀναδείξῃ ἔνδοξο κληρονόμο τῆς βασιλείας του, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσταιτέλος» (Λουκ. 1,33).
Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν ῾Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949στὴν καθαρεύουσα.