Οι Μυροφόρες στον τάφο του Κυρίου
Εισαγωγή
Στὴν καρδιὰ τῆς κάθε γυναίκας λάμπει σὰν πετράδι ἀτίμητο ἡ ἀγάπη, ἡ ἁγνὴ ἀγάπη. Αὐτὴ τὴν σπρώχνει νὰ προσφέρη ὑπηρεσίες μεγάλες σὰ μητέρα, σὰ σύζυγος, σὰν ἀδερφή, σὰ χριστιανή.
Ἡ γυναίκα λιγοστεύει τὴ σκληρότητα τοῦ ἄντρα καὶ τὴ μαλακώνει. Αὐτὴ χύνει βάλσαμο παρηγοριᾶς στοὺς πικραμένους. Ὁ λόγος της, φωνὴ ἀγγελική. Τὸ χέρι της, ξέρει ν’ ἀγγίζη μὲ βελουδένια μαλακότητα ὅλες τὶς πληγές. Τὸ στοργικό της χαμόγελο χαρίζει τὴν ἐλπίδα.
«Ἀδερφὴ» στὸν πόλεμο, ἀλλὰ «ἀδερφὴ» καὶ στὴν εἰρήνη πλάι στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου. Καὶ πρὸ παντὸς μάνα. Ἀπὸ ἐδῶ πηγάζει ὅλη ἡ ἀγάπη της, ὅλη ἡ λαχτάρα της, ὅλος ὁ πόνος της, ὅλη ἡ δύναμη καὶ τὸ μεγαλεῖο τῖς ψυχῆς της.
Μεγαλώνει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀγκαλιά της, γι’ αὐτὸ καὶ πονάει τὸν ἄνθρωπο περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον. Στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας ἀκουμπάει ὅλος ὁ κόσμος. Ἀπ’ ἐκεῖ περνάει ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, ἀπὸ τοὺς ἀνώτατους ἄρχοντες ὡς τὸν ταπεινότερο ἄνθρωπο.
Ἀξίζει ἡ τιμὴ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός μας στὴ γυναίκα, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ποιός μπορεῖ ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ νὰ κακομεταχειριστῆ τὴ γυναίκα, νὰ τῆς φερθῆ βάναυσα, ἐγωιστικά, μὲ κακό τρόπο; Ποιός μπορεῖ νὰ μὴν ὑπακούη στὴ μάνα καὶ νὰ μὴν ἐκτελῆ τὰ θελήματά της;
Ὁ Χριστός μας, ἀπάνω ἀπὸ τὸ σταυρὸ τοῦ μαρτυρίου του, σὰν εἶδε τὴ μάνα του νὰ κλαίη δὲ συλλογίστηκε τὸ δικό του πόνο, ἀλλὰ τῆς μάνας του καὶ ἀνάθεσε στὸν ἀγαπημένο του μαθητὴ Ἰωάννη νὰ τὴν παρηγορήση καὶ νὰ τὴν προσέχη. Κανένας ἀληθὴς χριστιανός, κανένας ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Κυρίου μας δὲ θὰ θελὴση νὰ μὴν ἀκολουθήση τὸ παράδειγμά Του.
Εκ του κατά Μάρκον (Κεφ.ιε΄, 43-47 και ιστ΄, 1-8)
Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλθὼν ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὅς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ἠτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Ὁ Πιλᾶτος, ἐθαύμασεν, εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα, ἐπηρώτησεν αὐτόν, εἰ πάλαι ἀπέθανε.
Καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος, ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσὴφ.
Καὶ ἀγοράσας σινδόνα, καὶ καθελὼν αὐτόν, ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὅ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου.
Ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καί Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται.
Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν.
Καὶ λίαν πρωΐ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου.
Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τὶς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;
Καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν, ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα.
καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν.
Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὦδε· ἴδε ὁ τόπος, ὅπου ἔθηκαν αὐτόν.
Ἀλλ’ ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν.
Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.
Εξήγηση
Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία, σεβάσμιος βουλευτής, ποὺ καὶ αὐτὸς περίμενε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἦρθε πῆρε θάρρος καὶ παρουσιάστηκε στὸν Πιλᾶτο καὶ ζήτησε τὸ λείψανο τοῦ Ἰησοῦ.
Ὁ Πιλᾶτος ἀπόρησε ποὺ εἶχε πεθάνει τόσο γρήγορα καὶ προσκαλέσας τὸν ἑκατόνταρχο τὸν ρωτοῦσε ἂν εἶχε πεθάνει πρὸ πολλοῦ.
Καὶ σὰν ἔμαθε τὸ θάνατο ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο, χάρισε τὸ λείψανο στὸν Ἰωσήφ.
Καὶ ἀγόρασε σεντόνι καὶ τὸν κατέβασε καὶ τὸν τύλιξε μέσα στὸ σεντόνι καὶ τὸν ἔβαλε σὲ τάφο ποὺ ἦταν σκαλισμένος μέσα σὲ βράχο καὶ κύλισε μιὰ πέτρα στὴ θύρα τοῦ τάφου.
Κι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ ἔβλεπαν ποῦ τὸν ἔθαψαν.
Καὶ σὰν πέρασε τὸ Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ κι ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου κι ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν ἀρώματα, γιὰ νὰ πᾶνε νὰ τὸν ἀλείψουν.
Καὶ πρωί, πρωὶ τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας ἔρχονται στὸν τάφο ἀφοῦ βγῆκε ὁ ἥλιος.
Καὶ λέγανε μεταξύ τους, ποιός θὰ μᾶς κυλίση τὴν πέτρα ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ τάφου;
Καὶ κοιτάζοντας βλέπουν πὼς εἶχε ἀποκυλιστῆ ἡ πέτρα ἡ ὁποία ἦταν ὑπερβολικὰ μεγάλη.
καὶ μπῆκαν στὸν τάφο καὶ εἶδαν ἕνα νέο καθισμένο δεξιὰ ντυμένον μὲ στολὴ ἄσπρη, καὶ τρόμαξαν.
Κι ἐκεῖνος τοὺς λέει, μὴν τρομάζετε· τὸν Ἰησοῦ ζητᾶτε τὸν Ναζαρηνὸ τὸ σταυρωμένο; Ἀναστήθηκε δὲν εἶναι ἐδῶ· νὰ τὸ μέρος ποὺ τὸν ἔβαλαν.
Ἀλλὰ πηγαίνετε καὶ πέστε στοὺς μαθητές του καὶ στὸν Πέτρο ὅτι πηγαίνει ἐμπρὸς ἀπὸ σᾶς στὴ Γαλιλαία· ἐκεῖ θὰ τὸν δῆτε, καθὼς σᾶς εἶπε.
Καὶ βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπὸ τὸν τάφο γρήγορα γιατὶ τὶς εἶχε καταλάβει τρόμος καὶ ἔκσταση καὶ κανενὸς δὲν εἶπαν τίποτε. γιατὶ φοβοῦνταν.
Ρητό: «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθὸν» (Ρωμ. βʹ, 10).
ΟΜΙΛΙΑ
Μεγάλη Παρασκευή. Ὁ Χριστός μας ἀνεβαίνει τὸ δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ. Σέρνει τὰ κουρασμένα πόδια του πρὸς τὸ δρόμο τοῦ μαρτυρίου του καὶ τὸν ἀκολουθεῖ τὸ πλῆθος ποὺ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ξεσήκωσαν. Λάμπουν οἱ λόγχες τῶν στρατιωτῶν καὶ οἱ βαριές τους πανοπλίες στὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Μὲ τὸ ἀγκάθινο στεφάνι στὸ μέτωπό του προχωρεῖ ὁ βασιλιὰς ὅλου τοῦ κόσμου πρὸς τὸν τόπο ποὺ θὰ γίνη αἰώνιο προσκύνημα τῶν ὀπαδῶν του, στοὺς αἰῶνες ποὺ θ’ ἀκολουθήσουν. Ἀπὸ μακριὰ ἀνεβαίνουν στὸν ἀνηφροικὸ δρόμο καὶ οἱ μαθήτριες τοῦ Κυρίου.
Δὲ φοβήθηκαν τοὺς βλοσυροὺς στρατιῶτες τοὺς ἄγριους, τοὺς κακούς, τοὺς ἀλύγιστους ἐφαρμοστὲς τῶν νόμων. Δὲ φοβήθηκαν τὰ ἄγρια καὶ μανιασμένα πλήθη τῶν Ἑβραίων κι ἔτρεξαν ἐκεῖ πάνω στὸ λόφο τοῦ Γολγοθᾶ, ὅταν ὅλοι σκορπίστηκαν, ὅταν ὅλοι τὸν ἀρνήθηκαν, ὅταν ὅλοι κοίταζαν τὸν ἑαυτό τους. Ἔτρεξαν νὰ τοῦ παρασταθοῦν στὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς του.
Ἀπὸ ἐκεῖ κοντὰ χάιδευε ἡ ματιά τους τὸν πονεμένο Ἰησοῦ μας. Τὸ δάκρυ τους ἀνταμωνόνταν μὲ πολλὲς στάλες τοῦ ἱδρώτα του κι ἔπεφτε στὴ λουλουδιασμένη γῆ καὶ γινόταν ἕνα. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἁγνὸ δάκρυ τῆς γυναίκας εἶναι σὰν τὴ δροσιὰ τοῦ Μάη στὶς καρδιὲς ποὺ ὑποφέρουν.
Πόσο, ἤθελαν νὰ βρεθοῦν πιὸ κοντά του! Ἐκεῖ ἐπάνω στὸ ὕψος τοῦ λόφου νηστικές, κάτω ἀπὸ τὶς φλογισμένες ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, παρακολουθοῦσαν τὸ θεῖο δράμα καὶ τὸ στῆθος τους βούρκωνε ὅσες φορὲς τὸ μανιασμένο πληρωμένο πλῆθος τῶν Ἑβραίων περνώντας ἀπὸ τὸ σταυρό, ἔβριζε τὸ διδάσκαλό τους. Τρεῖς ὧρες στάθηκε ζωντανὸς πάνω στὸ σταυρὸ ὁ Χριστός μας καὶ τὶς τρεῖς αὐτὲς ὧρες δὲν τὸν ἄφησαν ἀπὸ τὰ μάτια τους οἱ ἀγαπημένες του μαθήτριες.
Ὤ στιγμὲς ἀγωνίας τοῦ Θεοῦ μας, ἀλλὰ καὶ τῶν πλασμάτων ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν καὶ τὸν ἐλάτρευαν σὰ Θεό τους!
Κι ὅταν ὁ Ἰωσὴφ πῆρε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Πιλάτο νὰ θὰψη τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, βρίσκονταν ἀκόμα ἐκεῖ ἐπάνω καὶ εἶδαν ποῦ «ἔθηκαν αὐτόν». Εἶδαν καὶ τὴ μεγάλη πέτρα τὴν ἀσήκωτη, ποὺ ἔβαλαν στὴν πόρτα τοῦ μνημείου οἱ στρατιῶτες. Ἔκλαψαν τὴν ταφή του καὶ γύρισαν στὸ σπίτι τους ἀργὰ τὸ βράδυ. Ἦταν ἡ πιὸ πονεμένη μέρα τῆς ζωῆς τους. Ἔχασαν τὸν ἀγαπημένο τους διδάσκαλο καὶ δὲ θὰ τὸν ξανάβλεπαν.
Τὴν Κυριακὴ ξεκίνησαν τὰ χαράματα, ὅταν φάνηκε ὁ αὐγερινὸς κι ἡ πούλια πήγαινε νὰ κοιμηθῆ. Κρατώντας στὰ χέρια τους τὰ δοχεῖα μὲ τὰ πολύτιμα μύρα προχωροῦσαν πρὸς τὸ μνῆμα τοῦ Κυρίου. Πηδοῦσαν οἱ καρδιές τους ἀπὸ τὴ συγκίνηση. Ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς δρόσιζε τὰ ἀναμμένα μάγουλά τους καὶ σιγὰ σιγά, ἀνάλαφρα, σὰ νά ᾽ταν ἀέρινες, προχωροῦσαν πρὸς τὸν ἐρημικὸ κῆπο ποὺ εἶδαν ὅτι «ἔθηκαν αὐτόν».
Στὰ μάτια τους ἔλαμπε τὸ δάκρυ, σὰν ἔπεφτε ἀπάνω του τὸ φῶς τοῦ αὐγερινοῦ καὶ ἀνέμιζαν τὰ μακριά τους φορέματα, καθὼς τὰ χάιδευε τὸ δροσερὸ πρωϊνὸ ἀεράκι.
Μπῆκαν στὸν κῆπο. Τώρα θυμήθηκαν τὴ μεγάλη πέτρα ποὺ εἶδαν χθὲς πῶς κύλισαν στὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου οἱ στρατιῶτες καὶ ἄρχισαν νὰ ἀναρωτιοῦνται: «τὶς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου». Ἦταν πιὰ μπροστὰ στὸ μνῆμα καὶ μὲ μεγάλη τους ἔκπληξη εἶδαν πὼς ὁ λίθος ἦταν ριγμένος κάτω κι ἀπὸ μέσα ἔβγαινε ἕνα δυνατὸ φῶς ποὺ τὶς θάμπωσε.
– Θεέ μου τὶ συνέβηκε! εἶπαν οἱ μυροφόρες καὶ βιάστηκαν νὰ μποῦνε μέσα. Ἕνας λευκοφορεμένος ἄγγελος κάθονταν στὰ δεξιὰ τοῦ μνημείου. Μόλις τὸν εἶδαν καὶ εἶδαν πὼς καὶ τὸ σῶμα τοῦ διδασκάλου τους δὲ βρίσκονταν ἐκεῖ, ἔμειναν μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα. Δὲν ἤξεραν τί νὰ ὑποθέσουν.
Τὸ κατάλαβε ὁ ἄγγελος καὶ τοὺς ἐξήγησε τί συνέβηκε. Πόσο χάρηκαν! Χάρηκαν ποὺ θὰ ξανάβλεπαν τὸ δάσκαλό τους. Βγαίνουν ἀπὸ τὸ μνῆμα καὶ πιασμένες ἀπὸ τὰ χέρια τρέχουν πρὸς τοὺς ἄλλους μαθητὲς τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ τοὺς ἀναγγείλουν τὸ χαρμόσυνο γεγονός.
Ὅπως μᾶς λέγει ἄλλος εὐαγγελιστής, στὶς μυροφόρες πρωτοφανερώθηκε ὁ Κύριος μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Εἶναι μεγάλη ἡ τιμὴ ποὺ ἔκανε στὶς ἀγαπημένες του μαθήτριες. Θέλησε αὐτὲς πρῶτες νὰ κηρύξουν στὸν κόσμο τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασή του, γιατὶ αὐτὲς τοῦ παραστάθηκαν ὡς τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του.
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο τῶν μυροφόρων. Πολὺ δίκαια ἡ Ἐκκλησία μας ἀφιέρωσε τὴν αὐριανὴ Κυριακὴ στὶς μυροφόρες. Θέλησε νὰ τὶς τιμήση γιὰ τὸ μεγάλο ἔργο τους, γιὰ τὶς ὑπηρεσίες ποὺ πρόσφεραν στὸν Κύριο.
Ἀφοσιωμένες στὸ Χριστό μας μαζὶ μὲ τόσες ἄλλες μαθήτριές του, τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ στὴ ζωή Του παντοῦ καὶ πρόσφεραν τὶς ὑπηρεσίες τους καὶ στὸν ἴδιο καὶ στοὺς Ἀποστόλους. Τὶς σαγήνευε μὲ τὴ διδασκαλία του. Ὁ Κύριος ἔδωσε γιὰ πρώτη φορὰ στὴ γυναίκα τὴ θέση ποὺ τὶς ἄξιζε μέσα στὴν κοινωνία. Τὴν ἀνύψωσε ἀπὸ τὴ δουλεία καὶ τῆς ἔδωσε τὴν ἰσοτιμία μὲ τὸν ἄντρα. Τὸ κήρυγμα: «οὐκ ἔνι ἄρσεν ἢ θήλυ» ποὺ ἐπανάλαβε ἀργότερα καὶ ὁ τῶν ἐθνῶν Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του, ἦταν κήρυγμα πολὺ τολμηρὸ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ καὶ εἶχε βαθιὰ ἀπήχηση στὶς ψυχὲς ὅλων τῶν γυναικῶν. Γιὰ τὸν Κύριο ὅλες οἱ γυναῖκες ἦταν τὸ ἴδιο καὶ ἡ Σαμαρείτισσα καὶ ἡ εἰδωλολάτρισσα Χαναναία καὶ ἡ «Συγκύπτουσα». Ἡ ἀλάθητη ματιά του, εἶδε τί ρόλο μποροῦσε νὰ παίξη ἡ γυναίκα στὴ ζωὴ τῆς ἀνθρωπότητας γιὰ τὸ καλό της καὶ τὴν τίμησε καὶ τὴν ἀνάδειξε καὶ τῆς ἔδωσε τὴ θέση ποὺ τῆς ἄξιζε μέσα στὴν κοινωνία.
ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΑΠΟ ΟΜΙΛΙΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΡΗΤΟΡΩΝ
«Ὤ πόσο ὑψηλή, χριστιανὲς γυναῖκες, εἶναι ἡ ἀποστολή σας! Καὶ πόσα ὀφείλετε στὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ἀπὸ τόσο βάθος, σᾶς ἀνύψωσε σὲ τόσο ὕψος. Εἴθε νὰ ἐννοήσετε καλὰ τὴν ἀποστολή σας. Εἴθε εὐγνώμονες πρὸς τὸν Εὐεργέτη, νὰ γίνετε ἀληθινὲς μυροφόρες σκορπίζοντας στὴ γῆ μας μύρα πίστεως, ἐλέους καὶ καλοσύνης. Εἴθε μὲ τὴν γλυκύτητα ποὺ εἶναι ἔμφυτη σὲ σᾶς, νὰ χύσετε λάδι στὶς τρικυμίες ποὺ ταράζουν συθέμελα τὸ οἰκογενειακὸ καὶ Ἐθνικό μας σκάφος. Εἴθε, ἀνώτερες ἀπὸ προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες, ποὺ καμιὰ φορὰ ἔχετε, νὰ ἐργασθῆτε μὲ πίστη ἀκλόνητη γιὰ τὴν ἠθικοποίηση καὶ ἀνάπλαση τοῦ Γένους μας». (Κωνσταντῖνος Καλλίνικος)