Οόσιος πατήρ ημών Σάββας ο ηγιασμένος (5 Δεκεμβρίου)
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Ο όσιος Σάββας ζούσε επί Θεοδοσίου τουμικρού σε μία κώμη της Καππαδοκίας, που λεγόταν Μουταλάσκη, και οι γονείς τουονομάζονταν Ιωάννης και Σοφία. Ήδη λοιπόν από την αρχή του βίου του πρόστρεξεστη μοναχική ζωή, σε μοναστήρι που λεγόταν Φλαβιανές, και τόσο πολύ από τηνεαρή του ηλικία έγινε εγκρατής, ώστε όταν είδε στον κήπο κάποια φορά ένα μήλοκαι το επιθύμησε, είπε: «Ήταν ωραίος στην όραση και καλός στη βρώση ο καρπόςπου με θανάτωσε». Πήρε το μήλο στα χέρια του, αλλά δεν το έφαγε. Αντίθετα τοκαταπάτησε με τα πόδια του και έθεσε όρο στον εαυτό του να μη φάει ποτέ μήλο.Αλλά και σε φούρνο όταν μπήκε κάποια φορά, βγήκε αβλαβής,χωρίς η φωτιά να αγγίξει ούτε τα ιμάτιά του. Στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών, τονγνώρισε ο μέγας όσιος Ευθύμιος και τον έστειλε σε κοινόβιο, προς τον όσιοΘεόκτιστο. Από όλους όσους συναντούσε, προσλάμβανε και μάθαινε τους τρόπους καιτην αρετή τους. Βλέποντάς τον ο άγιος Ευθύμιος τον προσφωνούσε«παιδαριογέροντα», λόγω της πέρα από τα κοινά μέτρα πνευματικής τουκαταστάσεως. Όσο περνούσε η ηλικία του, τόσο και αύξανε την αρετή του. Γι’ αυτόκαι έκανε πολλά θαύματα, όπως και έβγαλε νερό με την προσευχή του σε άνυδρουςτόπους. Έγινε μάλιστα και καθηγητής πολλών μοναχών, κι όταν ήλθε στηνΚωνσταντινούπολη, δύο φορές έστειλε πρέσβεις και προς τονβασιλιά Αναστάσιο και προς τον Ιουστινιανό, καθώς παρακλήθηκε γι’ αυτό από τουςκατά καιρούς πατριάρχες των Ιεροσολύμων. Έφθασε στο ακρότατο της κατά Χριστόνηλικίας και σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών εξεδήμησε προς τον Κύριο».
Είναι βασική αλήθεια της χριστιανικήςπίστεως ότι τον άγιο τον καταλαβαίνει ένας επίσης άγιος. Μόνον όποιος έχειανεπτυγμένες πνευματικές αισθήσεις μπορεί να «οσφρανθεί» την ευωδία πουεκπέμπει η ζωή ενός αγίου. Διαφορετικά, ένας άγευστος της πνευματικής ζωήςπορεύεται σαν τυφλός στον κόσμο, συνεπώς αδυνατεί να δει το φως που εκπέμπει ηύπαρξη ενός αγίου. Γιατί το αναφέρουμε αυτό εν σχέσει με τον όσιο Σάββα; Γιατον απλούστατο λόγο ότι εκείνος που αμέσως τον κατάλαβε και τον «οσφράνθηκε»,που είδε την προχωρημένη πνευματική του κατάσταση ήταν ο μέγας όσιοςΕυθύμιος. Ο όσιος αυτός προσφωνούσε «παιδαριογέροντα» τον νεαρόΣάββα, που σημαίνει ότι στην πραγματικότητα αναγνώριζε την εκ νεότητος αγιότητάτου. Από κει και πέρα τα μάτια του μεγάλου Ευθυμίου έγιναν και τα μάτια τωνυπολοίπων συμμοναστών του, άρχισαν δηλαδή και οι άλλοι να διακρίνουν ταεκ Θεού χαρίσματά του, τα οποία επιβεβαιώθηκαν περίτρανα με τα θαύματα που οΘεός επέτρεψε να γίνονται μέσω αυτού, όπως και από τη μυροβολία του αγίουλειψάνου του. Τα παραπάνω προβάλλει και ο υμνογράφος του οσίου, άγιος Θεοφάνης.Και του οσίου Ευθυμίου τη διάκριση καταγράφει («Ιλαρωτάτη σε ψυχή και προσηνείδιαθέσει, αρεταίς κατακοσμούμενον βλέπων ο λαμπρότατος φωστήρ Ευθύμιος εδέξατο»,δηλαδή: ο λαμπρότατος πνευματικός ήλιος Ευθύμιος σε δέχτηκε με ιλαρότατη ψυχήκαι αγαθή διάθεση, βλέποντάς σε να κατακοσμείσαι από αρετές), και τα πάμπολλαθαύματα του αγίου Σάββα αναφέρει («Ξένα τα σα θαυμάσια. Τους γαρ θήραςημέρωσας…προλέγεις τα μέλλοντα, προφητικώ χαρίσματι, στίφη των δαιμόνωνφυγαδεύων ελαύνεις…», δηλαδή: Παράδοξα τα θαυμάσια που γίνονται από εσένα:ημέρωσες τα θηρία, προλέγεις τα μέλλοντα με προφητικό χάρισμα, διώχνεις μακριάτα στίφη των δαιμόνων), και την ευωδία των μύρων από τη θήκη του εξαγγέλλει,που ευφραίνει τους πιστούς («Μυρίζει σου η θήκη πνευματικήν ευωδίαν, πλουσίωςευφραίνουσα τους σους υιούς»).
Η εκ παιδός σοφία του οσίου Σάββα,σοφία βεβαίως κατά Θεόν - την οποία σημειωτέον ερμηνεύει ο άγιοςυμνογράφος και σε αναφορά με τη μητέρα του καλουμένη Σοφία: «Σοφίας υπάρχωνβλάστημα, Σάββα όσιε, παιδιόθεν επόθησας Σοφίαν την ενυπόστατον», δηλαδή: Ήσουνπαιδί της Σοφίας, Σάββα όσιε, γι’ αυτό και πόθησες από παιδί την ενυπόστατηΣοφία, τον Χριστό – αποδεικνύεται ανάγλυφα από το γεγονός ότι όπου πήγαινε είχεανοικτά τα μάτια του για να βλέπει την κατά Χριστόν πολιτεία των αφιερωμένωνστον Θεό και να αντιγράφει τους άθλους και τις αρετές τους. Δεν επικέντρωνεστις αδυναμίες των άλλων, που ασφαλώς ως άνθρωποι είχαν. Η έγνοια του, λόγω τουμεγάλου πόθου του για τον Θεό, ήταν πώς να προχωρεί πνευματικά. Κι αυτό σήμαινεότι έπρεπε να εκμεταλλευτεί κάθε τι που παρουσιαζόταν στον δρόμο του. Θυμίζει ηπερίπτωσή του τον μέγα Γέροντα των αιώνων, τον όσιο Αντώνιο, ο οποίος καιεκείνος προσπαθούσε να μαζέψει σαν τη μέλισσα ό,τι καλό του προσέφεραν οι άγιοιαφιερωμένοι στον Θεό άνθρωποι της εποχής του. Κι όπως εκείνος, γι’ αυτόντον λόγο, έγινε «θεοφιλής», τον αγαπούσε δηλαδή ο Θεός, το ίδιο και ο όσιοςΣάββας. Μέγα δίδαγμα για όλους τους χριστιανούς, ιδίως της εποχής μας, πουδυστυχώς σε ένα μεγάλο ποσοστό η προσοχή μας είναι στραμμένη στα αρνητικά τωνάλλων, στις αδυναμίες τους, χωρίς να μπορούμε να βλέπουμε τα θετικά τους καιτις αρετές τους προς παραδειγματισμό. Για να χρησιμοποιήσουμε την εν προκειμένωέκφραση του Γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου, του αγίου της εποχής μας, ο όσιοςΣάββας ζούσε και λειτουργούσε στον κόσμο ως μέλισσα που συλλέγει τον καλόκαρπό, και όχι ως μύγα, που επιζητεί πάντοτε την ακαθαρσία.
Αποτέλεσμα αυτής της σοφίας και τηςσύνεσης του οσίου ήταν ακριβώς να γεμίσει ο όσιος Σάββας με όλες τις αρετές.Όπως σημειώνει και ο σχετικός ύμνος: «μέτριος, άκακος, πράος, απλούς, ησύχιος,ως χρηματίσας, Πάτερ, υπέρ άνθρωπον όντως, και άυλος εν ύλη, οίκος Θεούκαθωράθης» (Πάτερ, φάνηκες οίκος Θεού, διότι υπήρξες μέτριος, άκακος,πράος, απλός, ήσυχος, πράγματι πάνω από τα ανθρώπινα, και σαν άυλος μέσα σεύλη). Ο υμνογράφος του όμως έχει επίγνωση ότι όλες οι αρετές από μόνες τους δενέχουν ιδιαίτερη σημασία, αν δεν καταλήγουν στο πλήρωμα των αρετών, την αγάπη.Αν η αγάπη δεν αποτελεί την κατάληξη της όποιας αρετής, παύει αυτή ναχαρακτηρίζεται χριστιανική. Διότι βεβαίως λείπει ο ίδιος ο Θεός που είναιαγάπη. Γι’ αυτό και επισημαίνει: «Αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίονκτησάμενος, του Νόμου και των Προφητών πληροίς το κεφάλαιον. Την γαρυπερέχουσαν πασών ασυγκρίτως αρετήν, Πάτερ, κατώρθωσας». (Απόκτησεςτην αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, γι’ αυτό και συγκεφαλαιώνεις τον Νόμοκαι τους Προφήτες. Διότι κατόρθωσες, Πάτερ, την μεγαλύτερη, κατά ασύγκριτοτρόπο από όλες, αρετή). Και ξέρει βεβαίως επίσης ο υμνογράφος ότικανείς δεν μπορεί να φτάσει σ’ αυτήν την αγάπη, αν δεν την κτίσει με τον φόβοτου Θεού, που κάνει τον άνθρωπο να τηρεί τις άγιες εντολές Του. «Αρχήν σοφίαςεπόθησας, τον φόβον τον του Θεού. Ω και στοιχειούμενος, προς την τελειότητα,την ενδεχομένην τοις ανθρώποις, Πάτερ, έφθασας». (Πόθησες την αρχή της σοφίας,δηλαδή τον φόβο του Θεού. Με αυτόν τον φόβο έκτισες τη ζωή σου κι έφτασες,Πάτερ, στην τελειότητα, αυτήν που μπορούν βεβαίως οι άνθρωποι).
Μία τέτοια αγιασμένη ζωή, σαν του αγίουΣάββα, επάνω δηλαδή στα ίχνη του Χριστού και των Αποστόλων, ήταν ευνόητο ναεξακτινωθεί και να γίνει ιεραποστολική φλόγα. Οι συμμοναστές του, όπως και ουπόλοιπος κόσμος που τον γνώρισε, κυρίως με το παράδειγμά του, αλλά και με τονλόγο του – ο άγιος κήρυσσε τα δόγματα της Εκκλησίας μας με πολλή δύναμη καιπειθώ: «κήρυξ θείων δογμάτων μεγαλοφωνότατος κεχειροτόνησαι» - άλλαζαν καιμεταστρέφονταν. Πολλοί μάλιστα εγκατέλειπαν την ενασχόλησή τους με τα πράγματατου κόσμου και γίνονταν μοναχοί. «Του αγίου εγένου συνόμιλος Πνεύματος. Όθενκαι προς ζήλον τους λαούς διεγείρων, τας πόλεις εκένωσας και ερήμους επόλισας,θεοφόρε Πατήρ ημών». (Έγινες συνόμιλος του αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτόκαι διέγειρες τον ζήλο των λαών, με αποτέλεσμα να αδειάσουν οι πόλεις και ναγίνουν πόλεις οι έρημοι, θεοφόρες πατήρ ημών). «Ταις πρεσβείαις τουοσίου πατρός ημών Σάββα, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς».