ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΗΜΕΡΑ[1]
Δημήτριος Τσελεγγίδης Καθηγητής Α.Π.Θ
Το θέμα που πραγματευόμαστε είναι πολύ ευρύ και εξαιρετικά λεπτό, επειδή πέρα από μια ακίνδυνη εξωτερική περιγραφή θα είμαστε υποχρεωμένοι να προβούμε σε κρίσεις και εκτιμήσεις μιας ζωντανής πραγματικότητας, η οποία αφορά όχι απλώς στο σήμερα αλλά σε κάποιο βαθμό προσωπικά σ’ όλους εμάς, που συνδεόμαστε άμεσα ή έμμεσα με κάποια Θεολογική Σχολή.
Στο άρθρο αυτό θα αναφερθούμε καταρχήν με κάθε δυνατή συντομία στην εκδοχή της Ορθόδοξης θεολογίας, νοούμενης ως χαρισματικής, αγιοπνευματικής εμπειρίας της Εκκλησίας, και στην Ορθόδοξη θεολογική μέθοδο.
Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε συνοπτικά τον χαρακτήρα της ακαδημαϊκής θεολογίας κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και τη σχέση της θεολογίας αυτής με την Δυτική θεολογική σκέψη. Τον πυρήνα της εισηγήσεως θα αποτελέσει η συνθετική παρουσίαση κρίσεων των μελών του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης για το περιεχόμενο των σπουδών της ακαδημαϊκής θεολογίας στις μέρες μας. Θα παρουσιαστούν ορισμένες συνοπτικές αποτιμήσεις μας, και, τέλος, θα επιχειρηθούν κάποιες κριτικές τοποθετήσεις για θεολογικό προβληματισμό, που θα μπορούσαν να δώσουν ίσως και το στίγμα της σημερινής θεολογικής αυτοσυνειδησίας μας.
α) Η Ορθόδοξη θεολογία καθεαυτήν ως χαρισματική, αγιοπνευματική εμπειρία της Εκκλησίας
Όταν αναφερόμαστε στην Ορθόδοξη θεολογία, την εννοούμε πρωτίστως ως αγιοπνευματική εμπειρία της Εκκλησίας, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από την αποστολική και λόγια πατερική Παράδοση με την διττή εκδοχή της, ως αλήθεια και ζωή. Στην Ορθόδδοξη θεολογία η αλήθεια είναι πράγμα, η πρόσβαση σ’ αυτήν προσωπικό γεγονός και η γνώση της βιωματική, γιατί προκύπτει ως άμεση μετοχή του ανθρώπου σ’ αυτήν.
Είναι προφανές, ότι εδώ κάνουμε λόγο για την πηγαία, την πρωτογενή, την εμπειρική, την χαρισματική θεολογία, που είναι και η χαρακτηριστική της Ορθοδοξίας. Η χαρισματική θεολογία, ως κατεξοχήν αυθεντική θεολογία, αποτελεί έκφραση και ερμηνεία της θεοφάνειας από τους επόπτες της θείας δόξας. Αποτελεί έκφραση της προσωπικής, υπαρξιακής εμπειρίας του ακτίστου. Έτσι, η χαρισματική θεολογία προϋποθέτει την θεοπτία. Η χαρισματική αυτή θεολογία είναι διαχρονικώς παρούσα στην ιστορική φανέρωση της Εκκλησίας, εκφράζεται με το λόγο και τη ζωή των ζωντανών φορέων της και αποτυπώνεται στα μνημεία του πολιτισμού της Εκκλησίας και κατεξοχήν στον γραπτό λόγο και στην εικαστική τέχνη (την εικόνα). Η χαρισματική εμπειρία του Θεού δημιουργεί την πρωτογενή θεολογία της Εκκλησίας, ανεξάρτητα από την απλοϊκή ή έντεχνη και λόγια εκφορά της. Η θεολογία αυτή αποτελεί κτιστή έκφραση και ερμηνεία της ζωντανής και άκτιστης αποκαλύψεως του Θεού μέσα στην συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα της ζωής των θεουμένων εκφραστών της. Τον εμπειρικό χαρακτήρα αυτής της θεολογίας αποτυπώνει εύγλωττα ο πρώτος θεολόγος της Εκκλησίας μας και ευαγγελιστής της αγάπης, άγιος Ιωάννης, ως εξής: «ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν... μαρτυρούμεν και απαγγέλομεν υμίν»[2].
Και επειδή η εμπειρία του ακτίστου είναι δυνατή μόνον εν αγίω Πνεύματι, η έκφραση αυτής της εμπειρίας από την χαρισματική θεολογία δεν μπορεί να έχει το στοιχείο της πλάνης, είναι απλανής θεολογία, και έχει σαφώς αγιοπνευματικό χαρακτήρα. «Υπό πνεύματος αγίου φερόμενοι ελάλησαν από Θεού άνθρωποι»[3], μας διαβεβαιώνει ο κορυφαίος από τους επόπτες της θείας μεγαλειότητας.
Είναι προφανές, λοιπόν, από τα παραπάνω, ότι αυτή η θεολογία, όπως λέει ο δεύτερος κατά την τάξη θεολόγος της Εκκλησίας, άγιος Γρηγόριος, δεν είναι για τον καθένα και πολύ περισσότερο δεν είναι για όσους διακατέχονται από την ακαθαρσία των παθών. Είναι για μερικούς μόνο, για μερικές φορές, (όταν υπάρχουν οι πνευματικές προϋποθέσεις), και μέχρι ένα σημείο[4]. Ως αυθεντικός θεολόγος της Εκκλησίας ο άγιος Γρηγόριος μας διαβεβαιώνει ό,τι ο ίδιος γνώρισε εμπειρικώς από την θέα του Θεού. Η χαρισματική θεολογία μπορεί να παρέχεται αυθεντικά μόνον από όσους πέρασαν στη θεοπτία ή το λιγότερο από όσους ανήκουν στη βαθμίδα της καθάρσεως από τα πάθη[5]. Μόνον όταν ο νους του ανθρώπου ησυχάσει και καθαρθεί, μπορεί να γνωρίσει αληθινά, κατά μετοχήν, τον Θεό, και να ομιλεί με ασφάλεια για τον Θεό[6]. Η θεολογία αυτή, άλλωστε, πρέπει να διδάσκεται μόνο σε όσους παίρνουν αυτήν στα σοβαρά[7]. Τέλος, αντικείμενο της θεολογίας είναι μόνον τα προσβάσιμα από τον Θεό στην ανθρώπινη δυνατότητα και εμπειρία[8].
β) Η πατερική μέθοδος
Εμπειρική-βιωματική δεν είναι μόνον η πρωτογενής Ορθόδοξη θεολογία αλλά και η Ορθόδοξη θεολογική μέθοδος, ο τρόπος δηλαδή κτήσεως της θεολογίας αυτής. Ο ίδιος ο Χριστός έθεσε ως προϋπόθεση της θεοφάνειας και θεοπτίας, αλλά και της ενοίκησης του Τριαδικού Θεού στον άνθρωπο, την αγαπητική πράξη της τηρήσεως των εντολών του Θεού[9]. Και η πατερική θεολογία επιβεβαιώνει εμπειρικά την παραπάνω αλήθεια με την επιγραμματική διατύπωση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «πράξις επίβασις θεωρίας»[10]. Η πράξη, που συνδέεται άρρηκτα με την σωματική άσκηση και την κάθαρση των παθών, είναι το θεμέλιο της θεωρίας-θεοπτίας, και με τον τρόπο αυτό γίνεται ο θεοδίδακτος τρόπος του απλανώς θεολογείν. Και αυτό είναι εύλογο, γιατί η θεολογία αυτή κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά δεν είναι αποτέλεσμα «ανόδου της διανοίας» και ομιλίας για τον Θεό διανοητικώς, αλλά αποτέλεσμα της «προς Θεόν ομιλίας». Η μέθοδος μιας τέτοιας θεολογίας είναι σαφώς διαφοροποιημένη από την ευρύτερα γνωστή στον κόσμο θεολογία, αφού «περί Θεού τι λέγειν και Θεώ συντυγχάνειν, ουχί ταυτόν»[11].
Η θεολογική μέθοδος των Πατέρων της Εκκλησίας θεμελιώνεται πάνω στην προσωπική εμπειρία της θείας παρουσίας. Από αυτήν την χαρισματική εμπειρία αντλείται η αυθεντική θεογνωσία. Η πατερική θεογνωσία εμφανίζεται ως «υπέρ αίσθησιν και υπέρ νουν» γνώση, που προϋποθέτει την μεταμόρφωση του γνωστικού οργάνου (του νου) του ανθρώπου με τον εμπλουτισμό του από το άκτιστο φως της θείας δόξας. Αυτή η ζωντανή εμπειρία, που προκύπτει από την θέα της θείας παρουσίας, συνιστά και τον αποδεικτικό χαρακτήρα της πατερικής μεθόδου του θεολογείν, όταν πρόκειται για τα άκτιστα.
Άλλη είναι όμως η επιστημονική μέθοδος των Πατέρων, την οποία εφαρμόζουν, όταν αναφέρονται στα κτιστά. Αυτή η μέθοδος μπορεί να λαμβάνει υπόψη της τα επιστημονικά δεδομένα και όλων των άλλων επιστημών. Έτσι, ενώ η επιστημονική μέθοδος δεν υιοθετείται για την θεογνωσία, γίνεται αποδεκτή για την διατύπωση και αυτών των δογμάτων της πίστεως. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, δηλαδή, έχουν διπλή θεολογική μέθοδο, σε αντίθεση προς τη μία και ενιαία θεολογική μέθοδο των Σχολαστικών, οι οποίοι εφαρμόζουν αυτήν αδιακρίτως σε κτιστά και άκτιστα.
γ) Δομή και λειτουργία της ακαδημαϊκής θεολογίας
γ) Δομή και λειτουργία της ακαδημαϊκής θεολογίας
Στα πλαίσια της ιστορίας της Εκκλησίας εμφανίστηκαν δύο είδη θεολογίας: Η χαρισματική, που προηγείται, και η επιστημονική-πανεπιστημιακή θεολογία, που ακολουθεί. Η επιστημονική θεολογία, ως γνωστόν, έχει ως επιστητό της το κτιστό και ειδικότερα τα μνημεία της εκκλησιαστικής ζωής, που δημιουργεί η χαρισματική θεολογία. Η επιστημονική θεολογία ερευνά, όχι μόνο τα παραπάνω ιστορικά μνημεία, αλλά και τη ζωή της ίδιας της Εκκλησίας, νοουμένης ως εμπειρικής πραγματικότητας. Συγκεκριμένα, μελετά και ερμηνεύει τον τρόπο της χαρισματικής ζωής του εκκλησιαστικού σώματος και παρουσιάζει τους φορείς της ζωντανής αλήθειας της Εκκλησίας[12]. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν συγχέεται ποτέ η επιστημονική θεολογία με την χαρισματική θεολογία.
Η σύγχρονη ακαδημαϊκή θεολογία, όπως αυτή προκύπτει από την δομή και λειτουργία των Θεολογικών Σχολών, έχει Δυτικές -και ακόμη ειδικότερα- ευρωπαϊκές εξαρτήσεις. Πιο συγκεκριμένα, οι Ορθόδοξες Θεολογικές Σχολές κατά την δομή και διάρθρωσή τους είχαν ως πρότυπό τους τις Προτεσταντικές Θεολογικές Σχολές της Γερμανίας.
δ) Η ακαδημαϊκή θεολογία κατά τον 20° αιώνα
Κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η Ορθόδοξη ακαδημαϊκή θεολογία εμφανίζει μια στροφή προς τους Πατέρες, που συγκεκριμενοποιείται τόσο στη μελέτη της θεολογικής τους σκέψης όσο και στην κριτική έκδοση των έργων τους. Το ίδιο χρονικό διάστημα επιχειρείται η σύζευξη της ακαδημαϊκής θεολογίας με την χαρισματική εμπειρία της Εκκλησίας. Γίνεται αναφορά στο αυθεντικό αντίκρισμα της ακαδημαϊκής θεολογίας, την λόγια πατερική θεολογία. Σημειώνεται μια αξιόλογη, σταδιακή, απεξάρτηση της Ορθόδοξης θεολογίας από την Δυτική θεολογική σκέψη και ζωή. Στο σημείο αυτό σημαντικές είναι οι συμβολές μιας πλειάδας ακαδημαϊκών δασκάλων, το έργο των οποίων θα μπορούσε να κριθεί γενικότερα ως πολύ σημαντικό. Παρά την αναμφισβήτητα θετική συμβολή τους όμως σε καίριες πλευρές της θεολογίας δεν οδήγησαν στην πλήρη απεξάρτηση της ακαδημαϊκής θεολογίας από την Δυτική σκέψη, ούτε κατάφεραν να πετύχουν το ζητούμενο, γιατί οι ριζώσεις και οι αντιστάσεις του παλαιοτέρου θεολογικού λόγου ήταν και παραμένουν ισχυρές. Έτσι, ο λόγος τους δεν έφτασε να αναζωογονήσει την θεολογική επικράτεια, όσο θα έπρεπε. Γι’ αυτό και χρειάζεται όχι απλώς συνέχεια, ενδυνάμωση και προώθηση της προσπάθειάς τους, αλλά και κάποιες συμπληρωματικές ακόμη κινήσεις στην κατεύθυνση της σύζευξης επιστημονικής και χαρισματικής θεολογίας, ώστε να πάρει κατά το δυνατόν περισσότερο η ακαδημαϊκή θεολογία τον χαρακτήρα εμπειρικής επιστήμης.
Στο τέλος όμως του 20ου και αρχές του 21ου αιώνα έχουμε σαφή φαινόμενα εκτροπής. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, ότι δυστυχώς στις μέρες μας, σε πολλές περιπτώσεις, έχουμε επιλεκτική επαναπρόσληψη της Δυτικής θεολογικής σκέψεως και ζωής από την Ορθόδοξη ακαδημαϊκή θεολογία και υιοθέτηση της επιστημονικής θεολογικής μεθόδου της Δύσεως, η οποία εξαντλείται στο επίπεδο της κτιστής εμπειρίας και αγνοεί, ή δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη της την χαρισματική εκκλησιαστική εμπειρία και την διπλή θεολογική μεθοδολογία. Υπάρχει έντονη δυναμική σ’ αυτήν την κατεύθυνση σήμερα. Πανεπιστημιακά συγγράμματα, άρθρα και διαλέξεις σε επιστημονικά συνέδρια πιστοποιούν κατά περίπτωση το γεγονός. Κριτήριο της σύγχρονης αυτής θεολογικής εκφράσεως εμφανίζεται να είναι ο ορθός λόγος και η γνώση του Δυτικώς θεολογείν, μερικές φορές μάλιστα σε τέτοιο σημείο, που ακαδημαϊκοί δάσκαλοι των Θεολογικών μας Σχολών να αγνοούν και αυτήν την πρωτογενώς εκφρασθείσα μετοχή του ακτίστου από τα θεωμένα μέλη του σώματος του Χριστού, ή να αδυνατούν να την κατανοήσουν ως αυθεντική έκφραση της Ορθόδοξης θεολογίας. Έτσι, δεν λείπουν θεολογικοί στοχασμοί και ερμηνευτικές ακροβασίες, που είναι τελείως ξένες προς την διαχρονικώς εκφρασθείσα εμπειρία του ακτίστου στο πλαίσιο της Εκκλησίας. Χαρακτηριστικό των εκφραστών αυτής της δυτικότροπης θεολογίας είναι η επιστημονική αλαζονεία και παράλληλα η υποτίμηση της χαρισματικής εμπειρίας. Αυτό μεταφράζεται στην πράξη ως διαχωρισμός της θεολογίας από την πνευματική ζωή, και συνιστά την αλλοτρίωση από την Ορθόδοξη Παράδοση. Έχουμε την γνώμη, ότι, παρά την αναγνώριση και προβολή της στοχαστικής αυτής θεολογίας από τον κόσμο της σύγχρονης διανόησης και κουλτούρας, σημειώσαμε σοβαρή οπισθοδρόμηση στην ορθή κατεύθυνση, που χάραξαν οι προκάτοχοί μας ακαδημαϊκοί δάσκαλοι των μέσων της δεύτερης πεντηκονταετίας του 20ου αιώνα.
Η κατάσταση όμως είναι αναστρέψιμη, γι’ αυτό και θέλουμε να αισιοδοξούμε, ότι θα μπορέσουμε να κερδίσουμε και να υπερκεράσουμε την απώλεια στο μέτρο, βέβαια, που θα συνειδητοποιήσουμε το διαμορφούμενο επιστημονικό κλίμα στο χώρο της Ορθόδοξης θεολογίας και τον βαθμό της εκκοσμικεύσεώς μας.
ε) Το περιεχόμενο σπουδών της ακαδημαϊκής θεολογίας.Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα
Αξιοποιώντας κάποιο ανεπεξέργαστο ερευνητικό υλικό, που προέκυψε από μια εμπειρική έρευνα, την οποία διεξήγαγε ο Τομέας Δογματικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης[13], θα ήθελα να παρουσιάσω θέσεις πολλών συναδέλφων της Θεσσαλονίκης, γιατί νομίζω, ότι θα μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρό προβληματισμό για το μέλλον της Ορθόδοξης ακαδημαϊκής θεολογίας μας.
Από τις απαντήσεις στο ερώτημα, αν υπάρχει σήμερα κέντρο αναφοράς των θεολογικών σπουδών, προέκυψε, ότι δυστυχώς τέτοιο κέντρο δεν υπάρχει στις σπουδές. Οι σπουδές, υπογραμμίστηκε με έμφαση, ακολουθούν ξένα πρότυπα και έχουν Δυτικό, και ειδικότερα Προτεσταντικό, χαρακτήρα. Υπάρχουν απλώς διάφορα μαθήματα χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς οργανική ενότητα, με αποτέλεσμα να παρέχονται αποσπασματικές γνώσεις και οι φοιτητές να μην έχουν σωστή θεολογική κατάρτιση και παιδεία[14]. Μάλιστα οι γνώσεις, που δίνονται στις προπτυχιακές σπουδές, χαρακτηρίστηκαν ως εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα γνώσεις.
Ως προς το Πρόγραμμα Σπουδών, υποστηρίχτηκε ότι πρέπει να υπάρξει μια αρχή, που θα το καθιστά Πρόγραμμα Ορθόδοξης Θεολογικής Σχολής. Για τον σκοπό αυτό προτείνεται το Πρόγραμμα να συσταθεί με βάση την Ιστορία, την Θεολογία και την Πράξη. Οι άξονες εκκίνησης για την διαμόρφωση του Προγράμματος να είναι τρεις: Η Βιβλική, η Πατερική και η Δογματική Θεολογία. Παράλληλα, προβάλλεται η ανάγκη για ένα Πρόγραμμα, που να δίνει μεγαλύτερη ώθηση στην έρευνα των λειτουργικών κειμένων. Η ανώτατη θεολογική εκπαίδευση θα πρέπει να παρέχεται μέσα από λειτουργική προοπτική, και ειδικότερα μέσα από την λειτουργική εμπειρία της Εκκλησίας. Η ευχαριστιακή σύναξη και εμπειρία να γίνει κέντρο αναφοράς των θεολογικών σπουδών.
Έχει επισημανθεί από όλους τους συναδέλφους ο μεγάλος αριθμός των φοιτητών μας, που δυσχεραίνει την συνεργασία ανάμεσα στον καθηγητή και τον φοιτητή, με αποτέλεσμα οι σχέσεις καθηγητών-φοιτητών να γίνονται απρόσωπες και η άσκηση των φοιτητών να είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Ως λύση προτείνεται η σμίκρυνση των ακροατηρίων και η αύξηση του αριθμού των μελών ΔΕΠ. Παντός, η μείωση του αριθμού των εισακτέων φοιτητών ή τουλάχιστον η αύξηση των μελών ΔΕΠ και των κτιριακών εγκαταστάσεων θα μπορούσε να συμβάλει αποφασιστικά τόσο στην ανάπτυξη του κριτικού πνεύματος, όσο και στην καλλιέργεια του ερευνητικού ενδιαφέροντος. Παράλληλα, θα μπορούσε να δοθεί περισσότερη έμφαση στις επιστημονικές εργασίες των φοιτητών απ’ ό,τι στην αποστήθιση των εγχειριδίων.
Ο θεσμός των εγχειριδίων, όταν δεν απορρίπτεται απερίφραστα εκ μέρους των μελών ΔΕΠ, γίνεται ανεκτός υπό όρους. Η απάντηση συνήθως είναι όχι στα εγχειρίδια - ναι στη βιβλιογραφία ή ναι στα εγχειρίδια με τον όρο, ότι υπάρχει και η βιβλιογραφία. Τα εγχειρίδια πρέπει να θέτουν ερωτήματα και να μην είναι αντικείμενα απομνημόνευσης. Θα πρέπει να δείχνουν έναν τρόπο εργασίας. Να δίνουν μια μέθοδο και έκθεση όλων των απόψεων, με συζήτηση αυτών των απόψεων. Το εγχειρίδιο δεν πρέπει να συμπίπτει απαραιτήτως με αυτά, που διδάσκει ο καθηγητής.
Πάντως, ο ιδανικός τρόπος εργασίας θα ήταν η προσωπική επαφή με τα πράγματα, η πρόσβαση στις πηγές και η εργασία πάνω σ’ αυτές. Απαιτείται όμως προπαιδεία, που δεν υπάρχει. Άλλωστε, αναγκαία είναι η εργασία με βασικό εργαλείο την ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση βιβλιογραφία. Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται καλύτερη οργάνωση της βιβλιογραφίας. Σήμερα λίγοι φοιτητές είναι σε θέση ή έχουν διάθεση να εργαστούν κριτικά με την βιβλιογραφία. Το Πρόγραμμα Σπουδών αφορά άμεσα τους φοιτητές, οι οποίοι θα μπορούσαν να συμβάλουν στη διαμόρφωσή του με μη κομματικοποιημένες προτάσεις, που θα υποβάλλονταν από επιτροπή τους.
Όσα είπαμε έως εδώ αφορούν στα εσωτερικά θέματα, που απασχολούν την Σχολή. Τι γίνεται όμως με την εμφάνιση της Σχολής προς τα έξω; Υπάρχουν σήμερα ανοίγματα για διάλογο και επικοινωνία με άλλες ομόδοξες ή ετερόδοξες Σχολές;
Όσα είπαμε έως εδώ αφορούν στα εσωτερικά θέματα, που απασχολούν την Σχολή. Τι γίνεται όμως με την εμφάνιση της Σχολής προς τα έξω; Υπάρχουν σήμερα ανοίγματα για διάλογο και επικοινωνία με άλλες ομόδοξες ή ετερόδοξες Σχολές;
Μπορούμε να πούμε, πως υπάρχουν λίγα ανοίγματα και φυσικά είναι σκόπιμη η επικοινωνία, τα ανοίγματα όμως αυτά μένουν πολλές φορές αναξιοποίητα. Ο διάλογος και σκόπιμος και αναγκαίος είναι, σε συλλογικό όμως επίπεδο. Κάτι γίνεται σε επίπεδο, κυρίως, επιμέρους προσώπων και σπάνια σε επίπεδο Σχολής. Συνήθως κυριαρχεί η έρευνα σε ατομικό επίπεδο. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να παρουσιαστεί η Ορθόδοξη θεολογία επίσημα και με συνεργασία των ελλαδικών Σχολών προς το εξωτερικό. Αλλά, ενώ η επικοινωνία είναι απαραίτητη, χρειάζεται και η κατάλληλη προετοιμασία, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των καιρών. Σε επίπεδο Σχολής ο διάλογος μπορεί να γίνεται όχι μόνο με την οργάνωση επιστημονικών συμποσίων, αλλά και μέσω της ανταλλαγής μαθημάτων με επισκέπτες καθηγητές. Είναι, τέλος, σημαντικό το γεγονός, ότι προβάλλεται σήμερα η ανάγκη για επικοινωνία και συνεργασία όχι μόνο σε διατμηματικό και διασχολικό αλλά και σε διαπανεπιστημιακό επίπεδο, και ειδικότερα με προσωπικό μη θεολογικών Σχολών.
Οι θεολογικές σπουδές ελκύουν αναμφίβολα το ενδιαφέρον και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, όταν αυτές αναφέρονται και σε ζωτικά προβλήματα του παρόντος. Συνδέεται όμως το σημερινό περιεχόμενο του Προγράμματος Σπουδών με την σύγχρονη πραγματικότητα;
Η γενική απάντηση θα μπορούσε να συνοψισθεί στο πολύ λίγο ή καθόλου. Οι θεολογικές σπουδές δεν έχουν θετικό αντίκτυπο στον θρησκευόμενο λαό. Και τούτο, γιατί κάναμε τον επίκαιρο, αποκεκαλυμμένο, λόγο μουσειακό. Βέβαια, η Ορθόδοξη Θεολογία καθεαυτήν συνδέεται άρρηκτα με τη ζωή και την κοινωνική πραγματικότητα. Στην πράξη όμως της εκπαιδευτικής διαδικασίας αυτό είναι τόσο δεδομένο όσο και ζητούμενο. Ως ζητούμενο μάλιστα μπορεί να θεωρηθεί σήμερα και ως το αίτημα των καιρών. Να συνδεθεί η πίστη με τη ζωή, και οι θεολογικές σπουδές να απαντούν στις ανάγκες της κοινωνίας. Στην Παράδοσή μας υπάρχουν διαχρονικές αλήθειες, που μιλούν και στον σύγχρονο άνθρωπο. Αυτές θα πρέπει να τις φέρουμε στην επιφάνεια. Εμείς, καθηγητές και φοιτητές, είμαστε εκείνοι, που θα πρέπει να συνδέσουμε τις θεολογικές σπουδές με την κοινωνική πραγματικότητα. Σήμερα, όταν υπάρχει σύνδεση των σπουδών με την κοινωνία, τούτο αποτελεί μια έκφραση μεμονωμένων προσώπων και στηρίζεται σε μια προσωπική πρωτοβουλία. Εκείνο που λείπει είναι το σοβαρά προγραμματισμένο. Η θεολογική επιστήμη, ως περιεχόμενο σπουδών, για ν’ ανταποκριθεί στις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου χρειάζεται να έχει προγραμματισμό. Γι’ αυτό χρειάζεται να γίνει αναδιάρθρωση των σπουδών. Σήμερα ο φοιτητής δεν εξοπλίζεται κατάλληλα για να λειτουργήσει σωστά και να δώσει την μαρτυρία της θεολογίας στα διάφορα κοινωνικά προβλήματα.
Εκφράστηκε η γνώμη, ότι, αφού η θεολογία κατά την Ορθόδοξη αντίληψη αποτελεί έκφραση και διατύπωση της πνευματικής εμπειρίας της Εκκλησίας, και αφού η γνώση αποτελεί μετοχή σ’ αυτήν την εμπειρία, η Σχολή μας συνδέεται με την πραγματικότητα στο μέτρο, που επαληθεύει την παραπάνω αλήθεια, διαμορφώνοντας μια στάση ζωής σ’ όσους σχετίζονται μ’ αυτήν και δέχονται τα μηνύματα και τη μαρτυρία της.
στ) Συνοπτικές αποτιμήσεις
Έχουμε την γνώμη ότι είναι σημαντική η συμβολή της Σχολής μας στην αλλαγή του πρώτου κλίματός της, που χαρακτηριζόταν από τον ξενόφερτο λογοκρατικό επιστημονισμό της θεολογίας της. Σήμερα η Σχολή μας κάνει μια σοβαρή και αθόρυβη προσπάθεια για ανανέωση της ελληνικής θεολογίας και εκπροσωπεί μια Ορθόδοξη στάση στο μέτρο, που πραγματώνει μια στροφή προς την Θεολογία των Πατέρων. Ακόμη στο μέτρο, που αφομοιώνει κριτήρια, με βάση τα οποία διαφοροποιείται από την Δυτική Θεολογία και ζωή, στο μέτρο, που διασώζει τον αποφατικό χαρακτήρα της θεολογικής έκφρασης, και στο μέτρο, που προβάλλει την προτεραιότητα της ευχαριστιακής δομής της Εκκλησίας έναντι της καθιδρυματικής.
Άλλωστε, τόσο η καλλιέργεια των πατερικών σπουδών την τελευταία τεσσαρακονταετία όσο και οι έρευνες των βιβλικών θεολόγων βοήθησαν στην ανάπτυξη των βιβλικών σπουδών σε τέτοιο βαθμό, ώστε να συνειδητοποιηθεί το επιστημολογικό κενό, που δημιούργησε επί σειρά ετών η έλλειψη της πατερικής ερμηνευτικής στον τόπο μας. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια αξιόλογη και επαινετή προσπάθεια αξιοποίησης της πατερικής ερμηνευτικής.
Ακόμη, οι σπουδές στον ιστορικό χώρο της θεολογίας αναβαθμίστηκαν με την καλλιέργεια των πατερικών σπουδών, επειδή κρίθηκαν απαραίτητες για την κατανόηση της πατερικής θεολογίας.
Επίσης, με την καλλιέργεια των ιστορικών και πατερικών σπουδών η Δογματική στη Σχολή μας απέβαλε τον ακραιφνή συστηματικό και σχολαστικό χαρακτήρα της και απέκτησε ιστορικοδογματικό και πατερικό χαρακτήρα. Και παρά την μεθοδολογική διάκρισή της από την Ηθική παραμένει σε άρρηκτη ενότητα με αυτήν ως η άλλη όψη του ίδιου πράγματος. Έτσι, στον χώρο πλέον της Ηθικής υπάρχει ένας ορθόδοξος, πατερικός αλλά και σύγχρονος, τρόπος σκέψεως και προβληματισμού, που ενισχύεται από την αξιόλογη ανάπτυξη του γνωστικού αντικειμένου της Κοινωνιολογίας.
Αλλά και στον Πρακτικό Κλάδο της θεολογίας οι νεότεροι θεολόγοι δεν διστάζουν να αφομοιώνουν θύραθεν επιστημονικές περιοχές και να τις μεταβάλλουν σε υπηρέτες και όργανα του θείου λόγου. Θύραθεν και θεολογικά μαθήματα εμφανίζουν τελευταίως σημαντική στροφή προς την Ορθόδοξη Παράδοση και ζωή.
ζ) Κριτικές τοποθετήσεις για θεολογικό προβληματισμό
Πέρα από όσα θετικά σημειώσαμε παραπάνω, έχουμε να παρατηρήσουμε επιπροσθέτως τα εξής: Προσεγγίζοντας κριτικά και συνοπτικά την ακαδημαϊκή Θεολογία των ημερών μας, διαπιστώνουμε ένα σημαντικό «έλλειμμά» της. Η θεολογία αυτή δεν είναι εξολοκλήρου Ορθόδοξη. Αναφέρεται «εξειδικευμένα» και αποσπασματικά στο επιστητό της Θεολογίας, όπως κάνει και η σύγχρονη Δυτική θεολογία. Λείπει η επιστημονική εκείνη θεολογία, που εκφράζει το φρόνημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που θεμελιώνεται βιβλικώς και πατερικώς, που προϋποθέτει και εκφράζει στην πράξη την θεία λατρεία, που επηρεάζει δραστικά και τροφοδοτεί την σύγχρονη κοινωνική ζωή, τουλάχιστον στο πλαίσιο της Εκκλησίας. Λείπει, τέλος, η βιωματική εκείνη θεολογία, που φανερώνει τον ενεργό χαρακτήρα των μυστηρίων της Εκκλησίας στους φορείς της ακαδημαϊκής θεολογίας. Γιατί, πώς αλλιώς να εξηγήσουμε το γεγονός, ότι δεν έχουμε ούτε ένα δείγμα αναγνωρισμένης (εκκλησιαστικώς) αγιότητας διδασκάλου της ακαδημαϊκής θεολογίας; Μήπως τελικά οι διδάσκαλοι της ακαδημαϊκής θεολογίας δεν είμαστε ολοκληρωμένοι εκκλησιαστικώς πιστοί, όπως ήταν στο παρελθόν οι φυσικοί φορείς της Θεολογίας της Εκκλησίας; Μήπως δηλαδή ως ακαδημαϊκοί θεολόγοι ενεργούμε πλέον μεταπρατικώς, αναπαράγοντας δευτερογενώς την θεολογική κληρονομιά του παρελθόντος, αδυνατώντας ουσιαστικά να προσφέρουμε πρωτογενή, ζωντανή εκκλησιαστική θεολογία και μαρτυρία; Μήπως ως κληρονόμοι της θεολογίας των θεοφόρων Πατέρων της Ορθόδοξης Ανατολής οδηγηθήκαμε στην έπαρση, εξαιτίας του μεγάλου πλούτου της πνευματικής κληρονομιάς, με συνέπεια να σκοτιστεί ο νους μας;
Πάντως είναι ενθαρρυντικό το γεγονός, ότι με γνήσια αυτοκριτική διάθεση μέσα από την ίδια την ακαδημαϊκή κοινότητα -μετά από σοβαρή επιστημονική εργασία- έχει επισημανθεί πολύ εύστοχα ο ανθρωποκεντρισμός και η γενικότερη παθολογία της σύγχρονης θεολογικής επιστήμης, όλως ιδιαιτέρως δε η αυτονόμησή της από την πνευματική ζωή της Εκκλησίας[15]. Παράλληλα, έχουν προταθεί και γενικού χαρακτήρα λύσεις στην κατεύθυνση οργανώσεως των θεολογικών σπουδών βασισμένες στην «διττή παράδοση των θεολόγων»[16], όπως αυτή διατυπώνεται στα αρεοπαγειτικά συγγράμματα και όπως η παράδοση αυτή εκφράζεται στη θεωρία και την πράξη από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Έτσι, παρέχονται προοπτικές για μια εκκλησιαστική εκδοχή της ακαδημαϊκής θεολογίας, η οποία θα εχεί ως κέντρο την λατρευτική πράξη της Εκκλησίας και δεν θα φοβάται τις σύγχρονες διεπιστημονικές προσεγγίσεις ούτε τις αναμετρήσεις με όσα αλλότρια και αλλοτριωτικά (Δυτικά ή εγχώρια) της έχουν επιβληθεί[17].
Όταν κάνουμε λόγο για εκκλησιαστική εκδοχή της ακαδημαϊκής θεολογίας, εννοούμε, ότι η θεολογία αυτή δεν μπορεί να είναι μια προσωποπαγής ατομική θεολογία κάποιου θεολόγου, μια προσωπική διανοητική σύλληψη και διδασκαλία, γέννημα ενός προσωπικού στοχασμού, όπως συμβαίνει θεσμικά στη Δύση, όπου εύλογα η θεολογία εμφανίζεται «πολυφωνική». Μια τέτοια θεολογία είναι, σύμφωνα με τα κριτήρια της Εκκλησίας μας, απόδειξη επηρμένης διανοίας. Γι’ αυτό και είναι αδύνατη η εκκλησιαστική νομιμοποίηση της. Η εκκλησιαστική θεολογία είναι ταπεινή, είναι πάντοτε «επομένη τοις αγίοις πατράσι»[18]. Αυτό δεν σημαίνει, πως η εκκλησιαστική θεολογία, εξαιτίας του ταπεινού χαρακτήρα της, στερείται πρωτοτυπίας, δυναμισμού, ανανεωτικού πνεύματος και επικαιρότητας. Απεναντίας, έχει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, γιατί αποτελεί έκφραση της ζώσας παρουσίας του αγίου Πνεύματος σ’ αυτόν, που θεολογεί μ’ αυτόν τον τρόπο. Άλλωστε, και ο Μονογενής Θεολόγος, ο Θεός Λόγος, ως ενανθρωπήσας Θεός, δεν μας είπε τίποτε δικό του παρά μόνον όσα του είπε ο Θεός Πατέρας[19].
Αλλά και οι Απόστολοι είπαν όσα δυναμικώς υπέμνησε σ’ αυτούς το Πνεύμα, που έλαβαν κατά την Πεντηκοστή. Και στη συνέχεια οι Πατέρες της Εκκλησίας εξέφρασαν όσα βίωσαν από την ενεργοποίηση της προσωπικής τους Πεντηκοστής, πρακτικώς, «επόμενοι» και εν συμφωνία πάντοτε με τους προγενέστερους θεοφόρους Πατέρες.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας πιστοποιούν την Παράδοση της Πεντηκοστής με την Θεολογία τους, που αποτελεί γόνιμη συνάντηση με την έξωθεν σοφία και την φιλοσοφία τόσο στο θεωρητικό όσο και στο πρακτικό πεδίο των κοινωνικών εφαρμογών τους. Το ζητούμενο από την ακαδημαϊκή θεολογία μας είναι η συνέχεια της Παραδόσεώς μας, που στην πράξη σημαίνει την συνάντηση και γόνιμη κριτική πρόσληψη της θύραθεν σοφίας και του σύγχρονου πολιτισμού. Η ακαδημαϊκή θεολογία, ερμηνεύοντας τον ζωντανό και δυναμικό χαρακτήρα της εκκλησιαστικής Παραδόσεως, οφείλει να είναι ανοιχτή στην κριτική πρόσληψη στοιχείων, όχι μόνο από το Δυτικό αλλά και από το ευρύτερο κοσμικό πολιτιστικό περιβάλλον, εντάσσοντας δημιουργικά τα στοιχεία αυτά στην διακονία της Εκκλησίας. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό η ακαδημαϊκή θεολογία λειτουργεί σύστοιχα προς τον οικουμενικό χαρακτήρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γιατί λαμβάνει θετικά υπόψη τον κάθε επιμέρους γεωγραφικό πολιτισμό. Πιο συγκεκριμένα, δεν εισηγείται ούτε στηρίζει τον προτεινόμενο από τους κοσμικούς φορείς «πολιτισμό των πολιτισμών», με την σύντηξη των επιμέρους σύγχρονων πολιτισμών. Και τούτο, γιατί δεν υπηρετεί μια ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση, που αγνοεί την ιδιαιτερότητα του ανθρώπινου προσώπου και την ιδιοπροσωπία του κάθε λαού. Αντίθετα, αναδεικνύει και προάγει τον κάθε επιμέρους πολιτισμό με κριτήριο πάντοτε την εκκλησιαστική αλήθεια.
Η θετική αυτή στάση της ακαδημαϊκής θεολογίας έναντι του πολιτισμού των διαφόρων λαών δεν αποκλείει τον διαπολιτισμικό διάλογο στα πλαίσια της πολυπολιτισμικής πλέον κοινωνίας, στην οποία ζούμε, όπου τα όρια των πολιτισμών καταλύθηκαν και εξαιτίας της συμβίωσης των πολιτισμών νέα προβλήματα εμφανίστηκαν στις σχέσεις των ανθρώπων. Στα νέα πολιτισμικά δεδομένα η ακαδημαϊκή θεολογία καλείται να είναι έλλογα ανεκτική, χωρίς όμως να αποκλείεται σ’ αυτήν και κάποια ενδεχόμενη κριτική εναντίον του συγχρόνου πολιτισμού για την συμβολή του στην αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου. Με την στάση της αυτή από τη μια συμβάλλει στην απελευθέρωση του πολιτισμού από εξαρτήσεις της θεσμικής αμαρτίας και από την άλλη στην μεταμόρφωσή του νοηματοδοτώντας τον εκ νέου με βάση τους λόγους των όντων, οι όποιοι αποκαλύπτουν τον σκοπό - τέλος της δημιουργίας.
Η Ορθόδοξη ακαδημαϊκή θεολογία, πάντως, δεν καλείται να υποκαταστήσει την χαρισματική θεολογία, ούτε όμως δικαιούται να παρουσιάζει άλλην, εκτός από την αυθεντική Θεολογία της Εκκλησίας. Έργο της είναι να προσεγγίζει, να διερευνά και να παρουσιάζει επιστημονικά το περιεχόμενο της πρωτογενούς Θεολογίας της Εκκλησίας, να διακρίνει και να γνωστοποιεί τα κριτήρια της αληθινής θεολογίας.
Με τον τρόπο αυτό θα πετυχαίνεται και θα ισχυροποιείται όλο και περισσότερο η σύζευξη της χαρισματικής με την ακαδημαϊκή θεολογία. Και όλα αυτά θα προωθούνται, μόνον όταν ως εκφραστές της ακαδημαϊκής θεολογίας δεν θα είμαστε ανυποψίαστοι και ως προς τα βιωματικά δεδομένα.
Η ακαδημαϊκή θεολογία, όταν δεν έχει τις παραπάνω προδιαγραφές, όταν στερείται, την βιωματικώς εκκλησιαστική εκφορά της, είναι στοχαστική θεολογία και πτωχή πνευματικώς. Προσεγγίζει με κτιστό τρόπο την πραγματικότητα και εκφράζει, στην καλύτερη περίπτωση, ελλειπώς τα πράγματα και σε ορισμένες περιπτώσεις, δυστυχώς, και εσφαλμένα.
[1]Αποτελεί Εισήγηση στο Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο, που έγινε στο Βουκουρέστι (8-14/11/2003), προς τιμήν του Δογματολόγου π. Δημητρίου Στανιλοάε. Δημοσιεύτηκε στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Γεώργιο Μαντζαρίδη, με τον τίτλο: Θεολογία και κόσμος σε διάλογο, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 521-534.
[2] Α Ιω. 1,1-2.
[3] Β Πέτρ. 1,21.
[4] Βλ. Λόγος 23, 3, PG 36, 13CD: «ου παντός, ω ούτοι, το περί Θεού φιλοσοφείν, ου παντός· ουχ ούτω το πράγμα εύωνον, και των χαμαί ερχομένων. Προσθήσω δε, ουδέ πάντοτε, ουδέ πάσιν, ουδέ πάντα, αλλ’ έστιν ότε, και οις και εφ όσον».
[5] Βλ ο.π. 13D: «Ου πάντων μεν, ότι των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία, και προ τούτων, και ψυχήν και σώμα κεκαρθαμένων, ή καθαιρομένων, το μετριώατον».
[6] Βλ. ο.π. 16Α: «Ότε δε; Ηνίκα αν σχολήν άγωμεν από της έξωθεν ιλύος και ταραχής, και μη το ηγεμονικόν ημών συγχέηται τοις μοχθηροίς τύποις πλανωμένοις, οίον γράμμασι πονηροίς αναμιγνύντων κάλλη γραμμάτων, ή βορβόρω μύρων ευωδίαν. Δει γαρ τω όντι σχολάσαι, και γνώναι Θεόν· και όταν λάβωμεν καιρόν, κρίνειν θεολογίας ευθύτητα».
[7] Βλ. ο.π. 16Α: «Τίσι δε; Οις το πράγμα διά σπουδής, και ουχ εν τι των άλλων».
[8] Βλ ο.π. 16 ΑΒ: «Τίνα δε φιλοσοφητέον, και επί πόσον; Όσα ημίν εφικτά, και εφ όσον η του ακούοντος έξις εφικνείται και δύναμις».
[9]Βλ. Ιω. 14, 21-23: «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστίν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου, καγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν· ...εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ αυτώ ποιησόμεθα».
[10] PG 35, 1080Β
[11] Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος Α’ 3, 42, Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. Α’, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 453.
[12] Βλ. σχετικά Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’ , Εισαγωγή στη θεολογική γνωσιολογία, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 21.
[13] Την έρευνα αυτή πραγματοποίησε το 1992 ο Τομέας Δογματικής Θεολογίας του ΑΠΘ με την επιστημονική ευθύνη του συναδέλφου κ. Λ. Σιάσου.
[14] Η αποσπασματική γνώση όμως οδηγεί συνήθως στην έπαρση
και δεν βοηθά καθόλου στην επιτυχία του σκοπού της σπουδής. Έτσι, ο
σημερινός φοιτητής δεν οδηγείται στην ορθή στοιχείωση του ορθοδόξου
θεολόγου, που είναι η συγκροτημένη επιστημονική θεολογική γνώση
σε συνδυασμό με τον εκκλησιαστικό, εμπειρικό και βιωματικό τρόπο
πρόσκτησης αυτής της γνώσης.
και δεν βοηθά καθόλου στην επιτυχία του σκοπού της σπουδής. Έτσι, ο
σημερινός φοιτητής δεν οδηγείται στην ορθή στοιχείωση του ορθοδόξου
θεολόγου, που είναι η συγκροτημένη επιστημονική θεολογική γνώση
σε συνδυασμό με τον εκκλησιαστικό, εμπειρικό και βιωματικό τρόπο
πρόσκτησης αυτής της γνώσης.
[15] Βλ. σχετικά, Μ. Μπέγζου, Το μέλλον του παρελθόντος, Κριτική εισαγωγή στη θεολογία της Ορθοδοξίας, Αθήνα 1993, σ. 56-60. Πρβλ. Γ. Γαλίτη, «Θεολογία και εμπειρία. Το μήνυμα του αγίου Γρηγορίου Παλαμά στην εποχή μας», στο Πρακτικά Διεθνών Επιστημονικών Συνεδρίων Αθηνών και Λεμεσού, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην Ιστορία και το παρόν, Άγιον Όρος 2000, σ. 487-488.
[16] Βλ σχετικώς: Διονυσίου Αρεοπαγείτου. Επιστολή Θ’ , PG 3, 1105 D: «Άλλως τε και τούτο εννοήσαι χρη, το διττήν είναι την των θεολόγων παράδοσιν, την μεν απόρρητον και μυστικήν, την δε εμφανή και γνωριμωτέραν· και την μεν συμβολικήν και τελεστικήν, την δε φιλόσοφον και αποδεικτικήν, και συμπέπλεκται τω ρητώ το άρρητον. Καί το μεν πείθει και καταδείται των λεγομένων την αλήθειαν, το δε δρα και ενιδρύει τω Θεώ ταις αδιδάκτοις μυσταγωγίαις».
[17] Βλ σχετικά Λ. Σιάσου, Αίμα σταφυλής, Αθήνα 1998, 149-155.
[18] Βλ. σχετικά, Συμεών του Νέου Θεολόγου, Θεολογικός πρώτος 14 και 16, στο Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών 19Β, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 48-49 και 54.
[19] Βλ. Ιω. 8,26. «καγώ α ήκουσα παρ’ αυτού, ταύτα λαλώ εις τον κόσμον» και 8,28 «καθώς εδίδαξέ με ο Πατήρ, ταύτα λαλώ». Πρβλ. Ιω. 12,49: «εγώ εξ εμαυτού ουκ ελάλησα, αλλ’ ο πέμψας με Πατήρ αυτός μοι εντολήν δέδωκεν τι είπω και τι λαλήσω». Το ίδιο ισχύει και για το Άγιο Πνεύμα. Βλ. Ιω. 16,13: «ου γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα ακούσει λαλήσει».
Δημητρίου Ι. Τσελεγγίδη - ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗ
Μελέτες Συμβατικής Θεολογίας, Εκδόσεις Πουρναρά Θεσσαλονίκης