ΕυαγγελικόΑνάγνωσμα: Λουκ. ιδ΄ 16 – 24
Μεγαλόπρεπο το Δείπνο της βασιλείας του Θεού. Μεγαλόπρεπο το Δείπνο και πλούσιοσε πνευματικά αγαθά, όπως και ο Θεός ο οποίος το ετοίμασε για χάρη των ανθρώπωνκαι τους οποίους εκάλεσε να γίνουν συμμέτοχοι αυτών των αγαθών. Το Δείπνο είναικαθορισμένο, αλλά και καλά προετοιμασμένο. Άρα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ούτεη ποιότητα ούτε και ο χρόνος προσφοράς του, γιατί, όπως διαβεβαιώνει δια τουαπεσταλμένου του, «ότι ήδη έτοιμά εστι πάντα», όλα είναι πια έτοιμα.
Πλούσιο, λοιπόν, Δείπνο και πρόσκληση συμμετοχής σ’ αυτό όχι μόνο γενική καικαθολική, αλλά ιδιαίτερα και πρόσκληση προσωπική. Όπως ένας προς ένα έχουνπροσκληθεί οι άνθρωποι για να συμμετάσχουν στο Δείπνο, έτσι και ένας προς έναπροσκαλούνται για να παρακαθίσουν στο Δείπνο. Όπως η πρόσκληση ήταν προσωπική,έτσι και η συμμετοχή θα έπρεπε να ήταν απόφαση όχι μόνο προσωπική, αλλά να ήτανκαι απόφαση συνειδητής επιλογής.
Όμως ποια ήταν η ανταπόκριση των ανθρώπων στη μεγάλη και τιμητική αυτήπρόσκληση; Δυστυχώς, ήταν όχι μόνο αρνητική, αλλά και αποκαρδιωτική. Πρώτον, γιατίήταν καθολική, αφού «ήρξαντο από μιάς παραιτείσθαι πάντες». Καθολική άρνηση σαννα ήταν προσυνεννοημένοι κάτι που εκφράζει την κοινωνική κατάσταση της εποχής,ή της κάθε εποχής. Η κατάσταση ήταν αποκαρδιωτική όχι μόνο από την καθολικότητατης άρνησης, αλλά και από τους λόγους που ο καθένας επικαλέσθηκε για ναδικαιολογήσει την άρνησή του και τη μη συμμετοχή του στο μεγάλο εκείνο δείπνο.Κοινό χαρακτηριστικό όλων, η απροθυμία και η άρνηση. «Αγρόν ηγόρασα», είπε οπρώτος «και έχω ανάγκη να πάω να το δω». Μια απάντηση που έγινε παροιμιώδης καιπου εκφράζει διαχρονικά την πλήρη αδιαφορία.
Ο δεύτερος, για να δικαιολογήσει τηνάρνησή του, επικαλείται επαγγελματικούς λόγους. Και αυτοί οι επαγγελματικοίλόγοι όχι μόνο τον απορρόφησαν, αλλά και τον έκαναν άπληστο και, προ πάντων,υλόφρονα. Όχι ένα, όχι δύο, ούτε τρία, αλλά «ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε καιπορεύομαι δοκιμάσαι αυτά». Ο αριθμός «πέντε» δεν υποδηλώνει μόνο εμπορικήδραστηριότητα, ή και απληστία, αλλά κυρίως υποδηλώνει την πλήρη υποταγή τουανθρώπου στις πέντε του αισθήσεις. Αν ο πρώτος ήταν αδιάφορος για πνευματικά ήηθικά θέματα, ο δεύτερος δεν εκδηλώνει μόνο αδιαφορία, αλλά είναι καιυποδουλωμένος στην ύλη, την οποίαν υπηρετεί με όλα του τα πάθη.
Ο τρίτος θα προβάλει σαν δικαιολογία της άρνησής του το γάμο και τηνοικογένεια. Σαν άλλος Αδάμ μεταθέτει την ευθύνη των πράξεών του στη γυναίκα.«Γυναίκα έγημα». Είμαι νιόπαντρος. Μια δικαιολογία που φανερώνει όχι μόνο τηναπορρόφηση από τις οικογενειακές ανέσεις και απολαύσεις, αλλά και στο ότι οι άλλοι– γυναίκα, παιδιά, συγγενείς – τον εμποδίζουν από του να ασκήσει τα θρησκευτικάτου καθήκοντα. Σαν να λέει «φταίνε οι άλλοι! Φταίει η γυναίκα! Φταίει γενικά ηοικογένεια». Ξεχνά ότι η οικογένεια είναι η «κατ’ οίκον Εκκλησία» (Ρωμ. ιστ΄5). Ξεχνά ότι η οικογένεια είναι φυτώριο αγίων και εργαστήριο αρετής. Μέσα στοχώρο της οικογένειας θα καλλιεργηθεί η θρησκευτικότητα, θα θεμελιωθεί το ήθοςκαι η αγιότητα, καθώς και η αγάπη προς την πατρίδα, αλλά και ολόκληρη τηνκοινωνία. Όλα τα πιο πάνω δε θα διδαχθούν μόνο θεωρητικά, αλλά με πρακτικότρόπο. Θα διδαχθούν με τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς των γονιών. Γιατί οιγονείς είναι το πρώτο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσονται τα παιδιάκαι το οποίο στη συνέχεια μιμούνται.
Μιλούμε σήμερα για παραβατικότητα των νέων. Ψάχνουμε να θεσπίσουμε νόμους καικανονισμούς. Δε θα διαφέρουμε από τους στρουθοκάμήλους αν δε δούμε κατάματα τηναλήθεια. Ότι δηλαδή η οικογένεια είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας. Άρα, ανθέλουμε διόρθωση της κοινωνίας, ξεκινούμε με διόρθωση της οικογένειας, μεδιόρθωση του εαυτού μας, δημιουργώντας τα σωστά πρότυπα. Και σωστό πρότυποσημαίνει συμφωνία λόγων και έργων. Χρειάζεται ο αυτοσεβασμός για να θεμελιώσωτο σεβασμό προς τους άλλους. Οι νόμοι και οι κανονισμοί υπάρχουν για να τουςεφαρμόζω και να τους σέβομαι πρώτα εγώ και μετά οι άλλοι. Αυτό που δεσέβομαι εγώ, πώς θα το επιβάλλω στους άλλους; Κατά συνέπεια, μόνο με τη δικήμας διόρθωση θα υπάρξει και διόρθωση στην ευρύτερη κοινωνία.
Οι καλεσμένοι της παραβολής πρόταξαν τρεις διαφορετικούς λόγους για ναδικαιολογήσουν την άρνησή τους. Το Δείπνο όμως δεν ματαιώθηκε, ούτε και ηπρόσκληση έλαβε τέλος. Η πρόσκληση του Θεού είναι προσωπική και άρα διαχρονική.Αρνήθηκαν οι Ιουδαίοι να την δεχθούν. Έτσι ο Θεός απευθύνθηκε στα έθνη.Απευθύνεται στους Χριστιανούς και πάλι λίγο πριν το γεγονός της ενανθρώπησης.Όμως, σαν Χριστιανοί πόσοι και πόσο βιώνουμε αυτό το γεγονός; Μήπωςπεριοριζόμαστε σ’ ένα εξωτερικό διάκοσμο, όπως ακριβώς και οι βιτρίνες τωνημερών, ή αρκούμαστε να συμμετάσχουμε στα λεγόμενα «ρεβεγιόν» για να νιώθουμεΧριστούγεννα; Αλλά και όσοι βρισκόμαστε στην Εκκλησία, ανταποκρινόμαστε στηνπρόσκληση για συμμετοχή στο Δείπνο της βασιλείας του Θεού, τη Θεία Κοινωνία; Σ’αυτή την πρόσκληση που επαναλαμβάνεται κάθε φορά που τελείται το μυστήριο τηςΘείας Ευχαριστίας με τα λόγια «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε»,πόσοι απαντούμε θετικά; Κι ακόμη περισσότερο, όσοι ανταποκρινόμαστε θετικά,μήπως η συμμετοχή μας στο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας έγινε μια απλή συνήθεια;Πόσοι πλησιάζουμε στο μυστήριο με τη συναίσθηση του φόβου του Θεού, ή την πίστηότι ζούμε το γεγονός της Ενανθρώπησης του Θεού και ζούμε πραγματικά τη δική μαςανάσταση; Γιατί, για να ζήσουμε την ανάσταση, πέρα από την πίστη στο Θεό και τοφόβο του Θεού, πρέπει να σηκώσουμε και το δικό μας σταυρό που είναι η αγάπη.Γιατί η αγάπη είναι θυσία!
Αδελφοί μου, πλησιάζουν Χριστούγεννα. Ο Ιησούς, με τη μορφή του «δούλου» τηςπαραβολής, μας προσκαλεί και σήμερα «έρχεσθαι ότι έτοιμά εστι πάντα». Μας καλείνα μετατρέψουμε το σπήλαιο της καρδιάς μας σε νέα Βηθλεέμ απ’ όπου θαδιαλαλείται η ενανθρώπηση πλέον και σαν εσωτερική μαρτυρία ο απόηχος της οποίαςθα αντανακλά στην όλη ζωή και συμπεριφορά μας. Εμπρός, λοιπόν, κανέναεπάγγελμα, καμιά ασχολία, καμιά οικογενειακή υποχρέωση ας μη σταθεί εμπόδιο γιατη συμμετοχή μας στο μεγάλο αυτό Δείπνο της βασιλείας του Θεού. Άρνησή μαςσημαίνει και οριστικό αποκλεισμό. Ο Κύριος είναι σήμερα σαφής: «Λέγω γαρ υμίνότι ουδείς των ανδρών εκείνων των κεκλημένων γεύσεταί μου του δείπνου». Εμείςσε ποιους ανήκουμε, στους «εκλεκτούς» ή στους «κεκλημένους»; Η απόφαση είναιπροσωπικά δική μας. Ας ευχηθούμε να καταταχθούμε στην ομάδα των «εκλεκτών».Αμήν.
ΘεόδωροςΑντωνιάδης –Μητρόπολη Πάφου