Η αγάπη ως τρόπος ζωής των χριστιανών
Στο 13ο κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του, ο απόστολος Παύλος συνθέτει έναν αριστουργηματικό ύμνο προς την αρετή της αγάπης, που είναι η κυριότερη ενέργεια του Θεού προς τον άνθρωπο, συμπεριλαμβάνει τα πάντα, και χωρίς την οποία δεν μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει το θέλημα του Θεού, να ενωθεί μαζί Του κατά χάριν και να σωθεί. Άλλωστε ο Θεός μάς αγάπησε πρώτος και έστειλε τον Υιό του, που θυσιάστηκε για να μας ελευθερώσει από τις αμαρτίες μας και να μας χαρίσει τη νέα εν πνεύματι ζωή (βλ. Α΄ Ιω. 4,9-10). «Αρχή και τέλος αρετής απάσης η αγάπη» (48,795), διδάσκει και ο χρυσός πατέρας της Εκκλησίας, Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Ο απόστολος των εθνών ξεκαθαρίζει ότι ακόμη κι αν κάποιος ήταν άξιος να μιλήσει όλες τις γλώσσες των ανθρώπων αλλά και των αγγέλων, γνώριζε όλες τις επιστήμες και κατείχε όλες τις γνώσεις, ήταν ο μεγαλύτερος προφήτης και έκανε μάλιστα και μοναδικά θαύματα, μοίραζε σε αγαθοεργίες όλη του την περιουσία ή έδινε τη ζωή του ως μάρτυρας της πίστεως, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΑΓΑΠΗ, τότε σε τίποτα δεν θα τον ωφελούσαν όλα τα προτερήματά του και οι φιλανθρωπίες του, αφού δεν θα γνώριζε ή δεν θα κατόρθωνε να εντρυφήσει στην ρίζα και πηγή όλων των αρετών, την αγάπη. Η αγάπη, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, είναι μεγαλύτερη ακόμη και από την πίστη και την ελπίδα. Διότι στην αιώνια ζωή οι δύο αυτές κορυφαίες αρετές δεν θα χρειάζονται πια, αφού θα βλέπουμε το Θεό πρόσωπο με πρόσωπο και θα βιώνουμε συνεχώς την άκτιστη δόξα Του. Η αγάπη όμως θα παραμείνει ως τρόπος ζωής των αναγεννηθέντων και υιοθετηθέντων στο όνομα του Ιησού Χριστού παιδιών του ουράνιου Πατέρα.
Η αγάπη βέβαια για να είναι ολοκληρωμένη είναι απαραίτητο να εφαρμόζεται στην προσωπική μας ζωή και να γίνεται πράξη. Είναι αλήθεια ότι αρχής γενομένης από την πρωτοχριστιανική ζωή, και στη συνέχεια με τους εκκλησιαστικούς Πατέρες, η Εκκλησία εφάρμοσε (και εφαρμόζει διαρκώς), για πρώτη φορά ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΑ, τα κοινωνικά συσσίτια υπέρ των αναξιοπαθούντων, των πενήτων και αναγκεμένων συνανθρώπων μας, όταν τα κράτη στερούνταν κάποτε σχετικής μέριμνας. Η πόλη της φιλανθρωπίας και της αγάπης που ίδρυσε ο Μέγας Βασίλειος, η γνωστή ‘Βασιλειάδα’, παραμένει διαχρονικό παράδειγμα τού τι σημαίνει να είσαι πραγματικά άνθρωπος σε κατανόηση και προσφορά. Αλλά και τα ξακουστά συσσίτια του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος έτρεφε καθημερινά 5.000 ανθρώπους, φανερώνουν ότι δίνει κανείς ουσιαστικά όταν δίνει από τα βάθη της υπάρξεώς του και όταν η χάρη του Θεού τον έχει επισκεφθεί.
Η Επί του Όρους Ομιλία του Κυρίου, η αγάπη και προς τους εχθρούς ως κύριο χαρακτηριστικό της ζωής των πρώτων χριστιανών, η εντολή του Χριστού «ίνα αγαπάμε αλλήλους», η υπέροχη παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, που επισημαίνει ποιος αγαπά πραγματικά και ποιος προφασίζεται ιδιοτελώς την αγάπη, τα λόγια του Χριστού πάνω στον σταυρό: «Πατέρα, συγχώρεσε τους, δεν ξέρουν τι κάνουν» (Λουκ. 23,34), η συγχώρεση από τον πρωτομάρτυρα Στέφανο όσων τον λιθοβολούσαν και τελικά τον φόνευσαν (Πράξ. 7,60), καθώς και η φυγάδευση από τον άγιο Διονύσιο Ζακύνθου, τέλος 16ου αι., του ίδιου του φονιά του αδελφού του, φανερώνουν ότι χωρίς αγάπη δεν υπάρχει γνήσια χριστιανική ζωή, παρά μόνο μια άσχημη ιδεολογική απομίμησή της. Όταν αγαπά κάποιος τον Θεό, οφείλει να αγαπά και την εικόνα Του, που είναι ο συνάνθρωπος. Διότι δεν μπορεί να ισχυρίζεται κάποιος ότι αγαπά τον Θεό, που άλλωστε εξωτερικά δεν τον βλέπει, και να μην δείχνει την αγάπη του στους διπλανούς του (ή πολύ χειρότερο να τους μισεί), όταν εξάλλου κάθε μέρα τους συναντά και μάλιστα συγχρωτίζεται μαζί τους (Α΄ Ιω. 4,19-21).
Ας ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Χριστού, ο οποίος έγινε άνθρωπος για να ευεργετήσει, να συνδράμει και να θεραπεύσει τους πάντες (Πράξ. 10,38). Αυτός είναι ο μόνος ιατρός ψυχών και σωμάτων, που με τη σταυρική του θυσία δίδαξε όχι μόνο πως η συγχωρητικότητα είναι η θύρα για τον παράδεισο και την λύτρωση του ανθρώπου, αλλά και ότι η αγάπη είναι κατεξοχήν προσφορά και θυσία και όχι μόνο λόγια και επιδερμική νουθεσία. Τέλος, αγάπη προς το Χριστό σημαίνει να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές και διδαχές του. Διότι όποιος μένει πιστός σε ότι δίδαξε ο Χριστός, «αυτός έχει κοινωνία και με τον Πατέρα και με τον Υιό» (Β΄ Ιω. 4-9).