Βέροια - Τετάρτη 29 Ιουνίου 2012 «Βήμα» Αποστόλου Παύλου
Σεβασμιώτατε Εκπρόσωπε της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος, του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου,
Σεβασμιώτατοι Εκπρόσωποι των πρεσβυγενών και νεωτέρων Πατριαρχείων και των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών,
Εξοχώτατοι κύριοι Βουλευτές, Αξιότιμε κ. Αντιπεριφερειάρχα, αξιότιμη κ. Δήμαρχε,
Ελλογιμώτατοι κύριοι καθηγητές, αγαπητοί πατέρες, αγαπητοί αδελφοί,
«Παρακαλούντες ένα έκαστον υμών ως πατήρ τέκνα και παραμυθούμενοι και μαρτυρούμενοι εις το περιπατείν υμάς αξίως του Θεού του καλούντος υμάς εις την εαυτού βασιλείαν και δόξαν».
Δεν είναι τυχαία αυτή η αποστροφή του πρωτοκορυφαίου αποστόλου προς τους χριστιανούς της Θεσσαλονίκης ούτε φυσικά συμπτωματική. Δεν είναι έκφραση ευκαιριακού συναισθηματισμού η κενολόγου φιλοφρονήσεως. Ο απόστολος των Εθνών, ο απόστολος Παύλος, δεν παρασύρεται από εξάρσεις ούτε καταφεύγει σε ρητορικά σχήματα με σκοπό να συγκινήσει τους ακροατές του.
Αν και ουρανοβάμων, δεν αιθεροβατεί· ομιλεί τον λόγο της αληθείας και επ᾽ αυτού στηρίζει και οικοδομεί τον σύνδεσμό του με τους ανθρώπους. Όταν, λοιπόν, περιγράφει τη σχέση του με τους Θεσσαλονικείς ως σχέση πατρός προς τέκνα, ο απόστολος Παύλος εκφράζει αυτό ακριβώς το οποίο αισθάνεται η ψυχή του, και το εκφράζει με τον τρόπο ακριβώς με τον οποίο το βιώνει.
Ο απόστολος Παύλος έχει βαθύτατη συναίσθηση της κλήσεώς του από τον Θεό και της αποστολής του. Το θαύμα της μεταστροφής του στην πίστη του Ναζωραίου με την προσωπική εμφάνιση του Χριστού στον δρόμο προς τη Δαμασκό και οι ουράνιες αποκαλύψεις των οποίων έγινε θεατής και μέτοχος τον έχουν μεταβάλει από «ζηλωτή των πατρικών παραδόσεων» σε αφοσιωμένο εργάτη του αμπελώνος του Κυρίου, σε «κλητό» απόστολο ο οποίος ταυτίζεται με τον αποστείλαντα αυτόν Ιησού Χριστό, ώστε να δηλώνει ευθαρσώς το «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».
Το βίωμα της προσωπικής του συναντήσεως με τον Ιησού τον έχει μεταποιήσει από διώκτη σε πιστό μαθητή του Κυρίου, ο οποίος έχει χρέος να «μαθητεύσει πάντα τα έθνη»· τον έχει μετασχηματίσει σε κήρυκα του ευαγγελίου, ο οποίος καλείται να αναγεννήσει εν Χριστώ τους ανθρώπους και να τους προσαγάγει στην ουράνια ποίμνη του αρχιποίμενος Χριστού.
Σε αυτό το πνευματικό πλαίσιο κινείται ο μέγας απόστολος, ο οποίος δεν φείδεται κόπου και μόχθου, ο οποίος δεν δειλιάζει ενώπιον «εθνών και βασιλέων», ο οποίος δεν υπολογίζει τις οδοιπορίες, τις ταλαιπωρίες, τις φυλακίσεις, τους διωγμούς, τους κινδύνους εκ γένους και εξ εθνών, προκειμένου να κηρύξει τον ζώντα Θεό, ο οποίος «έδωκεν» εις τους πιστεύοντας αυτόν «εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι».
Προς αυτήν την «εξουσία», προς αυτή τη δυνατότητα και τη χάρη την οποία και ο ίδιος ο απόστολος έχει βιώσει προσωπικά σε απόλυτο βαθμό, προσπαθεί να χειραγωγήσει τους ανθρώπους, σεβόμενος απολύτως την ελευθερία τους, αλλά και ταυτόχρονα παρακολουθώντας εκ του σύνεγγυς και με πατρική στοργή την κατά Θεόν πρόοδό τους, την εν Χριστώ Ιησού προκοπή όλων εκείνων, οι οποίοι με το κήρυγμά του είδαν το φως του Χριστού και κατηύγασαν με αυτό την ψυχή τους δια του αγίου βαπτίσματος.
Ο απόστολος Παύλος έχει απόλυτη συναίσθηση των δυσκολιών, τις οποίες αντιμετωπίζει κάθε πιστός προκειμένου να βαδίσει «αξίως της κλήσεως ην εκλήθη», και ιδιαιτέρως οι πιστοί της εποχής του, οι οποίοι είχαν ασπασθεί με το κήρυγμά του τη νέα θρησκεία, δεν έπαυαν όμως να είναι νεόφυτοι και να ζουν μέσα σε ένα ειδωλολατρικό και ξένο προς τη χριστιανική πίστη περιβάλλον.
Έχει απόλυτη συναίσθηση ότι το δικό του έργο δεν σταματά στο κήρυγμα του Ευαγγελίου, αλλά συνεχίζεται και με την ενίσχυση και στήριξη των πιστών, ώστε και να διατηρηθούν στην πίστη και να προοδεύσουν εν Χριστώ.
Ο απόστολος Παύλος δεν αντιλαμβάνεται την αποστολή του ως αποστολή ιεροκήρυκος, αλλά ως αποστολή πνευματικού πατρός ο οποίος δεν εγκαταλείπει τα εν Χριστώ αναγεννηθέντα τέκνα του μόνα, και αγωνίζεται και αγωνιά «άχρις ου μορφωθή Χριστός εν αυτοίς».
Γι᾽ αυτό και στις επιστολές του δεν παραλείπει να αναφέρεται σε αυτή τη σχέση πατρός και τέκνων, η οποία προφανώς τον εκφράζει περισσότερο και από τη σχέση διδασκάλου και μαθητού, διότι περιγράφει μία σχέση από την αφετηρία της, από τη γέννηση δηλαδή του πιστού στην νέα, την εν Χριστώ ζωή, η οποία δεν διακόπτεται σε καμία φάση της ζωής, αλλά συνεχίζεται δια βίου.
Η σχέση πνευματικού πατρός και τέκνων, την οποία υποστηρίζει ο ουρανοβάμων απόστολος, συμβαδίζει άριστα και με τις απόψεις του για την Εκκλησία ως μία πνευματική οικογένεια, στην οποία ασφαλώς ο «εις τύπον και τόπον Χριστού» ευρισκόμενος απόστολος έχει την ευθύνη και το βάρος της πνευματικής πατρότητος, το οποίο αναλαμβάνει και διεκπεραιώνει με άριστο τρόπο και υποδειγματική αφοσίωση ο μέγας Παύλος, όπως ακριβώς το περιγράφει στην προς Θεσσαλονικείς επιστολή του: «Παρακαλούντες ένα έκαστον υμών ως πατήρ τέκνα και παραμυθούμενοι και μαρτυρούμενοι εις το περιπατείν υμάς αξίως του Θεού του καλούντος υμάς εις την εαυτού βασιλείαν και δόξαν».
Η σχέση πνευματικού πατρός προς τέκνα για τον απόστολο Παύλο δεν περιορίζεται βεβαίως στη σχέση του με τους χριστιανούς της Θεσσαλονίκης, ούτε στη σχέση του με τους χριστιανούς της εποχής του.
Για τον πρωτοκορυφαίο των απόστολων, τον ουρανοπολίτη Παύλο η σχέση αυτή συνεχίζεται και διαρκεί μέχρι σήμερα· γιατί τέκνα του πνευματικά είμαστε και εμείς, οι οποίοι ιστάμεθα αυτήν την ώρα στο ιερό αυτό Βήμα, όπου είκοσι αιώνες πριν ακούσθηκε το γλυκύφθογγο μήνυμα του ευαγγελίου από τα χείλη του.
Τέκνα του πνευματικά είμαστε και εμείς, οι οποίοι προσβλέπουμε προς αυτόν, «δι᾽ ου και την προσαγωγήν εσχήκαμεν τη πίστει».
Τέκνα του πνευματικά είμαστε και εμείς, και από αυτόν περιμένουμε την παραμυθία και την ενίσχυση «εις το περιπατείν υμάς αξίως του Θεού του καλούντος υμάς εις την εαυτού βασιλείαν και δόξαν».
Τέκνα του πνευματικά είμαστε και εμείς, και γι᾽ αυτό ευγνωμόνως και οφειλετικώς εκφράζουμε και με τον πανηγυρικό διορθόδοξο αυτό εσπερινό, ο οποίος κατακλείει τον κύκλο των εκδηλώσεων των ΙΖ´ Παυλείων την τιμή και τον σεβασμό μας, διότι ποτέ δεν παύει δια του λόγου και δια των πρεσβειών του σε εποχές κρίσιμες και δύσκολες για τον κόσμο και την πατρίδα μας να νουθετεί «ένα έκαστον ημών» και να μας παρηγορεί για να τρέχουμε «τον προκείμενον ημίν αγώνα, αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησού», του οποίου το όνομα γνωρίσαμε δια του δικού του κηρύγματος.
Επιτρέψατέ μου, αυτή την ώρα, να εκφράσω τις ευχαριστίες και την ευγνωμοσύνη μου δια μίαν εισέτι φορά προς τους Σεβασμιωτάτους αρχιερείς, τους εκπροσωπούντας τα πρεσβυγενή και νεώτερα πατριαρχεία και τις κατά τόπους Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, για την παρουσία τους και τη συμμετοχή τους και εις το Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριό μας και εις τις λατρευτικές εκδηλώσεις επί τη μνήμη του ιδρυτού της τοπικής μας Εκκλησίας, μεγίστου αποστόλου Παύλου, να εκφράσω τις ευχαριστίες μου προς την Επιστημονική Επιτροπή του ΙΖ´ Διεθνούς Συνεδρίου, η οποία παρίσταται και στον πανηγυρικό εσπερινό, προς τον ευαγή κλήρο και τον ευσεβή λαό της Ιεράς Μητροπόλεώς μας, τους θεοφιλείς άρχοντες και τους ευλαβείς προσκυνητές, επικαλούμενος, δια πρεσβειών του τιμωμένου αποστόλου Παύλου, τη χάρη του Θεού, η οποία εύχομαι να πληροί «πάσαν χρείαν ημών κατά το πλούτος αυτού εν δόξη εν Χριστώ Ιησού».