Δώστε ζωή στα χωριά για να σωθεί η Ελλάδα
τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πατρῶν, Χρυσοστόμου
Καθώς ἑτοιμάζω τό πρόγραμμα της περιοδείας μου γιά τίς Παρακλήσεις τοῦ Δεκαπενταγούστου, θεωρῶ χρέος μου νά ἀπευθυνθῶ στήν ἀγάπη σας, μιλώντας γιά ἕνα θέμα τό ὁποῖο εἶναι ἀπό τά πλέον καυτά γιά τήν σωτηρία τῆς πατρίδος μας. Θά μποροῦσα νά ἀπευθυνθῶ μέ ἔγγραφά μου, ὅπως τό ἔκανα κατά τό παρελθόν, σέ Ὑπουργεῖα καί Κρατικούς Φορεῖς καί παράγοντας. Ἐπειδή ὅμως διεπίστωσα, ὅτι οὐδείς ἐνδιαφέρεται γιά τήν ὕπαιθρο τῆς πατρίδας μας, ἀπεφάσισα νά ἀπευθυνθῶ σέ σένα ἀδελφέ μου, σέ ὅλους σας, ὅσοι ξεκινήσατε ἀπό τά εὐλογημένα χωριά μας καί σταθήκατε στά πόδια σας, κάνοντας προκοπή μέσα στήν κοινωνία. Γιά νά λυθῇ ἕνα πρόβλημα, πρέπει νά τό θέλῃς πολύ βαθειά, νά τό κάνῃς ὑπόθεση ζωῆς. Καί μεῖς πιστεύω, ὅτι θέλομε νά βοηθήσωμε τήν πατρίδα μας, γιατί τήν ἀγαπᾶμε πολύ.
Κανείς δέν πίστευε, ὅτι θά φτάσωμε σέ σημεῖο, νά μή συναντᾶμε ψυχή σέ κάποια ἀπό τά χωριά μας. Δέν μπορούσαμε νά φαντασθοῦμε, ὅτι σπίτια καί νοικοκυριά θά κοίτονταν χωρίς εἶδος καί κάλλος, γυμνοί μάρτυρες ἑνός ὡραίου καί εὐλογημένου παρελθόντος, μιᾶς ἐποχῆς πού γαλούχησε γενηές ἀνθρώπων μέ ἀξίες καί ἰδανικά, μέ πίστη στόν Θεό καί ἀγάπη στήν πατρίδα.
Εἶναι κρῖμα σέ κάποιες περιπτώσεις, τά πατρογονικά μας, ἐκεῖ πού ἀκόμα ἀκούεται ἡ φωνἠ καί ἡ ἀνάσα τῶν γονέων μας καί τῶν παππούδων μας, νά εἶναι πουλημένα σέ ξένους, οἱ ὁποῖοι οὐδεμίαν σχέση ἔχουν μέ τόν τόπο μας καί τόν πολιτισμό μας, μέ τήν ἰδιοπροσωπεία μας καί τήν παράδοσή μας.
Εἶναι ἔγκλημα ἡ ἐγκατάλειψη τῶν χωριῶν μας. Εἶναι ἁμαρτία. Εἶναι ἀσέβεια στήν μνήμη ὅλων ἐκείνων, πού ἀγωνίστηκαν μέ φτώχεια, μέ πόνους καί δάκρυα γιά νά μποροῦμε ἐμεῖς σήμερα νά ἀπολαμβάνωμε πολλά ἀγαθά.
Γνωρίζω, ὅτι βάζω δύσκολα καί δέν ἀγνοῶ, ὅτι οἱ καιροί ἄλλαξαν. Δέν μπορῶ ὅμως νά μείνω μέ σταυρωμένα τά χέρια καί μέ τό στόμα κλειστό, ὡς Ἕλληνας Ἱεράρχης μπροστά σ’ αὐτή τήν καταστροφή πού συντελέστηκε τά τελευταῖα χρόνια καί συνεχίζει νά συντελῆται. Ἀκόμα γνωρίζω, ὅτι ὅσοι ἔζησαν καί μεγάλωσαν σέ μεγαλουπόλεις, δύσκολα θά μέ κατανοήσουν, ἀφοῦ βλέπουν μόνο φολκλορικά, τά ὅσα ἀφοροῦν στά χωριά μας καί στήν παράδοσή μας. Καί βέβαια γι’ αὐτό τό θέμα, δέν φταῖνε οἱ ἴδιοι. Ὅμως εἶμαι βέβαιος, ὅτι ὅποιος γεννήθηκε καί μεγάλωσε σέ χωριό, θά μέ δικαιώσῃ πλήρως, ὅπως ἐπίσης καί ὅποιος βλέπει καθαρά μέ ξάστερα μάτια τό μέλλον τοῦ τόπου μας.
Ραγίζει ἡ ψυχή μου, ὅταν ἐπισκέπτωμαι τά μικρά χωριά μας καί ἀντικρύζω τά πρόσωπα τῶν γερόντων, γεμάτα παράπονο, τό ὁποῖο μέσα ἀπό τήν γαλήνη πού ἀποπνέει ἡ ματιά τους, σοῦ δημιουργεῖ ἐνοχές γι’ αὐτό πού δέν ἠθέλησες ἤ πού δέν μπόρεσες νά κάνῃς τόσα χρόνια, γιά νά σωθῇ ὁ τόπος.
Ὅταν ἀκοῦς ἀπό τά ἁγιασμένα στόματά τους: «Δέν φεύγουμε ἀπό ἐδῶ, φυλᾶμε τόν τόπο!», αἰσθάνεσαι τήν ἀνάγκη νά σκύψῃς, νά τούς φιλήσῃς τό χέρι, νά τούς ἀγκαλιάσῃς, νά τούς ἀσπαστῇς στό μέτωπο, νά τοῦς πῇς «μπράβο σας» γιά τήν ἐθνική προσφορά.
Ὅταν ἐνθρονίστηκα στήν Πάτρα, στήν προσφώνησή του ἕνας ἐκ τῶν πολιτικῶν Ἀρχόντων (τό ἐνθυμεῖται κάθε φορά πού συναντούμεθα), μοῦ εἶπε μεταξύ τῶν ἄλλων:«Σεβασμιώτατε, θέλουμε νά ἐπισκέπτεσαι τά χωριά μας, νά λειτουργῇς καί στήν ὕπαιθρο, ὄχι μόνο μέσα στήν πόλη τῶν Πατρῶν». Τόν ἤκουσα μέ προσοχή καί ἔνοιωσα χαρά καί συγκίνηση γιά αὐτό πού μοῦ εἶπε. Βρῆκα, σκέφτηκα, κάποιον πού ἔχει τόν ἴδιο πόνο μέ μένα γιά τόν τόπο μας. Κάθε φορά πού πηγαίνω σέ ἕνα χωριό, παίρνω δύναμη, αἰσθάνομαι περισσότερο Ἕλληνας, πιό κοντά στίς ρίζες μας. Λειτουργῶ σέ ταπεινούς Ναούς τῶν χωριῶν μας καί σέ ἐξωκκλήσια φτωχά καί αἰσθάνομαι πολλή μεγάλη χαρά, ὅπως ὅταν λειτουργῶ στόν μεγάλο Ναό τοῦ Πολιούχου μας ἤ σέ ἄλλους λαμπρούς Ναούς τῶν Πατρῶν. Σέ κάποιες περιπτώσεις οἱ ἄνθρωποι εἶναι «τόσοι», πού χωρᾶνε ἄνετα σέ μιά φωτογραφία ἔξω ἀπό τόν Ναό, γιά νά θυμοῦνται τήν ἐπίσκεψη τοῦ Δεσπότη. Θυμᾶμαι σέ κάποιο χωριό, μιά γερόντισσα πού ἄργησε μέσα στήν Ἐκκλησία καί δέν πρόφτασε νά φωτογραφηθῇ μαζί μέ τούς ἄλλους. Ἔκλαιε ἀπό τήν λύπη της, ἕως ὅτου τῆς εἶπα, ὅτι εἶναι ἡ πιό τυχερή, γιατί θά φωτογραφηθῇ μόνη της μέ τόν Δεσπότη.
Νά ξέρατε, πόσο στενοχωριέμαι, ὡς ἄνθρωπος, ὅταν τήν ἑπόμενη φορά πού ἐπισκέπτομαι τά χωριά, κάποιοι ἀπό τούς ἀγαθούς γέροντες λείπουν, γιατί ἔφυγαν γιά τόν οὐρανό! Ὅμως τούς ἐπισκέπτομαι ἐκεῖ πού ἀναπαύονται, τούς χαιρετῶ καί τρισάγιο τελῶ προσευχόμενος γιά χάρη τους. Ἐκείνη τήν ὥρα, μυστικά ἀκούω τήν φωνή τους, ἀκούω πολλές φωνές, βλέπω μάτια νά μέ κοιτάζουν καί νά μέ ἱκετεύουν. «Μήν ἀφήσῃς Δεσπότη μου, νά ρημάξουν τά χωριά μας. Μήν ἀφήσῃς, νά ξεχαστῇ ὁ τόπος μας».
Παίρνω, λοιπόν, τήν δική τους ἁγνή καί πονεμένη φωνή καί τήν μεταφέρω μέ τόν δικό μου στόμα σέ σᾶς καί πατρικά παρακαλῶ σας. Γυρίστε στά σπίτια σας. Περιποιηθῆτε τα. Μή τά ἀφήσετε, νά γκρεμιστοῦν. Πάρετε τά παιδιά σας ἀπό τό χέρι καί πηγαίνετέ τα ἐκεῖ, ἀπ’ ὅπου ξεκινήσατε. Μιλῆστε τους γιά τήν καταγωγή σας, γιά τήν καταγωγή τους, γιά τούς προγόνους τους, γιά τούς δικούς σας ἀγῶνες, μέχρι νά καταφέρετε καί ἐπιτύχετε τήν ὅποια σταδιοδρομία σας στήν ζωή. Πεῖτε τους, ὅτι κάθε πέτρα εἶναι ποτισμένη μέ αἶμα καί μέ δάκρυ καί ἱδρῶτα. Κάθε δέντρο ἔχει ἀκούσει στεναγμούς, κλάματα καί τραγούδια, ὅλων ὅσοι ἀκούμπησαν στήν ρίζα του καί τόν κορμό του καί δέχτηκαν τό εὐεργετικό του ἴσκιο.
Ὅταν πρίν ἀπό λίγους μῆνες συνοδεύοντας τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπό μας κ. Ἱερώνυμο, βρέθηκα στήν Κύπρο, ἄκουσα κάποια παιδιά νά ἀπαντοῦν στό ἐρώτημα, «ἀπό ποῦ κατάγεσαι;». «Ἀπό τό τάδε χωριό τῆς Κερύνειας». Αὐτά τά παιδιά οὔτε γεννήθηκαν ἐκεῖ, οὔτε εἶχαν ἐπισκεφθῆ τόν κατεχόμενο ἀπό τούς Τούρκους τόπο. Καί ὅμως ἔχουν βαθειά ριζωμένη στήν καρδιά τους τήν ἀγάπη στόν τόπο τῆς καταγωγῆς τους. Εἶπα «εὖγε σέ σᾶς καί στούς γονεῖς σας. Ὅσο ξέρετε ἀπό ποῦ κατάγεστε καί ὁμολογῆται αὐτή τήν καταγωγή, οὔτε σπιθαμή γῆς δέν θά χαθῆ...».
Μακάρι καί ὅσα παιδιά γεννήθηκαν καί μεγάλωσαν ἤ μεγαλώνουν στίς μεγαλουπόλεις, ὅπως εἶναι ἡ Πάτρα, ἔχοντας τήν βαθειά συνείδηση τῆς καταγωγῆς τους ἀπό κάποιο χωριό, νά τό λένε μέ καύχηση καί καμάρι καί νά «ἐπιστρέφουν» ἐκεῖ ταπεινοί προσκυνηταί, γιά νά παίρνουν δύναμη ἀπό τήν ἁγιασμένη γῆ, ἀπό τό δικό τους χῶμα, ὅπως ὁ μυθολογικός γίγαντας Ἀνταῖος.
Αὐτή τήν στιγμή ἔρχονται στό μυαλό μου τά λόγια τοῦ Παλαμᾶ:
«Τό σπίτι πού γεννήθηκα
κι ἄς τό πατοῦν οἱ ξένοι
στοιχειό εἶναι πού μέ προσκαλεῖ
στοιχειό πού μέ προσμένει...».
Καί ἄν δέν εἶναι ἐφικτό νά μένετε στό χωριό σας μονίμως, λόγῳ τῶν ἐπαγγελματικῶν σας ἤ ἄλλων ἐνασχολήσεων, γυρίστε τό Σαββατοκύριακο στό σπίτι σας, μείνετε ἐκεῖ, ξαναζωντανέψτε τόν τόπο σας, ἐκκλησιαστῆτε στόν Ναό τοῦ χωριοῦ σας, ὥστε νά πάρουν δύναμη ὅσοι μένουν ἐκεῖ, νά αἰσθανθοῦν, ὅτι δέν εἶναι μόνοι.
Ὡς Ἐκκκλησία κάνομε ὅ,τι δυνάμεθα γιά νά κρατηθοῦν ζωντανά τά χωριά μας. Στήν ἐπαρχία μας, ὅλα τά χωριά ἔχουν Ἱερέα. Καί οἱ οἰκισμοί ἐξυπηρετοῦνται ἀπό τόν Ἱερέα τῆς γειτονικῆς ἐνορίας. Σέ ὅλους τούς Ναούς στά χωριά μας καί στά μικρά ἐξωκκλήσια, τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία καί μέ τούς ὀλίγους πού μένουν στά μικρά χωριά. Τώρα πού ἔκλεισαν τά σχολεῖα, ἔφυγε ἡ ἀστυνομία, δέν ὑπάρχει ἕδρα κοινότητος ὅπως παληά, τώρα εἶναι περισσότερο παρά ποτέ ἀπαραίτητο, μέ τήν παρουσία μας νά βοηθᾶμε νά ἀναπνέῃ ἡ ὕπαιθρος τῆς πατρίδος μας.
Ἐλᾶτε, λοιπόν, νά πᾶμε ἐκεῖ πού εἶναι ἡ ρίζα τῆς φυλῆς μας, στά ὡραῖα χωριά μας, νά λειτουργήσωμε στίς Ἐκκλησίες σας, νά κεραστοῦμε στά σπίτια σας, νά καθίσωμε στήν πλατεία, νά πιοῦμε νερό ἀπό τήν βρύση, νά ἀνηφορίσουμε στά ξωκκλήσια, νά δοῦμε τά παιδιά μας νά χορεύουν, νά αἰσθανθοῦμε, ὅτι ζεῖ ἡ Ἑλλάδα.
Ἐλᾶτε νά σκύψωμε ἐκεῖ πού εἶναι οἱ πρωτογενεῖς πηγές τῆς ἀνάπτυξης τῆς χώρας μας. Στήν γῆ μας πού μᾶς δίνει «χρυσάφι». Ἄν δέν ξαναποτίσωμε μέ τόν ἱδρώτα μας τά χώματα μας, ἡ Πατρίδα μας δέν θά δῇ καλύτερες ἡμέρες.
Ἐλᾶτε, ἄν θέλετε νά μή χάσωμε τοῦ τόπου μας «τήν βελουδένια χάρη», ὅπως λέγει ὁ Τσάκωνας ποιητής Κώστας Οὐράνης.
Ἐλᾶτε νά ἀνοίξωμε καί τά σχολεῖα, νά τά ἀξιοποιήσωμε ὡς κέντρα πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς. Ἐλᾶτε νά ζωντανέψωμε τήν ἱστορία. Πάρετε τήν ὑπόθεση, ὅπως λέμε, στά χέρια σας. Μή περιμένετε ἀπό τήν Πολιτεία πολλά πράγματα. Στήν κακή διαχείριση τοῦ θέματος καί στήν ἀδιαφορία τῆς Πολιτείας ὀφείλεται ἡ καταστροφή τῆς ὑπαίθρου καί ἡ ἐρήμωση τῶν χωριῶν μας.
Θά τελειώσω μέ τά λόγια, τά πολύ συγκινητικά τοῦ Κυπριακοῦ τραγουδιοῦ πού διασώζει τόν καϋμό καί τόν πόνο ἑνός νέου, πού ἡ ζωή τόν ἀναγκάζει, νά φύγῃ ἀπό τό χωριό του καί ἐκεῖνος δέν θέλει νά τό ἐγκαταλείψῃ.
«’Ποπάνω εἶν’ ἡ Ἐκκλησιά
‘ποκάτω εἶν’ ἡ βρύση
πολλά μου ὄμορφο χωρκό (χωριό)
ποιός θέλει νά σ’ ἀφήσει;»
Ἄν σβήσουν τά χωριά μας, θά χαθῇ ἡ Πατρίδα μας.
Ἄς τό καταλάβομε ὅλοι μας καί ἄς κάνομε τό χρέος μας.