Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και το μοναχικόν ιδεώδες.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο μεγάλος της Εκκλησίας Πατήρ και πρύτανις των Πατέρων, ο μέγας της οικουμένης φωστήρ και «των μεγάλων μυστηρίων του Θεού μύστης και μυσταγωγός», δεν αποτελεί παρελθόν για την Εκκλησία. Αν και πέρασαν 16 και πλέον αιώνες από της μετατάξεώς του εκ της στρατευομένης στη θριαμβεύουσα Εκκλησία του Χριστού, εν τούτοις, όπως παρατηρεί σύγχρονος θεολόγος «υπερακοντίζει τα χρονικά πλαίσια της εποχής του και ως μορφή ηγετική και αποστολική, εξακολουθεί να ζεί μέχρι σήμερον δια των συγγραμ-μάτων του». Η αγία του ζωή καθίσταται αιώνιο πρότυπο και παράδειγμα γνησίου ποιμένος και ομολογητού της πίστεως. Το πλούσιο και θεοφώτιστο συγγραφικό του έργο επιβάλλεται στη συνείδηση της Εκκλησίας και καθίσταται ο χρυσούς κώδικας της ηθικής διδασκαλίας του Χριστιανισμού, ενώ με την Θεία Λειτουργία του κυριαρχεί στη λατρευτική ζωή της. Ήδη στην Δ` Οικουμενική Σύνοδο αναγνωρίζεται επίσημα ως διδάσκαλος της Εκκλησίας, στις επόμενες δε Συνόδους χαρακτηρίζεται «ως αυθεντικός μάρτυς της ορθής πίστεως». Παραθέτουμε τις γραμμές, που ακολουθούν σαν ένα ταπεινό ευλαβικό αφιέρωμα προς τον άγιο, αφιέρωμα ευγνωμοσύνης, αγάπης, μαζί και ευχαριστίας, εν όψει της εγγιζούσης εορτής του.
Πιο συγκεκριμένα θα προσπαθήσουμε να παραθέσουμε μία μόνο πτυχή, (και αυτή πολύ συνοπτικά και περιληπτικά), της ζωής και του συγγραφικού έργου του αγίου, αυτή που αφορά τον Μοναχισμό. Θα εξετάσουμε δηλαδή, πώς ο ιερός Πατήρ βλέπει και κρίνει το φαινόμενο του Μοναχισμού, ο οποίος στην εποχή της ώριμης ηλικίας του (τέλη του 4ου αιώνος), έχει εξαπλωθεί ευρύτατα μέσα στο χώρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και έχει καταστεί θεσμός της Εκκλησίας, καθώς επίσης και ποία θέση κατέλαβε αυτός στην προσωπική του ζωή. Ευθύς εξ’ αρχής πρέπει να τονίσουμε, ότι όσα ο άγιος έγραψε και εκήρυξε περί Μοναχισμού, δεν αποτελούν καρπόν μιάς ακαδημαϊκής και επιστημονικής ενασχολήσεως, αλλά καρπόν εμπειρίας και βιώσεως πάνω στην πράξη του Μοναχισμού. Διότι όπως γνωρίζουμε από την βιογραφία του, ο άγιος, τρία έτη μετά την βάπτισή του, σε ηλικία 21 ετών περίπου, ασκήτευσε επί εξαετία κατ’ αρχήν μεν κοντά σε κάποιο γέροντα Σύρο ασκητή, κατόπιν δε μόνος του μέσα σ΄ένα σπήλαιο. Δεν κατώρθωσε να εξέλθη χωρίς βλάβη της υγείας του από τις εκούσιες ταλαιπωρίες, διότι προσ-βληθείς από βαρύτατο νεφρικό νόσημα, επέστρεψε στην Αντιόχεια κατά τα τέλη του 380. Πέραν τούτου είναι άξιον πολλής προσοχής το γεγονός, ότι και κατά τον χρόνον της ποιναντικής και εκκλησιαστικής του δράσεως, οπότε πλέον ζούσε αναγκαστικά μακράν της ερήμου, μέσα στον θόρυβο των μεγαλουπόλεων της Αντιόχειας και της Κωνσταντινουπόλεως, το ιδεώδες της ασκητικής ζωής δεν έπαυσε να τον εμπνέει και να αποτελεί αδιάσπαστο χαρακτηριστικό γνώρισμα όλης της μετέπειτα ζωής του μέχρι της κοιμήσεώς του.
Οι ασκητικές πραγματείες του αγίου, εννέα τον αριθμόν, συνετάχθησαν όλες κατά τον χρόνον της μοναχικής του ζωής, έχουν περιστασιακό χαρακτήρα και εγράφησαν ως επί το πλείστον υπό μορφήν επιστολών μετά από παράκληση ωρισμένων προσώπων. Δεν έχουμε δηλαδή εδώ συστηματική διοργάνωση του μοναχικού βίου με την θέσπιση όρων και κανόνων, που διέπουν την ζωή του μοναχού, όπως την συναντούμε στα ασκητικά έργα του Μεγάλου Βασιλείου (Ηθικοί Όροι, Όροι κατά πλάτος, Όροι κατ’ επιτομήν, Ασκητική προδιατύπωσις), ή στους μοναχικούς κανόνες του Οσίου Βενεδίκτου. Επίσης δεν έχουμε μία σαφή διάκριση των δύο κλάδων του Μοναχισμού, ερημιτικού και κοινοβιακού, όπως την συναντούμε στα ασκητικά του Μεγάλου Βασιλείου και στην μεταγενέστερη ασκητική γραμματεία. Στον Μέγα Βασίλειο μάλιστα παρατηρούμε σαφή κλίση προς τον κοινοβιακό έναντι του ερημιτικού Μοναχισμού. Ωστόσο έχουμε σαφείς αναφορές τόσο της κοινοβιακής όσο και της ερημιτικής μορφής του Μοναχισμού, κυρίως στα πλαίσια των ερμηνευτικών του ομιλιών. Και οι δύο μορφές μοναχικής ζωής γίνονται εξ’ ίσου αποδεκτές χωρίς να διακρίνεται κάποια ιδιαίτερη προτίμηση, ή να τίθενται κάποιοι όροι και προϋποθέσεις για την άσκηση της μιάς ή της άλλης μορφής. Επίσης ο άγιος βλέπει τον Μοναχισμό περισσότερο σαν διδασκα-λείο αρετής και πνευματικό γυμναστήριο, κατάλληλο για την πνευματική ωρίμαν-ση του πιστού και λιγότερο σαν συγκεκριμένο θεσμό, που συνεπάγεται την ισόβια παραμονή στο Μοναστήρι, όπως αυτό φαίνεται σαφώς στην ακολουθία της μοναχικής κουράς: «Παραμενείς τω μοναστηρίω και τη ασκήσει έως εσχάτης σου αναπνοής;».Έτσι στον τρίτο λόγο του «Προς τους πολεμούντας τοις επί το μονά-ζειν ενάγουσιν», εκφράζει την άποψη, ότι όταν ο μοναχός καταρτιστεί στην αρετή και ωριμάσει, τότε μπορεί να επιστρέψει στον κόσμο, οπότε γίνεται ικανός να ωφελήση και άλλους: «Τότε ούν αυτούς καλώμεν, όταν ισχυροί γίνονται και ετέρους οίοι τε ώσιν ωφελείν…ώστε κοινόν γενέσθαι το φως, ώστε επί της λυχνίας τεθήναι τον λύχνον». Όπως εύστοχα παρατηρεί νεότερος θεολόγος, ο άγιος Χρυ-σόστομος δεν θεωρούσε την άσκηση σαν αυτοσκοπό, ούτε απέβλεπε με την ασκητική του ζωή στην ιδική του μόνον σωτηρία και τελείωση. Αντίθετα διεκήρυττε, ότι «καν άκραν φιλοσοφίαν ασκής, των δε λοιπών απολλυμένων αμελής, ουδεμίαν κτήση παρά θεώ παρρησίαν». Εξ’ άλλου και ο ίδιος, ενώ παντού στα έργα του εγκωμιάζει τον Μοναχισμό, δεν έζησε παρά ένα μικρό μόνο χρονικό διάστημα της ζωής του (μόλις 6 έτη) στην έρημο.
Η πραγματεία του «Προς τους πολεμούντας τοις επί το μονάζειν ενάγουσιν», αποτελουμένη από τρείς λόγους, έχει εμφανώς απολογητικό χαρακτήρα υπέρ του Μοναχισμού. Στον πρώτο λόγο του αντικρούει τους κατηγόρους εκείνους του Μοναχισμού, οι οποίοι έργω και λόγω αγωνίζονται να αποτρέψουν εκείνους, που επιθυμούν να ακολουθήσουν τη μοναχική ζωή, συνιστά δε στους γονείς να αποστέλλουν τα τέκνα τους σε μοναχικές αδελφότητες προς εκπαίδευση. Παρουσιάζει τον Μοναχισμό σαν αποτέλεσμα της αυξήσεως της αποστασίας του κόσμου. Η παρανομία, η αδικία και η διαφθορά έχουν κυριαρχήσει στις πόλεις. Τα πάντα έγιναν άνω κάτω. Αντιθέτως η έρημος «βρύει τω της φιλοσοφίας καρπώ» και αποτελεί «λιμένα ησυχίας». Μακάρι να επικρατούσε στις πόλεις τόσο καλή εφαρμογή των νόμων του Ευαγγελίου, ώστε να μη χρειαζόταν να καταφύγει κανείς ποτέ στην έρημο. Βέβαια παρουσιάζοντας την διαφθορά των πόλεων δεν νομοθετεί, ότι πρέπει όλοι να εγκαταλείψουν τις πόλεις και να κατοικήσουν στα βουνά, διότι δεν είναι αδύνατη η σωτηρία μέσα στον κόσμο, αλλά απλώς δυσκολότερη.
Στους δύο λόγους του «Προς άπιστον πατέρα» και «Προς πιστόν πατέρα» ο άγιος Χρυσόστομος παρουσιάζεται θερμός υπέρμαχος του Μοναχισμού, διότι και οι δύο έχουν απολογητικό και προτρεπτικό προς τον Μοναχισμό περιεχόμενο. Ειδικώτερα στον τρίτο λόγο του προβάλλεται η μοναχική ζωή, διότι στο μοναστήρι εξασφαλίζονται καλύτερες προϋποθέσεις και ευνοϊκότεροι όροι για την κάθαρση της ψυχής και την καλλιέργεια των αρετών, ιδιαίτερα για όσους είναι επιρρεπείς και ευόλισθοι στην αμαρτία. Επίσης σκέπτονται λάθος οι γονείς εκείνοι, που θέτουν σε πρώτη προτεραιότητα τη μόρφωση των παιδιών και την εξασφάλιση πλούτου και δόξας. Αναγκαιότερη από όλα αυτά είναι η απόκτηση της αρετής. Αυτό δεν σημαίνει ότι καταδικάζεται η μόρφωσις. Το άριστον είναι να συνδυάζονται και τα δύο, μεταξύ όμως των δύο προτιμότερη είναι η αρετή: «Τι ούν, κατασκάψωμεν τα διδασκαλεία; φησίν. Ου τούτο λέγω, αλλ’ όπως μη την της αρετής καθέλωμεν οικοδομήν». Επίσης γίνεται σαφής υπαινιγμός υπέρ του κοινοβιακού τρόπου ζωής, όπου «πάντα αυτοίς κοινά, και τράπεζα και οίκησις και ιμάτια. Και τι θαυμαστόν όπου γε και αυτή η ψυχή μία πάσι και η αυτή;»
Ο Μοναχισμός είναι κατά τον άγιο ό,τι εκλεκτότερο και υψηλότερο έχει να παρουσιάσει το ανθρώπινο γένος. Στο έργο του «Σύγκρισις βασιλικής δυναστείας προς μοναχόν», συγκρίνει τον μοναχό με τον βασιλέα και ανυψώνει αυτόν πάνω από το βασιλικό ή οποιοδήποτε άλλο αξίωμα. Πραγματικός βασιλεύς είναι κατά τον άγιο ο μοναχός. Και τούτο, διότι ο βασιλεύς κυριαρχεί σε πόλεις και λαούς, ε-νώ ο μοναχός στα πάθη. Ο πρώτος μάχεται προς βαρβάρους ενώ ο δεύτερος προς τους δαίμονες. Ο βασιλεύς δωρίζει χρυσάφι στους υπηκόους του, ενώ ο μοναχός την Χάρι του Αγίου Πνεύματος. Έκπτωσις του βασιλέως είναι συνήθως σφοδρή και ανεπανόρθωτη, όχι όμως και του μοναχού, ο οποίος εύκολα με την μετάνοια ανορθούται. Ο θάνατος είναι φοβερός για τον βασιλέα, ανώδυνος δε για τον μοναχό.Στη μέλλουσα ζωή ο μοναχός θα βρίσκεται σε μεγαλύτερη δόξα από τον έστω και ευλαβή βασιλέα, ο οποίος θα επιτύχει την σωτηρία.
Οι δύο λόγοι του αγίου περί κατανύξεως αποτελούν μια ενότητα, διότι ο δεύτερος είναι συνέχεια του πρώτου, αν και απευθύνονται σε διαφορετικά πρόσω-πα (ο πρώτος προς κάποιον Δημήτριον μονάζοντα και ο δεύτερος προς κάποιον Στελέχιον). Οι δύο αυτοί ευλαβείς άνδρες ζήτησαν από τον άγιο, χάριν πνευματικής ωφελείας, λόγους περί κατανύξεως. Στον πρώτο λόγο αρχίζει από τον μακαρισμό του Κυρίου «μακάριοι οι πενθούντες …» και προχωρεί στη συνέχεια στην ανάπτυξη των λόγων της επί του Όρους Ομιλίας και γενικότερα των εντολών του Χριστού, θέλοντας προφανώς να δείξει, ότι αναγκαία προϋπόθεση, η οποία θα φέρει στη συνέχεια την κατάσταση του πένθους, είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού. Δυστυχώς όμως, λέγει ο άγιος, όλοι σχεδόν σήμερα παραβαίνουν τις εντολές. Πένθος δεν είναι μόνον το να φορέσει κανείς σάκκον ή να κλεισθεί μέσα σε κελλί, αλλά το να θυμάται συνεχώς τα αμαρτήματα και να βασανίζει την συνείδηση με τους λογισμούς αυτούς και το να συνειδητοποιεί πόσο μακράν είναι της Βασιλείας του Θεού.
Στον δεύτερο λόγο του παρομοιάζει την κατάνυξη με πολύτιμο μύρο, το οποίο κατασκευάζει η ψυχή συναθροίζοντας τις αισθήσεις της από τα ερεθίσματα του έξω κόσμου. Η αναχώρηση από τον κόσμο και η απομάκρυνση από την ταραχή των βιοτικών πραγμάτων δημιουργεί άριστη ατμόσφαιρα για την κατάνυξη. Προ-βάλλεται ο απόστολος Παύλος και ο σφοδρός του έρωτας προς τον Χριστό και στη συνέχεια ο προφήτης Δαυίδ, ο οποίος, αν και ήταν βασιλεύς με πολλές μέριμνες, είχε πολύ κλαυθμό και πένθος. Είχε βαθειά συναίσθηση της μηδαμινότητος και αμαρτωλότητός του, όπως φαίνεται μέσα στους ψαλμούς του. Παράλληλα είχε διαρκή την μνήμη της κρίσεως και των ευεργεσιών του Θεού. Όλα αυτά γεννούσαν μέσα στην ψυχή του κατάνυξη. Η αιτία της ιδικής μας ψυχρότητος και αναι-σθησίας, λέγει ο άγιος, έγκειται, εκτός των άλλων, και στο γεγονός ότι δεν συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με τα κατορθώματα των αγίων. Ο τρόπος με τον οποίο πραγματεύεται το θέμα τόσο στον πρώτο λόγο όσο και στον δεύτερο μαρτυρεί, ότι είχε γευθεί τον καρπό της κατανύξεως σαν πραγματικός μοναχός.
Τα δύο δοκίμια «Προς Θεόδωρον μοναχόν» και «Προς Θεόδωρον εκπεσόντα» είναι πολύ στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, διότι το πρόσωπο του Θεοδώρου, προς το οποίο απευθύνονται, πολύ πιθανόν να είναι το ίδιο. Στο πρώτο εξ’ αυτών, ο μοναχός Θεόδωρος φαίνεται, ότι εγκατέλειψε την μοναστική του αδελφότητα και επέστρεψε στις βιοτικές μέριμνες παραβαίνοντας έτσι τις μοναστικές του υποσχέσεις. Ο ιερός Πατήρ σαν άριστος ποιμένας αναζητεί το χαμένο πρόβατο, για να το επαναφέρει στη μάνδρα της μοναστικής αδελφότητος. Γνωρίζει πολύ καλά τις μεθοδείες του διαβόλου και ότι εκείνο που πρωτίστως αυτός επιδιώκει, είναι να φέρει τον αθλητή του μοναχικού στίβου στην απόγνωση. Γιαυτό και ο κεντρικός στόχος του αγίου είναι να διώξει την απόγνωση και να εμπνεύσει θάρρος και αγωνιστικό φρόνημα στον Θεόδωρο. Με πολλά και ισχυρά επιχειρήματα και με θερμή και ειλικρινή αγάπη τον προτρέπει στην επάνοδό του στην μοναχική ζωή. Το να αθετήσει τον επουράνιο Νυμφίο και να νυμφευθεί μια γυναίκα είναι μοιχεία. Του υπενθυμίζει την φοβερά ημέρα της κρίσεως. Η δόξα, ο πλούτος και οι ηδονές του κόσμου φεύγουν σαν καπνός και όνειρο. Ποίο το κέρδος να χάσει κανείς την αιώνια ζωή για μια πρόσκαιρη ηδονή;
Στο δεύτερο δοκίμιο, ο μοναχός Θεόδωρος προφανώς έπεσε σε σαρκικό αμάρτημα, αφού εγκατέλειψε την μοναστική ζωή και συνεδέθη με κάποια Ερμιόνη.Ο άγιος κατά παρόμοιο τρόπο, όπως και προηγουμένως, προσπαθεί να τον πείσει με κάθε τρόπο να μην απελπισθεί, αλλά να ανορθωθεί από την πτώση με την μετάνοια και με την βεβαιότητα, ότι ο Θεός πάλι θα τον δεχθεί. Ο αληθινός μοναχός δεν παύει να πολεμά μέχρις εσχάτης αναπνοής και αν ακόμη πέση σε μύρια κακά, αποβλέποντας στο πέλαγος της φιλανθρωπίας του Θεού. Φέρνει πολλά παραδείγματα από την αγία Γραφή, όπως του Μανασσή, του Δαυίδ, του ασώτου, των Νινευϊτών και άλλων ανθρώπων που αμάρτησαν, αλλά κατόπιν μετενόησαν και έγιναν δεκτοί από τον Θεό. Του παρουσιάζει τις φοβερές τιμωρίες της κολάσεως, τα άπειρα αγαθά της Βασιλείας των Ουρανών και το πρόσκαιρο και απατηλό των ηδονών αυτού του κόσμου. Του εφιστά την προσοχή προ της ραθυμίας, η οποία γεννά την απόγνωση.
Όπως είναι γνωστόν ένα από τα μέτρα τα οποία έλαβε ο άγιος κατά την περίοδο της αρχιερατείας του στην Κωνσταντινούπολη μέσα στα πλαίσια των προσπαθειών του για την εξυγείανση και κάθαρση του κλήρου ήταν, ότι καταδίκασε την επικίνδυνη και σκανδαλώδη συνήθεια της συνοικήσεως κληρικών μετά μοναστριών, συγγράψας δύο δοκίμια περί του θέματος τούτου. Μία τέτοια μορφή μοναχικής ζωής είναι αδιανόητη για τον άγιο. Στο έργο του «Προς τους έχοντας παρθένους συνεισάκτους» ο άγιος, ακολουθώντας την Ορθόδοξη μοναστική παράδοση, παραθέτει μια σειρά ισχυρών επιχειρημάτων αποδεικνύοντας το αδύνατον μιάς τέτοιας συμβιώσεως. Η συνοίκηση με συνεισάκτους αποδυναμώνει, κυριολεκτικά παραλύει τον αγωνιστή και τον καθιστά μαλακότερο από το κερί. Τότε μοιάζει με λέοντα στον οποίον έχουν αφαιρεθεί τα νύχια και τα δόντια, οπότε καθίσταται «ευχείρω-τος» στον διάβολο.
Στα ασκητικά έργα του αγίου συμπεριλαμβάνεται και η εκτενής περί «Παρθενίας» πραγματεία του, στην οποία πραγματεύεται εξονυχιστικά την μία πλευρά του τρίπτυχου της μοναχικής ζωής: Παρθενία-Ακτημοσύνη-Υπακοή. Στο πρώτο μέρος του έργου καταπολεμεί την παρθενία των αιρετικών και τις περί γάμου απόψεις των. Στο δεύτερο μέρος παραθέτει την διδασκαλία του αποστόλου Παύλου περί γάμου και παρθενίας, όπως αυτή συνάγεται από το 7ο κεφάλαιο της Α` προς Κορινθίους επιστολής. Ειδικότερα στο πρώτο μέρος αποδεικνύει, ότι αληθινή παρθενία και αληθινός Μοναχισμός υπάρχει μόνο μέσα στην Ορθόδοξο Εκκλησία. Οι αιρετικοί δεν έχουν καν παρθενία, διότι ευρισκόμενοι στο ψεύδος, έχουν καυτηριασμένη την συνείδηση. Έστω και αν το σώμα τους μένει ακέραιο, έχουν όμως διαφθαρή τα νοήματα της ψυχής των. Στο σημείο αυτό άριστα συμπλέκει και συνυφαίνει ο άγιος δόγμα και ήθος, πίστη και ζωή, εις τρόπον ώστε η ορθότης του πρώτου να είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την γνησιότητα του δευτέρου. Στο δεύτερο μέρος συγκρίνει το γάμο με την παρθενία και υπογραμμίζει την υπεροχή της παρθενίας σε σχέση με τον γάμο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καταδικάζεται ο γάμος. «Καλόν ο γάμος, και δια τούτο η παρθενία θαυμαστόν, ότι καλού κρείττον εστίν, και τοσούτο κρείττον, όσω των ναυτών ο κυβερνήτης και των στρατιωτών ο στρατηγός». Ο γάμος εμφανίζεται απότοκός της παραβάσεως του Αδάμ, συνδεδε-μένος με την κατάρα και τον θάνατο, αρμόζων στην νηπιακή πνευματική κατάσταση του ανθρώπου, χρήσιμος για τον κατευνασμό της σαρκικής πυρώσεως και υπη-ρετών την παιδοποιϊαν. Ωστόσο αυτός που κακίζει τον γάμο μειώνει την δόξα της παρθενίας. Αντίθετα ο παρθενικός βίος είναι βίος ισάγγελος και οι μοναχοί είναι ουρανοπολίται, αγωνιζόμενοι να φθάσουν την πολιτεία των αγγέλων. Η παρθενική ψυχή έχει υπερκόσμιον κάλλος, διότι στολίζεται όχι με κοσμήματα, αλλά με τις αρετές. Όλες οι εξωτερικές εκδηλώσεις της προδίδουν την εσωτερική ευταξία και σαν πολύτιμο μύρο αποπνέουν την ευωδία της παρθενικής ψυχής. Το δωμάτιο του μοναχού μοιάζει με γαλήνιο λιμάνι, όπου εν πολλή σιγή διαλέγεται με τον Θεόν. Όπως παρατηρεί ο ομ. καθηγητής π. Θεόδωρος Ζήσης, ο άγιος αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο (κεφ. 68), στο οποίο γίνεται λόγος περί αταραξίας του μοναχού, περί διαρκούς προς τον Θεόν συνομιλίας, θεωρίας και κατατρυφήσεως αυτού.
Η προσέλευση στο Μοναχισμό και η αποδοχή της παρθενικής ζωής πρέπει να γίνεται πάντοτε εκουσία τη γνώμη και ποτέ διά της βίας. «Άπαντα τα καλά της παρθενίας είπον και απέδειξα», λέγει ο άγιος, «και μετά ταύτα όμως άπαντα την αίρεσιν υμίν επιτρέπω του πράγματος. Ουχί μη βουλομένους έλκω προς την αρε-τήν». Ρίζα και καρπός της παρθενίας είναι ο εσταυρωμένος βίος. Ο μοναχός έχει να διεξάγει αγώνα, που υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνατότητες. «Απαιτείται ηρωϊσμός και σκληρότης έναντι των επιθυμιών, αδαμάντινη διάνοια, άγρυπνος οφθαλμός, πολλή υπομονή και προ παντός βοήθεια του Θεού.
Οι περί Μοναχισμού θέσεις του αγίου επί τη βάσει των ερμηνευτικών του ομιλιών.
Εκτός των ασκητικών του έργων ο άγιος βρίσκει την ευκαιρία και στα πλαίσια των ερμηνευτικών του ομιλιών να αναφερθεί εν είδει παρεκβάσεων σε αρκετές περιπτώσεις στον Μοναχισμό και να εγκωμιάσει τη ζωή των μοναχών. Στην 8η ομιλία του στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο αναφέρεται στους μοναχούς της Αιγύπτου, τους οποίους παρομοιάζει με κοπάδι βασιλικό και στρατόπεδο Χριστού, με χορούς αγγέλων που έχουν ανθρώπινα σχήματα. Και οι γυναίκες συναγωνίζονται με τους άνδρες στα μοναχικά παλαίσματα και έχουν κοινό πόλεμο με τον διάβολο. Η έρημος της Αιγύπτου, όπου τα σκηνώματα των μοναχών, είναι λαμπρότερη από τα άστρα του ουρανού. Οι μοναχοί, εκτός της αυστηρότητος στα δόγματα, ενδιαφέρονται πολύ για την πρακτική ζωή. Εργάζονται σωματικά για τη διατροφή των πεινόντων. Πρότυπο μοναχικής ασκήσεως παρουσιάζει «τον μακάριον και μέγαν Αντώνιον», του οποίου η φήμη έχει εξαπλωθεί σ’ όλη την Ανατολή. Γνωρίζει το βιβλίο, που περιγράφει τον βίο του, προφανώς αυτό του Μεγάλου Αθανασίου και μαρτυρεί, ότι αξιώθηκε «θείας όψεως» και προφητικού χαρίσματος.
Σε άλλη ομιλία του στο κατά Ματθαίον εκφράζει τον έπαινό του και τον θαυμασμό του προς τους μοναχούς, εκτός των άλλων και για το ότι εφαρμόζουν στην πράξη την προτροπή του Κυρίου: «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν …». Μετά την τράπεζα απαγγέλουν την προσευχή εκείνη, που τους υπενθυμίζει την φοβερά ημέρα της κρίσεως. Σωφρονίζουν τους εαυτούς των με νηστείες, χαμαικοιτίες και αγρυπνίες. Μεταβάλλουν τις νύκτες σε ημέρες, περνούν τον καιρό τους με ευχαριστίες και ψαλμωδίες. Είναι δυνατόν και αυτοί, που κατοικούν στις πόλεις να ποθήσουν με ζήλο την φιλοσοφία των μοναχών.
Σε άλλη ομιλία του στο κατά Ματθαίον παρουσιάζει την ζωή των μοναχών γλυκύτερη και ποθεινότερη από την κοσμική ζωή. Το έργο τους είναι όμοιο με το έργο του Αδάμ στον παράδεισο προ της πτώσεως. Υμνούν και δοξολογούν ακατάπαυστα τον Θεό. Ζητούν να μπορέσουν να σταθούν ακατάκριτοι μπροστά στο φοβερό βήμα του Χριστού. Ο χορός των μοναχών μεταβάλλει τους ανθρώπους από λύκους σε πρόβατα. Ζουν προσηλωμένοι στην προσευχή και την μελέτη των Γραφών. Τα στόματά τους γεμάτα ευωδία. Τίποτε αισχρό, ευτράπελο, ή σκληρό δεν λέγουν, αλλά όλα όσα λέγουν είναι αντάξια της Βασιλείας των Ουρανών. Οι τόποι διαμονής των, άν και είναι ευτελείς δεν είναι καθόλου κατώτεροι των ουρανών, διότι κατεβαίνουν σ’ αυτούς οι άγγελοι και ο Κύριός των. Η δίαιτά τους ασκητική, το στρώμα τους φτιαγμένο με χόρτα. Εκεί όλοι είναι δούλοι και όλοι ελεύθεροι.
Σε άλλη ομιλία του στο κατά Ματθαίον συνεχίζει τα εγκώμια προς τον Μοναχισμό και λέγει, ότι οι μοναχοί πολεμούν καθημερινά και σφάζουν τους νοητούς εχθρούς δαίμονες και κάθε σαρκική επιθυμία. Είναι κατ’ εξοχήν εργάτες της ταπεινοφροσύνης. Η κατοικία, το ένδυμα, η εργασία, όλα εμπνέονται από την ταπεινοφροσύνη. Κανένας δεν έχει τίποτα δικό του. Όσος ανταγωνισμός υπάρχει μεταξύ των κοσμικών για τα πρωτεία, τόσος μεταξύ τους για την αποφυγή τους.
Στην 6η ομιλία του στην Α` προς Κορινθίους επιστολή, επικρίνει ωρισμένους, που, ενώ έχουν τις πνευματικές προϋποθέσεις και την ανάλογη πνευματική ωριμότητα, εγκαταλείπουν τον κόσμο και πηγαίνουν στην έρημο για να μην εξασθενήσουν στην αρετή. Κατά τον άγιο είναι προτιμότερο να εξασθενήσουν και να κερδίσουν άλλους, παρά να μένουν στα ψηλά βουνά και να αφήνουν τους αδελ-φούς των από αδιαφορία να χάνονται. Ανάλογες σκέψεις εκφράζει και σε άλλη ομιλία του στην προς Εφεσίους επιστολή, όπου περιγράφει με τα μελανώτερα χρώματα την ζοφερή εκκλησιαστική κατάσταση, μέχρι σημείου ώστε τα πάντα να έχουν αφανιστεί. Επικρίνει εκείνους, οι οποίοι έχοντες ορθόν βίον και παρρησίαν, έφυγαν από τις πόλεις και αποσπάσθηκαν από το σώμα της Εκκλησίας σαν να ήταν ξένο και εχθρικό και όχι δικό τους. Άλλοι δε άνθρωποι καταστροφείς γεμάτοι από αμέτρητα κακά εισέβαλαν στις Εκκλησίες. Τα εκκλησιαστικά αξιώματα κα-τάντησαν να εξαγοράζονται, ενώ δεν υπάρχει κανείς για να διορθώσει αυτά τα κακά.
Είναι άξιον προσοχής, ότι ο άγιος ενώ παντού εγκωμιάζει την κοινοβιακή και ερημιτική ζωή, δεν θεωρεί εν τούτοις την αναχώρηση από τον κόσμο ως όρο απαραίτητο και αναγκαία προϋπόθεση για την κατόρθωση της αρετής: «Ώσπερ ούν τον ράθυμον και αναπεπτωκότα ουδέ η έρημος ωφελήσαι τι δύναται, ουδέ γαρ ο τόπος εστίν ο την αρετήν κατορθών, αλλ΄ η γνώμη και ο τρόπος, ούτω τον νήφοντα και διεγηγερμένον ούτε το εν μέση τη πόλει διατρίβειν καταβλάψαι δυνήσεται». Όπως δε εύστοχα παρατηρεί νεότερος θεολόγος, οι Πατέρες από συμφώνου τονίζουν, ότι η αναχώρηση από τον κόσμο τελεσιουργείται στο άδυτο της ψυχής και δεν συμβαδίζει πάντοτε με την αθέατη διαμονή στην έρημο. Ο ιερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας την διαγωγή του Λώτ και εξυμνώντας την αρετή, την οποία επέδειξε, αν και ζούσε ανάμεσα σε τόσους παρανόμους ανθρώπους, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι και χωρίς την αναχώρηση στα όρη, μπορεί κανείς να ανέλθη στο θείο όρος της αρετής.
Στην ομιλία του «Εις την αποστολικήν ρήσιν, έχοντες δε το αυτό Πνεύμα…» συγκρίνει την ελεημοσύνη με την παρθενία και τοποθετεί την πρώτη πάνω από την δεύτερη. Κατά τον άγιο, ακόμη και το μέγα κατόρθωμα της παρθενίας δεν είναι ικανό να μας εισαγάγη στην Βασιλεία των Ουρανών, αν δεν συνοδεύεται από την ελεημοσύνη. Αντίθετα η ελεημοσύνη χωρίς την παρθενία το επέτυχε: «ελεημοσύ-νη δε και χωρίς παρθενίας τους εαυτοίς τροφίμους μετά πολλών εγκωμίων εις την προ καταβολής κόσμου ητοιμασμένην Βασιλείαν εχειραγώγησεν…παρθενίας γαρ αξίωμα ουκ αποσχέσθαι γάμων μόνων, αλλά το φιλάνθρωπον είναι και φιλά-δελφον και συμπαθητικόν. Τι γαρ όφελος παρθενίας μετά ωμότητος;».
Ταις του χρυσορρήμονος και εραστού της αγγελικής πολιτείας των μοναχών, πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ημών ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.