Θεός το τεχθέν, η δε μήτηρ Παρθένος!Τι γάρ μείζον άλλο καινόν είδεν η κτίσις;
Μητροπολίτης,Μεσογαίας και Λαυρεωτικῆς Νικόλαος
Σε όλες σχεδόν τις προφητείες, στα πολλάαποστολικά αναγνώσματα που διαβάζονται στις Ώρες των Χριστουγέννων και στονΕσπερινό, διακρίνουμε δύο κεντρικές θεολογικές αλήθειες, δύο αλήθειες πουσυνδέονται η μία με το γεγονός και η δεύτερη με τον τρόπο του μυστηρίου. Ηπρώτη κρύβεται πίσω από την εικόνα του βρέφους και η δεύτερη επιβεβαιώνεται απότα χαρακτηριστικά της Θεοτόκου. Ας τις δούμε προσεκτικά.
Η μία είναι ότι ο Θεός γίνεται άνθρωπος.Δηλαδή, αυτό το βρέφος που αντικρίζουμε ταπεινωμένο, περιφρονημένο, σ’ αυτή τηνεξευτελιστική, κενωτική, θα λέγαμε, κατάσταση, μέσα στο σπήλαιο, μέσα στηφάτνη, μέσα στο κρύο, με συντροφιά τα άλογα ζώα, αυτό το βρέφος είναι ο τέλειοςΘεός. Δεν είναι ένας απλός άνθρωπος, δεν είναι κάποιος προφήτης, δεν είναι έναςαπεσταλμένος του Θεού, δεν είναι κάποιος σχεδόν Θεός, δεν είναι ένας Θεός·είναι ο Θεός. Αυτό λέγουν τα τροπάρια. Αυτό υπογραμμίζουν τα αναγνώσματα. Αυτόείναι το δόγμα της ενανθρωπήσεως του Θεού. Αυτό είναι η πρώτη αλήθεια. Αυτήντιμούμε κατά την ήμερα των Χριστουγέννων.
Υπάρχει όμως και μία δεύτερη μεγάλη δογματικήαλήθεια· η αλήθεια ότι η κόρη αυτή που εμφανίζεται στην εικονογραφία, στηνυμνογραφία, στα ευαγγελικά αναγνώσματα, είναι παρθένος. Δηλαδή ο Κύριοςγεννάται, ο Θεός έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο μέσα από παρθενική μήτρα. Δενέρχεται δια της φυσιολογικής οδού, όπως ο κάθε άνθρωπος, δε συλλαμβάνεται «εκσπέρματος ανδρός», αλλά έρχεται μ’ έναν «ξένον» τρόπο· ασπόρως και παρθενικώς.
Όσο κι αν η ορθολογισμένη σκληροκαρδία τηςεποχής μας σκανδαλίζεται από αυτό το γεγονός, η αλήθεια είναι ότι ο Κύριος«ετέχθη εκ Παρθένου Μητρός». Για ποιόν όμως λόγο να γεννηθεί εκ παρθένου; Τηνίδια απορία που ίσως ταπεινώς κι εμείς έχουμε, την ίδια απορία διατυπώνει και ηΕκκλησία. Γι’ αυτό συχνά στους ύμνους τονίζεται αυτός ο θαυμασμός, αυτή ηέκπληξη. «Ό αχώρητος παντί πως εχωρήθη εν γαστρί;», «Μυστήριον ξένον ορώ καιπαράδοξον» κ.ο.κ. οι ύμνοι παλεύουν με την ιδέα της παρθενικής Γεννήσεως. ηΕκκλησία, ενώ απορεί με το μυστήριο, δεν το αμφισβητεί. Πιστεύει μόνο σ’ αυτό.Αυτή η πίστη γεννά και σαφείς απαντήσεις, τόσο ισχυρές, που θα μας έλεγε ότιδεν ήταν δυνατόν να γεννηθεί ο Κύριος από μη παρθενική μήτρα. Δεν υπήρχε άλλοςτρόπος. Ας δούμε ορισμένους λόγους που επιβεβαιώνουν αυτή τη θεολογική αλήθεια.
Ο πρώτος είναι ο μυστηριακός λόγος. Έπρεπε οΘεός να έλθει όχι με τους νόμους της φύσεως, αλλά με υπερφυσικούς τρόπους.«Νενίκηνται της φύσεως οι όροι». Σίγουρα θα μπορούσε να ερχόταν ο Θεός χωρίς ναδημιουργήσει τη θεϊκή υποψία. Ερχόμενος όμως μέσα από την παρθενική μήτρα,ερχόταν μ’ έναν τρόπο που σήμαινε ότι το πρώτο στοιχείο που έκανε είναι νακαταργεί εντελώς τους νόμους της φύσεως. Ανακαινίζει τα πάντα. Γεννά ελπίδες σεόλα τα επίπεδα. Δεν ήλθε με φυσικό τρόπο. Συνεπώς δημιουργεί τη θεολογικήυποψία ότι κάτι γίνεται. Παρά ταύτα, ο ίδιος ο Ιωσήφ δεν αντιλαμβάνεται τογεγονός, όπως βεβαιώνει το Ευαγγέλιο (Ματθ. α’ 19). «Κατεπλάγη Ιωσήφ το υπέρφύσιν θεωρών», επαναλαμβάνει ο υμνογράφος. η ίδια η Παναγία δεν το υποψιάστηκετη στιγμή του ευαγγελισμού (Λουκ. α’ 34). Μόνον όταν υπετάγη στην προτροπή τουαγγέλου, τότε άρχισε να καταλαβαίνει περίπου το τι θα της συμβεί.
Δεύτερη αιτία είναι η ανάγκη της καθαρότητας.Έπρεπε ο Θεός να έλθει μ’ έναν πεντακάθαρο, τον καθαρότερο τρόπο. Όχι μ’ έναν τρόπο οοποίος είναι πτωτικός, όπως ο φυσικός. ο τρόπος της συλλήψεως και της γεννήσεωςτου καθενός μας εισήχθησαν στην ανθρώπινη φύση μετά την πτώση. Αυτό φαίνεταιαπό το ότι η μεν σύλληψη είναι ενήδονη, δηλαδή ηδονικώς κανείς συλλαμβάνεται, ηδε γέννηση επώδυνη, δηλαδή με πόνους κανείς γεννάται. Αυτός είναι ο λόγος πουκαι στη γέννηση του Κυρίου, αλλά και στη γέννηση της Θεοτόκου, η πρόνοια τουΘεού έδωσε ιδιάζοντα, μη ηδονικό χαρακτήρα. Έτσι η Παναγία γεννήθηκε απόγέρους, στείρους γονείς, ώστε η γέννηση της να μην είναι αποτέλεσμα επιθυμίας,διαθέσεως προς ηδονή και ευχαρίστηση, αλλά να είναι αποτέλεσμα πόθου προςπαιδοποιία και μόνον. Αν αυτό συνέβη με την Παναγία, πολύ περισσότερο έπρεπε νασυμβεί για τον Χριστό. Σκοπός λοιπόν της παρθενικής συλλήψεως και γεννήσεως τουΚυρίου είναι η καθαρότητα με την οποία έπρεπε να έλθει ο πεντακάθαρος Θεός σ’αυτόν τον κόσμο.
Η εκ παρθένου γέννηση όμως παραπέμπει και στηδημιουργία του ανθρώπου. Λέγουν οι Πατέρες ότι, όπως ο Αδάμ πλάσθηκε από τηνπαρθενική γη, δίχως σπέρμα ανδρός, κατά μείζονα λόγο ο Νέος Αδάμ, οενανθρωπήσας Κύριος, δεν ήταν δυνατόν παρά να προέλθει από παρθενική γέννηση.Και «ώσπερ ο Αδάμ άνευ γυναικός γυναίκα ήνεγκεν, ούτω και σήμερον η παρθένοςάνευ ανδρός άνδρα έτεκεν». Διαφορετικά πως θα ήταν δυνατόν, αν ο Κύριος ήτανυποκείμενος στους νόμους της φύσεως περισσότερο από όσο ο Αδάμ, να μαςαπαλλάξει από την παίδευση και την σκλαβιά της αμαρτίας, στην οποία ο αρχέγονοςπατέρας μας μας υποδούλωσε;
Θα αναφέρω και έναν άλλο θεολογικό λόγο. Ανεδέχετο ο Κύριος να γεννηθεί εκ σπέρματος ανδρός, δηλαδή ανθρώπου, θα είχευποτάξει τη θεϊκή Του φύση στην ανθρώπινη φύση. Δε συνέβη όμως αυτό. ο Κύριοςήλθε για να δώσει νέα ζωή όχι για να πάρει ζωή, να μολυνθεί από τις συνέπειεςτης παλαιάς ζωής. Δεν ήταν δυνατόν ο ίδιος να είναι αποτέλεσμα σπέρματοςανθρωπίνου, να κληρονομήσει χαρακτηριστικά κάποιου επίγειου πατέρα. Δεν ήτανδυνατόν να υπάρχει κυριαρχία ανθρώπινη στην έλευση Του. Έπρεπε να υπάρχεικυριαρχία θεϊκή στον ερχομό Του, γιατί αυτός θα απεργάζετο την αναγέννηση τωνανθρώπων. Ο ερχομός Του προκάλεσε την πνευματική γονιμοποίηση, την αναγέννησητου ανθρωπίνου γένους, την αναγέννηση του προσώπου του καθενός μας.
Θα κλείσω και μ’ έναν άλλον μυστικό λόγο πουδεν φαίνεται με πρώτη ματιά και λίγο υπαινίχθην προηγουμένως. Η γέννηση τουΚυρίου έρχεται να σημάνει και να καθορίσει τους τρόπους της δικής μαςπνευματικής γεννήσεως. Ο καθένας μας πρέπει να πάρει τον Θεό μέσα του και ναΤον γεννήσει ξανά. Αυτό σημαίνει αναγέννηση. Και δεν γεννούμε τον Θεό, αλλά μαςγεννάται ο Θεός μέσα μας. Στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής προ της ΧριστούΓεννήσεως έλεγε παντού «Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, Ισαάκ εγέννησε…» (Ματθ. α’2), ο ένας εγέννησε, ο άλλος εγέννησε και καταλήγει ο ευαγγελιστής «Ιακώβεγέννησε τον Ιωσήφ τον άνδρα Μαρίας εξ ης εγεννήθη Ιησούς ο λεγόμενος Χριστός»(στ. 16). Τον Κύριο δεν τον γέννησε κανείς, αλλά ο Κύριος γεννήθηκε από τηνΠαναγία. Και ενώ όλους τους γεννούσαν άνδρες, Αυτός εγεννήθη εκ της Παρθένου.Είναι ο Μόνος που ήταν αδύνατον να γεννηθεί από άνδρα. Γι’ αυτό γεννήθηκε όχιαπό γυναίκα αλλά από παρθένο «εκ Πνεύματος Αγίου». Έτσι ο καθένας μας για ναεπιτρέψει τον Θεό να γεννηθεί μέσα του πρέπει να το κάνει αυτό με τρόποπαρθενικό και εν Πνεύματι Αγίω.
Υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις για να ζήσουμεεσωτερικά Χριστούγεννα και να προκύψει από τη μήτρα της υπάρξεως μας ο Θεός στηζωή μας. Είναι οι προϋποθέσεις που εκπηγάζουν από τα μητρικά ιδιώματα τηςΘεοτόκου: την παρθενία, το άσπορον και το αειπάρθενον. Το πρώτο είναι το άσπιλον, η καθαρότητα· αυτό σημαίνει παρθενία. Το δεύτερο είναι το άσπορον τηςΠαρθένου, το ότι δε δέχθηκε σπέρμα ανδρός· αυτό σημαίνει λιτότητα και απλότητα.και το τρίτο, το αειπάρθενον της Θεοτόκου, ότι η Παναγία γέννησε παρθενικώς καιπαρέμεινε παρθένος. Η κοιλιά της, η μήτρα της δηλαδή, ήταν για μια χρήση, τηθεϊκή χρήση της Γεννήσεως του Κυρίου.
Και η δική μας ακριβώς μήτρα της ζωής και τηςυπάρξεως δεν είναι δυνατόν, δεν αντέχεται αυτό, να γεννήσει τον Θεό με πτωτικούςτρόπους, αλλά πρέπει να Τον γεννήσει, να του επιτρέψει να γεννηθεί από μέσα τηςμε πνευματικούς τρόπους. Γι’ αυτό χρειάζεται το πρώτο πράγμα, παρθενικήκαθαρότητα. Αν δεν υπάρχει αυτό, έκτρωμα θα βγάλουμε. Θεός δε θα προκύψει στηζωή μας.
Το δεύτερο, είναι η λιτότητα και η απλότητα. Δεν πρέπει να Τον αναμείξουμε τον Θεό με το σπέρμα τουπαχύ εαυτού μας με τη λογική μας, με τον ορθολογισμό μας, με τα συναισθήματαμας, με τη μιζέρια μας, με την τραχύτητα της φύσης μας.
Πρέπει να βγει από μέσα μας, όχι ανθρώπινοςΘεός, κατασκεύασμα δικό μας, αλλά Θεός δώρο και χάρις να ένανθρωπήσει στηνκαρδιά μας Θεός που να είναι Θεός. Γιατί εμείς συχνά εθελοθρησκούμε με δικούςμας άρρωστους τρόπους συλλαμβάνουμε τον Θεό μέσα μας, με θελήματα, με πάθη, μεορθολογισμό, με έντονα συναισθήματα, με προκαταλήψεις, με φυσικούς, νοσηρούς,πτωτικούς τρόπους. Αντί να πιστεύουμε στη θέωση του ανθρώπου, προκρίνουμε μέσαμας όχι τον ενανθρωπήσαντα Θεό, αλλά έναν εξανθρωπισμένο δικό μας θεό.
Και το τρίτο που πρέπει να χαρακτηρίζει τη ζωήμας είναι το αειπάρθενο. Όπωςήταν η Παναγία. Η γέννηση του Θεού από μέσα μας να μη νοθευτεί, να μη γεννάει«αλλότρια» η ψυχή μας. Να μη δημιουργεί γεννήσεις, αλλά να φιλοξενεί τη μίαγέννηση της χάριτος.
Όλα αυτά δεν αποτελούν υπερβολές. Είναιστοιχεία θεολογικά που υπαγορεύουν τον τρόπο της μυστικής πνευματικής ζωής γιατον καθένα μας. Αποτελεί πρότυπο πνευματικής ζωής. Μ’ αυτήν την καθαρότητα, μ’αυτήν την λιτότητα και μ’ αυτήν τη μονιμότητα και σταθερότητα καλείται οκαθένας μας ν’ αποτελέσει μια μήτρα πνευματική από την οποία θα βγει ο ίδιος οΧριστός, θα μαρτυρηθεί σ’ αυτόν τον κόσμο, αφού προηγουμένως θα έχει προκύψειως χάρις και ευλογία και στη δική μας τη ζωή.
Γράφει ο:Αρχιμ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ( νυν Μητροπολίτης,Μεσογαίας και Λαυρεωτικῆς Νικόλαος), Περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία»