Οάγιος Πρωτομάρτυς και Αρχιδιάκονος Στέφανος
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Ο άγιος Στέφανος, όταν κάποτε έγινεσυζήτηση μεταξύ Ιουδαίων και Σαδδουκαίων και Φαρισαίων και Ελλήνων περί τουΚυρίου ημών Ιησού Χριστού, και άλλοι από αυτούς έλεγαν ότι είναι Προφήτης,άλλοι ότι είναι ένας που πλανά τον κόσμο, άλλοι δε ότι είναι ο Υιός του Θεού,στάθηκε σε υψηλό τόπο και ευαγγελίστηκε σε όλους τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό,λέγοντας: "Άνδρες αδελφοί, γιατί πληθύνθηκαν οι κακίες σας και ταράχτηκεόλη η Ιερουσαλήμ; Μακάριος είναι ο άνθρωπος, που δεν δίστασε να πιστέψει στονΙησού Χριστό. Διότι Αυτός είναι ο Θεός που έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκεγια τις αμαρτίες μας και γεννήθηκε από αγία και αγνή Παρθένο, ηοποία είχε εκλεγεί πριν δημιουργηθεί ακόμη ο κόσμος. Αυτός πήρε τιςαμαρτίες μας και βάστασε τις ασθένειές μας: έκανε τυφλούς να βρουν το φως τους,καθάρισε λεπρούς και έδιωξε τους δαίμονες". Αυτοί δε, όταν τον άκουσαν,τον οδήγησαν στο συνέδριο των Αρχιερέων. Διότι οι ίδιοι δεν μπορούσαν νααντισταθούν στη σοφία και στο Πνεύμα του Θεού με το Οποίο μιλούσε. Κι αφούεισήλθαν έβαλαν κάποιους άνδρες να πουν «Ότι τον ακούσαμε να λέει βλάσφημαλόγια κατά του Ναού και κατά του Μωσαϊκού Νόμου», όπως τον κατηγόρησαν και γιατα υπόλοιπα που αναφέρονται στις ιερές Πράξεις των Αποστόλων.
Όταν τον ατένισανλοιπόν και είδαν όλοι το πρόσωπό του σαν πρόσωπο αγγέλου, μη υποφέροντας τηνντροπή της ήττας τους, τον φόνευσαν διά λιθοβολισμού, ενώ εκείνος προσευχότανυπέρ αυτών με τα λόγια: «Κύριε, μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτήν».Επειδή λοιπόν ο θείος πρωτομάρτυρας, με τη θεωρηθείσα πτώση του, κατέβαλε τοναντίπαλο, ρίχνοντάς τον κάτω σαν πτώμα, και αναπαύτηκε τον γλυκόύπνο, τότε άνδρες ευλαβείς μάζεψαν το ιερό σκήνωμά του σε μία θήκη φτιαγμένηαπό κάποιο φυτό, κι αφού το ασφάλισαν πολύ καλά, το κατέθεσαν στα πλάγια τουΝαού. Ο δε Νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ και ο υιός του Αβελβούς πίστεψαν στον Χριστόκαι βαπτίστηκαν από τους αποστόλους. Τελείται δε η σύναξή του στο μαρτυρείο τουπλησίον των Κωνσταντιανών».
Όταν τον ατένισανλοιπόν και είδαν όλοι το πρόσωπό του σαν πρόσωπο αγγέλου, μη υποφέροντας τηνντροπή της ήττας τους, τον φόνευσαν διά λιθοβολισμού, ενώ εκείνος προσευχότανυπέρ αυτών με τα λόγια: «Κύριε, μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτήν».Επειδή λοιπόν ο θείος πρωτομάρτυρας, με τη θεωρηθείσα πτώση του, κατέβαλε τοναντίπαλο, ρίχνοντάς τον κάτω σαν πτώμα, και αναπαύτηκε τον γλυκόύπνο, τότε άνδρες ευλαβείς μάζεψαν το ιερό σκήνωμά του σε μία θήκη φτιαγμένηαπό κάποιο φυτό, κι αφού το ασφάλισαν πολύ καλά, το κατέθεσαν στα πλάγια τουΝαού. Ο δε Νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ και ο υιός του Αβελβούς πίστεψαν στον Χριστόκαι βαπτίστηκαν από τους αποστόλους. Τελείται δε η σύναξή του στο μαρτυρείο τουπλησίον των Κωνσταντιανών».
Ο υμνογράφος του αγίου, Ιωάννης ομοναχός, αναφέρεται σε όλη την αγιασμένη διαδρομή της ζωής του Στεφάνου. Καιστο γεγονός ότι ήδη από τη στιγμή που έγινε χριστιανός υπήρξε «ανήρ πλήρηςπνεύματος και δυνάμεως», και στο γεγονός ότι εκλέχτηκε από τον λαόκαι χειροτονήθηκε από τους αποστόλους ως βοηθός αυτών: στη διακονία τωντραπεζών αλλά και στο κήρυγμα, και στο γεγονός της συλλήψεώς του, της απολογίαςτου, της θεοπτικής εμπειρίας του, του χαρισματικού μαρτυρίου του. Εκείνο πουιδιαιτέρως προβάλλει ο υμνογράφος του είναι ο τρόπος με τον οποίο έφυγε από τηζωή αυτή: διά λιθοβολισμού – ένας συνηθισμένος τρόπος των Ιουδαίων, γιαεκείνους που θεωρούνταν ότι βλασφημούσαν την πίστη τους. Κι ως εξαίσιος ποιητήςδεν μένει σε ό,τι επισημαίνουν μόνον οι αισθήσεις: το πέταγμα των λίθων, αλλάαποκαλύπτει και τη μη αισθητή πλευρά:
πρώτον, ότι οι λίθοι που έριχνανεναντίον του οι Ιουδαίοι γίνονταν την ίδια ώρα τα σκαλοπάτια ανόδου του στηΒασιλεία του Θεού («ως βαθμίδες και κλίμακες προς ουράνιον άνοδον αι των λίθωννιφάδες, σοι γεγόνασιν∙ ων επιβαίνων τεθέασαι εστώτα τον Κύριον του Πατρόςεκ δεξιών», δηλαδή, οι λίθοι που σαν νιφάδες έπεφταν εναντίον σου, σου έγινανσκαλοπάτια και σκάλες για την ουράνια άνοδό σου. Αυτά τα σκαλοπάτια ανεβαίνονταςείδες τον Κύριο να στέκεται στα δεξιά του Πατέρα)∙
δεύτερον, ότι οι λίθοι αυτοί έγιναν οδιάκοσμος του Στεφάνου, όπως στολίζεται κανείς με ποικίλα και ωραία λουλούδια,και έτσι στολισμένος πήγε ενώπιον του ζωοδότη Χριστού («ως ποικίλοις άνθεσι καιωραίοις, Στέφανε, τοι λίθοις κοσμούμενος, σαυτόν προσενήνοχας Χριστώ τωζωοδότη»).
Και πέραν τούτων, τρίτον, ολιθοβολισμός του συνιστά το στεφάνι που του έθεσαν οι φονευτές του, ότανεκείνος τους είχε «λιθοβολίσει» με τις νιφάδες των θεοπνεύστων λόγων του(«Θεηγόρου στόματος νιφάσιν έβαλε τους μιαιφόνους ο Πρωτομάρτυς∙ υπ’ αυτώναπείροις δε των λίθων νιφάσιν, ως νικητής εστέφετο», δηλαδή: ο Πρωτομάρτυραςκτύπησε τους άθλιους φονευτές του με τις νιφάδες του θεηγόρου στόματός του, γι’αυτό στεφόταν σαν νικητής από αυτούς με τις νιφάδες των λίθων).
Επικεντρώνοντας ο μοναχός Ιωάννης στομαρτυρικό τέλος του αγίου Στεφάνου δεν είναι δυνατόν να μη σταθεί στο κορυφαίοσημείο του μαρτυρίου του: τη συγχώρηση των λιθοβολιστών του, την άφεση τηςεχθρικής προς αυτόν ενεργείας τους. Και το μυαλό του βεβαίως πηγαίνει εκεί πουπηγαίνει το μυαλό όλων μας: στον εσταυρωμένο Κύριο, ο Οποίος πάνω στον Σταυρόσυγχωρεί και Αυτός τους σταυρωτές Του. «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τιποιούσι», είπε ο Κύριος, «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην» λέει οΣτέφανος. Τα ίδια λόγια, με ελαφρά παραλλαγή, η ίδια στάση ζωής. Ο δούλος οοποίος ακολουθεί επακριβώς τα χνάρια του Κυρίου του. «Μιμητής πανάριστοςχρηματίσας, Δέσποτα Χριστέ, του τιμίου πάθους σου ο Στέφανος, τους φονευτάς δι’ευλογίας αμύνεται» (Δέσποτα Χριστέ, ο Στέφανος χρημάτισε πανάριστος μιμητής τουτιμίου πάθους σου, και αντιδρά απέναντι στους φονευτές του με την ευλογία). «Ωτης μακαρίας σου, ης εφθέγξω, Στέφανε φωνής! Μη στήσης τοις φονευταίς, Δέσποτα,βοών, Χριστέ το αγνόημα∙ αλλ’ ως Θεός και Δημιουργός, δέξαι τοπνεύμα μου, ώσπερ θύμα ευωδέστατον» (Ω η μακάρια φωνή, που βγήκε από το στόμασου, Στέφανε: Μη καταλογίσεις, φωνάζοντας, Δέσποτα Χριστέ, στους φονευτές τηνάγνοιά τους. Αλλά σαν Θεός και Δημιουργός, δέξου το πνεύμα μου, σαν ευωδέστατοθύμα).
Κι είναι ευνόητο ότι η στάση του αγίουΣτεφάνου, να στέκεται δηλαδή κανείς με αγάπη απέναντι και προς τους εχθρούς,δεν είναι μία επιλογή μόνο δική του, σαν ένα είδος εξαίρεσης. Συνιστά τηνεντολή του Κυρίου, σύμφωνα με τα λόγια και την ίδια τη ζωή Του, που αφορά όλουςμας. Αν δηλαδή δεν συγχωρούμε εκ καρδίας όλους εκείνους που μας βλάπτουν καιμας αδικούν, έστω κι αν φαίνεται ότι έχουμε χίλια δίκια, δεν μπορούμε ναανήκουμε στον Χριστό. Το αποδεικτικό στοιχείο ότι είμαστε Εκείνου, ότι Εκείνοςκατοικεί μέσα μας, ότι Εκείνος θα μας δεχθεί χαίρων στη Βασιλεία Του,ευλογώντας την εκεί παρουσία μας, είναι η χωρίς όρια αγάπη μας προς όλους και ηάφεση των αμαρτιών των συνανθρώπων μας. Χωρίς την ανεξικακία αυτή, η οποία τίθεταισε ενέργεια με τη δύναμη ασφαλώς του ίδιου του Κυρίου, δεν βλέπουμε πρόσωποΘεού, κι ακόμη χειρότερα: ευρισκόμαστε υπό την κυριαρχία του πονηρού διαβόλου.Μακάρι το τέλος της ζωής μας, δηλαδή δυνητικά η κάθε στιγμή μας, να μας βρει σεαυτή τη συγχώρηση. Σημαίνει ότι το Πνεύμα του Θεού θα μας συνοδεύει αιωνίως.