ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
Γνωστικὴ κλίμακα καὶ μυστήριο. Οὐσία καὶ μεθοδολογικὲς δυσκολίες προσέγγισής της.
Πρέπει νὰ εἶναι τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἀντικείμενο ἐγκύκλιας παιδείας; Ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν μὲ αὐξημένη ἔνταση, θὰ ἔλεγε κανείς, τίθεται πρὸς συζήτηση τὸ ἐρώτημα ἰδιαίτερα ἀπὸ ὅ σους διάκεινται ἀντιρρητικὰ πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴ θρησκευτικὴ ἀντίληψη τῆς ζωῆς γενικότερα. Τὸ ἐρώτημα στὶς ἡμέρες μας τίθεται μετ' ἐπιτάσεως: Πρέπει τὸ θρησκευτικὸ μάθημα νὰ εἶναι ὑποχρεωτικὸ γιὰ ὅλους τούς μαθητὲς ἀνεξαρτήτως ὁμολογίας καὶ θρησκεύματος; Ἢ νὰ εἶναι προαιρετικὸ ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους μαθητές;
Ἰδιαίτερη ἀξία ἔχει νὰ δεῖ κανεὶς τὸ θέμα ἀπὸ πλευρᾶς νομικῆς. Πολλὰ ἔχουν γραφεῖ καὶ συζητηθεῖ.
Ἁπλὰ στὸ σημεῖο αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγουν οἱ δυὸ βασικὲς διατάξεις τοῦ "ἐν ἰσχύει συντάγματος. Τὸ ἄρθρο 3 παρ. 1, ποὺ ὁμιλεῖ περὶ ἐπικρατούσης θρησκείας, προκειμένου γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησία καὶ τὸ ἄρθρο 16 παρ. 2, ποὺ θεωρεῖ τὴ θρησκευτικὴ παιδεία ὡς μέσο «ἀνάπτυξης τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης». Ἡ Ἑλλάδα κατὰ τὸν διαπρεπῆ νομικὸ Μαριάνο Καράση (Βλ. Δίκαιο καὶ Ὀρθόδοξη Θεολογία... ἐκδ. Ἁρμός, σ. 17) «δὲν εἶναι “λαϊκὸ” κράτος (ἐκκοσμικευμένο) μὲ τὴν ἤπια ἢ ἀκραία μορφὴ οὔτε βέβαια θεοκρατικό. Ἀλλά ἀνήκει σὲ μία τρίτη κατηγορία κρατῶν, ποὺ εἶναι λαϊκὰ, ἀλλὰ ὄχι ἐκκοσμικευμένα. Στὴν ἴδια κατηγορία ἀνήκει π.χ. καὶ ἡ Ρωσία ποὺ εἶναι κράτος λαϊκὸ καὶ ταυτόχρονα Ὀρθόδοξο ἤ τὸ Ἰσραήλ, ποὺ εἶναι κράτος λαϊκὸ καὶ ταυτόχρονα Ἰουδαϊκό». Ἑπομένως πέφτουν στὸ κενό, ὅσα ἀνιστόρητα καὶ ἄστοχα ὑποστηρίζουν διαρρηγνύοντας τά ἱμάτιά τους, πολλοὶ ἀριστεροὶ, μαρξιστικῆς συνήθως ἰδεολογίας διανοούμενοι, ὑποστηρίζοντας ὅτι μόνο στὴν Ἑλλάδα ὑπάρχει αὐτὸς ὁ σφικτὸς ἐναγκαλισμὸς κράτους καὶ ἐκκλησίας, πράγμα γι᾽ αὐτοὺς ἀπαράδεκτο. Πρῶτα - πρῶτα, δὲν ὑπάρχει μόνο στὴν Ἑλλάδα. Καὶ δεύτερον, ὁ ἐναγκαλισμὸς αὐτὸς ὅταν ὑπάρχει ὁ ἀπαραίτητος ἀλληλοσεβασμὸς μεταξὺ τῶν δύο μερῶν (μήτε καισαροπαπισμὸς, ἀλλὰ μήτε καὶ παποκαισαρισμὸς) δὲν εἶναι καθόλου ἀπαράδεκτος. Ἴσα -ἴσα ὅπως στὶς περιπτώσεις τῆς Ρωσίας, τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἄλλων συντελεῖ στὴ συνοχὴ τοῦ ἔθνους, δηλαδὴ στὴν ἐνδυνάμωση τῶν κοινωνικῶν πολιτιστικῶν καὶ ἠθικῶν ἀντοχῶν τῆς φυλῆς μας. Ἀφήνουμε βέβαια τὴν πρωταρχικὴ ὠφέλεια ἀπὸ τὴ διερεύνηση τῆς ὀντολογίας τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας καὶ τῆς ἀνεκτίμητης κληρονομιᾶς τους.
Σήμερα, πρέπει νὰ δεχτοῦμε ὅτι εἶναι γεγονὸς ὅτι τὸ «λαϊκὸ κράτος» (etat Laique) εἶναι κυρίαρχο. Διαμορφώθηκε τυπικὰ στὴ Γαλλία, στὴν ἀρχή, (ὑπὸ τὴν ἤπια μορφή του) καὶ ἐπεκτάθηκε καὶ σὲ ἄλλες χῶρες τῆς Εὐρώπης. Ἑπομένως ἀνάλογη εἶναι καὶ ἡ θέση τοῦ κυρίαρχου στὴν Εὐρώπη - μὲ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις - λαϊκοῦ κράτους, στὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Ἐννοῶ ἀνάλογη εἶναι καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς διδαχῆς τοῦ μαθήματος καὶ ὑπὸ ποιὰ μορφή. Εἶναι ἀναμφισβήτητο ὅτι ὑπὸ τὶς παροῦσες συνθῆκες χάνει ἔδαφος ἡ ἀντίληψη τῆς ἀναγκαιότητος σοβαρῆς παρουσίας του, στά ὡρολόγια προγράμματα τῶν σχολείων. Ἀξιοσημείωτο βεβαίως εἶναι ὅτι ἀντιθέτως στὴ Ρωσία καὶ τὴ Ρουμανία, λ.χ., ἐνισχύεται καὶ μάλιστα σὲ αὐξανόμενο βαθμὸ ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας καὶ ἡ πεποίθηση ὅτι εἶναι ὑψίστης σημασίας ἡ βίωση τῶν ἀληθειῶν της.
«Λαϊκὸ κράτος» ὅταν λέμε σήμερα, ἐννοοῦμε ἕνα οὐδέτερο κράτος (στὴν πραγματικότητα ὡς τέτοιο ἐννοοῦμε τὸ κράτος ποὺ διάκειται περισσότερο ἐχθρικὰ ἀπέναντι στὴ Θρησκεία), ποὺ ἔχει θεσμοθετήσει τὸ ριζικὸ διαχωρισμὸ κράτους καὶ Ἐκκλησίας, δημόσιας καὶ ἰδιωτικῆς σφαίρας. Τὸ Λαϊκὸ κράτος ποὺ κυριαρχεῖ- στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη σήμερα εἶναι ἕνα ἐκκοσμικευμένο κράτος, ἔχει μεταβεῖ ἤδη ἀπὸ τὴ θρησκεία στὸν κόσμο. Ἡ μετατόπιση ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄνθρωπο ὡς κέντρο τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὴν ἐπουράνια σφαῖρα τοῦ Εὐαγγελίου στὸ ἀπογυμνωμένο ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ ἐπίγειο σύμπαν, εἶναι πλέον φανερή. Στὴ δύση, περισσότερο ἀπὸ παντοῦ ἔχει συντελεστεῖ αὐτὸ ποὺ μέσα στὴν πυρέσσουσα τρέλλα του, ὁ διαταραγμένος (ἔσβησε τραγικὰ μέσα σὲ ψυχιατρεῖο) Νίτσε διεκήρυσσε: «Ὁ Θεὸς πέθανε, ὁ Θεὸς εἶναι νεκρός». Ὁ νεωτερικὸς κόσμος στὴν τελευταία ἰδιαίτερα ἐξέλιξή του, τὸν μετανεωτερικό, ἔφτασε στὴν ἀποτίναξη ἀπὸ κάθε θρησκευτικὴ κηδεμονία, ὁδηγήθηκε στὴν ἀποθρησκειοποίηση, τὴν τραγικὴ θά ῾λεγα ἀποιεροποίηση θρησκευτικῶν ἐννοιῶν, ἠθικῶν ποιοτήτων, ὁδηγήθηκε σὲ μία μονομερῆ, ἐπιστημονικὴ δηλαδὴ ἀνάπηρη πρόσληψη τοῦ κόσμου, χωρὶς τὴ σωστικὴ εὐαγγελικὴ ἀντίληψη τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀνθρώπου, στον ἄνθρωπο χωρὶς Θεό. (Βλ. τὴν ἐξαιρετικὴ μελέτη ἐν προκειμένῳ, τοῦ Ρενὲ Γκενόν, «Ἡ κρίση τοῦ σύγχρονου κόσμου» ἐκδ. Δωδώνη, σὲ μετάφραση Σωτήρη Γουνελᾶ καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ ὀξυνούστατα δοκίμια μὲ αὐτὸ τὸ ἀντικείμενο τοῦ Φίλιππου Σέρραρντ, ὅπως λ.χ. «Τὸ ἱερὸ στὴ Ζωὴ καὶ τήν Τέχνη» ἐκδ; Ἀκρίτας 1994, «Ὁ Βιασμὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς φύσεως., ἐκδ. Δόμος, 1995 κ.λπ.).
Ἀπὸ βδελυγμία πρὸς τὸ «Θεοκρατικὸ κράτος», τὸ κράτος ὅπου πιστεύεται ὅτι τὴν ἐξουσία τὴν ἔχει ὁ Θεὸς (φονταμενταλιστικὸ Ἰσλάμ, μεσαιωνικός Χριστιανισμὸς τῆς Δύσης, καλβινισμὸς κλπ), ὁ δυτικὸς κόσμος ἔφτασε στὸ ἄλλο ἄκρο, σὲ μιὰ ψευδαίσθηση τῆς ἀνθρώπινης φύσης χωρὶς Θεὸ (βλέπε τὸ ἔργο τοῦ ἐξέχοντος ἀκαδημαϊκοῦ, ἀνθρωπολόγου Μarsall Sahlins, «Ἡ δυτικὴ ψευδαίσθηση τῆς ἀνθρώπινης φύσης» σὲ μετάφραση Νίκου Κούρκουλου, ἐκδόσεις τοῦ «Εἰκοστοῦ Πρώτου», 2010). Βέβαια τὸ λαϊκὸ κράτος ἐμφανίζεται ὑπὸ δύο μορφές, ἀνάλογα μὲ τὸ πόσο ἐκτεταμένη καὶ ριζικὴ εἶναι ἡ ἀποθρησκειοποίηση. Ἡ πρώτη μορφὴ τοῦ θρησκευτικὰ οὐδέτερου κράτους (στὴν πραγματικότητα ἐχθρικὰ διακείμενου, ἀλλὰ χωρὶς διωγμοὺς) πρὸς τὶς ἐκκλησίες. πού κυριαρχεῖ σήμερα στὸ δυτικὸ κόσμο, καὶ στὴν ἀκραία μορφή του, τοῦ πρώην ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ" (Μὰρξ και Λένιν μὲ τὴ φανατικὴ ἀντίληψη ὅτι ἡ «Θρησκεία εἶναι τὸ ὄπιο τοῦ λαοῦ»). Μὲ τὴν ἀκραία μορφὴ του, ὅπως τὸ γνωρίσαμε στὶς χῶρες τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ μὲ τὶς ἀπηνεῖς διώξεις κληρικῶν, καταστροφὲς ναῶν καὶ μοναστηριῶν, ἀπάνθρωπες διώξεις Χριστιανῶν ὁμολογητῶν κ.λ.π. ὑπῆρξε ἕνα κράτος ὄχι ἁπλά κοσμικό, ἀλλὰ ἄκρως ἐπιθετικὸ πρὸς τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ μεταφυσικὴ ἀκόμη ἐμπειρία, ἄθεο, φονταμενταλιστικό, ἕνα ὄνειδος γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ. Ἀκόμη ὅμως καὶ μὲ τὴν ἤπια μορφή τοῦ κοσμικοῦ κράτους τοῦ λεγόμενου οὐδετερόθρησκου, ὅπως ἀρέσκονται νὰ τὸ λένε οἱ δυτικοευρωπαῖοι (Βλ. Ρεζὶς Ντεμπρὲ/ Ἡ διδασκαλία τῆς θρησκείας στὸ οὐδετερόθρησκο σχολεῖο, 2004) δὲν μποροῦν νὰ ἀποκρύψουν οἱ ἄγευστοι τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας, τοῦ ἀνυπέρβλητου Εὐαγγελικοῦ Λόγου τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐχθρότητά τους τὴν ἰδεοληπτικὴ πρὸς τὸν Λόγο τῆς Πίστεως, ἀλλὰ καὶ τὰ ὑπέροχα σωστικὰ σύμβολά του.
Ἂς θυμηθοῦμε ὅτι πρόσφατα (3-11-2009) τὸ Εὐρωπαϊκὸ Δικαστήριο Δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου - ἄλλο ὄνειδος αὐτό! - καταδίκασε τὴν Ἰταλία γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Σταυροῦ ὡς θρησκευτικοῦ συμβόλου στὶς σχολικὲς αἴθουσες! (Ἀντίθετα μὲ τὴν ἀπόφαση αὐτή τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας τῆς Ἰταλίας ἀπέρριψε τὴν παραπάνω ἀπόφαση!). Ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνουμε, ἡ Εὐρώπη κουβαλᾶ μιὰ πελώρια Χριστιανικὴ Παράδοση, ἔστω μὲ τὶς φρικτὲς ἀλλοιώσεις και παραχαράξεις στοὺς κόλπους τοῦ καθολικισμοῦ καὶ τοῦ προτεσταντισμοῦ. Νὰ θυμηθοῦμε ἐδῶ ὅτι ὁ Ἔλιοτ ἤ ὁ Βαλερύ, γιὰ νὰ ἀναφέρω δύο κορυφαίους τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, μᾶς βεβαιώνουν ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐμφαντικοὺς τρεῖς πυλῶνες, ποὺ στηρίζουν τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πολιτισμοῦ.
Σ᾽ ἕνα τέτοιο λοιπὸν Εὐρωπαϊκὸ Περιβάλλον (καὶ στὴν Ἑλλάδα φυσικὰ ποὺ τὰ ψευδώνυμα φῶτα τῆς Δύσεως σκιάζουν καὶ τὸν δικό μας «οὐρανὸ», τὴ δική μας ψυχὴ) εὔλογο εἶναι ὅτι γίνεται ἀληθινὸς πόλεμος, γιὰ νὰ ὑπονομευθεῖ ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας, ποὺ κρατᾶ ὄρθιο τὸ πνεῦμα καὶ στέρεη τὴν ψυχή μας, τὴν ἀνθρώπινη ὑπόστασή μας. Ἐκεῖθεν καὶ οἱ λυσσαλέες ἐπιθέσεις διαφωτιστῶν καὶ ἀγνωστικιστῶν, ἄθεων, ἐθνομηδενιστῶν καὶ ἀπολογητῶν τῆς μετανεωτερικῆς ἀσυναρτησίας καὶ ποικιλώνυμης ἀρρυθμίας, γιὰ νὰ ἐξοβελίσουν καὶ τὸ μάθημα τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας καὶ παράδοσης, πού προσφέρει «μία χαρὰ πού εἶναι ἰσχυρότερη τῆς παρούσης ζωῆς καὶ μία ἔκπληξη, ποὺ ξεπερνᾶ τὸν θάνατο» (Βλέπε τὸ κείμενο ἐπιστολῆς τοῦ προηγουμένου τῆς Ἱ.Μ. Ἰβήρων, διαπρεποῦς Θεολόγου, Ἀρχιμ. Βασ. Γοντικάκη πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο γιὰ τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν («Ὀρθόδοξος Τύπος» 10.11.2012).
Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία στηρίζεται στήν ἐλευθερία καί τήν Ἀγάπη
Οἱ ὑποστηρικτὲς τοῦ «Λαϊκοῦ κράτους» ἤπιας μορφῆς κι ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, πονηρὰ ἐνεργοῦντες, ἀρνοῦνται τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, γιατί δῆθεν συνυπάρχουν στὴ διδασκαλία του «δογματισμὸς καὶ κατηχητισμός». Ὑπάρχει
στὶς κατηγορίες αὐτὲς ἴχνος ἀλήθειας; Ἀσφαλῶς ὄχι, καὶ νὰ γιατί: Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία καὶ ἡ σχετικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς στηρίζεται στὴν ἐλευθερία καὶ τὴν Ἀγάπη. Σ᾽ αὐτὴ τὴ βάση διδάσκεται ἤ τουλάχιστον πρέπει νὰ διδάσκεται ἀπὸ ἄξιους θεολόγους, ποὺ ὑποψιάζονται στοιχειωδῶς ἔστω τὸ βάρος τῆς τεράστιας πνευματικῆς ἀποστολῆς τους. Πού ἔχουν συνείδηση ὅτι προμαχοῦν σὲ μία κρίσιμη, τὴν κρισιμότερη διακονία τῆς ζωῆς θά ῾λεγα, σὲ μιὰ ἀποφασιστικὴ μάχη, τὴν τιτανομαχία καθὼς θά ῾λεγε ὁ ἀξέχαστος Ὀρθόδοξος διαπρεπὴς στοχαστὴς Χρῆστος Μαλεβίτσης, τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Πρέπει νὰ γνωρίζουν ὅτι δὲν εἶναι μόνο ὑπόθεση γνώσεων καὶ παράθεσης δοξασιῶν μὲ ἀξιωματικὴ τοποθέτηση κατὰ τὰ ἐγωιστικὰ ἀνθρώπινα μέτρα, ἀλλὰ τὸ ξεδίπλωμα τῶν ἀδαπάνητων θησαυρῶν τοῦ Εὐαγγελικοῦ Λόγου, τῶν ἀληθειῶν ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὸν κατηχητισμὸ καὶ τὸν δογματισμὸ ὅπως τὰ ἐννοεῖ ὁ ἐκκοσμικευμένος ἄνθρωπος, πού στηρίζουν μὲ τρόπο ἑδραῖο καὶ σωστικὸ τὴν «ἐν ἡμῖν ἐλπίδα» τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ μέγιστο. Στὴν Ὀρθοδοξία δὲν λατρεύουμε κάποια δοξασία, οὔτε στηριζόμαστε σὲ κάποιες ἰδέες ἔστω τέλειες, αὐτὸ θὰ ἦταν ἰδεολογικοποίηση τῆς πίστεως, μία φρικτὴ παραμόρφωση. Στὴν Ὀρθοδοξία δὲν διδάσκουμε συστήματα ἀνθρώπινης διανοίας οὔτε βάζουμε σὲ προτεραιότητα τὴ γνώση, ἡ ὁποία βεβαίως ἔχει τὴ σημασία της, ὄχι ὅμως τὴν πρώτη σὲ μία ἀξιολογικὴ κλίμακα. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ὑπέρτατη ὁδὸς καὶ ἡ Ἀλήθεια. Ἡ βίωση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως, ποὺ πραγματώνονται μόνο στὴν ἀτμόσφαιρα τῶν μυστηρίων τῆς ἐκκλησίας (τὸ σχολεῖο μπορεῖ νὰ ἔχει ὑποστηρικτικὴ καὶ ὑποβοηθητικὴ μόνο συμβολὴ, πού εἶναι καὶ αὐτὴ πολὺ σημαντικὴ) εἶναι τὸ πρώτιστο ζητούμενο, ἔπειτα εἶναι ἡ γνωσιολογία. Ἐπικουρικά, τὸ μάθημα μπορεῖ νὰ συντελεῖ ἀναμφισβήτητα σὲ μία συλλογικὴ εὐταξία, νὰ ἐξημερώνει τὰ ἤθη, νὰ διευρύνει τοὺς γνωστικοὺς καὶ πνευματικοὺς ὁρίζοντες τῶν μαθητῶν, ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι ὁ πρωταρχικὸς σκοπός. Ἡ κύρια μέριμνα πρέπει νὰ εἶναι ἡ καλλιέργεια τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανικοῦ φρονήματος, ἡ μετάπλαση τοῦ ἀνθρώπου σέ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι τὸ ὑπέρτατο ἀρχέτυπο. Σὲ ἕνα κατώτερο ἐπίπεδο ἐμβίωσης τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος, ἀσφαλῶς χρήσιμη εἶναι καὶ ἡ σχετικὴ (μέσα στὸ σχολεῖο) προπαρασκευή.Ὑπάρχουν ποικίλα ἐπίπεδα βιώσεως τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεώς μας. Ἀσφαλῶς οἱ μαθητές, οἱ φοιτητές, οἱ διδασκόμενοι τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, δὲν περιμένει κανεὶς ὅτι θὰ γευτοῦν τοὺς καρποὺς τοῦ ἁγίου πνεύματος σὲ μία ἀνώτερη διάσταση πού ἐπιτυγχάνουν οἱ... ἀσκητικοὶ ἁγιορεῖτες πατέρες καὶ ἅγιοι.
Ἔχω δεῖ κατὰ καιροὺς διάφορους θεολόγους πανεπιστημιακοὺς καὶ μή, νὰ συσχετίζουν τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν μὲ τὸν πολιτισμὸ καὶ μάλιστα μὲ βάση αὐτὸ τὸν συσχετισμὸ νὰ προτείνουν τὴ διατύπωση «Μάθημα Ἑλληνορθόδοξου πολιτισμοῦ» ὡς τίτλο τοῦ μαθήματος ποὺ θὰ πρέπει νὰ διδάσκεται. Ὡρισμένοι ἄλλοι (Σταῦρος Ζουμπουλάκης κ.λπ.) νὰ προτείνουν τὸν τίτλο «Τὰ θρησκευτικὰ ὡς βιβλικὸ μάθημα», ἐνῶ κάποιοι ἄλλοι τὸν τίτλο «Μάθημα Ἑλληνορθόδοξης παράδοσης».
Ἀφήνω τὸν ὑπάρχοντα τίτλο «Μάθημα τῶν θρησκευτικῶν», πού δὲν ἀντιστοιχεῖ διόλου πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη ἀντίληψη, γιατί ἁπλούστατα ἡ Ὀρθολογία δὲν εἶναι θρησκεία ἢ μᾶλλον ὑπερβαίνει τὴ θρησκεία ὡς ἀποκάλυψη.
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ τίτλοι, θαρρῶ ὅτι ἀλλοιώνουν καίρια τὴ βαθύτερη οὐσία τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας. Ἀξίζει νὰ σχολιάσω λίγο τὴν πρόταση τοῦ Παντ. Καλαϊντζίδη, τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν νὰ ἔχει πολιτιστικό κι ὄχι ὁμολογιακὸ ἤ κατηχητικὸ χαρακτήρα. (Βλ. Παντ. Καλαϊντζίδη, «Τὰ θρησκευτικά ὡς πολιτιστικὸ μάθημα» Σύναξη, τεῦ χος 74, Ἀπρ -Ἰούνιος 2000, σσ. 69-83). Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἄστοχη θεώρηση τοῦ θέματος, δεδομένου ὅτι ἔτσι σχεδὸν ἀποδεχόμαστε ὅτι τὸ μάθημα αὐτὸ ἀποσκοπεῖ στὴ μετάδοση ἁπλῶς ὁρισμένων γνώσεων, ἀσφαλῶς σημαντικῶν, πού θὰ συντελέσουν στὴ βελτίωση τοῦ γνωστικοῦ / καί ὄχι ὑποχρεωτικά τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου τῶν μαθητῶν. Περιορίζει δηλαδὴ τὴ δυναμική τοῦ μαθήματος σ᾽ ἕνα ἐπίπεδο ἐνημέρωσης. Ὅταν τὸ ὑποστηρίζει αὐτὸ ἕνας θεολόγος καὶ μάλιστα ὀρθόδοξος, ἀγνοώντας ὅτι ἡ ὀρθοδοξία εἶναι ἐκκλησιαστικὸ βίωμα ποὺ χωρὶς νά ἀγνοεῖ τὸν κόσμο ἐτοῦτο, χωρεῖ ἐπέκεινα τοῦ κόσμου ἐτούτου, καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι εἰσηγεῖται ἐπικίνδυνους ἀτραποὺς, ποὺ ἀκυρώνουν τὴν ὀντολογία τοῦ μυστηρίου καὶ ὁδηγοῦν στὴν πλήρη ἀπαξίωση τοῦ μαθήματος.
Ὁ Στέλιος Ράμφος πρὶν τὶς ὀβιδιακές μεταμορφώσεις του, ὅταν ἦταν πιστὸ παιδὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, στὰ πρῶτα συγγραφικά του πετάγματα, κι ὄχι ὅπως τώρα ποὺ στὰ τελευταῖα του ἔργα θεωρεῖ ὅτι ἡ ὀρθόδοξη παράδοση καὶ ἡ πνευματικότητά της εἶναι ἡ κύρια αἰτία! τῆς πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς καθυστέρησης! τῆς Χώρας μας σὲ σχέση μέ τούς... γίγαντες τῆς σύγχρονης Εὐρωπαϊκῆς Ἐρημιᾶς καὶ ἀθεΐας, γράφει τὰ ἑξῆς ἀξιοπρόσεκτα: «Ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἁγιότητας, τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἀποβάλλει τὸ χαρακτήρα τῆς ἱστορικῆς ἀφηγήσεως... καὶ εἰσάγει ἐκ τῶν ἔνδον τὸ παιδὶ στὴ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὡς κοινωνία πνεύματος, στὴν τετελεσμένη καί ἀεὶ προοδεύουσα προοπτική τῆς ἐσωτερικῆς μεταμορφώσεως» («Παιδεία Ἑλληνική», Κέδρος 1982, σ. 56).
Ορθόδοξος Τύπος, 26/04/2013