Διδάγματα από τη Βάπτιση του Χριστού
Αχιλλέας Πιτσίλκας,διδάκτορας Θεολογίας
Κατά τη Βάπτιση του Χριστού έγινε για πρώτη φορά επίσημακαι η «επιφάνεια της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού»(Τίτ. 2,13), παρέχοντας μύρια διδάγματα για τους Χριστιανούς. Για τουςΧριστιανούς δηλ., κατά τον Μ. Βασίλειο, «πάσα πράξις και λόγος του Σωτήροςκανών έστιν ημίν ευσεβείας και αρετής». Είναι δηλ. υπόδειγμα, που πρέπει ναακολουθούν, εφόσον ο Χριστιανισμός, και κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, δενείναι τίποτε άλλο, παρά «θείας φύσεως μίμησις». Από τα άπειρα δε διδάγματα, πουπροβάλλουν από τη Βάπτιση του Χριστού, θέλουμε να τονίσουμε ιδιαίτερα τρία.
α) Την αναγκαιότητα τηςυπακοής στη θείο θέλημα.
Όταν ο Κύριος, που ως Θεός «εφανερώθη εν σαρκί» (Α’ Τιμ.3,16), έφθασε στην ηλικία των 30 ετών, κατευθύνθηκε κατά τον ευαγγελιστήΜατθαίο, «από της Γαλιλαίας επί τον Ιορδάνην προς τον Ιωάννην του βαπτισθήναι»επ’ αυτού (3,13). Ο Ιωάννης όμως αισθάνθηκε τη στιγμήεκείνη τον εαυτό του ανάξιο να βαπτίσει τον Μεσσία και Λυτρωτή του κόσμου καιγια τούτο πρόβαλε στην αρχή αντιρρήσεις. Ο Ιησούς όμως του είπε να αφήσει κατάμέρος τις αντιρρήσεις εκείνες, λέγοντας: - «Άφες άρτι, ούτω γαρ πρέπον έστιπληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην» (Ματ. 3,15). Άφησε δηλ. κάθεαντίρρηση, γιατί με το βάπτισμά μου πρέπει να εκπληρωθεί το θέλημα του ΘεούΠατέρα μου για τη σωτηρία των ανθρώπων. «Δικαιοσύνην γαρ, κατά τον Ζιγαβηνό,νυν την εντολήν του Θεού λέγει». (Τρ. εις Ματ. 64). Με τον τρόπο αυτόο Χριστός, που, κατά τον Απ. Παύλο, έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου» (Φιλιπ. 2,8) μας έδωσε το παράδειγμα της υπακοής στο θείοθέλημα, διά της οποίας καταστάθηκαν από τον ίδιο «δίκαιοι οι πολλοί» (Ρωμ.5,19).
Αυτή δε την υπακοή στο θείο θέλημα ζητεί ο Κύριος απόόλους τους πιστούς, ως προϋπόθεση για τη σωτηρία τους, εφόσον, κατά τονουρανοφάντορα, «εγένετο πάσι τοις υπακούουσιν αυτώ αίτιος σωτηρίας αιωνίου» (Εβρ. 5,9). Με την υπακοή αυτή δηλαδή ή την υποταγή στο θείοθέλημα κάθε πιστός δοξάζει τον Θεό και ταυτόχρονα το ομολογεί στουςσυνανθρώπους του, εφόσον και αυτοί δοξάζουν «τον Θεόν επί τη υποταγή τηςομολογίας υμών εις το ευαγγέλιον» (2 Κορ. 9,13). Βλέπονταςδηλ. οι άνθρωποι αυτή την υποταγή των πιστών δοξάζουν το όνομα του Θεού, όπωςδιαβεβαίωσε και ο Κύριος (Ματ. 5,16).
β) Η κάθοδος του ΑγίουΠνεύματος
Ύστερα από τα πιο πάνω, ο Ιωάννης «ευθέως υπήκουσεν» (Χ)και εβάπτισε τον Κύριο. Κατά την ώρα όμως του βαπτίσματος και καθώς ο Ιησούςπροσευχόταν, «εγένετο κατά τον Ευαγγελιστή Λουκά, «ανοιχθήναι τον ουρανό καικαταβήναι το Πνεύμα το Άγιον... ωσεί περιστεράν επ’ αυτόν» (3,21-22). Άνοιξανδηλ. οι ουρανοί και κατέβηκε σαν περιστέρι το Πνεύμα το Άγιο. Το πιο πάνω δεέγινε κατά τον Θεοφύλακτο, «ίνα δεχθή ότι εις έστι ο Παλαιάς και ΚαινήςΔιαθήκης Θεός» (Τρίμ., Υπ. εις τον κατά Μάρκ. 6.31).
Κατά τη διδασκαλία δε του ιερού Χρυσοστόμου το πιο πάνωέγινε και για να φανεί, «ότι τον πνευματικόν άνδρα απόνηρον τινα είναι χρή καιαπλούν και άκακον» (Π, Τρεμ. Υπ. εις το κατά Λουκάν, 139). Όπως δηλαδή τότε κατήλθε το Πνεύμα το Άγιο,έστι, λέγει ο χρυσορρήμονας «Εάν και αυτός έχης ανυπόκριτον ευλάβειαν,κατέρχεται και επί σε το Πνεύμα το Άγιον και φωνή σοι πατρική άνωθεν απηχεί,ουχ αυτός έστιν ο υιός μου, αλλ’ ούτος νυν γέγονεν υιός μου» (Κατηχ. Γ, ΙΕ, ΒΕΠΕΣ 39,65).
Για τον λόγο αυτό άλλωστε έλεγε ο ευαγγελιστής Ιωάννηςότι «Νυν οίδαμεν ότι τέκνοι Θεού έσμεν» (1 Ιω. 3,2) «ότι αγαπώμεν τα τέκνα τουΘεού» (1 Ιω. 5,2).
γ) Η διαβεβαίωση τηςθεότητας του Υιού
Την ώρα που το Πνεύμα το Άγιο κατέβηκε ως περιστερά καιστάθηκε στην κεφαλή του Ιησού, ακούστηκε η φωνή του Θεού - Πατέρα, που έλεγε: -Ουτός έστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ηύδοκησα» (Ματ. 3,17). Αυτός δηλαδή είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, στονοποίο ευαρεστήθηκα. Εξηγώντας κατά κάποιο τρόπο τα πιο πάνω λόγια, οευαγγελιστής Ιωάννης γράφει θεόπνευστα ότι «Θεόν ουδείς επύρακε πώποτε, ομονογενής Υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, εκείνος εξηγήσατο» (1,18). Καιτούτο, γιατί, και κατά το σύμβολο της πίστης μας, ο Υιός είναι Κύριος«ομοούσιος» με τον Πατέρα και ομότιμος ή συμπροσκυνούμενος. Είναι δηλ. Θεόςκατά φύσιν, εφόσον, κατά τον Απ. Παύλο, «εν αυτώ (τω Χριστώ) κατοικεί παν τοπλήρωμα της θεότητος σωματικώς (Κολ. 2,9). Θεοί όμως κατά χάριν γίνονται και οιπιστοί χριστιανοί, όταν «ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίουκατωπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπεραπό Κυρίου Πνεύματος» (2 Κορ, 4,18).
Ύστερα από τα πιο πάνω δεν απομένει άλλο, παρά νααναφωνήσουμε: «Δόξα τω φανέντι Θεώ και επί γης οφθέντι και φωτίσαντι τονκόσμον» και να ακολουθήσουμε στη ζωή μας τον Κύριο, όπως και οι Δώδεκα ΜαθητέςΤου, εφόσον ο Χριστιανισμός είναι «μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω».