"Ψωροκώσταινα" ἡ Πανωραία
Γνωστότό προσωνύμιο Ψωροκώσταινα. Χρησιμοποιεῖται, γιά νά ὑποδηλώσει κάποιον ἐνδεῆ ἤκατώτερο κοινωνικά. Χρησιμοποιεῖται ἐπίσης ἀπαξιωτικά, γιά νά χαρακτηρίσει τήν Ἑλλάδαὡς κράτος φτωχό λόγῳ τῆς ἔλλειψης ὀρθολογικῆς ὀργάνωσης καί διαχείρισης τῶν ἐσόδωντης. Ὡστόσο εἶναι γνωστό ὅτι πρόκειται γιά ὑπαρκτό πρόσωπο, γιά τήν ἡρωίδα τοῦ 1821Πανωραία Χατζηκώστα ἀπό τίς Κυδωνιές (Ἀϊβαλί) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Τό1821 μετά ἀπό τήν ἀποτυχία τῆς Ἐπανάστασης στήν πατρίδα της, οἱ Τοῦρκοι ἔσφαξαντούς συμπατριῶτες της∙ μπροστά στά μάτια τῆς ἀρχόντισσας Πανωραίας ἔσφαξαν τόνζάπλουτο ἔμπορο καί σύζυγό της Κωνσταντῖνο, καθώς καί τά παιδιά τους. Μέσα στήνκοσμοχαλασιά λίγοι σώθηκαν καί ζήτησαν ἀλλοῦ καταφύγιο. Καί ἡ ὄμορφη ἀρχόντισσαβρέθηκε μόνη καί πάμφτωχη στά Ψαρά, ἐξ οὗ καί Ψαροκώσταινα∙ προστάτες της οἱσυντοπίτες της καί κυρίως ὁ δάσκαλος τῆς Ἀκαδημίας τῶν Κυδωνιῶν, Βενιαμίν ὁΛέσβιος.
Στήσυνέχεια βρίσκουμε τήν Πανωραία στό Ναύπλιο, τήν τότε πρωτεύουσα τοῦ ἑλληνικοῦκράτους. Γιά νά ἐξοικονομεῖ τά πρός τό ζῆν, προσέφερε ὑπηρεσίες στόν Βενιαμίν, ὁὁποῖος παρέδιδε μαθήματα ἐκεῖ, μέχρι τόν Αὔγουστο τοῦ 1824, ὁπότε ὁ δάσκαλοςπροσβλήθηκε ἀπό τύφο καί «ἐξεμέτρησε τό ζῆν». Ἔκτοτε ξεκίνησε γιά τήν Ψαροκώσταινα ἕνας ἀπερίγραπτος ἀγώνας ἐπιβίωσης∙ ξενοπλένοντας,μεταφέροντας ὡς ἀχθοφόρος βάρη καί μερικές φορές ἀπό τίς ἐλεημοσύνες τῶνσυνανθρώπων της προσπάθησε νά ἐξασφαλίζει στοιχειωδῶς τό ψωμί της.
Ἐκεῖνοτόν καιρό οἱ ὀρδές τοῦ Ἰμπραήμ πού ρήμαζαν τόν τόπο, ἄφηναν πίσω τους φωτιά καίὀρφάνια. Ἑκατοντάδες ὀρφανά συγκεντρώθηκαν στό Ναύπλιο. Ἡ Πανωραία στήμορφή ἀλλά καί στήν ψυχή, ἀδιαφορώντας γιά τά προσωπικά της προβλήματα πῆρε ὑπότήν προστασία της παιδιά ὀρφανά, γιά νά τά μεγαλώσει καί νά ἁπαλύνει τόν πόνοτους. Πόσες φορές ἡ πρώην ἀρχόντισσα δέν χτύπησε πόρτες καί πόρτες, ἐπαιτώνταςκαί ἐκλιπαρώντας γιά τά ὀρφανά τῆς Ἑλλάδος! Ὅ,τι εἶχε καί δέν εἶχε τόμοιραζόταν μέ τά ὀρφανά τῶν ἀγωνιστῶν. Αὐτήν τή ζητιάνα ἀντίκρυσαν τά ἀλητάκιατῆς παραλίας καί περιπαικτικά τήν ἀποκάλεσαν Ψωροκώσταινα.
ΜιάΚυριακή τοῦ ἔτους 1826, στήν κεντρική πλατεία τοῦ Ναυπλίου μετά τή θείαΛειτουργία οἱ πενόμενοι Ἕλληνες καλοῦνται καί πάλι νά βοηθήσουν. Ὁ σοφόςδάσκαλος Γεώργιος Γεννάδιος κραυγάζει: «Τό Μεσολόγγι χάνεται. Ἡ πατρίςκαταστρέφεται, ὁ ἀγών ματαιοῦται, ἡ ἐλευθερία ἐκπνέει. Ἀπαιτεῖται βοήθειασύντονος. Πρέπει οἱ ἀνδρεῖοι αὐτοί (οἱ ἥρωες – πρόσφυγες τοῦ Μεσολογγίου), οἵτινεςἔφαγον πυρίτιν καί ἀνέπνευσαν φλόγας, καί ἤδη ἀργοί καί λιμώττοντες μᾶςπεριστοιχίζουσιν, νά σπεύσωσιν, ὅπου νέος κίνδυνος τούς καλεῖ. Πρός τοῦτο ἀπαιτοῦνταιπόροι καί πόροι ἐλλείπουσιν. Ἀλλ᾽ ἄν θέλωμεν νά ἔχωμεν πατρίδα, ἄν ἤμεθα ἄξιοινά ζῶμεν ἄνδρες ἐλεύθεροι, πόρους εὑρίσκομεν. Ἄς δώσει ἕκαστος ὅ,τι ἔχει καίδύναται...». Κανείς ὅμως δέν πλησίαζε στό τραπέζι τῆς προσφορᾶς. Καί τότεμπροστά στά ἔκπληκτα μάτια ὅλων, ἡ χήρα ἡ Χατζηκώσταινα βγάζει τό ἀσημένιοδαχτυλίδι πού φοροῦσε, ξετρυπώνει καί ἕνα γρόσι ἀπό τήν τσέπη της καί τά ἀποθέτειταπεινά στό τραπέζι τῆς ἐρανικῆς ἐπιτροπῆς, λέγοντας: «Δέν ἔχω τίποτα ἄλλο ἀπόαὐτό τό ἀσημένιο δαχτυλίδι κι αὐτό τό γρόσι. Αὐτά τά τιποτένια προσφέρω στόμαρτυρικό Μεσολόγγι». Πόσο ἔμοιαζε μέ τή χήρα τοῦ Εὐαγγελίου πού πρόσφερε τόδίλεπτο στό γαζοφυλάκιο τοῦ ναοῦ καί εἰσέπραξε αἰώνιο τόν ἔπαινο ἀπό τόν Κύριο(βλ. Λκ 21,1-4).
Κάποιος,ἀπό τόν κόσμο πού ἦταν συγκεντρωμένος, συγκινημένος ἀναφώνησε: «Γιά δεῖτε, ἡπλύστρα ἡ Ψωροκώσταινα πρώτη προσέφερε τόν ὀβολό της». Ἀμέσως κινητοποιήθηκε τόἑλληνικό φιλότιμο. Γρόσια καί λίρες καί ἀσημικά γέμισαν τό τραπέζι τῆς ἐπιτροπῆς.Κείνη τή στιγμή ἡ πλύστρα Χατζηκώσταινα ὀνοματιζόταν ἐπίσημα πλέον «Ψωροκώσταινα», γιά νά συνεχίσει τίς εὐεργεσίες της. Ἀργότερα,στό ὀρφανοτροφεῖο πού ἵδρυσε ὁ Καποδίστριας –γριά πιά καί μέ σαλεμένο τό νοῦ ἀπότόν πόνο καί τίς στερήσεις– προσφέρθηκε νά πλένει τά ροῦχα τῶν ὀρφανῶν χωρίςκαμιά ἀμοιβή. Πρίν καλά καλά χαρεῖ τά «παιδιά της», λίγο μετά τή λειτουργία τουἄφηνε τόν κόσμο αὐτό ἡ Πανωραία. Τί κι ἄν οἱ ἐπίσημοι δέν τήν τίμησαν στή θανήτης! Τά παιδιά τοῦ ὀρφανοτροφείου τήν ἔκλαψαν σάν μάνα τους κι ἔτσι τήνπαρέδωσαν στήν αἰώνια κατοικία της (βλ. Εὐ. Δαδιώτη, «Αἰγαιοπελαγίτικα», τεῦχος13).
Ὑπάρχειὡστόσο καί μιά ἄλλη ἐκδοχή: Ἡ Ψωροκώσταινα ὑπῆρξε σύζυγοςἀγωνιστῆ. Ἀδυνατώντας νά ἐξασφαλίσει τά πρός τό ζῆν ζητιάνευε στούς δρόμους τοῦΝαυπλίου. Ἐκεῖ τή συνάντησε ὁ Καποδίστριας καί τῆς ἔδωσε τόν ὀβολό του. Ἐκείνησυνειδητοποιώντας τό οἰκονομικό ἀδιέξοδο τῆς χώρας, ἔβαλε στό χέρι τοῦκυβερνήτη ὅσα χρήματα εἶχε συγκεντρώσει. Ὁ Καποδίστριας συγκινημένος ἀπό τή χειρονομία της ἔδωσε ἐντολήνά τῆς χορηγηθεῖ σύνταξη.
Ἀνεξάρτηταὅμως ἀπό τό ποιά ἐκδοχή εἶναι ἀκριβής, τό παρανόμι τῆς Πανωραίας, Ψωροκώσταινα, πῆρε κι ἔδωσε στίς Συνελεύσεις πού ἀκολούθησαν ἐκφράζονταςτήν ἄθλια οἰκονομική κατάσταση τῆς χώρας. Τό 1942, στή συνεδρίαση τῆς πρώτηςΒουλῆς κάποιος βουλευτής ἐπανέλαβε τό χαρακτηρισμό Ψωροκώσταινα γιά τήν Ἑλλάδα.Ὁ χαρακτηρισμός, ἔστω κι ἄν φαίνεται περιφρονητικός, εἶχε κατακυρωθεῖ. Ἐξάλλουμέχρι καί σήμερα «ὅλοι ἀπό τήν Ψωροκώσταινα ζητοῦν νάζήσουν».
Μόνο πούσήμερα μᾶς λείπουν οἱ Ψωροκώσταινες –εὐδοκιμοῦν, λυμαινόμενες τό Δημόσιο, οἱ mesdames τῶν λεσχῶνκαί τῶν καναλιῶν- οἱ ἡρωίδες μέ τήν περιφλεγῆ γιά τήν πατρίδα καρδιά καί τόν ἔνθεοζῆλο∙ οἱ Πανωραῖες, πού νά προσφέρουν τόν κόπο τοῦ ἀγώνα καί τοῦ ἱδρώτα τους γιάτήν ἀνόρθωση τοῦ Ἔθνους μας. Γίναμε γένος ἀγενές καί ἄγονο σέ εὐποιίες, ἀφοῦπλήθυνε τό κακό καί μᾶς κατέκλυσε ἡ διαφθορά καί ἡ ἀποστασία. Ἀπορροφημένοιἀπό τά δανεικά, ξεχάσαμε τά ἰδανικά καί χάσαμε τόν προσανατολισμό μας.
Σήμερα,προπαντός, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό Ψωροκώσταινες πού θα μποροῦννά σμίγουν τά δάκρυά τους μέ τοῦ ὀρφανοῦ τό κλάμα, νά σκύβουν μέ συμπόνια στοῦφτωχοῦ τό δράμα, νά δροσίζουν μέ τήν ἀγάπη τους τοῦ ἀρρώστου τό κάμα.
Εὐδοξία Αὐγουστίνου,Περιοδικό “Απολύτρωσις”,Ιανουάριος 2012