Απόσπασμααπό το βιβλίο του Στυλιανού Παπαδόπουλου, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τ.2,έκδοση Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1999
Ηενότητα της Εκκλησίας
ΗΕκκλησία, εφόσον είναι σώμα Χριστού, που σκοπό έχει την σωτηρία των ανθρώπων,δεν κινδυνεύει να αφανιστεί, να καταποντιστεί (PG 52,429), να χαθεί. Άρχοντεςθρησκευτικοί, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, άλλοτε και τώρα, φορείς της κοσμικήςεξουσίας, αιρετικοί και οι ίδιοι οι δαίμονες «επολέμησαν την Εκκλησίαν», ηοποία όχι μόνο δεν νικήθηκε αλλ’ «υπέρ τους ουρανούς αναβέβηκε» (PG 52, 397-8).
Παρά ταύτακινδυνεύει συνεχώς η ενότητα της Εκκλησίας, ενώ το γεγονός του Σώματος τουΧριστού, η Εκκλησία δηλαδή, σημαίνει και αποτελεί ενότητα πραγματική, «…Εκκλησίαν δε Θεού καλεί (= ο Παύλος), δεικνύς ότι ηνώσθαι αυτήν χρη. Ει γαρΘεού εστίν, ήνωται και μία εστίν, ουκ εν Κορίνθω μόνον αλλά και εν πάση τηοικουμένη. Το γαρ της Εκκλησίας όνομα ου χωρισμού, αλλά ενώσεώς εστι, καισυμφωνίας όνομα. …Ει δε ο τόπος χωρίζει (=τους πιστούς), αλλ’ ο Κύριος αυτούςσυνάπτει κοινός ων» (Εις Α’ Κορ., Ομιλ. Α’ 1: PG 61,13), που συντελείται με τηνσυμμετοχή τελικά όλων στην ίδια θεία Ευχαριστία, στο γεγονός δηλαδή ότι,μετέχοντες στον ίδιο «άρτο», «ενούμεθα» όλοι σ’ ένα σώμα, το σώμα του Χριστού(PG 61,200). Ενώ πρέπει όλα τα μέλη των κατά τόπους Εκκλησιών, από τις Ινδίεςπ.χ. μέχρι την Ρώμη (PG 59, 361-2), να αισθάνονται «εν σώμα και πνεύμα» και ότιέχουν την ίδια πίστη, συχνά εμφανίζονται διαιρέσεις και κακοδοξίες, πουδιασπούν την αληθινή ενότητα. Η θεία χάρη υπάρχει μόνον όταν και όπου όλοιστηρίζονται στο αυτό «θεμέλιο», στην αυτή πίστη (PG 61,72), δ- ταν «δειχθώμενπάντες μίαν πίστιν έχοντες» (PG 62,83).
Η εμπειρία τωνσχισμάτων και των κακοδοξιών του Χρυσ. ήταν τόσο πικρή, ώστε νά υποστηρίζει οτιη διαίρεση της Εκκλησίας είναι τόσο μεγάλη αμαρτία, που δεν μπορεί ούτε«μαρτυρίου αίμα» να εξαλείψει (PG 62,85).
Ηομολογία πίστεως του Πέτρου ως θεμέλιο της Εκκλησίας και της ενότητας
Με αυτές τιςεπισημάνσεις του Χρυσοστόμου κατανοεί κανείς ευχερέστερα τον τρόπο, με τονοποίο κατανοεί ο ιερός άνδρας τους λόγους του Κυρίου στον απόστολο Πέτρο, πουαυθόρμητα ομολόγησε και γρήγορα μετανόησε για την άρνηση του Κυρίου: «…συ ειΠέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν, …δώσω σοι τας κλειςτης βασιλείας…» (Ματθ. 16,18) και «Σίμων Ιωνά αγαπάς με πλείον τούτων; λέγειαυτώ. ναι, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει (=ο Κύριος) αυτώ (=τω Πέτρω).βόσκε τα αρνία μου…» (Ιωάν. 21,15 καί 16-17).
Ο Κύριος είπε, στονΠέτρο απευθυνόμενος, ότι θα οικοδομήσει την Εκκλησία «επί ταύτη τη πέτρα.» ότανο Πέτρος ομολόγησε, ότι ο Χριστός είναι «ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος»(Ματθ. 16,16). Ο Χρυσ. επιμένει κι επαναλαμβάνει συχνά ότι ηοικοδόμηση-θεμελίωση της Εκκλησίας γίνεται στην ομολογία της ορθής πίστεως,«επί ταύτη τη πέτρα» που εξασφαλίζει την ενότητα και στην περίπτωση εδώεκφράζεται από τον Πέτρο.
«Ο γαρ την Εκκλησίανεπί τη ομολογία αυτού (=του Πέτρου) οικοδομήσας κaι ούτω τειχίσας αυτήν, ωςμυρίονς κινδύνονς κaι θανάτους αυτής μη περιγενέσθαι, ο των ουρανών αυτώ ταςκλεις δεδωκώς και τοσαύτης εξουσίας ποιήσας κύριον…» (Εις Ματθ., Ομιλ. ΠΒ’ 3:PG 58,741).
«…Την δε Εκκλησίανέφησεν επί την ομολογίαν οικοδομήσειν την εκείνου… (Εις Ιωάν., Ομιλ. ΚΑ’ 1: PG59,128).
Δεν είναι ο Πέτρος οθεμέλιος επί του οποίου στηρίζεται και οικοδομείται η Εκκλησία, θεμέλιος ειναιη ορθή πίστη και αποδοχή της, η ομολογία. Δεν γίνεται δηλαδή ο Πέτρος θεμέλιοςένεκα της ομολογίας του, αλλά θεμέλιος είναι η ίδια η ομολογία.
«Τω γουν Πέτρω ειπών“μακάριος ει, Σίμων Βαρ Ιωνά” κaι επαγγειλάμενος τα θεμέλια της Εκκλησίας επίτης ομολογίας αυτού καταθήσεσθαι» (Είς Γαλ., Ομιλ. Α’ 1: PG 61,611).
Κατά τον ιερό Χρυσ.γνώριζε ο Κύριος τον αυθόρμητο χαρακτήρα του Πέτρου και την άρνηση που θ’ακολουθούσε. Γι’ αυτό στερεώνει με την υπόσχεση αυτή το «φρόνημά» του και τονκαθιστά ποιμένα προς γνώσιν όλων όσων θα πληροφορηθούν την άρνησή του και ίσωςθ’ αμφιβάλλουν στο μέλλον για την αποστολή του. Ακόμη ο Κύριος «ανάγει» με τουςλόγους αυτούς τον Πέτρο σε «υψηλήν έννοιαν», αποκαλύπτοντας ότι είναι Υιός του Θεού.
«… “συ ει Πέτρος καιεπί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν”. τουτέστι, τη πίστει τηςομολογίας. Εντεύθεν δείκνυσι πολλούς μέλλοντας ήδη πιστεύειν και ανίστησιναυτού το φρόνημα και ποιμένα ποιεί… Είδες πώς και αυτός (ο Χριστός) ανάγει τονΠέτρον εις υψηλήν την περί αυτού έννοιαν και εαυτόν αποκαλύπτει και δείκνυσινΥιόν όντα του Θεού διά των υποσχέσεων των δύο τούτων» (Εις Ματθ. Ομιλ. ΝΔ’ 2:PG 58,534).
Το«στόμα» των Αποστόλων: η υπεροχικότητα του Πέτρου
Ο ιερός Χρυσ., ενώζούσε και δρούσε στην Αντιόχεια, οι προστάτες του επίσκοποι της οποίας Μελέτιος(360-381) και Φαβιανός (381- 403) δεν αναγνωρίζονταν από την ρωμαϊκή Εκκλησία,δεν είχε καμμία δυσκολία να παρουσιάζει μια σαφή υπεροχικότητα του Πέτρονέναντι των λοιπών Αποστόλων και του Παύλου. Στίς πνευματικές καταστάσεις φρονείότι δεν υπάρχει ισότητα με την στενή έννοια της λέξεως. Γι’ αυτό και στηνΒασιλεία των ουρανών δεν θα είναι όλοι, όπως δεν ήταν ίσοι οι 12 Μαθητές,μεταξύ των οποίων ο Κύριος διέκρινε τους Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη. Και από τουςτρείς πάλι διακρίνει («προτίθησι») τον Πέτρο. Η διάκριση όμως αυτή έχει κάποιαιδιοτυπία, που δεν αναιρεί την ισότητα των Αποστόλων την οποία τονίζει συχνά.Το ίδιο δεν αίρει π.χ. την ισότητα αυτή η υπεροχική αγάπη του Κυρίου προς τονΙωάννη η οποιαδήποτε μικρή σε κάποιο σημείο υπεροχή κάποιου.
«…ουδέ εν τηβασιλεία ίση η τιμή, ουδέ εν τοις μαθηταίς ίση, αλλ’ οι τρεις των άλλωνπροείχον και εν τούτοις αυτοίς τοις τρισί πολλή πάλιν διαφορά. Πολλή γάρακρίβεια παρά τω Θεώ, και μέχρι των εσχάτων… καίτοι γε πάντες ήσαν απόστολοικαι πάντες επί δώδεκα θρόνους μέλλονσι καθήσαι… αλλ’ όμως τους τρεις ελάμβανε…Και τον Πέτρον δε αυτών προτίθησι λέγων ‘φιλείς με πλείον τούτων;’. Και οΙωάννης δε υπέρ τους άλλους ηγαπάτο. Και γαρ πάντων εξέτασις έσται ακριβής, κανμικρόν υπερέχεις του πλησίον, καν ακαριαίον, καν οτιούν ουδέ τούτο παρόψεται οΘεός» (Εις Ρωμ., ‘Ομιλ. ΛΑ’ 4: PG 60,672).
Όταν ο Χρυσ.προσπαθεί να κατοχυρώσει την υπεροχικότητα του Πέτρου, μένει σε φαινόμεναεξωτερικά. Τονίζει μη θεολογικά στοιχεία, τά οποία όμως αναδεικνύουν τον Πέτρο«κορυφή», «κορυφαίο» ή «έγκριτο» μεταξύ των Αποστόλων, «προστάτη» τηςοικουμένης και «θεμέλιον» της Εκκλησίας. Προσθέτει ομως εμφατικά ότι ένας λόγοςπου τον χαρακτήριζε έτσι οφείλεται στην πρόθεση του Κυρίου να δείξει στον Πέτροότι του συγχώρησε την άρνηση.
«…Ο ουν Πέτρος, οκορυφαίος τoυ χορού, το στόμα των αποστόλων απάντων, ο της οικουμένηςπροστάτης, ο θεμέλιος της Εκκλησίας…» (Εις ‘Τούτο δε γινώσκετε’ 4: PG 56,275).
«…Λέγει (=ο Κύριος)αυτώ (=τω Πέτρω). “βόσκε τα πρόβατά μου’: Και τι δήποτε, τους άλλουςπαραδραμών, περί τούτων διαλέγεται; Έγκριτος ην των αποστόλων και στόμα τωνμαθητών και κορυφή του χορού. Δια τούτο και Παύλος ανέβη τότε αυτόν ιστορήσαιπαρά τους άλλους. Άμα δε και δεικνύς αυτώ ότι χρη θαρρείν λοιπόν, ως τηςαρνήσεως εξεληλαμένης, εγχειρίζεται την προστασίαν των αδελφών» (Είς Ιωάν.,Ομιλ. ΠΗ’ 1: PG 59 478).
Και τα εξωτερικάστοιχεία της υπεροχικότητας, για τα οποία μιλήσαμε, είναι ότι ο Πέτρος με τοναυθορμητισμό του σπεύδει («προπηδά”) πάντοτε ν’ απαντήσει, να ομολογήσει, νακηρύξει πρώτος. Κι έτσι γίνεται το «στόμα» των Αποστόλων. Η πίστη, η γνώμη (η«φωνή») ήταν κοινή όλων των Αποστόλων. Αυτός όμως έσπευσε με θάρρος(«παρρησία”) να μιλήσει στην Πεντηκοστή. Ενώ είναι πάντοτε -στα αρχικά γεγονότατων Ιεροσολύμων με την Πεντηκοστή- «συν τοις δώδεκα», όταν ερωτώνται οιΑπόστολοι αυτός «προπηδά και προλαμβάνει» όλους και απαντά εκ μέρους όλων.
«’Σταθείς δε Πέτροςσυν τοις ένδεκα’ (Πρ. 2,14)… Κοινήν (= στην Πεντηκοστή) προεβάλλοντο φωνήν,φησί, και πάντων αυτός ην το στόμα. Παρεστήκασι δε οι ένδεκα μαρτυρούντες τοιςλεγομένοις. ‘επήρε την φωνήν αυτού’ (Πρ. 2,14), φησί. τουτέστι μετά πολλής είπετης παρρησίας» (Είς Πράξ., Ομιλ. Δ’ 1: PG 60,46).
«…πάντων ερωτηθέντωναυτός (= ο Πέτρος) αποκρίνεται. Και ότε μεν την του δήμου γνώμην ηρώτα, πάντεείπον το ερωτηθέν. ότε την αυτών, Πέτρος προπηδά και προλαμβάνει» (Εις Ματθ.,Ομιλ. ΝΔ’ 1: PG 58,533).
Οι Απόστολοι είναι όλοι «ομότιμοι» και ισότιμοι»μεταξύ τους
Η δηλωμένηυπεροχικότητα του Πέτρου αποκτά στον Χρυσ. άλλες διαστάσεις με τις πολύ σαφείςπαρατηρήσεις του περί ισότητας και ομοτιμίας μεταξύ των δώδεκα Αποστόλων καιτου Παύλου. Εξειδικεύει, μάλιστα, τον λόγο του, για να μην παρερμηνευτεί, ότι οΠαύλος υπήρξε «ομότιμος» όχι μόνο προς τους άλλονς δύο «προκρίτους», τον Ιάκωβοκαι τον Ιωάννη, αλλά και προς τον «κορυφαίο» Πέτρο. Ακόμα σημαντικότερο είναιότι διακρίνει μεταξύ ομοτιμίας (ισότητας) και «αξίας». Η άξία του κάθεαποστόλου είναι προφανώς ανάλογη με την πνευματική του ετοιμότητα, ενώ η τιμήείναι μία, κοινή. Άρα την υπεροχικότητα του Πέτρου ο ιερός Χρυσ. δεν τηνσυνδέει με θεολογικο βάθος, αλλά με τον αυθορμητισμό του χαρακτήρα του Πέτρουκαι την ανάγκη να τον αποκαταστήσει ο Κύριος στο αποστολικό αξίωμα.
«…δείκνυσι (= οΠαύλος) αυτοίς ομότιμον όντα, λοιπόν, και ου τοις άλλοις (Ιωάννη και Ιακώβω)εαυτόν, αλλά τω κορυφαίω συγκρίνει, δεικνύς ότι της αυτής έκαστος απέλαυεναξίας» (Εις Γαλ. Β’ 3: PG 61,638).
Η ισότητα μεταξύ τωνΑποστόλων δεν αφορά την κατάστασή τους στην Βασιλεία των ουρανών. Εκεί έκαστοςθα έχει την «αξία» του. Αφορά τον καιρό της δράσεώς τους στην γη. Απόδειξη ησυμπεριφορά του Παύλου έναντι του Πέτρου. Ο πρώτος, μετά τις θαυμαστές επιτυχίεςτου τριών χρόνων ιεραποστολής, επισκέπτεται στά Ιεροσόλυμα τον Πέτρο, «ως προςμείζονα και πρεσβύτερον». Όσα ο Χρυσ. λέγει για την επίσκεψη αυτή ενέχουντεράστια σημασία. Εξηγεί ότι ο Παύλος όχι μόνο δεν ήταν κατώτερος του Πέτρου,αλλά το λιγότερο ήταν «ισότιμος» του. Ο Παύλος δεν ταξίδεψε για να μάθει κάτι ήνα διορθωθεί σε κάτι από τον Πέτρο, τον οποίο άλλωστε σε άλλη περίπτωση ήλεγξε.Ταξίδευμε «διά τούτο μόνον»: από «φιλίαν σφοδροτάτην και αγάπην» προς τονΠέτρο, τον οποίο ακόμα ήθελε να τιμήσει («τιμήσαι») με την παρουσία του, και νατου δείξει ότι τον θεωρεί «μείζονα καί πρεσβύτερον». Τέλος, η επίσκεψη τουΠαύλου μετά από τόσα «κατορθώματα» στον «ισότιμό» του Πέτρο, από τον οποίο δενπερίμενε να διδαχθεί ή να διορθωθεί, οφείλεται στην ταπεινοφροσύνη του και στηνεξιστόρηση όσων πέτυχε στην περιοδεία του.
«Τί ταύτηςταπεινοφρονέστερον γένοιτ’ αν της ψυχής (=του Παύλου); Μετά τοσαύτα και τοιαύτακατορθώματα, μηδέν Πέτρου δεόμενος, μηδέ της εκείνου φωνής, αλλ’ ισότιμος ωναυτώ (πλέον γαρ ουδέν ερώ τέως), όμως απέρχεται (εις Πέτρον) ως προς μείζονακαι πρεσβύτερον. Και της αποδημίας αυτώ της εκεί γίνεται αιτία η ιστορία (=ηεξιστόρηση) Πέτρου μόνη… την προσήκουσαν απονέμει τιμήν και ου μόνον αμείνωαλλ’ ουδέ ίσον εαυτόν εκείνων είναι νομίζει… Ο μακάριος (= ο Παύλος, ταξίδεψεστα Ιεροσόλυμα) ουχ ως μαθησόμενός τι παρ’ αυτού, ουδέ διόρθωσίν τιναδεξόμενος, αλλά διά τούτο μόνον, ώστε ιδείν αυτόν και τιμήσαι τη παρουσία… Τομεν ουν δι’ αυτόν (=τον Πέτρον) αποδημήσαι τιμής ην πολλής. Το δε και τοσαύταςεπιμείναι ημέρας (= εις Ιεροσόλυμα) φιλίας και σφοδροτάτης αγάπης» (Εις Γαλ.,κεφ. Α’ 11: PG 61, 631-2).
Μία τομή ακόμα στηθεολογική σκέψη του Χρυσ. και θα κατανοήσουμε ακριβέστερα την σημασία τηςυποσχέσεως του Κυρίου προς τον Πέτρο, ότι θα του δώσει «τας κλεις τηςβασιλείας» (Ματθ. 16,18). Άρα έχουμε την άποψη του Χρυσ. για την ομοτιμία τωνΑποστόλων και στην Βασιλεία των ουρανών, όχι μόνον στον καιρό της επί γηςδράσεώς τους.
Δεν έχει προσεχτείότι ο Χρυσ. το προνόμιο του Πέτρου, που τον προϋποθέτει η παράδοση των«κλειδών» της Βασιλείας, αποτελεί όχι μόνο και προνόμιο του Παύλου, αλλά καιόλων όσων «αγάπησαν» στην γη τον Κύριο και το έργο του. Ακριβέστερα, ο Χρυσ.φρονεί ότι η απόδοση στον Πέτρο των κλειδών της Βασιλείας ταυτίζεται (=τούτοδηλών έλεγε) με τον «στέφανον της δικαιοσύνης», που θα «αποδώσει ο Κύριος» στονΠαύλο. Δεν έχει λάβει επομένως με την εικόνα των «κλειδών» κάποιο απόλυτοπρονόμιο σαν τιμή κι εξουσία ο Πέτρος, αφού μάλιστα στην συνάφεια τούτη εξηγείο Χρυσ. ότι κανείς δεν μπορεί να σταθεί «πρώτος» έναντι του Παύλου. Άρα ορθά μεπολλές ευκαιρίες εξηγεί ο Χρυσ. ότι οι υποσχέσεις του Κυρίου στον Πέτροδιέβλεπαν στην αποκατάστασή του στο αποστολικό αξίωμα, κάτι για το οποίο θαπρέπει να αισθάνονται βέβαιοι και οι μελλοντικοί πιστοί.
«Και γαρ Πέτρω ούτωφησίν. Εγώ σοι δώσω τας κλείς των ουρανών:Και ο Παύλος δε τούτο δηλών έλεγε..λοιπόν, απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει μοι το Κύριος, οδίκαιος κριτής, εν εκείνη τη ημέρα. Ου μόνον δε εμοί, αλλά και πάσι τοιςηγαπηκόσι την επιφάνειαν αυτού (Β’ Τιμ. 4,8). Επιφάνεια δε του Χριστού γέγονεν.Ότι δε Παύλου ουδείς πρώτος στήσεται, παντί που δήλον» (Εις Ματθ., Ομιλ. ΞΔ’ 3:PG 58,621).
Είναι σαφές απ’ όλατα παραπάνω οτι η ενότητα της Εκκλησίας εξαρτάται από το γεγονός ότι οιΑπόστολοι όλοι συνιστούν μέλη του σώματος του Κυρίου, έχουν κεφαλή τον ίδιο τονΚύριο και είναι μεταξύ τους «ομότιμοι» και «ισότιμοι». Γι’αυτό, άλλωστε, οΠαύλος μπορεί να ελέγχει τον Πέτρο και γι’ αυτό ο Πέτρος δεν έκρινε σκόπιμο ναεπιβάλει εξουσιαστικά τις απόψεις του στην Αποστολική Σύνοδο, όπου τουεξηγήθηκε ότι σφάλλει. Επιπλέον δεν ειναι τυχαίο ότι ο Χρυσ., που με τόσεςαφορμές τονίζει την εξωτερική ένεκα του αυθορμητισμού υπεροχικότητα του Πέτρου,δεν χρησιμοποιεί γι’ αυτόν τον όρο «πρωτείο» και φυσικά δεν του τον αποδίδει.Δεν λέει και δεν γράφει ότι ο «κορυφαίος του χορού» των Αποστόλων είχε πρωτείο,μολονότι γνωρίζει τον όρο και μάλιστα τον χρησιμοποιεί για τον διάκονο Στέφανοτον πρωτομάρτυρα, που λόγω αυξημένης πνευματικής ετοιμότητας είναι «πρόκριτος»και του δόθηκε περισσότερη χάρη, αν και η «χειροτονία» των επτά διακόνων ήταν«κοινή».
Μεταξύ των επτάδιακόνων ο Στέφανος ήταν «πρόκριτος και τα πρωτεία είχεν. Ει γαρ και ηχειροτονία κοινή, αλλ’ όμως ούτος επεσπάσατο χάριν πλείονα» (Εις Πρ.Ομιλ. ΙΕ’1: PG 60,119).
Οι Απόστολοι δεν είχαν συγκεκριμένο τοπικό(επισκοπικό) θρόνο. Ήσαν υπεύθυνοι για όλη την οικουμένη
Στο πρόβλημα ευθύνηςτων Αποστόλων -φυσικά και τον Πέτρον- ο Χρυσ. Επιχειρεί σημαντική τομή, πουείναι σύμφωνη με την όλη πορεία της Εκκλησίας. Οι Απόοτολοι δηλαδή«χειροτονήθηκαν» «άρχοντες» όχι ενός τόπου, μιας πόλεως ή ενός έθνους, αλλά της«οικουμένης». Γι’ αυτό όλοι μαζί, «κοινή», έχουν την ευθύνη της οικουμένης. Άρακανείς τους δεν είναι επίσκοπος αποκλειστικά της Αντιοχείας, της Κορίνθου, τηςΕφέσου ή της Ρώμης. Καμμία πόλη δεν μπορεί να διεκδικήσει κάτι τέτοιο. Ό,τι άραήταν ο Πέτρος για την Αντιόχεια, της οποίας μάλιστα θεμελίωσε την Εκκλησία,είναι και για την Κόρινθο ή την Ρώμη, όπου κατά τον Χρυσ. πήγε μόνο για ναενισχύσει τους πιστούς στο εξαιρετικά ασεβές περιβάλλον (PG 50,593). Το ίδιοισχύει για τον Παύλο και τους ένδεκα αποστόλους. «Άρχοντες γάρ εισιν υπό τουΘεού χειροτονηθέντες οι απόστολοι. Αρχοντες ουκ έθνη και πόλεις διαφόρουςλαμβάνοντες, αλλά πάντες κοινή την οικουμένην εμπιστευθέντες» (Ότι χρήσιμος ητων Γραφών ανάγνωσις Γ’ 4: PG 51,93).
Και γίνεται ακόμασαφέστερος αναφορικά με την μη αποκλειστική σύνδεση των Αποστόλων με κάποιοντοπικό θρόνο (επισκοπικό). Όταν υπομνηματίζει στο κεφάλαιο 21 τον ΕυαγγελιστήΙωάννη το μελλοντικό μαρτύριο του Πέτρου και ότι ο Κύριος διέκειτο «σφόδραοικείως» προς αυτόν, διερωτάται: γιατί άραγε, αφού τόσο αγαπούσε ο Κύριος καιτιμούσε τον Πέτρο, «έλαβε» τον θρόνο των Ιεροσολύμων ο Ιάκωβος (ο Αδελφόθεος)και όχι ο Πέτρος. H απάντηση είναι περισσότερο από σαφής για το γενικότεροθέμα. Ο Κύριος δεν «εχειροτόνησε» τον Πέτρο επίσκοπο για κάποιον θρόνο, αλλάτον χειροτόνησε «της οικουμένης διδάσκαλον», όπως και τους λοιπούς Αποστόλους.«…Ει δε λέγοι τις, πώς ουν ο Ιάκωβος τον θρόνον έλαβε των Ιεροσολύμων; εκείνοαν είποιμι, ότι τούτον ( =τον Πέτρον) ου του θρόνου, αλλά της οικουμένηςεχειροτόνησε διδάσκαλον» (Εις Ιωάν., Ομιλ. ΠΗ’ 1: PG 59,480).
Επομένως ο Πέτρος,όπως και οι λοιποί Απόστολοι, δεν είχαν κάποιον ιδιαίτερο θρόνο. Θρόνους δώδεκαθα έχουν μόνο στην Βασιλεία των ουρανών. Στο πλαίσιο της θεολογικής αυτήςθεωρήσεως του έργου και της ευθύνης των Αποστόλων κατανοούνται άριστα όσαεμφαντικά λέγει πάλι για τον Πέτρο, τονίζοντας την «παρρησίαν» που επανεύρε οΠέτρος μετά την «άρνησιν». Παρά την άρνηση, με τα κυριακά λόγια «βόσκε τααρνία» του έδινε το αποστολικό προνόμιο να «προστατεύει», να ποιμαίνει τουςαδελφούς, τους πιστούς χριστιανούς. Οι «αδελφοί» που του εμπιστεύεται ο Κύριοςδεν είναι οι Απόστολοι, ώστε να υποθέσουμε ότι του έδινε ο Κύριος πρωτείο εξουσίας.Οι όροι «προστασία» ή «επιτροπή» και δη «επιστασία» εναλλάσσονται καιαναφέρονται στους πιστούς γενικά, στα «ποίμνια» (PG 48,631). «Ο γαρ τότε μητολμών ερωτήσαι… ούτος (= ο Πέτρος) και την προστασίαν ενεπιστεύθη των αδελφών…Επεί ουν (= ο Κύριος) μεγάλα αυτώ προειπε και την οικουμένην ενεχείρησε και τομαρτύριον προανεφώνησεν…» (Είς ‘Ιωάν., Ομιλ. ΠΗ’ 2: PG 59,480).
Στην ίδια μάλιστασυνάφεια ο Χρυσ. με ρηματικο τύπο σε πληθυντικό αριθμό δηλώνει ότι επρόκειτο οιΑπόστολοι όλοι ν’ αναλάβουν την ευθύνη της οικουμένης («έμελλον της οικουμένηςτην επιτροπήν αναδέξασθαι»: Αυτόθι). O Πέτρος είναι και αυτός ένας μεταξύ αυτώνπου αναλαμβάνουν την ευθύνη. Αλλού είναι σαφέστερος περί του ότι ο Κύριοςανέθεσε την οικουμένη σε όλους τους Αποστόλους: «0ύτω και ο Σωτήρ, μέλλωνκαθιστάν αυτούς (τους Αποστόλους) άρχοντας της οικουμένης, δίδωσιν αυτοίς καιτιμωρίας εξουσίαν και συγχωρήσεως…» (Εις Ιωάν., Ομιλ. ΠΗ’ 2: PG 59,480).
Μία νέα τομή μάλιστατου Χρυσ. αποκλείει ριζικά την προνομιακή δήθεν ευθύνη του Πέτρου για την όληΕκκλησία, ότι δηλαδή μόνο εκείνος έχει την ευθύνη αυτή (άρα και την ανάλογηεξουσία) για την οικουμενική Εκκλησία. Και αυτό διότι όχι άπαξ λέγει ότι οΚύριος ανέθεσε το τμήμα των Ιουδαίων στην ευθύνη του Πέτρου και το τμήμα τωνεθνικών στην ευθύνη του Παύλου. Η «διαφορά» μεταξύ των τμημάτων αυτών, τα οποίαχαρακτηρίζει και «στρατόπεδα», είναι μεγάλη, αλλά σημασία έχει ότι «εις οβασιλεύς», ο Κύριος (π.χ.: PG 51,379).
Εφόσον πάντως στηνσκέψη του Χρυσ. οι Απόστολοι δεν είχαν αποκλειστικό επισκοπικό θρόνο, δεννοείται, βέβαια, και κληροδότηση χαρισμάτων ή τυχον προνομίων ενός Αποστόλουστους επιγενόμενους επισκόπους της πόλεως στην οποία συνέβη να δράσει οΑπόστολος αυτός. Αυτό ισχύει και για τους επισκόπους της Ρώμης, όπου έδρασανκαι μαρτύρησαν οι Πέτρος και Παύλος, χωρίς όμως να είναι και θεμελιωτές τηςρωμαϊκής Εκκλησίας.
Ένα χωρίο του Β’ 1Λόγου Περί Ιερωσύνης θεωρήθηκε στήριγμα στην άποψη των ρωμαιοκαθολικών περί τουότι ο Πέτρος θα είχε συγκεκριμένους τοπικούς διαδόχους: «…διατί και το αίμα (=ο Κύριος) εξέχεεν; ίνα τα πρόβατα κτήσηται, α τω Πέτρω και τοις μετ’ εκείνονενεχείριζε» (PG 48,632).
Η διατύπωση σ’αιτιατική «τοις μετ’ εκείνον» δεν είναι καθόλου ανάγκη να δηλώνει τουςεπισκόπους Ρώμης. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω προϋποθέτει όλους τους ποιμένες,στους οποίους θα εμπιστεύεται ο Κύριος τους πιστούς, όπως τα εμπιστεύτηκε όχιμόνο στον Πέτρο, αλλά και σε όλους τους Αποστόλους. Σχετικά με το χωρίο,βέβαια, έχει προταθεί ως ορθότερη γραφή «τοις μετ’ εκείνον», οπότε σημαίνειτους λοιπούς Αποστόλους.
Η αλληλογραφία του Χρυσ. με τον Ρώμης Ιννοκέντιοκαί άλλους δυτικούς επισκόπους.
Όταν ο Χρυσ.καταδικάστηκε οριστικά κι εξορίστηκε (404), ακολούθησε γενικότερη αναστάτωσηστην Εκκλησία με εκθρονίσεις επισκόπων και διωγμούς κληρικών. Προπαντός με τηνκαταδίκη του Χρυσ. ανατρεπόταν η κανονική τάξη της Εκκλησίας, διότι οΑλεξανδρείας Θεόφιλος επενέβη αντικανονικά στα πράγματα άλλης τοπικήςΕκκλησίας, της Κωνσταντινουπόλεως. Τα γεγονότα, επειδή ήσαν γενικής σημασίας,«και γαρ υπέρ της οικουμένης σχεδόν απάσης ο παρών υμίν αγών πρόκειται» (ΠροςΙννοκέντιον Β’: PG 52,536) υποχρέωσαν τον Χρυσ. ν’απευθυνθεί στους δυτικούςεπισκόπους με πρώτον τον Ρώμης Ιννοκέντιο. Οι αλλοι δυτικοί επίσκοποι, πουέλαβαν το ίδιο κείμενο ήταν φυσικά οι έχοντες τότε τουλάχιστον αποφασιστικόλόγο στα πράγματα της Εκκλησίας: οι Μιλάνου Βενέριος και Ακυληΐας Χρωμάτιος.Την ίδια τακτική εφήρμοσε πριν από τρεις περίπου δεκαετίες ο Μέγας Βασίλειος,που δεν απευθυνόταν μόνο στον Ρώμης Δάμασο, αλλά και σε άλλους ισχυρούςδυτικούς επισκόπους. Εδώ πρόκειται για δύο Επιστολές του Χρυσ., μία στην αρχήτης εξορίας του και μία σύντομη μήνες πριν από την κοίμησή του († 14.9.407). OΙννοκέντιος απήντησε με μία επιστολή προς το Χρυσ. και μία προς τον κλήρο τηςΚ/πόλεως.
Ο Χρυσ. αρχικάπληροφορεί τα διατρέξαντα εις βάρος του και εις βάρος των υποστηρικτών τουεπισκόπων και παρακαλεί τον Ρώμης και τους άλλους επισκόπους να δείξουν«σπουδήν», ώστε να μη ισχύσουν τα γενόμενα εις βάρος του, διότι άλλως η οληΕκκλησία («η υφ’ ήλιον») θα βρεθεί σε «σύγχυση». Η σύγχυση οφείλεται στήναντικανονική («παρανομίαν») σε άλλη τοπική Εκκλησία επέμβαση του ΑλεξανδρείαςΘεοφίλου. Παρακαλούσε δηλαδή να καταδικαστεί η ολέθρια επέμβαση σε άλλη τοπικήΕκκλησία. «…την προσήκουσαν υμίν ανδρείαν και σπουδήν επιδείξασθαι, ώστε παρανομίαντοσαύτην επεισελθούσαν ταις Εκκλησίαις αναστείλαι. Ει γαρ τούτο κρατήσειε τoέθος και εξόν γένηται τοις βουλομένοις εις τας αλλοτρίας επιέναι παροικία εκτοσούτων διασrημάτων και εκβάλλειν ους αν εθέλοι τις, κατ’ εξουσίαν ιδίανπράττειν άπερ αν εθέλωσιν, ίστε ότι…. πόλεμός τις ακήρυκτος πάσαν επιδραμείταιτην οικουμένην, πάντων πάντας βαλλόντων και βαλλομένων. Ίνα ουν μη τοσαύτησύγχυσις καταλάβη την υφ’ ήλιον πάσαν, επιστείλαι παρακλήθητε τα μεν ούτωπαρανόμως γεγενημένα απόντων ημών… μηδεμίαν έχειν ισχύν…» (Προς Ιννοκέντιον Α’4: PG 52,534).
Το όλο κείμενο τηςΕπιστολής και ιδιαίτερα το παραπάνω χωρίο είναι πολύ ενδεικτικό των απόψεων τουΧρυσ. Στις προηγούμενες παραγράφους ο ιερός άνδρας παρουσίασε τους Αποστόλουςώς «άρχοντες» και «προστάτες» της όλης οικουμένης και ως μη έχοντεςαποκλειστικό επισκοπικό «θρόνο». Τώρα οι επίσκοποι έχουν έκαστος αποκλειστικόκαι περιορισμένο επισκοπικό θρόνο, στην οικουμενική Εκκλησία δημιουργήθηκανπλέον γενικότερες περιοχές ευθύνης, Μητροπολιτικές κι έπειτα Πατριαρχικέςπεριφέρειες. Με το κείμενό του ο Χρυσ. διδάσκει ότι τις περιφέρειες (όρια)αυτές απαγορεύεται να υπερβαίνει ο εκάστοτε Μητροπολίτης ή Πατριάρχης. Τότε τιείδους επέμβαση περίμενε; Ζητάει την σύμφωνη γνώμη τους («εμμέλειαν») τηνφροντίδα και την «σπουδήν» για σύγκληση Συνόδου και μάλιστα οικουμενικής, όπωςορθά το κατάλαβε ο Ιννοκέντιος, που πολύ προσπάθησε ώστε να συγκληθεί τέτοιαΣύνοδος, αλλά χωρίς να το επιτύχει. Η επιστολή του Ιννοκεντίου προς τον κλήροτης Κ/πόλεως εκφράζει με θαυμάσιο τρόπο το φρόνημα της Εκκλησίας αναφορικά μετον ρόλο του Ρώμης και την δήθεν παγκόσμια εξουσία του. Δηλώνει εκεί ότι μόνοαναφορικά με την αντικανονική επέμβαση του Αλεξανδρείας Θεοφίλου και τηνκαταδίκη του Χρυσ. πρέπει να ισχύσουν οι κανόνες της Α’ οικουμενικής Συνόδουπερί μη επεμβάσεως σε άλλη εκκλησιαστική δικαιοδοσία. Γι’ αυτό και δενδιανοείται να επέμβει ο ίδιος εξουσιαστικά. Ο τρόπος αντιμετωπίσεως τουζητήματος, υποδεικνύει ορθά, ότι προϋποθέτει Σύνοδο, που μόνη αυτή έχειγενικότερη εξονσία. « Ότι κai περί της των κανόνων παραφυλακής, τούτοις δεινέπεσθαι γράφομεν, οίτινες εν Νικαία εισίν ωρισμένοι, οις μόνοις οφείλειακολουθείν η καθολική Εκκλησία… Αλλά τι κατά των τοιούτων (= των παραβαινόντωντους κανόνες) νυν εν τω παρόντι ποιήσωμεν; Αναγκαία εστί διάγνωσις συνοδική, ηνκaι πάλαι έφημεν συναθροιστέαν, μόνη γάρ εστιν ήτις δύναται τας κινήσεις τωντοιούτων καταστείλαι καταιγίδων… Και γαρ ημείς πολλά σκεπτόμεθα ον τρόπον ηΣύνοδος οικουμενική συναχθείη, όπως τη βουλήσει του Θεού αι ταραχώδεις κινήσειςπαύσωνται» (Ιννοκεντίου, Προς τον κλήρον της Κ/πόλεως: PG 52,538).
Η βοήθεια στουςχειμαζόμενους θα δοθεί μόνο με την Σύνοδο. Ο ίδιος ο Ιννοκέντιος δεν αισθάνεταικάτοχος αυξημένης εξουσίας, ώστε να δοκιμάσει έστω την επίλυση του ζητήματος.Το μόνο που μπορει να κάνει, μέχρι την σύγκληση της Συνόδου, είναι να παρηγορείκαι να συμβουλεύει υπομονή (αυτόθι).
Η ενέργεια τουΧρυσ., ν’ απευθυνθεί στους ισχυρούς επισκόπους της Δύσεως και να ζητήσειεξέταση της γενικενμένης πλέον εκκλησιαστικής κρίσεως από Σύνοδο, ήταν πολύορθή και κανονική. Γνώριζε και προϋπέθετε ότι ο επίσκοπος Ρώμης, πέρα τουκύρους που του προσδίδει η «προκαθημένη της αγάπης» και αποστολική καιπρωτευουσιάνικη Εκκλησία του, δεν έχει άλλη εξουσία να επεμβαίνει. Γι’ αυτόζητάει σύγκληση Συνόδου και γι’ αυτό απευθύνεται και προς άλλονς δυτικούςεπισκόπους. Αλλά και ο Ιννοκέντιος στο σημείο τούτο αναδείχτηκε φορέας τηςγνήσιας Παραδόσεως, μη θέλοντας να επέμβει σε ξένης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίαςκρίση, την οποία πίστευε ότι μόνο Σύνοδος δικαιούται ν’αντιμετωπίσει.
Η τακτική, τέλος,του Χρυσ. και του Ιννοκεντίου υπογραμμίζουν τον ορθό τρόπο εξασφαλίσεως τηςενότητας της οικουμενικής Εκκλησίας, ώστε να βασιλεύει πάντοτε ειρήνη, τηνοποία φυγαδεύουν οι κυριαρχικές διαθέσεις των οποιωνδήποτε πρωτείων εξουσίας.