Οι Τρεις Ιεράρχες και ηΕλληνική φιλοσοφία
π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Ομοτ. ΚαθηγητούΠαν/μίου Αθηνών
[...] Είναι, βέβαια, αδύνατο να κατανοηθεί μεπληρότητα και ακρίβεια η στάση αυτή των Τριών Ιεραρχών απέναντι στην αρχαίασοφία, αν δεν ληφθεί υπόψη η ουσία του Χριστιανισμού στην αυθεντική του έκφρασηκαι βίωση, ως ποιμαντικής θεραπευτικής της ανθρώπινης ύπαρξης, με μοναδικόστόχο την θέωση του ανθρώπου και τον αγιασμό του κόσμου και των ανθρωπίνων.Μέσα στην σωτηριολογική προοπτική του ο Χριστιανισμός των Αγίων (αυτή είναι ηΟρθοδοξία) είναι πολύ διαφορετικός από τον θρησκειοποιημένο Χριστιανισμό τουευσεβιστικού ηθικισμού, αλλά και τον -κατά κανόνα- εκκοσμικευμένο Χριστιανισμότης διανόησης, ακόμη και της χριστιανικής.
Οι Τρεις Ιεράρχες είναι άγιοι,θεούμενοι, και ως άγιοι σκέπτονται και ενεργούν. Αυθεντική φιλοσοφία γι’ αυτούςείναι εκείνη που οδηγεί στην «ζήτηση της αληθείας», όπως συνόψισε άλλωστε τηνουσία της ελληνικής φιλοσοφίας, στην θετική του αξιολόγηση γι’ αυτήν, Κλήμης οΑλεξανδρεύς (ί215). Η ελληνική φιλοσοφία, ως όλο, αναπτύσσει αυτή τη στάση,αλλά το περιεχόμενό της, πάλιν ως ολότητα, δεν είναι δυνατόν να βρει αστασίασταχριστιανική κατάφαση, ως καρπός του πτωτικού ανθρώπου, έστω και αν είναιγέννημα της λυτρωτικής του αγωνίας για εύρεση της οντολογικής αλήθειας. Ησύγχυση των ερευνητών στο σημείο αυτό έγκειται στο γεγονός ότι δεν κατανοείταισαφώς η διάκριση των Τριών Ιεραρχών και των Αγίων της πίστεως μας μεταξύελληνικότητας, που γίνεται δεκτή ως παιδευτικό αγαθό -και αυτό εκλεκτικά- καιελληνικής μεταφυσικής σκέψης, που απορρίπτεται, διότι βρίσκεται σε σαφήαντίθεση προς την χριστιανική Θεολογία και την ποιμαντική τους.
Οι Τρεις Ιεράρχες είναι άγιοι,θεούμενοι, και ως άγιοι σκέπτονται και ενεργούν. Αυθεντική φιλοσοφία γι’ αυτούςείναι εκείνη που οδηγεί στην «ζήτηση της αληθείας», όπως συνόψισε άλλωστε τηνουσία της ελληνικής φιλοσοφίας, στην θετική του αξιολόγηση γι’ αυτήν, Κλήμης οΑλεξανδρεύς (ί215). Η ελληνική φιλοσοφία, ως όλο, αναπτύσσει αυτή τη στάση,αλλά το περιεχόμενό της, πάλιν ως ολότητα, δεν είναι δυνατόν να βρει αστασίασταχριστιανική κατάφαση, ως καρπός του πτωτικού ανθρώπου, έστω και αν είναιγέννημα της λυτρωτικής του αγωνίας για εύρεση της οντολογικής αλήθειας. Ησύγχυση των ερευνητών στο σημείο αυτό έγκειται στο γεγονός ότι δεν κατανοείταισαφώς η διάκριση των Τριών Ιεραρχών και των Αγίων της πίστεως μας μεταξύελληνικότητας, που γίνεται δεκτή ως παιδευτικό αγαθό -και αυτό εκλεκτικά- καιελληνικής μεταφυσικής σκέψης, που απορρίπτεται, διότι βρίσκεται σε σαφήαντίθεση προς την χριστιανική Θεολογία και την ποιμαντική τους.
Οι Τρεις Ιεράρχες, όπως όλοι οι Πατέρες καιΔιδάσκαλοι του εκκλησιαστικού σώματος, συγκλίνουν σε μιαν ενιαία στάση απέναντιστην αρχαία σοφία. Την αποτιμούν θετικά ως ένα σημείο, όταν την προσεγγίζουν«αυτοτελώς», ως ιστορικό μέγεθος, που ενσαρκώνει τη λυτρωτική αναζήτηση τουελληνικού πνεύματος. Πουθενά όμως δεν φθάνουν σε σημείο οι Πατέρες μας νααποδώσουν σωτηριολογικό χαρακτήρα στην θύραθεν σοφία. Αντίθετα είναι απέναντιτης απορριπτικοί, όταν οι δύο σοφίες προσεγγίζονται συγκριτικά. Στην περίπτωσηαυτή η θύραθεν σοφία κρίνεται ως αδύναμη να συμβάλει στην χαρισματικήμεταμόρφωση και πνευματική αλλοίωση του εν Χριστώ ανθρώπου. Άλλωστε τοανθρωπολογικό πρότυπο της πατερικής χριστιανικότητας δεν είναι ο «καλόςκαγαθός» άνθρωπος, αλλά ο κατά χάρη θεός, ο Άγιος. Εξάλλου, από το έργο τουςπροκύπτει ότι και η χρήση τη φιλοσοφικής μεθόδου στη θεολόγηση συνιστάουσιαστικό κίνδυνο, εφόσον η Θεολογία των Αγίων (ως περιεχόμενο και όχι ωςδιατύπωση) δεν είναι υπόθεση διανοητική, αλλά φωτισμού του Αγίου Πνεύματος. Σ’αυτό το πλαίσιο οι κοσμολογικές αρχές των Ελλήνων φιλοσόφων (αιωνιότητα καιανακύκληση του κόσμου, δημιουργία εξ αναγκαιότητος κ.λπ.), ως και οιανθρωπολογικές (στα θέματα λ.χ. της ελευθερίας και αθανασίας του ανθρώπου καικυρίως στην έννοια του προσώπου) έμειναν τελείως ξένες σ’ αυτό που ονομάζεταιχριστιανική Ορθοδοξία. Στην θεολόγησή τους οι Άγιοι δεν είναι ούτε πλατωνικοί,ούτε αριστοτελικοί, ούτε νεοπλατωνικοί, αλλά συνεχίζουν την προφητική καικαινοδιαθηκική παράδοση. Γι’ αυτό ταυτίζονται με τον Απόστολο Παύλο και τηνστάση του απέναντι στην «σοφίαν του κόσμου τούτου».
Ο Θεός των φιλοσόφων και της φιλοσοφίαςουδεμία έχει σχέση με τον Θεό των Αγίων μας. Στην διαδικασία της πνευματικήςπροόδου, που οδηγεί στην «θέα του Θεού», η σοφία του κόσμου τούτουαποδεικνύεται περιττή. Άλλωστε, χριστιανικά η σωτηρία δεν είναι υπόθεση μόνοτων σοφών και εγγραμμάτων, αλλά κάθε ανθρώπου, ανεξάρτητα από την παιδεία καιτις γνώσεις του. Δεν είναι, συνεπώς, περίεργο, ότι στην πίστη μας Μέγας ονομάζεταιο πανεπιστήμονας Βασίλειος, αλλά και ο τελείως απαίδευτος, κατά κόσμο,Αντώνιος, κάτοχος όμως εξίσου με τον Μέγα Βασίλειο της θείας σοφίας.
Οι Πατέρες, που απέκτησαν σχολική παιδεία,γνωρίζουν την ιστορία της φιλοσοφίας, αλλά δεν θέλουν να είναι φιλόσοφοι, ούτευποδουλώνονται στην φιλοσοφία, όπως οι αιρετικοί, συμφύροντας την Θεολογία τουςμε τις διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες. Οι Πατέρες, ως Άγιοι, εντάσσονταιολόκληροι στο σώμα του Χριστού, «βαπτίζοντας» σ’ αυτό όλη την ύπαρξή τους,επιτυγχάνοντας δηλαδή, τον θάνατο και την εν Χριστώ ανάστασή τους. Οι Πατέρεςμένουν ανεπηρέαστοι από τη φιλοσοφία, ακόμη και όταν, λόγω της παιδείας τους,χρησιμοποιούν γλώσσα φιλοσοφική στην θεολογία τους, που και αυτή «βαπτίζεται»στην θεία αποκάλυψη και ανανοηματοδοτείται. Αυτό αποσαφηνίζει ο άγιος ΓρηγόριοςΠαλαμάς, συνεχιστής της ταυτότητας και παράδοσης των Τριών Ιεραρχών. «Καν τιςτων Πατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, αλλά έπη των ρημάτων μόνον, επί δε τωννοημάτων πολύ το μεταξύ. Νουν γαρ ούτοι, κατά Παύλον, έχουσι Χριστού, εκείνοιδε, ει μη τι και χείρον, εξ ανθρωπίνης διανοίας φθέγγονται».
Η στάση, λοιπόν, των Τριών Ιεραρχών έναντιτης φιλοσοφίας δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί εχθρική ή πολύ περισσότεροανθελληνική. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, σε στιγμές συναισθηματικής έξαρσηςθα ομολογήσει, τί τον συνδέει, ως Χριστιανό Έλληνα, με την ‘Ελλάδα:
«Ελλάς εμή, νεότης φίλη, και όσσα πέπασμαι,
και δέμας, ως Χριστώ είξατε προφρονέως»!
Δηλαδή, «Ελλάδα μου και νιότη αγαπητή, κι όλαόσα απέκτησα και σώμα. Πόσο πρόθυμα δοθήκατε στον Χριστό! Η “Ελλάδα, πουδέχεται και τιμά ο Γρηγόριος, είναι η Ελλάδα, που μαζί με όλα τασυστατικά της υπάρξεώς του, αυτοπροσφέρθηκαν στον Χριστό, ως ενσαρκη Παναλήθεια.Αυτό ισχύει και για τους άλλους Πατέρες.
Στη σύζευξη Ελληνισμού και Χριστιανισμού οιάγιοι Πατέρες δίνουν την προτεραιότητα στην Ορθοδοξία με όλο το λυτρωτικόπεριεχόμενό της, ώστε να αποφεύγεται κάθε νόθη συζυγία, όπως είναι η αίρεση. ΗΟρθοδοξία διά των αγίων Πατέρων προσέλαβε τον Ελληνισμό χωρίς να υποδουλωθείστο πρόσλημμα, αφελληνίζοντας μόνο τα στοιχεία εκείνα, που ήταν ανάγκη νααφελληνισθούν και να απομυθευθούν, ως μη προσλήψιμα. Έξω από την Ορθοδοξίαέμεινε ο παγανιστικός (νόθος) ελληνισμός, ως πτώση-αμαρτία. Ο ελληνισμός, ωςπαιδεία, δεν απορρίπτεται. Αποκρούεται μόνον η εκφιλοσόφηση της πίστεως καιαπολυτοποίηση της ανθρώπινης γνώσεως, διακηρύσσεται δε, η αδυναμία τηςανθρώπινης γνώσεως να οδηγήσει στην θεογνωσία, ως σωτηρία.
Ο Χριστιανισμός των Πατέρων έδωσε οριστικήαπάντηση στη λυτρωτική ζήτηση του Ελληνισμού, ανανοηματοδοτώντας την ιστορικήπορεία του και καταξιώνοντάς τον σε ιστορική του σάρκα. Κατά τον πατερικότατοπ. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, «ο Ελληνισμός… διαμελίσθηκε από την μάχαιρα τουΠνεύματος, πολώθηκε και διαιρέθηκε κι ένας “χριστιανικός ελληνισμός”δημιουργήθηκε». Ο ελληνισμός «ολοκληρώθηκε μέσα στην Εκκλησία» και με τη νέαταυτότητά του ως Ελληνορθοδοξία -ή καλύτερα Ορθοδοξία- δοξάσθηκε καιμεγαλούργησε στην κατοπινή του πορεία, ως αιώνια κατηγορία της χριστιανικήςυπάρξεως.[...]
(Πηγή: π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, «Σταμονοπάτια της Ρωμηοσύνης», εκδ. Αρμός (απόσπασμα από το άρθρο: Η εορτή τωντριών Ιεραρχών και η “σύνθεση” Ορθοδοξίας και Ελληνικότητας, σ. 315-321.)