«Διδάσκαλεαγαθέ…». «Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός, ει μη εις∙ ο Θεός»
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
α. Μία αξιολογική κρίση για τον Ίδιοκαι μία ερώτηση περί της αιώνιας ζωής δέχεται ο Κύριος από έναν άρχοντα, στοσημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα του Λουκά, το οποίο είναι καθ’ όλαίδιο – πλην της προσθήκης ότι πρόκειται περί πλουσίου νεαρού – με τοαντίστοιχο ευαγγέλιο του Ματθαίου. Και προξενεί εντύπωση τογεγονός ότι ο Κύριος δεν μένει μόνο στο θεωρούμενο βασικό ερώτημα – ποιοερώτημα μπορεί να θεωρηθεί πιο ουσιαστικό από αυτό της αιώνιας ζωής; - αλλάσχολιάζει και την κρίση γι’ Αυτόν: «Διδάσκαλε αγαθέ». Γιατί άραγε;Ποιος ο λόγος ο Κύριος να μην αφήσει κατά μέρος την προσφώνησή Του από τονπροσελθόντα άρχοντα;
β. 1. Ο Κύριος καταρχάς δεν αμφισβητείτον ρόλο Του ως διδασκάλου. Δεν σχολιάζει το γεγονός ότι πράγματι ήλθε στονκόσμο και ως Διδάσκαλος. Όλοι όσοι Τον προσήγγιζαν, όντως Τον αποδέχονταν μετον συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς ο Κύριος να απορρίπτει τη συγκεκριμένη Τουιδιότητα. Κι είναι ευνόητο: ήταν ο Ίδιος ο Λόγος του Θεού, που και ως άνθρωποςλειτούργησε με τον συγκεκριμένο τρόπο. «Εγώ ήλθον ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία».«Με αποκαλείτε Διδάσκαλο και Κύριο. Και πράγματι είμαι». Ο λόγος συνεπώς και ηδιδασκαλία Του περιέκλειε την παντοδυναμία του Θεού, ήταν το όχημα, θα έλεγεκανείς, να καλέσει η χάρη του Θεού την καρδιά του ανθρώπου, ή, με τη διατύπωσητου αποστόλου Παύλου, το ευαγγέλιό Του ήταν και είναι «η δύναμις τουΘεού εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι». Το «ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος ως ούτοςο άνθρωπος» θα αποτελεί πάντοτε σε όλους τους αιώνες την αντίδραση των ακροατώνΤου, ακόμη και των θεωρουμένων αρνητών και εχθρών Του. Και βεβαίως, ως γνωστόν,ο Κύριος λειτουργούσε ως διδάσκαλος και μέσα από τα θαύματά Του. Τα θαύματά Τουδεν ήταν «μαγικά», προς θάμπωμα των ανθρώπων, αλλά άλλου είδους φανέρωση καιμαρτυρία της νέας πραγματικότητας που έφερνε στον κόσμο.
2. Η αντίδρασή Του είναι για τονχρωματισμό που δίδει σ’ Αυτόν ως διδάσκαλο ο προσελθών άρχων: «Τι μελέγεις αγαθόν;» Για να συμπληρώσει με ό,τι αποκαλύπτει για την έννοια τουαγαθού η Παλαιά Διαθήκη: «ουδείς αγαθός, ει μη εις, ο Θεός». Το δεύτεροςσκέλος, η αξιωματική θέση ότι ο Θεός είναι ο μόνος αγαθός φωτίζει την άρνηση τηςαποδοχής του χαρακτηρισμού και για τον Ίδιο. Τι θέλουμε να πούμε; Ο Κύριοςπροφανώς δεν αρνείται αυτό που ήλθε να φανερώσει: ότι είναι ο ενανθρωπήσαςΘεός. Αλλά η φανέρωση αυτή γινόταν σταδιακά, διότι απαιτούσε την ανάλογη πίστητων ανθρώπων. Ας θυμηθούμε ότι και οι μαθητές Του, ακόμη δε και η ίδια ηΠαναγία Μητέρα Του, δεν έφτασαν στο σημείο αυτό φωτισμού – να Τον πιστεύουν καιως Θεό – παρά μόνον μετά την Ανάληψή Του, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Με τηδύναμη της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος θα διανοίγονταν τα μάτια της ψυχήςτους, για να Τον δουν στην ολοκληρία Του: τον Θεό που ενανθρώπησε. Ακόμη και ηομολογία του αποστόλου Πέτρου ότι είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος, λίγο καιρόπρο των Παθών Του, ήταν μία περιστασιακή ομολογία, η οποία μετά από λίγο θαγινόταν τριπλή άρνηση. Και περισσότερο: η αποκάλυψη της θεϊκής Του δόξας στοόρος Θαβώρ στους «προκρίτους» των μαθητών Του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο καιτον Ιωάννη, θα συνοδευόταν από την εντολή να μην πουν τίποτε για όσα είδαν καιάκουσαν, παρά μόνον μετά την εκ νεκρών Ανάστασή Του.
3. Έτσι, η ερωτηματική άρνησή Του ότιείναι και Αυτός αγαθός αποτελεί το προστατευτικό κάλυμμα σ’ εκείνον– τον άρχοντα, αλλά και όλους τους ακροατές Του της ώρας εκείνης – που έτσι κιαλλιώς δεν Τον προσήγγισε ως τον Μεσσία και που δεν είχε τουςανάλογους οφθαλμούς και τη δύναμη να Τον αποδεχτεί ως Θεό, πολλώ μάλλον που ηεξέλιξη του διαλόγου απέδειξε και τη μη γνησιότητα της αναζήτησης του άρχοντα:στην υπόδειξη του Κυρίου να Τον ακολουθήσει για να βρει το «ένα που τουέλειπε», ώστε να κερδίσει την αιώνια ζωή, με απόρριψη του βάρους του πλούτουτου, εκείνος «απήλθε λυπούμενος». Διότι προφανώς η αγάπη για τα πλούτη του ήτανμεγαλύτερη από την αγάπη του για τον Θεό. Η πλάγια αυτή άρνηση του Κυρίου ότιείναι αγαθός, γι’ αυτούς που δεν μπορούν να Τον δουν ως Θεό, θυμίζει τηνπερίπτωση του Μωυσή, όταν κατέβηκε από το όρος Σινά με τις πλάκες του Νόμου:είχε κάλυμμα στο πρόσωπό του, διότι οι συμπατριώτες του αδυνατούσαν να αντέξουντη λάμψη που εξέπεμπε. Αντιστοίχως λοιπόν και ο Κύριος: δρα με τρόποφιλάνθρωπο, προκειμένου να προστατέψει τους αδύναμους πνευματικούς οφθαλμούςτου προσελθόντος σ’ αυτόν άρχοντα.
4. Είπαμε όμως ότι ο Κύριοςπροσανατολίζει στον μόνο Αγαθό, τον αληθινό Θεό. «Ουδείς αγαθός, ει μηεις, ο Θεός». Μία αλήθεια που καταλαβαίνει κανείς τη σημασία της, όταν σκεφτείότι όλες οι φιλοσοφίες και οι προβληματισμοί του ανθρώπου στο διάβα των αιώνωντο περί αγαθού ερώτημα είχαν ως επίκεντρο των αναζητήσεών τους. Διότι ανάλογαμε το τι προσδιόριζε κανείς ως αγαθό, αντιστοίχως καθόριζε και το πρακτέο τηςζωής του. Με άλλα λόγια, η αξιολογία – ο λόγος περί του αγαθού – οδηγούσε καιστην ανάλογη δεοντολογία. Δύο απλά παραδείγματα νομίζουμε μπορούν να φωτίσουντα πράγματα. Το ένα: Ο άφρων πλούσιος της προηγουμένης Κυριακής – πουσημειωτέον στο βάθος δεν διαφέρει και πολύ από τον σημερινό άρχοντα – ως αγαθότης ζωής του είχε τα πλούτη του και τα υλικά αγαθά του. Η αξιολογία του αυτή: οπλούτος είναι ό,τι αξίζει στη ζωή, τον οδήγησε και στην ανάλογη πράξη: να είναιένας ατομιστής, που δεν βλέπει τίποτε στη ζωή του πέρα από τον εαυτό του. Κιαπό την άλλη: Ο Ζακχαίος του γνωστού περιστατικού της Καινής Διαθήκης, πλούσιοςκαι αυτός, έχει διαφορετική αξιολογική κλίμακα. Η συνάντησή του με τον Κύριοαλλάζει τις προτεραιότητές του και αγαθό γι’ αυτόν γίνεται ο Θεός και το θέλημάΤου. Η πράξη έπειτα της ζωής του επιβεβαιώνει την αλλαγή: αποκαθιστά τιςαδικίες που είχε διαπράξει, μοιράζει την περιουσία του στους πτωχούς.
Έτσι, ο τονισμός από τον Κύριο του Θεούως του μόνου Αγαθού προσανατολίζει τον άνθρωπο σ’ Εκείνον που(πρέπει να) συνιστά κέντρο της ζωής του και κινητήρια δύναμη των ενεργειών του.Είναι σαν να υπενθυμίζει ο Κύριος ότι ο Θεός δεν είναι το περιθώριο της ζωής,αλλά η βάση και το θεμέλιο, η πηγή όλων των αξιών, αποκαλύπτοντας ταυτόχροναότι ο άνθρωπος δεν είναι ο ίδιος αγαθός, δηλαδή δεν είναι και δεν μπορεί ναείναι η αξιακή αναφορά του κόσμου, μπορεί όμως να γίνει αγαθός, στο βαθμό πουαποδέχεται τον αγαθό Θεό και σχετίζεται με Αυτόν.
γ. Ως χριστιανοί είμαστε σε προνομιούχοθέση: πιστεύουμε στον Χριστό, ως Θεό και άνθρωπο, συνεπώς Τον θεωρούμε ως τονόντως Αγαθό, την μόνη και απόλυτη αξία της ζωής μας. Όλη η εκκλησιαστική ζωήπλέκεται γύρω από αυτήν την πραγματικότητα, που καθορίζει και την πορεία μας ωςχριστιανών. Είμαστε όμως, ακριβώς για τον ίδιο λόγο, και στη δεινότερη θέση: ανδεν γινόμαστε μαζί Του αγαθοί, αν δεν είμαστε κι εμείς ως μέλη Του αγαθοί,σημαίνει ότι δεν έχουμε καμία πραγματική σχέση μ’ Εκείνον. Καιαγαθός, κατά το πρότυπο του Κυρίου, θα πει: άνθρωπος πίστεως και αγάπης προςτον Θεό, άνθρωπος πίστεως και αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Αγαθόςμ’ ένα λόγο γίνεται εκείνος που διαπνέεται πραγματικά από αγάπη,διότι ο φύσει Αγαθός, ο Θεός, «αγάπη εστί».