Οάγιος μάρτυς Νικηφόρος
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Ο άγιος Νικηφόρος έζησε κατά τουςχρόνους των βασιλέων Ουαλεριανού και Γαληΐνου και ήταν ένας απλός πολίτης. Είχεδε κι ένα χριστιανό φίλο, πρεσβύτερο της Εκκλησίας, που λεγόταν Σαπρίκιος, οοποίος από διαβολική ενέργεια μίσησε τον άγιο Νικηφόρο και μνησικακούσεαπέναντί του. Όταν συνελήφθη ο Σαπρίκιος από τους ειδωλολάτρες και υφίστατοπολλά βασανιστήρια για την πίστη του Χριστού, ο άγιος Νικηφόρος έστειλε μεσίτεςπρος αυτόν, ζητώντας συγχώρηση, αλλ’ ο Σαπρίκιος δεν τους άκουσε. Είδετότε ο άγιος Νικηφόρος ότι ο Σαπρίκιος οδηγείται εκεί που θα του έκοβαν τοκεφάλι, οπότε έτρεξε και έπεσε στα πόδια του ζητώντας συγχώρηση. Και μολονότιτου θύμιζε τους νόμους του Χριστού περί συμφιλιώσεως των ανθρώπων, εκείνος δενυπεχώρησε. Ο Σαπρίκιος πέρασε από πολλά βασανιστήρια και πλησίαζε η ώρα ναπάρει το στεφάνι και τα βραβεία από τον Χριστό. Κι ενώ λίγο έμελλε για να τουκόψουν το κεφάλι, δεν έδινε τη συγχώρηση. Γι’ αυτόν τον λόγο, απογυμνώθηκε απότη βοήθεια του Θεού και είπε στους δημίους: Αφήστε με και θα θυσιάσω στουςθεούς. Μόλις το είδε αυτό ο άγιος Νικηφόρος, παρέδωσε τον εαυτό του στουςδήμιους και ομολόγησε τον Χριστό με παρρησία. Με την προσταγή του τυράννου τότε,του έκοψαν το κεφάλι, κι έτσι έλαβε ο άγιος γρήγορα τα βραβεία της αγάπης, τηνοποία και προσπαθούσε να κάνει πράξη, χάριν του Χριστού, του δοτήρατης αγάπης».
Ο υμνογράφος του αγίου ΝικηφόρουΘεοφάνης, στο εξαποστειλάριο του όρθρου μας δίνει με μία φράση το στίγμα τουαγίου: «Νικηφόρε, φάνηκες νικητής όπως λέει το όνομά σου, γιατί νίκησες τουςτυράννους στην αγάπη και στο μαρτύριο. Γι’ αυτό και δέχτηκες το στεφάνιτης νίκης από τον Κύριο» («Φερώνυμος εδείχθης της νίκης, ω Νικηφόρε, αγάπη καιμαρτυρίω, νενικηκώς τους τυράννους∙ όθεν και νίκης το στέφος εδέξω παράΚυρίου»). Πράγματι, οι ύμνοι της Εκκλησίας μας κυμαίνονται ακριβώς επάνω σταδύο αυτά: τη νίκη του αγίου με βάση την εντολή του Κυρίου, την αγάπη – ότανμάλιστα αγωνιζόταν να συμφιλιωθεί με τον ιερέα Σαπρίκιο, ο οποίος τονεχθρευόταν - τη νίκη του και στο μαρτύριο, διότι δεν δίστασε διόλουνα ομολογήσει την πίστη του με τίμημα την ίδια του τη ζωή. Αυτό σημαίνει ότι οάγιος Νικηφόρος, απλός άνθρωπος, χωρίς αξιώματα, χωρίς θέσεις, αλλά με επίγνωσητου σπουδαιοτέρου γεγονότος στη ζωή ενός πιστού: να μένει σταθερός στην πίστητου, έδειξε έμπρακτα ότι η ζωή του ήταν θεμελιωμένη στην πρώτη καισπουδαιότερη εντολή του Κυρίου, την αγάπη, με τη διπλή της διάσταση: την προςτον Θεό και την προς τον συνάνθρωπο.
Ο άγιος Θεοφάνης υπενθυμίζει γιαπολλοστή φορά, μια που του δίνεται η ευκαιρία κατεξοχήν σήμερα με τον άγιοΝικηφόρο, ότι οι δύο αγάπες, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, είναι στην ουσίαμία: κανείς δεν μπορεί να έχει τη μία αγάπη χωρίς την άλλη. Αγαπά κανείς τονΘεό σημαίνει ότι αγαπά ταυτοχρόνως και τον συνάνθρωπό του, έστω και τον εχθρότου∙αγαπά κανείς τον συνάνθρωπο σημαίνει ότι αγαπά ταυτοχρόνως και τον Θεό. Κιαυτό γιατί ο Θεός «αγάπη εστί». Είναι αυτό που κηρύσσει διαπρυσίως οευαγγελιστής της αγάπης, ο άγιος Ιωάννης, όταν σημειώνει ότι «αυτός που λέειότι αγαπά τον Θεό, αλλά μισεί τον συνάνθρωπό του, ψεύστης εστίν». Δεν είναιδυνατόν λοιπόν κανείς να ξεφεύγει από την αγάπη, χωρίς να χάνει την επαφή τουμε τον Θεό. Στο δοξαστικό μάλιστα των στιχηρών του εσπερινού η αλήθεια αυτήτονίζεται εμφαντικά: «Έδειξες σε όλους φανερά, αθλητά Νικηφόρε, ότι αυτός πουδεν αγαπά τον πλησίον ούτε και τον Δεσπότη Χριστό μπορεί να αγαπήσει. Γι’ αυτόακριβώς, συ ο ίδιος αγάπησες ειλικρινά τον ομόδουλό σου Σαπρίκιο, οπότε με τηναγάπη αυτή πέταξες σαν να είχες φτερά και προς τον θείο έρωτα και έδωσες τη ζωήσου χάριν της ομολογίας και της πίστεως στον Χριστό. Ο δυσώνυμος όμωςΣαπρίκιος, που κράτησε άσπονδο μίσος απέναντί σου, φάνηκε τελικά αρνητής καιτου Δεσπότη Χριστού» («Έδειξας πάσιν εμφανώς, αθλητά Νικηφόρε, ότι τον πλησίονο μη φιλών, ούτε τον Δεσπότην αγαπήσαι δύναται∙ διόπερ, αυτός μενειλικρινώς αγαπήσας Σαπρίκιον τον ομόδουλον, εντεύθεν και προν τον θείονανεπτερώθης έρωτα, και την ψυχήν σου τέθεικας υπέρ της εις Χριστόν ομολογίαςκαι πίστεως. Σαπρίκιος δε ο δυσώνυμος, άσπονδον προς σε το μίσος κτησάμενος,αρνητής εδείχθη και του Δεσπότου Χριστού»).
Ίσως όμως σήμερα, εκείνο πουπαραξενεύει περισσότερο δεν είναι η αγάπη του αγίου Νικηφόρου. Αυτός με τη χάρητου Θεού την απέδειξε έμπρακτα, στεφανώθηκε, κέρδισε τον Παράδεισο, πρεσβεύειυπέρ ημών. Το παραδοξότερο είναι η δαιμονική άρνηση του ιερέα Σαπρικίου ναδώσει συγχώρηση στον τέως φίλο του Νικηφόρο, κάτι που τον έκανε να ξεπέσει καιαπό την αγάπη του Θεού και του στέρησε όχι μόνο τη θριαμβευτική είσοδό του ωςμάρτυρα στη Βασιλεία του Θεού, αλλ’ ούτε και την απλή σωτηρία του. Από εκεί πουυπομένει τόσα βασανιστήρια, που ομολογεί με γενναιότητα την πίστη του, ναγίνεται στον επίλογο δειλό ανθρωπάκι και αρνησίχριστος. Την παραδοξότητα αυτήσημειώνει και ο υμνογράφος: «Ο Σαπρίκιος που δεν φύλαξε τους θεσμούς σου,Σωτήρα Κύριε, γυμνώνεται από της θεία Σου χάρη. Κι αφού υποχώρησε στουςεχθρούς, στερείται ο δειλός από τη δόξα των μαρτύρων Σου. Γι’ αυτό και μένουμεέκπληκτοι από τη δίκαιη πρόνοιά Σου, οπότε φωνάζουμε δυνατά: Δόξα στη δύναμήΣου» («Ο τους θεσμούς σου μη φυλάξας Σαπρίκιος, σης γυμνούται, Σώτερ, θείαςχάριτος∙ και τοις εχθροίς νώτα δεδωκώς, της των σων μαρτύρων στερείταιδόξης ο δείλαιος∙διο σου της δικαίας εκπλαγέντες προνοίας∙ τη δυνάμει σουδόξα κραυγάζομεν») (ωδή δ΄).
Πέρα από τη δοξολογία του ονόματος τουΘεού που δοξάζει τους μάρτυρές Του, ο θρήνος και ο φόβος είναι τα αισθήματα πουδημιουργεί η περίπτωση του Σαπρικίου. Ποιος μπορεί να καυχηθεί για το όποιοαξίωμά του στην Εκκλησία, για τα κηρύγματά του, για τη δράση του, για τηθαρραλέα ακόμη πίστη του; Ο Σαπρίκιος τα είχε αυτά: ήταν ιερέας, κήρυσσε καιδρούσε ιεραποστολικά, ομολογούσε την πίστη του με θάρρος. Το κριτήριο όμωςείναι άλλο: απολύτως και μόνον η αγάπη, που αποδεικνύεται έμπρακτα ως συγχώρησηπρος τον κάθε συνάνθρωπο. Τα πάντα μπορεί κανείς να έχει ως αρετές. Δεν έχει τοένα «ου εστί χρεία», την αγάπη, δεν έχει τίποτε. Γι’ αυτό και αφενός κανείς δενμπορεί να καυχηθεί για οτιδήποτε: η αληθινή αγάπη φυτρώνει εκεί που υπάρχει τοέδαφος της ταπείνωσης, αφετέρου το μαρτύριο από μόνο του δεν σώζει. Και στηνπερίπτωση ακόμη που ο Σαπρίκιος έδινε τη ζωή του για τον Χριστό, δεν θα ήτανχριστιανός μάρτυρας. Ο χριστιανός μάρτυρας πεθαίνει, αλλά χωρίς ίχνος μίσουςκαι έχθρας μέσα του. Το λέει σαφέστατα και ο απόστολος Παύλος: «και εάν παραδώτο σώμα μου, ίνα καυθήσωμαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι». Και να καεί τοσώμα μου για την πίστη μου, χωρίς αγάπη η θυσία αυτή δεν με ωφελεί».