Ὁ Κύριος δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ προετοιμάζει τοὺςὁπαδοὺς του γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, μὲ διάφορες συμβουλὲς καὶ παραβολές Μιὰ μέραἕνας τὸν ρώτησε: Κύριε, θὰ εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ σωθοῦν;
Ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπάντησε. «Προσπαθῆτε νὰ μπῆτεἀπὸ τὴ στενὴ πύλη. Γιατὶ σᾶς τὸ λέγω, πολλοὶ θὰ ζητήσουν νὰ μποῦν καὶ δὲ θὰμπορέσουν, ὅταν θὰ σηκωθῆ ὁ νοικοκύρης καὶ κλείση τὴν πόρτα, τότε θὰ μείνετεἀπ’ ἔξω καὶ θὰ χτυπᾶτε τὴν πόρτα λέγοντας, – Κύριε, Κύριε, ἄνοιξέ μου καὶἀπαντώντας ἐκεῖνος θὰ σᾶς πῆ – Δὲν ξέρω ἀπὸ ποῦ εἶστε».
Θέλοντας νὰ μᾶς πῆ πῶς πρέπει νὰ μετανοοῦμεὅσο εἶναι ἀκόμη καιρὸς καὶ ὅτι ὁ πολυεύσπαχνος Θεὸς θὰ μᾶς δεχτῆ μὲ ἀνοιχτὲςἀγκάλες καὶ θὰ συγχωρήση τὶς ἁμαρτίες μας, εῖπε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου, ποὺ θὰδιαβάσωμε παρακάτω.
Εκ τουκατά Λουκάν (Κεφ.ιε΄11-32)
Κείμενο
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπόςτις εἶχε δύο υἱούς.
Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος τῷ πατρί· πάτερ, δός μοιτὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὑσίας· καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον.
Καὶ μετ’ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁνεώτερος υἱὸς, ἀποδήμησε εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκὸρπισε τὴν οὐσίαναὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.
Δαπανῆσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα, ἐγὲνετο λιμὸςἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.
Καὶ πορευθεὶς ἐκολλὴθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆςχώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους.
Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸτῶν κερατίων, ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ.
Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦπατρὸς μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι, ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸςτὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου.
Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόνμε ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
Καὶ ἀναστὰς ἧλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ, ἔτιδὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος, εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶδραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτὸν.
Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ ἥμαρτον εἰς τὸνοὐρανὸν καὶ ἐνώπιοόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
Εἶπε δὲ ὁ πάτηρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ·ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτὸν, καὶ δὸτε δακτύλιον εἰς τὴνχεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας.
Καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν τὸνθύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν.
Ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεκαὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.
Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ καὶὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν.
Καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάτοτὶ εἴη ταῦτα.
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ, ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον, τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν τὸν ἀπέλαβεν,ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατήρ αὐτοῦ, ἐξελθὼν παρεκάλειαὐτόν.
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδου τοσαῦταἔτη δουλεύω σοι, καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκαςἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ.
Ὅτε ὁ δὲ υἱός σου οὖτος ὁ καταφαγών σου τὸνβίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν.
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦεἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν.
Εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁἀδελφός σου οὖτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
Ἐξήγηση
Εἶπε ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν παραβολή. Ἕναςἄνθρωπος εἶχε δυὸ γιούς.
Κι εἶπε ὁ πιὸ μικρὸς στὸν πατέρα του, πατέραδῶσε μου τὸ μέρος τῆς περιουσίας ποὺ μοῦ ἀνήκει. Κι ἐκεῖνος τοὺς μοίρασε τὴνπεριουσία του.
Καὶ σὲ λίγες ἡμέρες μάζεψε ὅλα ὁ μικρότερος ὁγιὸς καὶ ἔφυγε σὲ τόπο μακρινό, κι ἐκεῖ σκόρπισε τὴν περιουσία του μὲ τὸ νὰ ζῆἄσωτα.
Καὶ σὰν τὰ ξόδεψε ὅλα ἔγινε πείνα δυνατὴ σ’αὐτὸν τὸν τόπο καὶ ἄρχισε ἐκεῖνος νὰ στερῆται.
Καὶ πῆγε καὶ προσκολλήθηκε σ’ ἕνα ἀπὸ τοὺςκατοίκους τοῦ τόπου ἐκείνου, καὶ τὸν ἔστειλε στὰ χωράφια του νὰ βόσκη χοίρους.
Καὶ λαχταροῦσε νὰ γεμίση τὴν κοιλιά του ἀπὸτὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἔδινε κανείς.
Κι ἦλθε στὰ συγκαλά του καὶ εἶπε· πόσοιἐργάτες τοῦ πατέρα μου περισεύουν τὸ ψωμί, ὅμως ἐγὼ πεθαίνω ἐδῶ τῆς πείνας.
Θὰ σηκωθῶ νὰ πάω στὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦπῶ: Πατέρα, ἔφταιξα στὸν οὐρανὸ καὶ σ’ ἐσένα, δὲν ἀξίζω πιὰ νὰ μὲ λὲς γιό σου·κάνε με σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς ἐργάτες σου.
Καὶ σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸν πατέρα του κι ἐνῶἦταν μακριὰ ἀκόμα, τὸν εἶδε ὁ πατέρας του, καὶ τὸν λυπήθηκε, καὶ ἔτρεξε ἔπεσεστὸ λαιμό του καὶ τὸν καταφίλησε.
Καὶ ὁ γιός του τοῦ εἶπε πατέρα, ἔφταιξα στὸνοὐρανὸ καὶ σ᾽ἐσένα, δὲν ἀξίζω πιὰ νὰ μὲ λένε γιό σου. Κάνε με σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺςἐργάτες σου. Καὶ ὁ πατέρας εἶπε στοὺς δούλους του· γρήγορα βγάλτε τὴ φορεσιὰτὴν πρώτη καὶ ντύστε τον καὶ δῶστε δαχτυλίδι γιὰ τὸ χέρι του καὶ παπούτσια γιὰτὰ πόδια του.
Καὶ φέρτε σφάξτε τὸ μοσχάρι τὸ καλοθρεμμένοκαὶ ἄς φᾶμε νὰ εὐχαριστηθοῦμε. Γιατὶ αὐτὸς ὁ γιός μου πεθαμένος ἦταν καὶ ἔζησε,χαμένος ἦταν καὶ βρέθηκε. Κι ἄρχισαν νὰ γλεντοῦν.
Ὁ γιός του ὁ πιὸ μεγάλος ἦταν στὸ χωράφι· καὶκαθὼς γύριζε καὶ πλησίαζε στὸ σπίτι, ἄκουσε τραγούδια καὶ χορούς.
Καὶ φωνάζοντας ἕναν ὑπηρέτη τὸν ρωτοῦσε νὰμάθη τί συμβαίνει.
Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε, πὼς ὁ ἀδελφός σου ἦρθεκαὶ ἔσφαξε ὁ πατέρας σου τὸ μοσχάρι τὸ καλοθρεμμένο γιατὶ γύρισε γερός. Καὶθύμωσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπῆ μέσα. Κι ὁ πατέρας του βγῆκε καὶ τὸν παρακαλοῦσε.
Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε τοῦ πατέρα του·νά, τόσα χρόνια σὲ δουλεύω καὶ ποτέ μου προσταγή σου δὲν παρέβηκα καὶ δὲν μοῦἔδωσες ποτέ σου ἕνα κατσίκι γιὰ νὰ γλεντήσω μὲ τοὺς φίλους μου. Μὰ μόλις ἦθε ὁγιός σου αὐτὸς ποὺ ἔφαγε τὴν περιουσία σου μὲ πόρνες, τοῦ ἔσφαξες τὸκαλοθρεμμένο μοσχάρι.
Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε, παιδί μου, ἐσὺ πάντοτεεἶσαι μαζί μου καὶ τὰ δικά μου εἶναι δικά σου.
Μὰ νὰ εὐχαριστηθοῦμε ἔπρεπε καὶ νὰ χαροῦμε,γιατὶ ὁ ἀδελφός σου πεθαμένος ἦταν καὶ ἔζησε καὶ χαμένος καὶ βρέθηκε.
ΟΜΙΛΙΑ
Δὲν ἄκουσε τὸν πατέρα του ὁ ἄσωτος γιὸς κιἔφυγε μακριὰ του Σπατάλησε τὴν περιουσία του καὶ κατάντησε ἐλεεινὸς καὶἀξιοδάκρυτος νὰ βόσκη χοίρους.
Πολλὲς φορὲς ἄκουσε μιὰ φωνὴ μέσα του νὰ τοῦλέγη πὼς ἔπρεπε νὰ γυρίση πάλι στὸν πατέρα του κοντὰ στὴ ζεστασιὰ τῆς πατρικῆςστέγης, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἔπαιρνε τὴν ἀπόφαση. Ντρεπόταν νὰ γυρίση πάλι στὸ σπίτιτου καὶ ν’ ἀντικρίση τὸ πρόσωπο τοῦ πατέρα του.
Χρειαζόταν γενναιότητα ψυχῆς κι αὐτὸς ἦτανἕνα σκουπίδι.Χωρὶς θέληση, χωρὶς τίποτε. Τραβοῦσε τὸ δρόμο ποὺ οἱ χοῖροιτραβοῦσαν, γιατὶ λίγο διέφερε ἀπ’ αὐτοὺς στὰ χάλια ποὺ βρισκόταν.
Αὐτός, τὸ χαϊδεμένο παιδὶ τοῦ πατέρα του, ποὺζοῦσε μέσα σὲ τόσες ἀνέσεις ποὺ εἶχε ὅλα τὰ καλὰ στὴν διάθεσή του, καὶ τὸνὑπηρετοῦσαν τόσοι ὑπηρέτες, τώρα ζῆ μιὰ ζωὴ ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ ζήση ἄνθρωπος.
Μιὰ μέρα ἔκλαψε πολύ. Ἔκλαιε μὲ ἀναφιλητά.Εἶδε τί ἔχασε καὶ πῶς κατάντησε καὶ τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ποτάμι ἀπὸ τὰ μάτια του.Τὰ λερωμένα χέρια του σφούγγιζαν τὰ μαγουλά του καὶ τὰ δάκρυα δὲ σταματοῦσαν.Πολλὲς φορὲς εἶχε κλάψει, μὰ τοῦτα τὰ δάκρυα δὲν μοιάζανε σὰν τ’ ἄλλα. Τοῦτα τὰδάκρυα ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του. Ἦταν τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Τὰδάκρυα ποὺ ἐξαγνίζουν, ποὺ θεραπεύουν. Ἔκλαιγε, ἔκλαιγε, ὥσπου σταμάτησαν οἱκρουνοὶ τῶν δακρύων.
Πόσο ἀλαφρωμένο νιώθει τώρα τὸν ἑαυτό του!Χαμογελάει πάλι μέσα του ἡ ζωή. Τὸ μάτι του δὲν εἶναι θολό. Δὲν τὰ βλέπει τώραὅλα μαῦρα. Τώρα βλέπει κι ἄλλο δρόμο, ὄχι μόνο τὸ δρόμο ποὺ τὸν ὁδηγοῦσε ἀπὸ τὸχοιροστάσιο στὸν κάμπο. Βλέπει καθαρὰ μπροστά του καὶ τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ πρὸςτὸν πατέρα του, πρὸς τὸ σπίτι του, πρὸς τὸ χαμένο παράδεισο. Καὶ δὲ χάνεικαιρό. Τραβάει πρὸς τὰ ἐκεῖ. Ἀφήνει τὴν κτηνώδη ζωὴ καὶ τραβάει πρὸς τὴν ἀληθινὴζωή. Στὴ ζεστασιά της, στὴ θαλπωρή της, στὸ μυρωμένο ἀέρα της. Ἐκεῖ, νὰ χαρῆπάλι μιὰ ζωὴ γεμάτη ἀγάπη. Ν’ ἀνθίση πάλι τοῦτο τὸ ἀμάραντο λουλούδι στὴν ψυχήτου. Νὰ θρονιαστῆ πάλι μέσα του ἡ συμπόνια, ἡ καλοσύνη, ἡ χαρὰ, ἡ εἰρήνη, ἡπίστη, ἡ ἐγκράτεια, ὅλα τοῦτα τὰ μαργαριτάρια τὰ ἀτίμητα ποὺ ἔλαμπαν στὸπατρικὸ σπίτι.
Τραβάει πρὸς τὸ σπίτι του καὶ τρέχει, τρέχει,λὲς καὶ φοβᾶται πὼς θὰ τὸν σταματήσει ἕνα ἀόρατο χέρι καὶ οὔτε γυρίζει νὰ δῆπίσω του. Ποῦ τὴ βρῆκε τόση δύναμη! Κάθε σταγόνα δάκρυ ποὺ ἔχυνε ἦταν καὶ μιὰἔνεση ποὺ τοῦ φτέρωνε τὰ πόδια καὶ τοῦ δυνάμωνε τὴν καρδιά. Τὸ ὅραμα τοῦπατρικοῦ σπιτιοῦ τὸν ἠλεκτριζε, τὸν μαγνήτιζε καὶ ὅλο προχωροῦσε σὰδαιμονισμένος.
Ὅταν τὸ πόδι του πάτησε στὰ σύνορα τοῦ χωριοῦτου, τότε σταμάτησε καὶ γύρισε πίσω. Νιώθει χαρὰ ἀνείπωτη γιὰ τὴν πράξη τουαὐτή. Ἔπρεπε νὰ τὴν κάνει γρηγορώτερα. Δικαιολογεῖται στὸν ἑαυτό του λέγοντας:«Κάλιο ἀργὰ παρὰ ποτέ».
Ἀφοῦ ξεκουράστηκε λίγο ἀπὸ τοῦτο τὸ βιαστικὸταξίδι του καὶ σφούγγισε τὸν ἱδρώτα του, συνεχίζει τὸ δρόμο του. Βλέπει μπροστὰτου τὸ σπίτι του μεγάλο, ἐπιβλητικὸ καὶ χτυπάει ἡ καρδιά του. Ἐπαναλαμβάνει τὰλόγια ποὺ θὰ ἔλεγε στὸν πατέρα του μήπως σαστίσει τὴν τελευταία στιγμὴ καὶ δὲνθὰ ξέρη τί νὰ τοῦ πῆ.
Ἀνεβαίνει τὶς μαρμαρένιες σκάλες. Κανεὶς δὲντὸν ἀναγνωρίζει. Βαδίζει πρὸς τὸ δωμάτιο τοῦ πατέρα του. Κλονίζονται γιὰ μιὰστιγμὴ τὰ βήματά του. Μὰ ἀμέσως παίρνει θάρρος καὶ προχωρεῖ.
Μόλις τὸν εἶδε ὁ πατέρας του τὸν ἀναγνώρισεκι ἔτρεξε νὰ τὸν ἀγκαλιάση. Πέφτει στὰ πόδια του καὶ τοῦ λέει: Πατέρα μου,γλυκέ μου πατέρα, καλέ μου πατέρα, δέξου με καὶ ἄφησέ με νὰ ζήσω κοντά σου σὰνἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες σου. Δὲν μπορῶ πιὰ νὰ ζήσω μακριά σου. Ἄφησέ με νὰπεθάνω κοντά σου, κοντὰ σὲ σένα, καλέ μου πατέρα.
Σκύβει ὁ πατέρας, τὸν σηκώνει, τὸν σφίγγειπάλι στὴν ἀγκαλιά του, σφουγγίζει τὰ βρεγμένα του μάτια μὲ τὰ φιλιά του καὶκλαίει τώρα κι ἐκεῖνος ἀπὸ τὴ χαρά του. Κάθισαν ὥρα πολλὴ ἀγκαλιασμένοι, βουβοὶκι ἀμίλητοι καὶ ἄκουγαν μόνο τὸ ρυθμικὸ χτύπο τῆς καρδιᾶς τους. Οἱ καρδιές τουςχτυπᾶνε πάλι ἡ μιὰ κοντὰ στὴν ἄλλη. Πόσο εἶχαν νοσταλγήσει κι οἱ δυό τους τούτητὴ στιγμή!
Δὲν τὸν δέχτηκε σὰν «ἕνα τῶν μισθίων του» ὁπατέρας. Τὸν δέχτηκε σὰν παιδί του, μὲ τὴ χαρὰ ποὺ δέχεται ὁ κάθε πατέρας τὸπαραστρατημένο παιδί του, σὰν μετανοεῖ καὶ γυρίζει πάλι στὴν ἀγκαλιά του.
Τὸν ἔντυσε σὰν πρῶτα, τὸν κράτησε κοντά τουκαὶ διάταξε νὰ γίνη μεγάλο τραπέζι στὸ σπίτι γιὰ τὸ γυρισμὸ τοῦ παιδιοῦ του. Τὸμοσχάρι τὸ πιὸ καλοθρεμμένο θυσιάστηκε σήμερα γιὰ τὸ χατήρι τοῦ παιδιοῦ. Δὲν τὸσυλλογίστηκε ὁ καλὸς καὶ φιλόστοργος πατέρας.
Τὸ συλλογίστηκε ὅμως ὁ ἀδερφός, αὐτὸς ποὺ δὲνἔφυγε ἀπὸ κοντά του καὶ δούλευε ὅλη του τὴ ζωὴ στὰ χτήματα καὶ στὴν περουσίατοῦ πατέρα του. Θύμωσε ὁ ἀδερφὸς γιὰ τὴν ξεχωριστὴ περιποίηση στὸν ἄσωτο καὶ δὲθέλει νὰ μπῆ στὸ σπίτι. Μιὰ ζωὴ ὁλόκληρη ἐργάστηκε κοντά του καὶ ὅμως ποτέ τουδὲ φάνηκε τόσο γενναιόδωρος σ’ αὐτὸν ὁ πατέρας του.
Ὁ καλὸς ὅμως πατέρας μὲ χαμόγελο στὰ χείλη,γεμάτος καλοσύνη, γεμάτος στοργὴ καὶ ἀγάπη τὸν καλεῖ στὴ χαρὰ τοῦ σπιτιοῦ λέγοντάςτου: Ἔλα παιδί μου νὰ χαροῦμε ὅλοι γιὰ τὸ γυρισμὸ τοῦ ἀδερφοῦ σου, γιατὶ«νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
Παιδιά μου,
Μόνο ἕνας Θεὸς μποροῦσε νὰ διατυπώση μὲ τρόποἀριστουργηματικό, καὶ τέλειο, μὲ καθαρότητα καὶ σαφήνεια, τὴ σημερινὴ παραβολή.
Εἶναι παρμένη ἀπὸ τὴ καθημερινή μας ζωή, γι’αὐτὸ τὴν καταλαβαίνομε ὅλοι μας.
Πάντοτε ὁ Θεὸς μας ἔχει ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιάτου νὰ μᾶς δεχτῆ ὅσες φορὲς μετανοήσωμε εἰλικρινὰ καὶ γυρίσωμε πάλι σ’ αὐτόν.Ὅ,τι κι ἄν τοῦ ἔχωμε κάνει, μᾶς δέχεται σὰν καλὸς καὶ φιλόστοργος πατέρας. Γιὰτὴν ἀγάπη μας θυσίασε καὶ τὸ γυιό του τὸν ἀγαπητὸ πάνω στὸ λόφο τοῦ Γολγοθᾶ. Τὰπάντα κάνει γιὰ μᾶς, ὅταν γυρίσωμε στὸν ἴσιο δρόμο.
Πόσο εὐτυχεῖς εἴμαστε ποὺ ἔχομε ἕναν τόσοκαλὸ καὶ πονετικὸ πατέρα!