Η αποφυγή της απογνώσεως
Μέσα σε λίγους Ευαγγελικούς στίχους,αδελφοί μου, αυτούς που ακούσαμε στο σημερινό ανάγνωσμα, περικλείεται η ουσίατης διδασκαλίας του Ιησού Χριστού. Υποστηρίχθηκε ότι κι αν, κάποτε, εξέλιπαν ηΚαινή και η Παλαιά Διαθήκη, σωζόταν, όμως, η παραβολή του Ασώτου υιού, θα ήταναρκετή για να πορευτεί η Εκκλησία στους αιώνες, με ασφάλεια και πνευματικήαυτάρκεια.
Γιατί η περικοπή αυτή αποκαλύπτει τομέγεθος της αγάπης του Θεού, στο πρόσωπο του Πατέρα, την δύναμη της μετανοίας,που ανοίγει τον δρόμο για τον Παράδεισο, στο πρόσωπο του μικρού υιού, αλλά καιτην πλάνη της επίπλαστης θρησκευτικότητας και της επηρμένης αυτοδικαίωσης, στοσκληρόκαρδο πρόσωπο του μεγάλου αδελφού, που οδηγεί, μαθηματικά, στην απώλεια.
Θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στοπρόσωπο του ασώτου υιού. Επαναστάτησε κατά του πατέρα, απαίτησε το μερίδιο τηςπεριουσίας που τού ανήκε, επέβαλε την θέλησή του, χωρίς συζήτηση και έφυγε.Εκεί ξεκινά η περιπέτεια, στη διάρκεια της οποίας ζει με τρόπο που θεωρεί«ελεύθερο», «ανεξάρτητο», «αδέσμευτο» και, τελικά, παγιδεύεται σ’ αυτό πουνομίζει «ελευθερία». Χάνει τα πάντα επειδή έζησε «ελεύθερος». Στερείται τα στοιχειώδη,επειδή ένιωσε «ελεύθερος». Υφίσταται απίστευτο προσωπικό εξευτελισμό από τουςστυγνούς εκμεταλλευτές του, πληρώνοντας ακριβά την επιλογή της δήθεν ελευθερίαςτου.
Φθάνοντας στον πάτο της προσωπικής τουεξαθλίωσης, συγκλονιζόμενος από το μέγεθος της κατάπτωσής του, δύο επιλογέςείχε μπροστά του: είτε να ταπεινωθεί και να μετανοήσει, ελκύοντας πάνω του τηναγάπη και το έλεος του πατέρα, είτε να βυθιστεί στην απόγνωση, μη μπορώντας ναπιστέψει ότι ο πατέρας θα τού συγχωρούσε την πρότερη συμπεριφορά του. Ευτυχώςγια τον ίδιο, επιλέγει το πρώτο. Και με την δύναμη της μετανοίας αποκαθίσταταιστην πατρική οικεία.
Ο κίνδυνος της απόγνωσης, όμως, αδελφοίμου, για τους ανθρώπους που αμαρτάνουν και μάλιστα σε βαρύτατο βαθμό, είναιυπαρκτός. Ο διάβολος, ο οποίος εργάζεται διαρκώς για την απώλεια της ανθρώπινηςψυχής, ενσπείρει στο νου την αίσθηση, πως είναι τόσο το μέγεθος της αμαρτίας,ώστε δεν υπάρχει περίπτωση ο Θεός να δεχθεί οποιαδήποτε εκδήλωση μετανοίας.Άρα, η μετάνοια είναι περιττή. Δεν υπάρχει σωτηρία. Είναι, όμως, έτσι;
Η ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας,που διακρίνεται για την αυστηρότητα, αλλά και τη διάκρισή της, δίδει τηναπάντηση: «Φυλαχτείτε από την απόγνωση. Αν συμβεί να γλιστρήσετε σεαμαρτία, ακόμα και θανάσιμη, να σπεύσετε προς τον Θεό με μετάνοια και αμέσως ναεξομολογηθείτε, ελπίζοντας στο έλεός του. Από τέτοιον άνθρωπο, έστω κι ανπέφτει, ο Κύριος δέχεται την μετάνοια. Ενώ, αν έχει όλες τις αρετές και δενέχει ταπείνωση, θα χάσει και τις άλλες»1.
Η Εκκλησία μας διδάσκει ότι «δενυπάρχει αμαρτία μεγαλύτερη από την αγάπη του Θεού! Όσες αμαρτίες και να έχεικάνει ο άνθρωπος, όταν μετανοήσει και εξομολογηθεί, όλες σβήνουν καισυγχωρούνται. Μόνον εκείνες που δεν εξομολογείται κανείς και δεν μετανιώνει γι’αυτές δεν συγχωρούνται. Οι άλλες, που κρεμάει στο πετραχήλι του εξομολόγου,πνίγονται μέσα στον ωκεανό της αγάπης του Θεού και εξαφανίζονται…»2.
Ο μεγάλος Ρώσος Ορθόδοξος λογοτέχνης, οΝτοστογιέφσκι, έχοντας βεβαία την αίσθηση της άπειρης αγάπης του Θεού,συμβουλεύει όσους κινδυνεύουν από το αίσθημα της απόγνωσης: «Τίποτα μηφοβάσαι, ποτέ μη φοβάσαι και μη θλίβεσαι. Μια και μετανοείς όλα θα στασυγχωρέσει ο Θεός. Μα κι ούτε υπάρχει, ούτε μπορεί να γίνει στον κόσμο τέτοιοκρίμα, που να μη το συγχωρέσει ο Κύριος σε εκείνον που μετανοεί αληθινά. Μα κιούτε μπορεί ο άνθρωπος να κάνει ένα τόσο μεγάλο αμάρτημα που θα μπορούσε ναεξαντλήσει την αστείρευτη αγάπη του Θεού… Φρόντιζε μονάχα για τη μετάνοια, γιατην αδιάκοπη μετάνοια κι όσο για τον φόβο, διώξε τον εντελώς απ’ την καρδιάσου. Πίστευε πως ο Θεός σε αγαπάει τόσο που εσύ ούτε και να το φανταστείς δεμπορείς. Σ’ αγαπάει παρόλο που αμάρτησες. Σ’ αγαπάει μέσα στην αμαρτία σου…»
Ας πάρουμε παράδειγμα, λοιπόν, αδελφοί,από την μετάνοια του μικρού υιού της παραβολής, ο οποίος, με τη δύναμή της,αποβάλλοντας την απόγνωση, από άσωτος έγινε ο εκλεκτός. ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Επιφάνιος Οικονόμου
1.Γέρων Γρηγόριος, ΙερομονάχουΑντωνίου, «Αγιορείτες Πατέρες Ε΄», σελ. 133
2. Π.Β. Πάσχος. «Ο Γέροντας», σελ. 23