Θέμα της παρούσης εισηγήσεως είναι «Τα ιερά μνημόσυνα»,δηλαδή οι υπέρ των κεκοιμημένων αδελφών μας δεήσεις της Εκκλησίας. Περιλαμβάνειδε δύο μέρη. Στο πρώτο προσπαθούμε να δώσουμε μια ιστορική εικόνα του θέματος,δηλαδή κάνουμε μια αναδρομή στην περί μνημοσυνών παράδοση και πρακτική τηςΕκκλησίας απ’ αρχής μέχρις ότου παγιώθηκε η λειτουργική τάξη. Η αναφορά αυτήστην ιστορία, και στην εδώ περίπτωση μας και σε κάθε άλλο λατρευτικό θέμα, δενγίνεται απλώς από λόγους ιστορικής περιέργειας, αλλά έχει ουσιαστικό λόγουπάρξεως και καλλιεργείας.
Έτσι κατοχυρώνουμε τήν νομιμότητα της λειτουργικήςμας πράξεως και εν προκειμένω τις δεήσεις υπέρ των κεκοιμημένων, που τελεί ηΕκκλησία για την ανάπαυση των ψυχών τους και για παρηγοριά των ζώντων. Έτσισκέπτεται, θεολογεί και ενεργεί μια παραδοσιακή Εκκλησία, όπως είναι ηΟρθόδοξος. Η παράδοση δικαιώνει και επαληθεύει την σημερινή μας πρακτική. Δενκαινοτομούμε, αλλά ακολουθούμε την τάξη που παραλάβαμε από τον Κύριο ΙησούΧριστό, τους αγίους Αποστόλους και τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Σ’ αυτήν μεταπείνωση και εμπιστοσύνη στηριζόμαστε και εν ονόματι της συνεχίζουμε τηνπνευματική και λατρευτική ζωή μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, επικαλούμενοιτο έλεος του Θεού, πιστεύοντας ότι η ευσπλαγχνία του θα νικήσει το πλήθος τωναμαρτιών μας. Το λέμε με παρρησία στις ευχές της γονυκλισίας του εσπερινού τηςΠεντηκοστής, που κατά βάση είναι νεκρώσιμες ευχές: «Επιμέτρησον τας ανομίαςημών τοις οικτιρμοίς σου· αντίθες την άβυσσον των οικτιρμών σου τω πλήθει τωνπλημμελημάτων ημών» (α’ γονυκλισία, ευχή πρώτη). Στα ερωτήματα που τίθενται απόπιστούς και μη πιστούς για το ποιά είναι η σκοπιμότητα και ποιο το όφελος γιατους κεκοιμημένους έχουν οι δεήσεις που κάνουν γι’ αυτούς οι ζώντες, εφ’ όσον«εν τω άδη ουκ εστί μετάνοια», εμείς θα απαντήσουμε επικαλούμενοι την απόαιώνων πράξη της Εκκλησίας. Το φαινομενικά απλοϊκό, «έτσι το παραλάβαμε»,δείχνει όλη την εμπιστοσύνη μας και την αμετακίνητη και ζωντανή ελπίδα μας στοέλεος του Θεού, αλλά και την βεβαιότητα ότι η πράξη της Εκκλησίας, που εκφράζειτην πίστη της και την αλήθεια της αποκαλύψεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού στονκόσμο, αποτελεί για όλους μας την εγγύηση ότι οι προσευχές μας γίνονταισύμφωνα με το θέλημα του Θεού και ότι θα είναι ωφέλιμες για τις ψυχές τωντεθνεώτων. Με ποιο τρόπο θα γίνει αυτό, το αφήνουμε στο ανεξιχνίαστο πέλαγοςτης πολυμήχανης αγάπης του Θεού. Αυτή περίπου είναι η απάντηση μας στο θέμα πουάφορα στα μνημόσυνα από λειτουργική άποψη. Πως θεωρητικά, βάσει της περίεσχάτων και περί της μετά θάνατον ζωής και αναστάσεως διδασκαλίας της Εκκλησίαςκαι της περί κοινωνίας των αγίων θεολογίας της αντιμετωπίζεται το θέμα, έχειεπαρκώς αναλυθεί από τις προηγηθείσες θεωρητικές εισηγήσεις. Εμείς θα μείνουμεστην ιστορικολειτουργική του πλευρά μόνο.
Έτσι κατοχυρώνουμε τήν νομιμότητα της λειτουργικήςμας πράξεως και εν προκειμένω τις δεήσεις υπέρ των κεκοιμημένων, που τελεί ηΕκκλησία για την ανάπαυση των ψυχών τους και για παρηγοριά των ζώντων. Έτσισκέπτεται, θεολογεί και ενεργεί μια παραδοσιακή Εκκλησία, όπως είναι ηΟρθόδοξος. Η παράδοση δικαιώνει και επαληθεύει την σημερινή μας πρακτική. Δενκαινοτομούμε, αλλά ακολουθούμε την τάξη που παραλάβαμε από τον Κύριο ΙησούΧριστό, τους αγίους Αποστόλους και τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Σ’ αυτήν μεταπείνωση και εμπιστοσύνη στηριζόμαστε και εν ονόματι της συνεχίζουμε τηνπνευματική και λατρευτική ζωή μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, επικαλούμενοιτο έλεος του Θεού, πιστεύοντας ότι η ευσπλαγχνία του θα νικήσει το πλήθος τωναμαρτιών μας. Το λέμε με παρρησία στις ευχές της γονυκλισίας του εσπερινού τηςΠεντηκοστής, που κατά βάση είναι νεκρώσιμες ευχές: «Επιμέτρησον τας ανομίαςημών τοις οικτιρμοίς σου· αντίθες την άβυσσον των οικτιρμών σου τω πλήθει τωνπλημμελημάτων ημών» (α’ γονυκλισία, ευχή πρώτη). Στα ερωτήματα που τίθενται απόπιστούς και μη πιστούς για το ποιά είναι η σκοπιμότητα και ποιο το όφελος γιατους κεκοιμημένους έχουν οι δεήσεις που κάνουν γι’ αυτούς οι ζώντες, εφ’ όσον«εν τω άδη ουκ εστί μετάνοια», εμείς θα απαντήσουμε επικαλούμενοι την απόαιώνων πράξη της Εκκλησίας. Το φαινομενικά απλοϊκό, «έτσι το παραλάβαμε»,δείχνει όλη την εμπιστοσύνη μας και την αμετακίνητη και ζωντανή ελπίδα μας στοέλεος του Θεού, αλλά και την βεβαιότητα ότι η πράξη της Εκκλησίας, που εκφράζειτην πίστη της και την αλήθεια της αποκαλύψεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού στονκόσμο, αποτελεί για όλους μας την εγγύηση ότι οι προσευχές μας γίνονταισύμφωνα με το θέλημα του Θεού και ότι θα είναι ωφέλιμες για τις ψυχές τωντεθνεώτων. Με ποιο τρόπο θα γίνει αυτό, το αφήνουμε στο ανεξιχνίαστο πέλαγοςτης πολυμήχανης αγάπης του Θεού. Αυτή περίπου είναι η απάντηση μας στο θέμα πουάφορα στα μνημόσυνα από λειτουργική άποψη. Πως θεωρητικά, βάσει της περίεσχάτων και περί της μετά θάνατον ζωής και αναστάσεως διδασκαλίας της Εκκλησίαςκαι της περί κοινωνίας των αγίων θεολογίας της αντιμετωπίζεται το θέμα, έχειεπαρκώς αναλυθεί από τις προηγηθείσες θεωρητικές εισηγήσεις. Εμείς θα μείνουμεστην ιστορικολειτουργική του πλευρά μόνο.
Η Χριστιανική Εκκλησία καθιέρωσε ευθύς εξαρχής ειδικές προσευχές για την ανάπαυση των ψυχών των κεκοιμημένων πατέρωνκαι αδελφών μας. Αυτό αποτελεί συνέπεια της πίστεως και διδασκαλίας της ότι οιαποθανόντες πιστοί ζουν και μετά θάνατον εν Χριστώ και ότι η κοινωνία πίστεωςκαι αγάπης μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων δεν παύει να υφίσταται, εκφράζεται δε μεαμοιβαίες προσευχές. Οι ζώντες δέονται υπερ των κεκοιμημένων και οικεκοιμημένοι υπέρ των ζώντων και μάλιστα οι άγιοι, που έχουν παρρησία στον Θεό.Έτσι καθιερώνονται προσευχές και ακολουθίες υπέρ των τεθνεώτων εις μνήμηναυτών, τα μνημόσυνα. Με τον τρόπο αυτόν η Εκκλησία συνεχίζει πανανθρώπινηπαράδοση και πρακτική, νεκρικά δηλαδή έθιμα που υφίσταντο κατά την εποχή τηςελεύσεως του Χριστού και της ιδρύσεως και εξαπλώσεως της Εκκλησίας, και που,εκχριστιανιζόμενα και αποκαθαιρόμενα από προλήψεις και δεισιδαιμονίες,λαμβάνουν νέο περιεχόμενο και νόημα και συνεχίζονται από αυτήν.
Στην Παλαιά Διαθήκη απαντούν μαρτυρίες γιατην προ Χρίστου ιουδαϊκή πράξη. Στο Τωβίτ 4,17 υπάρχει η προτροπή «έκχεον τουςάρτους σου επι τον τάφον των δικαίων», που υπαινίσσεται την τέλεση νεκροδείπνωνστους τάφους ή την προσφορά ελεημοσυνών στους φτωχούς, προφανώς εις μνημόσυνοτων απελθόντων. Στο Β’ Μακκαβαίων 12, 43-45 μαρτυρείται η τέλεση θυσιών «περίαμαρτίας» υπέρ των «μετ’ ευσέβειας κοιμωμένων». Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος έστειλεστον ναό των Ιεροσολύμων τα απαιτούμενα για να τελεσθεί θυσία για εκείνους πουέπεσαν στον πόλεμο. Η συγγένεια με την σχετική, μεταγενέστερα βέβαια,χριστιανική πράξη είναι εμφανής.
Θυσίες όμως και προσφορές υπέρ των νεκρώνέκαναν και οι ειδωλολάτρες. Ήδη από την εποχή του Ομήρου ήταν γνωστά τα«περίδειπνα», κατά τα οποία επιστεύετο ότι συνέτρωγε και ο νεκρός μαζί με τουςπαρακαθημένους. Τα επιμνημόσυνα δείπνα αυτά ετελούντο σε ορισμένες τακτές απότην ημέρα του θανάτου ημέρες, την τρίτη, την ενάτη, την τριακοστή και κατ’ έτοςτην «γενέθλιο» ημέρα του νεκρού, δηλαδή κατά την επέτειο της γεννήσεώς του –όχι του θανάτου του. Η συγγένεια και εδώ με τήν χριστιανική πρακτική είναιεμφανέστατη.
Οι χριστιανοί συνεχίζουν, όπως ήταν επόμενο,τα ανωτέρω με ένα διπλό τρόπο· τις ελεημοσύνες υπέρ των τεθνεώτων, ως έκφρασηαγάπης προς αυτούς και προς τους ενδεείς, και τις προσευχές. Ήδη οι«Αποστολικές Διαταγές» (τέλος Δ’ αιώνος) συνιστούν να δίδονται «εκ τωνυπαρχόντων» του νεκρού και «εις ανάμνησιν αυτού» ελεημοσύνες στους φτωχούς (Η’42). Το ίδιο συνιστούν και ο Χρυσόστομος, ο Ιερώνυμος, ο Τερτυλλιανός, οψευδο-Αθανάσιος και άλλοι παλαιοί πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς.Παραλλήλως όμως ετελούντο στους τάφους των νεκρών και τα «περίδειπνα» ή «μακαρίαι»,που έχουν επιβιώσει με διάφορες εξελιγμένες μορφές κατά τόπους μέχρι σήμερα.Και τα «περίδειπνα» δεν είναι άσχετα προς την περί ελεημοσυνών πρακτική, αφούσ’ αυτά συνέτρωγαν όχι μόνο συγγενείς και φίλοι του νεκρού, αλλά και κληρικοί,πτωχοί και ξένοι (Αποστ. Διαταγαί Η’ 44, Αυγουστίνου Εξομολογήσεις VI, 2,Βάλσαμων κ.λπ.). Είναι άξιο σημειώσεως το πνευματικό νόημα που δίδεται από τις«Αποστολικές Διαταγές» στις συνεστιάσεις αυτές, ως μιας πράξεως προσευχής καιπρεσβείας των ζώντων υπέρ των κεκοιμημένων («εν δε ταις μνείαις αυτώνκαλούμενοι μετά ευταξίας εστιάσθε και φόβου Θεού, ως δυνάμενοι και πρεσβεύεινυπέρ των μεταστάντων» Η’ 44).
Ηδη πάντως στις «Αποστολικές Διαταγές»υπάρχουν όχι μόνο διαμορφωμένες ευχές και διακονικές αιτήσεις «υπέραναπαυσαμένων εν Χριστώ αδελφών ημών», που κατά βάσιν περιέχουν τα αιτήματαακόμα και τις φραστικές διατυπώσεις που μας είναι οικείες από τις εν χρήσειευχές («παρίδη αυτώ παν αμάρτημα εκούσιον και ακούσιον και… κατάταξη εις χωράνευσεβών, ανειμένων εις κόλπον Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ… ένθα απέδρα οδύνη,λύπη και στεναγμός» Η’ 41), αλλά και μαρτυρία ότι υφίσταντο ήδη ως καθοριζόμενααπό τους αποστόλους τα τρίτα, τα ένατα, τα τεσσαρακοστά και τα ενιαύσιαμνημόσυνα. Δίδεται δε μια βιβλική ή υποτυπώδης θεολογική δικαίωση για τοκαθένα:«Επιτελείσθωδε τρίτα των κεκοιμημένων εν ψαλμοίς και αναγνώσεσι και προσευχαίς διά τον διάτριών ημερών εγερθέντα· και ένατα εις υπόμνησιν των περιόντων και τωνκεκοιμημένων και τεσσαρακοστά κατά τον παλαιόν τόπον, Μωϋσήν γαρ ούτως ο λαόςεπένθησε· και ενιαύσια υπέρ μνείας αυτού» (Η’ 42). Παρόμοιες θεολογικέςερμηνείες με αναγωγές στην Παλαιά Διαθήκη ή στην θεολογική σημασία των αριθμώνή ιδιαιτέρως στον βίο και στις μετά την ανάσταση εμφανίσεις του Κυρίου έχουνδοθεί πολλές για την δικαιολόγηση της επιλογής των ημερών τελέσεως των μνημοσυνών:Αγία Τριάς, τριήμερος ταφή του Κυρίου (τα τρίτα), τα αγγελικά τάγματα ή ο ιερόςαριθμός 3×3 ή η εμφάνιση του Κυρίου κατά την ογδόη μετά την ανάσταση ημέρα (ταένατα), ανάληψη του Κυρίου σαράντα ημέρες μετά την ανάσταση (τα τεσσαρακοστά)κ.ο.κ. Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης αναφέρει και άλλες ερμηνείες πουκυκλοφορούσαν κατά την εποχή του, που συσχέτιζαν τις ημέρες των μνημοσυνών μετις αντίστοιχες φάσεις της συλλήψεως και της διαμορφώσεως του εμβρύου αφ’ενός, και της φυσικής διαλύσεως του σώματος μετά την ταφή αφ’ ετέρου. Αυτέςβασιζόταν στις ιατρικές γνώσεις της εποχής εκείνης και δεν τις υιοθετεί οΣυμεών, που ορθώς προτιμά «πνευματικώς νοείν πάντα και θείως και μη εκ τωναισθητών συνιστάν τα της Εκκλησίας» (Διάλογος, κεφ. 371). Ένα πάντως είναισημαντικό, ότι η Εκκλησία διατήρησε προχριστιανικά ήθη που δεν αντέλεγαν στηδιδασκαλία της, έδωσε σ’ αυτά νέο χριστιανικό νόημα και τροποποίησε μερικά γιαθεολογικούς λόγους. Έτσι ενεργεί όταν μεταθέτει τα τριακοστά στην τεσσαρακοστήημέρα, εμφανώς από ιουδαϊκή επίδραση και από συσχετισμό προς την ανάληψη τουΚυρίου. Έτσι τελεί και τα ενιαύσια, όχι, κατά την άνευ σημασίας ημέρα τηςφυσικής γεννήσεως των ανθρώπων, αλλά κατά την ημέρα της εν Χριστώ γεννήσεωςκαι τελειώσεως και εισόδου στην αληθινή ζωή, την ημέρα δηλαδή της «κοιμήσεως»των πιστών, την «γενέθλιο ήμερα» τους. Δεν επιδίδεται σε ανούσιους καιανωφελείς πολέμους και σκιαμαχίες, αλλά αναπλάθει εν Χριστώ τον κόσμο. Πολύσοφή τακτική.
Από τα σωζόμενα τυπικά διαφόρων Μονώνμαθαίνομε τα νεκρικά έθιμα που τηρούνταν στα μοναστήρια και προφανώς και στιςκατά κόσμον εκκλησίες. Επί τις σαράντα πρώτες ημέρες εγίνετο καθημερινώς κατάτις ακολουθίες του εσπερινού και του όρθρου ειδική δέηση υπέρ του κοιμηθέντοςκαι προσεφέρετο υπέρ αυτού η αναίμακτος θυσία. Στην ιδιαιτέρως μεγάλησπουδαιότητα της τελέσεως της θείας ευχαριστίας υπέρ του κεκοιμημένου, τηςμνημονεύσεώς του κατ’ αυτήν και της ωφελείας του από αυτήν αναφέρονται οιπατέρες από του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων (Δ’ αιών), που τονίζει ότι«μεγίστην ώνησιν»( μεγάλη ωφέλεια) ευρίσκουν οι ψυχές «υπέρ ων η δέησις προσφέρεταιτης αγίας και φρικωδέστατης προκειμένης θυσίας» (Μυσταγωγική Κατήχησις Ε’9),μέχρι και του αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης (ΙΕ’ αιών). Ο τελευταίος συνδυάζει τηνπαραδοσιακή περί λειτουργίας θεολογία, ειδικότερα στην εκ της μνημονεύσεωςτων κεκοιμημένων κατά την εξαγωγή των μερίδων στην πρόθεση ωφέλεια, γιατί μετον τρόπο αυτόν διά της μερίδος τους στο δισκάριο μετέχουν μυστηριωδώς καιαοράτως της χάριτος, κοινωνούν, παρακαλούνται, σώζονται και ευφραίνονται ενΧριστώ (Διάλογος, κεφ. 373). Αν απέθνησκε κάποιος κατά την περίοδο τηςΤεσσαρακοστής ή η περίοδος των σαράντα λειτουργιών ενέπιπτε μερικώς μέσα σ’αυτή, εγίνετο μια εύλογη διευθέτηση. Τα τρίτα ετελούντο το πρώτο Σάββατο, ταένατα το δεύτερο και το σαρανταλείτουργο άρχιζε από τη Δευτέρα μετά του Θωμά. Ηδιάταξη αυτή είναι πολλαπλώς σημαντική και θα επανέλθουμε στο δεύτερο μέρος τηςεισηγήσεως. Ας κρατήσουμε το βασικό της δίδαγμα ότι το κυρίως μνημόσυνο τουκεκοιμημένου γίνεται διά τής θείας λειτουργίας ή, με άλλους λόγους, ότι ηαληθινή ακολουθία του μνημοσύνου είναι συνδεδεμένη αρρήκτως με την τέλεση τουμυστηρίου της θείας ευχαριστίας, όπως είδαμε παλαιότερα για το βάπτισμα, τονγάμο, το ευχέλαιο κ.λπ.
Εκτός από τα ατομικά μνημόσυνα που γίνονταικατά την τρίτη, ενάτη, τεσσαρακοστή από την από της κοιμήσεως ημέρα και κατάτην κατ’ έτος μνήμη του θανάτου του κεκοιμημένου, η Εκκλησία έχει εισαγάγει σ’όλες τις ακολουθίες της δεήσεις υπέρ αναπαύσεως των ψυχών και μακαρίας μνήμηςτων προκεκοιμημένων πατέρων και αδελφών μας, δηλαδή γενικών δεήσεων ή καιευχών, που μπορούν να εξειδικευθούν με την μνημόνευση ονομάτων. Έτσι έχουμε τιςεκτενείς του εσπερινού, του όρθρου και της θείας λειτουργίας (« Ελέησον ημάς,ο Θεός… Έτι δεόμεθα υπέρ μακαρίας μνήμης και αιωνίου αναπαύσεως των ψυχών…»),την ακολουθία της προσκομιδής και τα μετά τον καθαγιασμό δίπτυχα της θείαςλειτουργίας, το «Ευξώμεθα» του μεσονυκτικού και του αποδείπνου, το νεκρώσιμοτροπάριο στην τριθέκτη και ιδιαιτέρως το δεύτερο μέρος του καθημέρανμεσονυκτικού, που στις πηγές χαρακτηρίζεται «τρισάγιον υπέρ των κεκοιμημένων»και περιλαμβάνει δύο ψαλμούς (τον ρκ’ και ρλγ’), τρισάγιο κ,λπ., τρία νεκρώσιματροπάρια («Μνήσθητι, Κύριε, ως αγαθός…» κ,λπ.) και θεοτοκίο και την νεκρώσιμοευχή («Μνήσθητι, Κύριε, των επ’ ελπίδι αναστάσεως…»).
Στους κεκοιμημένους και στις υπέρ αυτώνδεήσεις είναι αφιερωμένα όλα τα Σάββατα του έτους. Κατ’ αυτά ψάλλονταινεκρώσιμα τροπάρια και κανών κατά τον ήχον της εβδομάδος, τελούνται δεκανονικώς και τα μνημόσυνα. Εξαιρέτως δε δύο Σάββατα κατ’ έτος, το Σάββατον προτης Απόκρεω και το Σάββατον προ της Πεντηκοστής, είναι ημέρες κοινών και πανδήμωνμνημοσυνών αφού κατ’ αυτά «μνήμην επιτελούμενπάντων των απ’ αιώνος κεκοιμημένων Ορθοδόξων Χριστιανών, πατέρων και αδελφών».Η επιλογή του Σαββάτου ως νεκρωσίμου ημέρας οφείλεται αφ’ ενός μεν στον χαρακτηρισμότης στην Γένεση ως ημέρας «καταπαύσεως» από των έργων του δημιουργού του κόσμουΘεού (Γεν. β’2), αλλά και για τον κατά το Σάββατο εκείνο της εβδομάδος τωναγίων παθών «σαββατισμό» του Κυρίου Ιησού Χριστού στον τάφο. Ανάλογες νεκρώσιμεςεορτές κατ’ έτος υπήρχαν και στον προχριστιανικό κόσμο που αντικατεστάθησαν απότα κοινά μνημόσυνα των δύο Ψυχοσαββάτων. Στο Σάββατο προ της Απόκρεω μεταξύ ς’και ζ΄ ωδής του κανόνος του όρθρου υπάρχει θαυμάσιο Συναξάριο γραμμένο από τονΝικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο, στο οποίο αναλύεται η περί της μετά θάνατον ζωήςδιδασκαλία της Εκκλησίας και διεξοδικώς εκτίθενται τα περί μνημοσυνών και τηςεξ αυτών ωφελείας των ψυχών των κεκοιμημένων.
(Ιωάννου Μ. Φουντούλη, «Τελετουργικά Θέματα»τ. Γ΄, Εκδ. Αποστ.Διακονίας, Αθήνα 2007, σ. 29-36)