Οόσιος πατήρ ημών Τιμόθεος ο εν Συμβόλοις
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Αυτόςο μακάριος ακολούθησε τον μοναχικό βίο από νεαρή ηλικία και εξαφάνισε τασκιρτήματα των παθών με την πολλή εγκράτεια και τη δυνατή προσευχή. Έφτασε σεεπίπεδα απαθείας και φάνηκε δοχείο του Αγίου Πνεύματος, μένοντας παρθένος μέχριτο τέλος της ζωής του και στην ψυχή και στο σώμα. Ουδέποτε θέλησε να δειγυναίκα. Ζώντας στα όρη και τριγυρίζοντας στις ερήμους, άρδευε την ψυχή του μετη δροσιά των δακρύων. Γι’ αυτό και έλαβε χαρίσματα ιαμάτων. Έδιωχνε δηλαδήτους δαίμονες από τους ανθρώπους και θεράπευε κάθε άλλη νόσο. Αφού έζησε μετέτοιο τρόπο, έφτασε σε βαθιά γεράματα και εκδήμησε προς τον Κύριο».
Εντελώςπαράδοξη η ζωή του αγίου Τιμοθέου με την ανθρώπινη λογική: ζούσε στα όρη,τριγύριζε στις ερήμους, δεν ήθελε να δει πρόσωπο γυναίκας, και όμως αναδείχτηκε,όπως σημειώνει ο υμνογράφος του άγιος Θεοφάνης, «πατέρας των ορφανών, προστάτηςτων χηρών, αμφίεση των γυμνών, τροφή των πεινασμένων». Να κυνηγάς διά παντόςτον Θεό με απομάκρυνση από τους ανθρώπους και να γίνεσαι ο μεγαλύτεροςκοινωνικός εργάτης, είναι πράγματι, το λιγότερο, παράδοξη κατάσταση. Αλλά οάγιος Τιμόθεος βίωσε αυτό που έζησαν και οι περισσότεροι ασκητές άγιοι: όσοστρέφεσαι προς τον Θεό, τόσο ο Θεός σε στρέφει προς τους ανθρώπους. Γιατί;Διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Και Τον βρίσκουμε εκεί που κατεξοχήν φανερώνεται:στα πρόσωπα των κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου δημιουργημάτων Του. Όπωςτο είπε στην παραβολή της κρίσεως ο ίδιος ο Κύριος: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενίτούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Γι’ αυτό και ο βαθμόςαγάπης μας προς τον Θεό φανερώνεται από τον βαθμό αγάπης μας προς τονσυνάνθρωπό μας. Και με τον άγιο Αντώνιο το ίδιο δεν έγινε; Απομακρυνόταν γιαχάρη του Θεού από τον κόσμο, κι ο Θεός τελικώς τον οδηγούσε στον κόσμο. Κι οάγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: την απομόνωση και τον εγκλεισμό του ζητούσε. Κι ηΠαναγία του παρουσιάστηκε για να του πει να βγει να βοηθήσει τον κόσμο. Είναικαι το παράπονο του Γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου: ήλθα στο Όρος να βρωησυχία, και μπήκα στο πρόγραμμα των ανθρώπων. Αλλά είπαμε: κριτήριο της πίστεώςμας και των αγίων είναι η αγάπη. Όπου αγάπη εκεί και ο Θεός. Φεύγει κανείς απότην αγάπη, έστω και για λόγους «πίστεως»; Χάνει τον Θεό. «Ο Θεός αγάπη εστί καιο μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».
Οόσιος Τιμόθεος λοιπόν δεν ήταν δυνατόν να ξεφύγει από τον κανόνα αυτό.«Γνώρισες, όσιε πατέρα, σημειώνει ο Θεοφάνης, ότι η αγάπη νικάει την κρίση, γι’αυτό και δεν περιφρόνησες κανένα ξένο, αλλά διάνοιξες τα σπλάχνα της καρδιάςσου σε όλους με αγαθοσύνη, κι έγινες πατέρας των ορφανών, προστάτης των χηρών,αμφίεση των γυμνών και τροφή των πεινασμένων» («Κατακαυχάσθαι έλεον, Πάτερ,κρίσεως ειδώς, ου παρείδες ξένον, αλλά πάσι χρηστώς τα σπλάγχναδιήνοιξας, όσιε, πατήρ χρηματίσας ορφανών, και των χηρών προστάτης, και γυμνώναμφίασις, και τροφή πεινώντων») (ωδή θ΄). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν πουεπανειλημμένως ο άγιος Θεοφάνης συγκρίνει τον όσιο με τον πατριάρχη Αβραάμ,κύριο γνώρισμα του οποίου, πέραν από την πίστη του, ήταν η αγάπη του προς τουςανθρώπους και μάλιστα η φιλοξενία του. «Με την αγάπη και τη συμπάθειά σου προςόλους έγινες άλλος Αβραάμ, ω Τιμόθεε, υποδεχόμενος όσους προσέρχονταν σε εσένααπό όλα τα μέρη, και μέσω αυτών λατρεύοντας τον Θεό όλων» («Οικτείρων πάντας τησυμπαθεία, άλλος Αβραάμ εχρημάτισας, δεξιούμενος τους πάντοθεν παραβάλλοντας, ωΤιμόθεε, και δι’ αυτών τον πάντων θεραπεύων Θεόν») (ωδή γ΄).
Η δίψατου και η αγάπη του προς τον Θεό, που έπαιρνε τη μορφή της έμπρακτης αγάπηςπρος τον συνάνθρωπο, ήταν αποτέλεσμα, κατά τους ύμνους της Εκκλησίας μας, τηςαδιάκοπης άσκησής του να ξεπεράσει την όποια αμέλεια δημιουργούν τα πάθη τουανθρώπου και να αποκτήσει την ευλογημένη ταπείνωση, τη βάση όλων των αρετών. Τοάνθος της αγάπης δεν φύεται, ως γνωστόν, στους κοινούς δρόμους και στα απλάμονοπάτια. Αποτελεί βλάστημα των ψηλών κορυφών, δηλαδή απαιτεί αιματηρήκατάθεση της βούλησης του ανθρώπου στο άγιο θέλημα του Θεού. Διότι πώς θαενεργήσει η χάρη της αγάπης του Θεού σε καρδιά γεμάτη από τα αγκάθια τουεγωισμού; «Δος αίμα και λάβε πνεύμα» έλεγαν πάντοτε οι άγιοί μας, κάτι που τοβλέπουμε βεβαίως και στη ζωή του οσίου Τιμοθέου. «Έχοντας εκτενώς στραμμένο τοβλέμμα της διάνοιάς σου προς τον Θεό, απετίναξες, Πάτερ Τιμόθεε, τον ύπνο τηςαμέλειας από την ψυχή σου και έγινες ναός του θείου Πνεύματος και τόπος αγιάσματος»(«Έχων προς Θεόν εκτενές της διανοίας όμμα, της αμελείας τον ύπνον εκ ψυχήςαπετινάξω, Πάτερ, και ναός εγένου θείου Πνεύματος, και αγιάσματος τόπος,Τιμόθεε») (ωδή α΄). «Θωρακισμένος με την ταπείνωση, Πάτερ, πέρασες χωρίς ναβλαφτείς τις παγίδες του Πονηρού, και υψώθηκες προς τον Θεό και εντρυφάς στηδόξα Του για πάντα, μακάριε Τιμόθεε» («Τας του πονηρού μηχανάς τη ταπεινώσει,Πάτερ, συμπεφραγμένος, διήλθες αβλαβώς, και προς Θεόν υψώθης και αυτού τη δόξηδιά παντός εντρυφάς, μάκαρ Τιμόθεε») (ωδή α΄). Είναι αλήθεια. Κανείς δεν μπορείνα ξεπεράσει τις παγίδες του διαβόλου, τις απλωμένες παντού στη γη, χωρίς ναβρει το μονοπάτι που λέγεται ταπείνωση. Πρόκειται για ό,τι ο λόγος του Θεούαποκαλύπτει και η εμπειρία των αγίων βεβαιώνει: «Είδα τις παγίδες του διαβόλουαπλωμένες στη γη και τρόμαξα και είπα: Ποιος άραγε μπορεί να τις περάσειαβλαβώς; Κι άκουσα φωνή που έλεγε: Μόνον ο ταπεινόφρων» (όσιος Αντώνιος).