Εἶναι οἱ Ἑτερόδοξοι μέλη τῆς Ἐκκλησίας;
ἄρθροτοῦ Καθηγητή Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. Δημητρίου Τσελεγγίδη
Πρωτίστως πρέπει νά διευκρινήσουμεὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε, σύμφωνα μέ τό Σύμβολο Πίστεως τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως(381), «εἰς μίαν, ἁγίαν, ἀποστολικήν καί καθολικήν Ἐκκλησίαν». Κατάτήν ἀδιάκοπη δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας,δηλαδή κατά τήν αὐτοσυνειδησία της, ἡ μία αὐτή Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη.
Ἡ ὁμολογία τοῦ Συμβόλου ὅτι ἡ Ἐκκλησίαεἶναι «μία» σημαίνει πώς αὐτή εἶναι βασική ἰδιότητα τῆς ταυτότητάςτης. Πρακτικῶς αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά διαιρεθεῖ,νά κομματιαστεῖ, ἐπειδή αὐτή εἶναι τό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.Καί ὁ Χριστός ὡς κεφαλή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας οὔτε πολλά σώματαμπορεῖ νά ἔχει οὔτε καί διηρημένο σῶμα νά κατέχει.
Στό σῶμα τοῦ Χριστοῦνικήθηκε καί αὐτός ὁ θάνατος. Ἔτσι, ὅποιος ἐντάσσεται στό σῶμα τοῦΧριστοῦ καί παραμένει ζωντανός σ' αὐτό μέ τά θεουργά μυστήρια καίτήν ἀγαπητική τήρηση τῶν ἐντολῶν, μεταβαίνει ἀπό τόν βιολογικόθάνατο στήν αἰώνια καί ἀΐδια ζωή τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Καί ὅπως τάκλαδιά τῆς ἀμπέλου δέν μποροῦν νά ζήσουν καί νά καρποφορήσουν, ἄν ἀποκοποῦνἀπό τήν ἄμπελο, ἔτσι καί ὁ ἀποκομμένος ἀπό τήν Ἐκκλησία πιστός ἤκαί ὁλόκληρες κοινότητες πιστῶν- ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἀριθμητικότους πλῆθος- δέν μποροῦν οὔτε νά ὑπάρξουν ἐν Χριστῷ οὔτε νά συστήσουν ἄλληἘκκλησία.
Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεόπνευστηκαί ἀδιαπραγμάτευτη. Σύμφωνα μέ τήν συγκεκριμένη πίστη της, πολλέςἤ διηρημένες Ἐκκλησίες δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν, ἐπειδή ἀποτελεῖ ἀντίφασηἐν τοῖς ὅροις τό μία καί τό πολλές ἤ τό μία καί τό διηρημένη. Τό διηρημένηἀναιρεῖ στήν πράξη τήν πίστη στήν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας, πούμόνο ὡς μία καί ἀδιαίρετη μπορεῖ νά κατανοηθεῖ μέ βάση τήν ὀρθόδοξηαὐτοσυνειδησία. Ἀποτελεῖ ἄρνηση τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἄρνησητῆς ταυτότητας καί τῆς αὐτοσυνειδησίας της, ὅταν κάποιος κάνει λόγοἐνσυνείδητα γιά διηρημένη Ἐκκλησία. Ἔτσι, οἱ Ὀρθόδοξοι δέν ἔχουνκανένα ψυχολογικό πρόβλημα (κόμπλεξ) ταυτότητας ἐξαιτίας τῆς ἀποκοπῆςἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Δυτικῶν Χριστιανῶν. Βεβαίως πονοῦν,προσεύχονται καί ἐνδιαφέρονται γιά τή μετάνοια καί τήν ἐπιστροφήτους.
1. Ἀποστολική Πίστη
Ἡ ἔνταξη καί ἡ παραμονή στό μυστηριακόσῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι ἀπροϋπόθετη. Προϋποθέτειὁπωσδήποτε τήν χωρίς ὅρους ἀποδοχή καί ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆςπίστεως, ὅπως αὐτή ἑρμηνεύτηκε καί ὁριοθετήθηκε ἀπό τίς ἀποφάσειςτῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, ὅταν κάποιος πιστός -ἀνεξάρτηταἀπό τή θεσμική θέση πού ἔχει στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας- ἤ σύνολα πιστῶν-ἀνεξαρτήτως τοῦ ἀριθμοῦ τους- παραβιάσουν ἐκ πεποιθήσεως τήν ὁριοθετημένηπίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκόπτονται ἀπό τό σῶμα της. Καί ἄν εἶναι σ' ὁποιοδήποτεἱερατικό ἀξίωμα καθαιροῦνται, ἐνῶ οἱ λαϊκοί ἀφορίζονται, ὅπωςπροκύπτει ἀπό τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Τοῦτο σημαίνειὅτι δέν μποροῦν στό ἑξῆς νά μετέχουν καί νά κοινωνοῦν στά μυστήρια τῆςἘκκλησίας.
Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἔχουν ἐκπέσειἀπό τήν Ἐκκλησία ἐπισήμως τόν 11ο αἰώνα. Τό 1014 εἰσήγαγαν στόΣύμβολο τῆς Πίστεως τήν ἐσφαλμένη δογματική διδασκαλία τους γιάτό Ἅγιο Πνεῦμα, τό γνωστό Filioque. Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία αὐτήτό Ἅγιο Πνεῦμα ὡς θεῖο Πρόσωπο ἔχει τήν ὕπαρξή του ἐκπορευτῶς καί ἀπότόν Πατέρα καί ἀπό τόν Υἱό. Ἡ δογματική διδασκαλία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶνὅμως ἀνατρέπει τήν ἀποστολική πίστη τῆς Ἐκκλησίας στόν ΤριαδικόΘεό, ἀφοῦ κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας «παράτοῦ Πατρός ἐκπορεύεται» (15,26). Ἄλλωστε, ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδοςδιά τοῦ Προέδρου της, ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ἀναφερόμενηστό Σύμβολο τῆς Πίστεως καθόρισε ἀπαγορευτικά, ὅτι «οὐδενί ἐπιτρέπεταιλέξιν ἀμεῖψαι τῶν ἐγκειμένων ἐκεῖσε ἤ μίαν γοῦν παραβῆναι συλλαβήν»(σέ κανέναν δέν ἐπιτρέπεται νά προσθέσει ἤ νά ἀφαιρέσει οὔτε μίασυλλαβή ἀπό αὐτά πού διατυπώθηκαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως). Ὅλεςοἱ ἑπόμενες Οἰκουμενικές Σύνοδοι κατακύρωσαν τίς ἀποφάσεις τῆςΓ΄ Οἰκουμενικῆς.
Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί-κατ' ἐπέκταση καί οἱ Προτεστάντες πού υἱοθέτησαν τό Filioque-ἔχουν ἐκπέσει ἀπό τήν ἀποστολική πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι γι' αὐτόπεριττό νά ἀναφέρουμε ὅλους τούς μετέπειτα νεωτερισμούς στήν πίστηἐκ μέρους τῶν Δυτικῶν Χριστιανῶν (ὅπως τό ἀλάθητο τοῦ πάπα, τά μαριολογικάδόγματα, τό πρωτεῖο, ἡ κτιστή Χάρη κ.ἄ.).
2. Ἀποστολική διαδοχή
Μέ τήν ἀποστολική πίστη συνδέεταιἀδιαίρετα καί ἡ ἀποστολική διαδοχή. Ἡ ἀποστολική διαδοχή ἔχειοὐσιαστικό περιεχόμενο μόνο μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, καί προϋποθέτειὁπωσδήποτε τήν ἀποστολική πίστη.
Λέγοντας ἀποστολική διαδοχή ἐννοοῦμετήν ἀδιάκοπη συνέχεια τῆς ἡγεσίας τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τούς Ἀποστόλους.Ἡ συνέχεια αὐτή ἔχει χαρισματικό χαρακτήρα καί διασφαλίζεταιμέ τή μετάδοση τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας τῶν Ἀποστόλων στούς Ἐπισκόπουςτῆς Ἐκκλησίας καί δι' αὐτῶν στούς ἱερεῖς.
Ὁ τρόπος μεταδόσεως τῆς πνευματικῆς-ἀποστολικῆςἐξουσίας στούς Ἐπισκόπους γίνεται μέ τή χειροτονία. Ἄν, ἑπομένως,κάποιος ἐπίσκοπος ἔχει λάβει μέ κανονικό - ἐκκλησιαστικό τρόποτή χειροτονία του καί στή συνέχεια βρεθεῖ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ἐξαιτίαςτῆς ἐσφαλμένης πίστεώς του, παύει οὐσιαστικά νά ἔχει καί τήν ἀποστολικήδιαδοχή, ἀφοῦ αὐτή ἔχει νόημα μόνο μέσα στό μυστηριακό σῶμα τοῦΧριστοῦ, τήν Ἐκκλησία.
Κατά συνέπεια, ἄν κάποιος ἐπίσκοποςἤ καί ὁλόκληρη τοπική Ἐκκλησία -ἀνεξαρτήτως ἀριθμοῦ μελῶν- ἐκπέσουνἀπό τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή ἐκφράστηκε ἀλαθήτως στίς ΟἰκουμενικέςΣυνόδους, παύουν νά ἔχουν οἱ ἴδιοι τήν ἀποστολική διαδοχή, ἐπειδήβρίσκονται ἤδη ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Καί, ἀφοῦ διακόπτεται ἡ ἀποστολικήδιαδοχή οὐσιαστικά, δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά κατοχή ἤ γιάσυνέχεια τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς στούς ἐκπεσόντες ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Μέ βάση τά παραπάνω, ὁ ἴδιος ὁ πάπας,ἀλλά καί τό σύνολο τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἐπισκόπων στεροῦνται τήν ἀποστολικήδιαδοχή, ἐπειδή στερηθέντες τήν ἀποστολική πίστη ξέπεσαν ἀπότήν Ἐκκλησία. Κατά συνέπεια, λόγος γιά ἀποστολική διαδοχή ἐκτόςτῆς Ἐκκλησίας εἶναι λόγος ἀτεκμηρίωτος ἐπιστημονικά, εἶναι δηλαδήλόγος ἀθεολόγητος.
3. Ἱερωσύνη καί τά ἄλλα Μυστήρια
Ἡ ἱερωσύνη στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίαςεἶναι ἡ ἱερωσύνη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τελεῖτά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας Του διά τῶν Ἐπισκόπων καί Ἱερέων Του.
Ἡ ἱερωσύνη προϋποθέτει τήν ἀδιάκοπησυνέχειά της ἀπό τούς Ἀποστόλους, προϋποθέτει δηλαδή τήν ἀποστολικήδιαδοχή. Πρωτίστως ὅμως ἡ ἱερωσύνη προϋποθέτει τόν ΘεάνθρωποΧριστό ὡς ἱερουργό στό μυστηριακό Σῶμα Του, τήν Ἐκκλησία. Σέ τελευταίαἀνάλυση, ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ ὑφίσταται στήν Ἐκκλησία καί παρέχεταιἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό διά τῆς Ἐκκλησίας Του καί γιά τήν ἘκκλησίαΤου. Αὐτονομημένη ἱερωσύνη καί αὐτονομημένα ἀπό τήν Ἐκκλησίαμυστήρια δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν.
Ἡ ἱερωσύνη, ὅπως ἄλλωστε καί ὅλατά μυστήρια, ἀποτελεῖ λειτουργική φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας (ἡ Ἐκκλησία«σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις», κατά τόν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα). Τοῦτοσημαίνει, ὅτι γιά νά ὑπάρχουν μυστήρια, πρέπει προηγουμένως νά ὑπάρχειἡ Ἐκκλησία. Τά μυστήρια εἶναι σάν τά κλαδιά ἑνός δένδρου. Ζωντανάκλαδιά, πού ἀνθοῦν καί καρποφοροῦν, μποροῦν νά ὑπάρχουν μόνον ὅταν αὐτάεἶναι ὀργανική προέκταση τοῦ δένδρου, ὅταν δηλαδή εἶναι ὀντολογικάσυνδεμένα μέ τόν κορμό τοῦ δένδρου.
Εἶναι θεολογικά ἀκατανόητο νάὑποστηρίζεται ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι, Ρωμαιοκαθολικοί ἤ Προτεστάντες,ἔχουν ἔστω καί ἕνα μυστήριο, π.χ. τό βάπτισμα. Τό θεμελιῶδες ἐρώτημαπού πρέπει νά τίθεται ἐδῶ εἶναι: Ποιός ἱερούργησε τό μυστήριο τοῦΒαπτίσματος; Ποῦ βρῆκε τήν ἱερωσύνη ὁ ἱερουργός; Ποιός τοῦ ἔδωσετήν ἱερωσύνη, ἀφοῦ αὐτήν τήν παρέχει μόνον ἡ Ἐκκλησία; Καί ποῦ βρέθηκεἡ Ἐκκλησία στούς ἑτεροδόξους, ἀφοῦ αὐτοί λόγῳ τῆς ἐσφαλμένης δογματικῆςπίστεώς τους ξέπεσαν ἀπό τήν Ἐκκλησία;
4.Ἡ θεωρία τῶν «δύοπνευμόνων» τοῦ Χριστοῦ
Ἡ θεωρία αὐτή ἔχει τήν πατρότητάτης στόν Ρωμαιοκαθολικισμό. Σύμφωνα μέ τή θεωρία αὐτή ὁ Χριστός ἔχειὡς «πνεύμονές» Του τόν Ρωμαιοκαθολικισμό καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Σήμερα, δυστυχῶς, ἡ θεωρία αὐτήυἱοθετήθηκε καί ἀπό πολλούς ὀρθόδοξους ἱεράρχες καί λαϊκούς ἀκαδημαϊκούςθεολόγους, μᾶλλον ἀβασάνιστα. Καί τοῦτο, γιατί ἡ θεωρία αὐτή κρινόμενηἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη ὄχι μόνον ἀθεολόγητη εἶναι, ἀλλά καί κυριολεκτικάβλάσφημη.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διαφοροποιεῖταιὀντολογικά ἀπό τό Ρωμαιοκαθολικισμό γιά καθαρά δογματικούς λόγους.Ἔτσι, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖ ὅτι μόνον αὐτή διασώζει τόν χαρακτήρατῆς Ἐκκλησίας ὡς Θεανθρωπίνου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμόςἔχει ἐδῶ καί χίλια χρόνια ἐκπέσει ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἄλλωστε, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία κατάτό Σύμβολο τῆς Πίστεως εἶναι «μία» καί ἑνιαία, εἶναι θεολογικά τελείωςἀκατανόητο νά ὑπονοοῦνται, σύμφωνα μέ τήν παραπάνω θεωρία, ἡ Ὀρθοδοξίακαί ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός ὡς οἱ «δύο πνεύμονες» τοῦ Χριστοῦ, ὡς κάποιαἰσότιμα δηλαδή μέλη τοῦ σώματός Του. Σέ αὐτήν τήν περίπτωση θά πρέπεινά θεωρήσουμε ὅτι τά ἄλλα μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἤ παραμένουνἀκάλυπτα ἐκκλησιολογικῶς ἤ καλύπτονται ἐκκλησιολογικά ἀπό ἄλλες,ἐκτός τῶν δύο, Ἐκκλησίες. Κάτι τέτοιο ὅμως θά μᾶς ὁδηγοῦσε εὐθέωςστήν υἱοθέτηση τῆς προτεσταντικῆς ἐκκλησιολογικῆς θεωρίας τῶνκλάδων» (Branch theory). [Λέγοντας θεωρία τῶν κλάδων ἐννοοῦμε τήθεωρία τῶν προτεσταντῶν γιά τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκκλησία κατάτούς προτεστάντες εἶναι ἡ ἀόρατη κονωνία τῶν ἁγίων. Οἱ διάφορες ἱστορικές-ἐμπειρικέςἐκκλησίες ὅλων τῶν δογμάτων ἔχουν νομιμότητα καί ἰσότητα ὑπάρξεως,ὡς κλαδιά τοῦ ἑνός δένδρου τῆς ἀόρατης ἐκκλησίας. Ἡ ἀόρατη ἐκκλησίαεἶναι ἡ καθαυτό ἐκκλησία ἡ ὁποία καί ὁμολογεῖται στό Σύμβολο τῆςΠίστεως. Κατά συνέπεια, καμμία ἐπιμέρους τοπική ἐκκλησία ὁποιουδήποτεδόγματος, δέν ἐνσαρκώνει τήν «μία ἁγία καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία».Καμμία τοπική ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι κατέχει τήνπληρότητα τῆς ἀποκαλυφθείσας ἀλήθειας. Ἡ μία ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦεἶναι το συνολικό ἄθροισμα τῶν ἐπιμέρους τμημάτων της, δηλαδή τῶνκατά τόπους ἐκκλησιῶν ὅλων τῶν δογμάτων, ὅσο καί ἄν διαφέρουν δογματικάμεταξύ τους]. Πράγμα τελείως ἀπαράδεκτο ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη.
Εἶναι ὅμως καί βλάσφημη ἡ παραπάνωΡωμαιοκαθολικῆς προέλευσης θεωρία περί τῶν «δύο πνευμόνων» τοῦΧριστοῦ, ὅταν αὐτή συμβαίνει νά υἱοθετεῖται ἀπό Ὀρθοδόξους. Καί εἶναικυριολεκτικά βλάσφημη, ἐπειδή ἐντάσσει στό ἄμωμο Σῶμα τοῦ Χριστοῦτόν Ρωμαιοκαθολικισμό ὡς ὀργανικό μέλος Του (ὡς ἕνα «πνεύμονά»Του), τή στιγμή πού ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός θεσμικά πάσχει ὀντολογικῶς,ὡς πραγματικότητα ἐκτός τοῦ Θεανθρωπίνου σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
5. «Ἀδελφές Ἐκκλησίες»
Ἀρχικά ὁ ὅρος «ἀδελφές Ἐκκλησίες»εἶναι ἀπό ἀδόκιμος ἕως ἀπαράδεκτος. Ἀδόκιμος θεολογικά εἶναι,ὅταν χρησιμοποιεῖται γιά νά ἐκφράσει τή σχέση μεταξύ τῶν τοπικῶν ὈρθοδόξωνἘκκλησιῶν. Τελείως ἀπαράδεκτος θεολογικά εἶναι ὁ ὅρος, ὅταν χρησιμοποιεῖταιγιά νά προσδιορίσει τόν ὀντολογικό χαρακτήρα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίαςκαί τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ.
Καταρχήν, ὁ ὅρος «ἀδελφές Ἐκκλησίες»δέν εἶναι βιβλικά θεμελιωμένος, οὔτε κἄν νομιμοποιημένος. Ὅταν ὁἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται στίς διάφορες τοπικές Ἐκκλησίες,δέν τίς ἀποκαλεῖ «ἀδελφές», οὔτε ὑπονοεῖ ὅτι ὑπάρχει κάποια Ἐκκλησίαὡς «μητέρα» αὐτῶν τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. Ἔχει τή συνείδηση ὅτιἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί ὅτι αὐτή ἔχει καθολικό χαρακτήρα, μέ τήνἔννοια τῆς πληρότητας τῆς ἀληθείας καί τῆς ζωῆς της, κεφαλή τῆς ὁποίαςεἶναι, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἔτσι, ὅταν ἀπευθύνεταισέ κάποια τοπική Ἐκκλησία, ἔχει τή στερεότυπη ἔκφραση: «τῇ Ἐκκλησίᾳτῇ οὔσῃ ἐν... (π.χ. Κορίνθῳ)». Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ φανέρωση τῆς ὅληςἘκκλησίας μπορεῖ νά γίνεται σέ κάθε τόπο, ὅπου ὑπάρχει ἡ εὐχαριστιακήκοινότητα τῶν πιστῶν ὑπό τόν Ἐπίσκοπό της. Εἶναι βεβαίως αὐτονόητοὅτι ἡ ἑνότητα τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν αὐτῶν διασφαλίζεται μέτήν κοινωνία μεταξύ τους στήν αὐτή πίστη, ζωή καί ἐκκλησιαστικήτάξη. Τήν ἑνότητα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἐγγυᾶται στήν πράξη ἡ σύνοδοςτῶν Ἐπισκόπων τους.
Ἀπό τά παραπάνω γίνεται κατανοητόὅτι, ἀφοῦ καί οἱ ὁμόφρονες τοπικές Ἐκκλησίες στό πλαίσιο τῆς Ὀρθοδοξίαςδέν νομιμοποιοῦνται θεολογικά, ὅταν ὀνομάζονται «ἀδελφές», πολύπερισσότερο δέν ὑπάρχει θεολογικό-ἐκκλησιολογικό ὑπόβαθρο γιάνά ὀνομάζονται «ἀδελφές Ἐκκλησίες» ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός.Ἄλλωστε ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός δέν μπορεῖ νά ὀνομάζεται κατά κυριολεξίαἘκκλησία μετά τό 1014, ἐπειδή ἀπό τότε ὑφίστανται πνευματικῶς γι'αὐτόν τά ἐπιτίμια τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μέ συνέπεια τήν ἔκπτωσηἀπό τό Θεανθρώπινο σῶμα.
Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἄρσητῶν παραπάνω ἐπιτιμίων δέν μπορεῖ νά γίνει ἀπό κανένα θεσμικό πρόσωποτῆς Ἐκκλησίας, ὅσο ψηλά καί ἄν βρίσκεται στήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία,παρά μόνον ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἀλλά καί τοῦτο μπορεῖ νά γίνειμόνο στήν περίπτωση πού ἀρθοῦν προηγουμένως οἱ δογματικοί λόγοι,στούς ὁποίους οὐσιαστικά ὀφείλεται ἡ ἔκπτωση τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦἀπό τήν Ἐκκλησία.
Εἶναι λοιπόν φανερό ὅτι, ἐπισήμως,ἀπό τό 1014 ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός δέν εἶναι Ἐκκλησία. Τοῦτο πρακτικῶςσημαίνει ὅτι δέν ἔχει τήν ὀρθή ἀποστολική πίστη καί τήν ἀποστολικήδιαδοχή. Δέν ἔχει τήν ἄκτιστη Χάρη καί κατεπέκταση δέν ἔχει τά θεουργάμυστήρια, πού καθιστοῦν τό Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας «κοινωνίαθεώσεως» τοῦ ἀνθρώπου. Καί, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ παρά νά εἶναικαί νά παραμένει ἕως τῆς συντελείας μία καί ἀδιαίρετη, κάθε χριστιανικήκοινότητα, ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι ἁπλά αἱρετική.
ΠΗΓΗ:"Ἐν Συνειδήσει", Ἔκτακτηἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου-Ἰούνιος 2009 - Από: Μητρόπολη Κυθήρων.