Κυριακή της Ορθοδοξίας
Η θέση των Εικόνων στη ζωή της Εκκλησίας
Η σημερινή πρώτη Κυριακήτων Νηστειών της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής,αδελφοί μου, συνιστά την ημέρα του θριάμβουτης Ορθόδοξης πίστης έναντι της αίρεσης και της κακοδοξίας. Είναι ημέραανάμνησης όλων εκείνων των ευσεβών και αγιασμένων προσώπων της Εκκλησιαστικήςιστορίας, αυτοκρατόρων και Εκκλ/κώνανδρών, που συνέβαλαν στην εδραίωση της Ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας, στην διατύπωση της ΔογματικήςΘεολογίας και στην αποκατάσταση τωνΙερών Εικόνων στη ζωή της Εκκλησίας, ύστερα από την μακρά και πολύπονη περίοδο τηςεικονομαχίας. Αυτό το τελευταίο γεγονός της επαναφοράς των Ιερών Εικόνων στηνΟρθόδοξη Λειτουργική πραγματικότητα γίνεται αφορμή για την κατάθεση ενίων απλώνσκέψεων που θα συμβάλουν στην κατανόηση της ακριβούς θέσης και του πραγματικούρόλου των Εικόνων στη ζωή της Εκκλησίας και του καθενός από εμάς.
Στην παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης η ύπαρξη Εικόνων ήταν ξένηγιατί ο Θεός δεν είχε αποκαλυφθεί εν σώματι και, κατά συνέπεια, δε μπορούσε ναπεριγραφεί και να εικονιστεί. Με την αποκάλυψη, όμως, της Θεότητας στο πρόσωποτου Ιησού Χριστού, δίδεται η δυνατότητα της εικονογραφικής απεικόνισης της ανθρώπινηςδιάστασης του Θείου, με σκοπό νακαταδειχθεί, αφενός μεν η αγαπητική προσέγγιση του Θεού προς τον άνθρωπο, αλλάκαι η δυνατότητα προσέγγισης του ανθρώπου προς τον Θεό, διά της μιμήσεως του Ιησού Χριστού. Με το πέρασμα τουχρόνου αυτή η δυνατότητα επεκτείνεται στα πρόσωπα της Υπεραγίας Θεοτόκου και των Αγίων τηςΕκκλησίας μας, προκειμένου αυτά να καταστούν διδακτικές αφορμές καιπαραδείγματα προς μίμησιν για τους Χριστιανούς.
Στην πορεία της Εκκλησιαστικής ιστορίας η ανάπτυξη τηςεικονογραφίας και η χρήση της Εικόνος καταλαμβάνουν ιδιαίτερη θέση στηνΟρθόδοξη Λειτουργική Παράδοση. Στον 4ο αιώνα ηεικονογραφία αναπτύσσεται ραγδαία, ενώ συστηματοποιείται η τιμητική προσκύνησητων Ιερών Εικόνων, οι οποίες θεωρούνται λειτουργικά «σκεύη» που χρησιμοποιούνταιστη Θεία Λατρεία, λιτανεύονται, τίθενται προς προσκύνηση από το λαό, πουλαμβάνει την χάρη και τον αγιασμό των εικονιζόμενων προσώπων. Είναι η εποχήκατά την οποία ο Μέγας Βασίλειος καταγράφει την ορθή Θεολογία περί των Εικόνων,τονίζοντας ότι «η τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει», η τιμή δηλ. που αποδίδεικανείς σε μία Εικόνα δεν αφορά στο υλικό στοιχείο της σύστασής της αλλά στοεικονιζόμενο πρόσωπο και δι’ αυτού σ’ αυτόν τον ίδιο το Θεό ο οποίος είναι ομόνος φορέας της χάριτος και του αγιασμού απάντων. Με αυτό τον τρόπο η Εκκλησίαμάς μορφώνει πνευματικά, προβάλλοντάς μας ένα συγκεκριμένο και ενσαρκωμένοΘεοπρεπές ήθος.
Η Εκκλησία μαςαναγκάζεται στα τέλη του 8ου αιώνος (787), στα πλαίσια της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, να δογματίσει για τις Ιερές Εικόνες και να καταδικάσειτους εικονομάχους που θέλησαν να πλήξουνκαι ν’ αμφισβητήσουν τη θέση τους στη ζωή της, αλλά και να τις συνδέσουν μεπαγανιστικές και ειδωλολατρικές πρακτικές. Στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας - που διαβάζεται σήμερα - η Εκκλησία μας,ως φορέας και συνεχιστής της παραδόσεως των Αγίων Πατέρων, διακηρύσσει: «…ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτωκηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών και τους Αυτού Αγίους εν λόγοιςτιμώντες, εν συγγραφαίς, εν νοήμασιν, εν θυσίαις, εν Ναοίς, εν Εικονίσμασι, τον μεν Θεόν και Δεσπότηνπροσκυνούντες και σέβοντες, τους δε, διά τον κοινόν Δεσπότην ως Αυτού γνησίουςθεράποντας, τιμώντες και την κατά σχέσιν προσκύνησιν απονέμοντες.
Αύτη η πίστις τωνΑποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη ηπίστις την Οικουμένην εστήριξε»
Το γεγονός ότι η τιμητικήπροσκύνηση των Ιερών Εικόνων σχετίζεται άμεσα με την παράδοση της Εκκλησίας μαςκαι δεν είναι νεοφανής πρακτική, καταγράφεται στην ίδια Σύνοδο η οποία χαρακτήρισε την τιμή και την προσκύνησή τους «έγκριτον και
θεάρεστον θεσμοθεσίαν καιπαράδοσιν της Εκκλησίας μας, ευσεβές αίτημα και ανάγκην του πληρώματος τηςΕκκλησίας». Πρόκειται, δηλ. για μία πρακτική που ευαρεστεί το Θεό, αφού, μεαυτήν, δίδεται η ευκαιρία στο λαό Σου να εκφράσει την καρδιακή πίστη καιευλάβειά του και να ικανοποιήσει το ευσεβές αίτημά του να ψηλαφίσει, κατά τοδυνατόν, το Θείον και να μετάσχει της Θεότητος δι’ εσόπτρου και εν αινίγματι…1 Επιζητά, όμως, παράλληλα, τη χάρη και τηνευλογία, καθώς επίσης, τη δύναμη και ενίσχυση από τα πρόσωπα των Αγίων πουκαταξιώθηκαν τόσο πολύ από το Θεό, λόγω της Θεοφιλούς και αγιασμένης βιωτήςτους.
Αυτή είναι, δι’ ολίγων, ηδιδασκαλία της Εκκλησίας μας περί των Ιερών Εικόνων, που ο ιδιαίτερος εκφραστήςτης Ορθόδοξης Εικονογραφίας και τέχνης Φώτης Κόντογλου, εγκωμίασε με τρόποπαραστατικό: «Αυτά τα εικονίσματαπροσκυνούσανε ο Μέγας Βασίλειος, ο Χρυσόστομος, ο Φώτιος, ο Παλαμάς και απ’αυτά φούντωνε μέσα τους η φλόγα της πίστης. Αυτά τα έργα κάνανε τον ΆγιοΓρηγόριο τον Νύσσης να χύνει δάκρυα κατανύξεως και τον Χρυσόστομο να μη μπορείνα ζήσει και να προσευχηθεί χωρίς να έχει κρεμασμένο στο κελί του το εικόνισματου Αγίου Παύλου, που το ασπαζότανε και έκλαιγε. Αυτά τα έργα έβλεπε ο ΜέγαςΥώτιος να καταστολίζουνε την Αγία Σοφίακαι σκιρτούσε από Θείον οίστρο και τα εγκωμίαζε στις ομιλίες του. Και αυτά ταέργα μάς παραδώσανε, μαζί με την Ορθόδοξη πίστη, οι Μεγάλοι Πατέρες, για να ταπροσκυνούμε στον αιώνα, όσο θα έχουμε την Ορθόδοξη πίστη. Γιατί δεν είναι έναφόρεμα φθαρτό που το φορέσαμε μια φορά και που πάλιωσε, αλλά είναι η στολή ηάφθαρτη, που μ’ αυτή θα υπάρχει στολισμένη στην αιωνιότητα…»2 ΑΜΗΝ.
Αρχιμ. ΕπιφάνιοςΟικονόμου
1.Α΄ Κορ. 13,12