Οι άγιοι μεγάλοι τεσσαράκοντα μάρτυρες, οι έν Σεβαστεία τηπόλει μαρτυρήσαντες (9 Μαρτίου)
ΤουΠρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Οι άγιοι αυτοί που προέρχονταν από διάφορες πατρίδες,ήταν στρατιώτες στο ίδιο τάγμα. Συνελήφθησαν για την πίστη τους στον Χριστό καιοδηγήθηκαν σε εξέταση, κι επειδή δεν πείσθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα,κτυπήθηκαν καταρχάς με πέτρες στα πρόσωπα και στο στόμα. Οι βολές όμως τωνπετρών αντί να πλήττουν αυτούς, αντιστρέφονταν και έπλητταν μάλλον αυτούς πουτις έριχναν. Έπειτα, σε καιρό χειμώνα, καταδικάστηκαν να διανυκτερεύσουν στομέσο της λίμνης που βρισκόταν μπροστά από την πόλη. Εκεί δείλιασε ο ένας απόαυτούς, ο οποίος έτρεξε στο κοντινό λουτρό κι ευθύς με την επαφή της θερμότηταςδιαλύθηκε. Ο δήμιος τότε που τους παρατηρούσε και τους φύλασσε, έβαλε αμέσωςτον εαυτό του στη θέση αυτού που έφυγε, καθώς είδε μέσα στη νύκτα φως γύρω απότους μάρτυρες και στεφάνια να κατεβαίνουν πάνω στον καθένα τους.
Όταν ξημέρωσε, επειδή οι άγιοι δεν είχανξεψυχήσει και ανέπνεαν ακόμη, τους έσπασαν τα σκέλη και έτσι πήραν το στεφάνιτου μαρτυρίου. Αποδείχθηκε όμως ότι ο θάνατος ήταν αποδεκτός και ευχάριστος απόαυτούς και με το εξής: ο τύραννος άφησε ζωντανό κάποιον από τους μάρτυρες πουακόμη λόγω της ηλικίας του και της σωματικής του δύναμης ανέπνεε, γιατί νόμισεότι ίσως αυτός αλλάξει γνώμη. Η μητέρα του όμως παρέμενε κοντά στους μάρτυρες,βλέποντας το παιδί της. Διότι ήταν ο νεώτερος από όλους στην ηλικία και φοβότανμήπως η νεότητά του αυτή και η αγάπη του για τη ζωή τού φέρει δειλία και βρεθείανάξιος της τάξης και της τιμής των συστρατιωτών του. Στεκόταν λοιπόν βλέποντάςτον επίμονα και με το σχήμα της και με το βλέμμα της, όπως φαινόταν,προσπαθώντας να του εμβάλει θάρρος, και με απλωμένα διαρκώς τα χέρια της σ’αυτόν έλεγε: Γλυκύτατό μου τέκνο, τέκνο ήδη του ουράνιου Πατέρα, κάνε υπομονήλίγο ακόμη, για να γίνεις τέλειος. Μη φοβηθείς τα βάσανα. Γιατί, να,παρευρίσκεται βοηθός σου ο Χριστός ο Θεός. Λοιπόν, τίποτε άσχημο και καμιάταλαιπωρία δεν πρόκειται να συναντήσεις. Όλα εκείνα έφυγαν, όλα αυτά τα νίκησεςμε τη γενναιότητά σου. Από δω και πέρα έρχεται η χαρά, η ηδονή, η άνεση, ηευφροσύνη, που θα τα έχεις συμβασιλεύοντας με τον Χριστό και γινόμενος πρεσβευτήςπρος Αυτόν και για εμένα που σε γέννησα.
Οι άγιοι λοιπόν με συντριμμένα τα σκέληπαρέδωσαν τις ψυχές τους στον Θεό. Οι δε στρατιώτες αφού έφεραν άμαξες καιέβαλαν σ’ αυτές τα ιερά σώματα, τις οδήγησαν κοντά στο χείλος του γειτονικούποταμού. Τον νέο όμως εκείνον, που το όνομά του ήταν Μελίτων, παρατηρώντας ότιείναι ακόμη ζωντανός, τον άφησαν για να ζήσει. Βλέποντάς τον η μητέρα του ναέχει μείνει μόνος αυτός, θεωρώντας ότι τούτο είναι μάλλον θάνατος γι’ αυτήν καιτο παιδί της, άφησε κατά μέρος τη γυναικεία αδυναμία, ξέχασε τα σπλάγχνα αγάπηςτης μάνας, πήρε στους ώμους της τον γιο της κι ακολούθησε με μεγαλοψυχία τααμάξια, πιστεύοντας ότι τότε θα ζήσει, όταν τον δει νεκρό μάλλον και να έχειφύγει από τη ζωή. Επειδή λοιπόν την ώρα που τον μετέφερε έτσι, άφησε το πνεύματου, τότε η μάνα άφησε τις φροντίδες της, σκίρτησε πάρα πολύ από χαρά για τοτέλος του γιου της, και πήγε το νεκρό σώμα του φίλτατου παιδιού της μέχρι τοντόπο που ήταν τα σώματα των αγίων. Τον έβαλε πάνω σ’ αυτά και τον συναρίθμησε μαζίμε τους άλλους, ώστε ούτε και το σώμα να μείνει μακριά από τα σώματά τους, τουγιου της που έσπευδε και η ψυχή του να συναριθμηθεί με τις ψυχές εκείνων. Αφούάναψαν δε μεγάλη φωτιά οι υπηρέτες του διαβόλου, κατακαίνε τα σώματα των αγίων.Κι έπειτα, κινούμενοι από φθόνο προς τα λείψανα των χριστιανών, τα ρίχνουν στοποτάμι. Αλλά εκεί, με θεϊκή οπωσδήποτε οικονομία, συγκρατήθηκαν από κάποιοβράχο όλα μαζί. Κάποια χέρια χριστιανών τότε τα σήκωσαν και μας δώρισαν πλούτοπαντοτινό. Τελείται δε η σύναξή τους στο αγιότατο Μαρτυρείο τους, που βρίσκεταιπλησίον του Χαλκού Τετραπύλου».
Σπάνια να βρεθεί χριστιανός, ο οποίος να μηγνωρίζει τη φράση «δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος», έστω κι αναγνοεί ότι σχετίζεται με τους αγίους σαράντα μάρτυρες. Πράγματι, η συγκεκριμένηγνωστή φράση αποτελεί σφραγίδα, θα λέγαμε, του μαρτυρίου των αγίων αυτών,δεδομένου ότι οι ίδιοι, λέγοντάς την, λειτουργούσουν ως αλείπτες του εαυτούτους, δηλαδή ως προπονητές, ως καθοδηγητές αυτών των ίδιων, που παρότρυναν καιενίσχυαν ο ένας τον άλλον, για να μείνουν σταθεροί στο μαρτύριο που περνούσαν.Κι είναι αυτό που έλεγαν ό,τι πιο επίκαιρο και καίριο μπορούσαν να σκεφτούν,δεδομένου ότι έδιναν ώθηση στον εαυτό τους να αντέξουν τη δεινότητά τους μεμετάθεση του λογισμού τους στο πέρα από αυτό, στο ανώτερο και καλύτερο, στονίδιο τον Παράδεισο. Αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι λειτουργούσαν ως αληθινοί καιγνήσιοι θεραπευτές του εαυτού τους, αγωνιζόμενοι να κρατούν τους λογισμούςεκείνους που κινούνταν στη χαρισματική διάσταση της αποκάλυψης του Χριστού. ΟΚύριος δεν αποκάλυψε ότι το μαρτύριο και οι θλίψεις αποτελούν την οδό πουεκβάλλει στη βασιλεία του Θεού - «διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις τηνΒασιλείαν του Θεού» - και ότι αυτό που υφίσταται ο πιστός στον κόσμο ως διωγμόσυνιστά συμμετοχή στο δικό Του πάθος; «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν». Τοσημειώνει και ο απόστολος: «Πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησούδιωχθήσονται». Έτσι ο προσανατολισμός των αγίων και η στερέωση του λογισμούτους όχι στο φαινόμενο – το μαρτύριο και τα βάσανα – αλλά στο αποτέλεσμα ωςβάθος και νόημα του μαρτυρίου – τη βασιλεία του Θεού – ήταν αφενός ηεπιβεβαίωση της γνησιότητας της πίστης τους: έβλεπαν τα πράγματα εν Χριστώ,αφετέρου και η λύτρωσή τους: ενεργοποιείτο έτσι η χάρη του Κυρίου στην ύπαρξήτους. Κι από την άποψη αυτή δείχνουν σε όλους τους χριστιανούς με ποιο τρόπομπορούμε να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε δυσκολία και θλίψη της ζωής, είτελέγεται οικονομική κρίση είτε «αναποδιά» είτε ανατροπή των «κεκτημένων»: να μημένουμε δηλαδή στο πρόβλημα, αλλά στη λύση του προβλήματος, την υπέρβασή του.Με τον τρόπο αυτό κινητοποιείται ολόκληρη η ύπαρξή μας, αποκτώντας μίαδυναμικότητα που εκβάλλει, με τη χάρη του Θεού, εκεί που λάμπει ο ήλιος τηςχαράς και της ευφροσύνης.
Ο υμνογράφος των αγίων, Ιωάννης ο μοναχός,επιμένει πολύ στην παραπάνω αλήθεια. Ήδη από τα στιχηρά του εσπερινούεπισημαίνει: «Υποφέροντας τα παρόντα με γενναιότητα, με χαρά γι’ αυτά πουέλπιζαν, έλεγαν ο ένας στον άλλον οι άγιοι μάρτυρες: Μήπως τάχα ξεντυνόμαστεκανένα ρούχο; Τον παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας βγάζουμε. Δριμύς ο χειμώνας, αλλάγλυκός ο παράδεισος. Προκαλεί πόνο η πήξη του νερού, αλλά είναι γλυκιά ηαπόλαυση. Μη λοιπόν χάσουμε τον δρόμο, ω συστρατιώτες. Ας υπομείνουμε για λίγο,ώστε να φορέσουμε τα στεφάνια της νίκης από τον Χριστό τον Θεό μας και Σωτήρατων ψυχών μας» («Φέροντες τα παρόντα γενναίως, χαίροντες τοις ελπιζομένοις,προς αλλήλους έλεγον οι άγιοι Μάρτυρες∙ Μη γαρ ιμάτιον αποδυόμεθα; Αλλά τονπαλαιόν άνθρωπον αποτιθέμεθα. Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο Παράδεισος∙αλγεινή η πήξις, αλλά ηδεία η απόλαυσις. Μη ουν εκκλίνωμεν, ω συστρατιώται∙μικρόν υπομείνωμεν, ίνα τους στεφάνους της νίκης αναδησώμεθα, παρά Χριστού τουΘεού και Σωτήρος των ψυχών ημών»). Και παρακάτω: «Ρίχνοντας τα ρούχα τους όλα,μπαίνοντας ατρόμητα στη λίμνη, έλεγαν μεταξύ τους οι άγιοι μάρτυρες: Χάριν τουΠαραδείσου που χάσαμε, ας μην κρατήσουμε σήμερα φθαρτό ιμάτιο. Ντυθήκαμε κάποτεεξαιτίας του φθοροποιού φιδιού διαβόλου, ας ξεντυθούμε τώρα χάριν της ανάστασηςόλων» («Ρίπτοντες περιβόλαια πάντα, βαίνοντες ατρόμως εις λίμνην, προς αλλήλουςέλεγον οι άγιοι μάρτυρες∙ Διά Παράδεισον, ον απωλέσαμεν, ιμάτιον φθαρτόνσήμερον μη αντισχώμεθα∙ δι’ όφιν ποτέ φθοροποιόν ενδυσάμενοι, εκδυσώμεθα νυνδιά την πάντων ανάστασιν»). Ώστε για τους αγίους μας τα βάσανά τουςισοδυναμούσαν με την οδυνηρή πράγματι απέκδυση του παλαιού αμαρτωλού φρονήματόςτους και την ταυτόχρονη ευφρόσυνη ένδυσή τους από τη χάρη του Θεού που τουςέκανε να κερδίζουν τον Παράδεισο. «Σεις που μισήσατε εν Χριστώ τη σάρκα και τοναμαρτωλό κόσμο, ξεντυθήκατε μαζί με τα πρόσκαιρα ρούχα και τον παλαιό άνθρωπο,ντυθήκατε δε τη στολή της αφθαρσίας» («Οι εν Χριστώ σάρκα και κόσμονμισήσαντες, τον παλαιόν μεν άνθρωπον συνεξεδύσασθε, τη προσκαίρω εσθήτι, στολήνδε αφθαρσίας περιεβάλεσθε») (ωδή α΄).
Ο παραπάνω τονισμός της μετάθεσης τωνλογισμών των αγίων από τα πρόσκαιρα στα αιώνια, από τα βάσανα στην απόλαυση τουΠαραδείσου, παραπέμπει βεβαίως και σ’ αυτό που επισημαίνει και ο άγιοςαπόστολος Παύλος: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όπως καιτο: «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Κίνδυνος ή μάχαιρα ή θλίψις ήστενοχωρία; Ουδέν ημάς δυνήσεται χωρίσαι από της αγάπης του Χριστού», με άλλαλόγια κινητήρια δύναμη των αγίων ήταν η αγάπη τους για τον Χριστό, ηπροσκόλλησή τους σ’ Εκείνον. Το σημειώνει ο υμνογράφος: «τω εν ουρανοίς Δεσπότηπροσεκολλήθητε, αθλοφόροι Κυρίου τεσσαράκοντα» (κοντάκιο)∙ «τον Χριστόν αντίπάντων εκληρώσαντο», τον Χριστό διάλεξαν αντί οποιουδήποτε άλλου (ωδή γ΄). Αλλάπροχωρεί και πιο πολύ στη θεολογία του μαρτυρίου των αγίων. Ερμηνεύοντας τοσπάσιμο των σκελών τους, διά του οποίου επέσπευσαν οι δήμιοι τον θάνατό τους,λέει ότι ανάγεται τούτο στο πάθος του ίδιου του Κυρίου: αναπλήρωναν έτσι τουστέρημα του πάθους Του, κάτι που τονίζει ιδιαιτέρως ο απόστολος Παύλος. «Ταπαθήματα που περνάμε αναπληρώνουν τα υστερήματα του σώματος του Χριστού» (Πρβλ.Κολασ. 1, 24). «Αναπληρώνουμε οι σαράντα το υστέρημα του πάθους Σου, ΣωτήραΚύριε, καθώς μας συνέτριψαν τα σκέλη» («Πληρούμεν υστέρημα σου, Σώτερ, πάθους,τεσσαράκοντα, συντριβέντες τα σκέλη») (στίχοι συναξαρίου). Δεν παραξενεύειλοιπόν η θέση των αγίων, όπως το βάζει στο στόμα τους ο υμνογράφος, ο μοναχόςΙωάννης, ότι δηλαδή οι άθεοι με αυτά που έκαναν εναντίον τους αποδείκνυαν απλώςτη φρενοβλάβειά τους, διότι ενώ έκαναν κάτι που τους προξενούσε ζημιά, αυτοίτελικώς το επέλεγαν με τη θέλησή τους. «Φρενοβλαβείτε, έλεγον οι αθληταί, τηνπρόξενον ζημίας δωρεάν προτείνοντες, αθεώτατοι» (ωδή δ΄).
Ο υμνογράφος έχει πολλά να θίξει από τουςαγίους σαράντα. Ο «φακός» του επικεντρώνει, εκτός του μεγαλείου των ίδιων τωναγίων, και στη γενναία και θαυμαστή μητέρα του νεωτέρου μάρτυρα που άντεξε καιδεν πέθανε αμέσως, στον φρουρό που πήρε τη θέση του λιπόψυχου στρατιώτη, αλλάκαι στον τραγικό και αξιοθρήνητο λιπόψυχο, που δείλιασε την τελευταία στιγμή.
Και να ξεκινήσουμε αντίστροφα. Είναιμεγαλειώδεις ως προς τον πένθιμο χαρακτήρα τους οι στίχοι που αφιερώνει στηντραγική φιγούρα του έκπτωτου από τους σαράντα: τον θεωρεί ως λάφυρο τουαρχέκακου διαβόλου, τον παραλληλίζει με τον προδότη Ιούδα, με τον πρώτοάνθρωπο, τον Αδάμ, στον κήπο της Εδέμ. Κι η δραματικότητα των στίχων του φτάνειστο απώγειό της, όταν πικρόχολα θα πει: ο παρ’ ολίγον μάρτυς τελικά έχασε καιτις δύο ζωές, και την αιώνια και την πρόσκαιρη. Η αγάπη του για τη ζωή,αποκομμένη από την πηγή της Ζωής, τον έκανε να χάσει κάθε ζωή. «Με μεγάλη χαράο αρχέκακος άρπαξε τον έκπτωτο από τη σαραντάδα, όπως από τη δωδεκάδα τον δειλόΙούδα και τον άνθρωπο από την Εδέμ» («Γεγηθώς ο αρχέκακος ήρπασεν, ως τηςδωδεκάδος Ιούδαν τον δείλαιον, και της Εδέμ τον άνθρωπον, της τεσσαρακοντάδοςτον έκπτωτον») (ωδή ς΄). «Είναι ματαιόφρονας και εντελώς άξιος για θρήνουςόποιος αστόχησε και στις δύο ζωές: με τη θέρμη της φωτιάς διαλύθηκε καιεκδήμησε προς την άσβεστη φωτιά» («Ματαιόφρων και θρήνων επάξιος, ος τις τωνζωών αμφοτέρων διήμαρτε∙ διά πυρός γαρ λέλυται, και προς πυρ εξεδήμησενάσβεστον») (ωδή ς΄). «Έτρεξε γρήγορα στο ψυχοφθόρο λουτρό αυτός που αγαπούσεαυτήν τη ζωή, και πέθανε» («Λουτρώ προσδραμών ψυχοφθόρω θανατούται ο φιλόζωος»)(ωδή η΄).
Ο Ιωάννης ο υμνογράφος επικεντρώνει όμως καιστον φύλακα που η χάρη του Θεού τον κάλεσε την τελευταία στιγμή. Δεν μπορεί ναμη συγκινηθεί από ό,τι συνέβη και να μη σκεφτεί αντίστοιχες στιγμές χάρης: τονληστή πάνω στον σταυρό που πρώτος μπήκε στον Παράδεισο με το «μνήσθητί μου,Κύριε, εν τη βασιλεία Σου», τον απόστολο Ματθία, που πήρε τη θέση του προδότημαθητή Ιούδα. Όπως αυτοί, έτσι και ο φύλακας καλείται να αναπληρώσει ταελλείποντα, με ταυτόχρονη οδύνη του τυράννου διαβόλου. «Επειδή είναι αναιδής οτύραννος διάβολος, δικαίως όπως παλιά φυσούσε και ξεφυσούσε από την οργή τουγια τον Ληστή και τον Ματθία, έτσι και τώρα σπαράσσεται από την κλήση του Θεούστον φρουρό» («Αναιδής ων δικαίως φρυάττεται, οία γαρ Ληστή και Ματθία τοπρότερον, ούτω και νυν ο τύραννος του φρουρούντος τη κλήσει σπαράττεται») (ωδής΄). Για τον Ιωάννη ο μάρτυς φύλακας υπήρξε ένας φιλόχριστος άριστος άρπαγας,που η χάρη του Θεού τον έκανε με θεοσημία να ξεπεράσει και την ίδια τη φυσικήαγάπη για τη ζωή του. «Βρέθηκε σε έκσταση ο φρουρός των σαράντα, βλέποντας ταστεφάνια τους. Και κάνοντας πέρα την αγάπη για τη ζωή του, αναπτερώθηκε από τονέρωτα της φανερωθείσας δόξας Σου» («Εξέστη ορών τους στεφάνους ο φρουρός τωντεσσαράκοντα, και παρωσάμενος το φιλόζωον, ανεπτερώθη τω έρωτι της επιφανείσηςσου δόξης») (ωδή ζ΄). «Ο φιλόχριστος φρουρός έγινε άριστος άρπαγας τωνστεφανιών που είδε» («ο φιλόχριστος άρπαξ άριστος των θεαθέντων γενόμενος»)(ωδή ζ΄).
Εκεί όμως που αποκορυφώνεται η λυρική διάθεσητου υμνογράφου μας είναι όταν εστιάζει την προσοχή του στην όντως επική, ηρωικήκαι γεμάτη τραγικό μεγαλείο προσωπικότητα της μάνας του νεαρού μάρτυρα. Ποιοςάνθρωπος δεν θα κλάψει μαζί της και δεν θα παραδειγματιστεί από το ρωμαλέοκυριολεκτικά αυτό φρόνημά της; Κι η εξήγηση του υμνογράφου είναι μία: η μάνααυτή ήταν φιλόθεη. Αγαπούσε τον Θεό παραπάνω από όλα, γι’ αυτό και δεν δίστασενα «θυσιάσει» τον υιό της, γινόμενη ένας δεύτερος Αβραάμ. Δεν ξέρουμε τίνος τομαρτύριο ήταν μεγαλύτερο: των αγίων σαράντα ή τελικά της μάνας που υψώνεται σεαιώνιο πρότυπο γυναίκας και μάνας; «Η φιλόθεη μητέρα, με ρωμαλέο νου,παίρνοντας στους ώμους της αυτόν που γέννησε, τον φέρνει μάρτυρα μαζί με τους μάρτυρες,σαν καρπό της πίστης της, μιμούμενη την ιερουργία του Αβραάμ» («Ρωμαλεότητιφρενών, ον εκύησεν επ’ ώμων αραμένη η φιλόθεος μήτηρ, της ευσεβείας καρπόνπροσάγει συν Μάρτυσι Μάρτυρα, την ιερουργίαν Αβραάμ μιμουμένη») (ωδή η΄). «Γιεμου, τράβα τον δρόμο σου ίσια προς την αιώνια ζωή, φώναζε η φιλόχριστη μητέραστο φιλόχριστο παιδί της. Δεν το αντέχω να εμφανιστείς δεύτερος στον αγωνοθέτηΘεό» («Την προς την άληκτον ζωήν ευθυδρόμως, ω υιέ, στέλλου πορείαν, ηφιλόχριστος μήτηρ τω φιλοχρίστω παιδί, εβόα∙ ου φέρω σε δεύτερον, τω αγωνοθέτηΘεώ εμφανισθήναι») (ωδή η΄).
Ο υμνογράφος τελειώνοντας τον θαυμαστό κανόνατου στους αγίους σαράντα, εν είδει επιλόγου, τους σχετίζει με την περίοδο πουδιανύουμε, τη Μεγάλη Σαρακοστή. Σαράντα εκείνοι, σαράντα οι ημέρες τηςνηστείας. Για να πει τι; Ότι η μνήμη τους καθιστά πιο λαμπρή και πιο χαρμόσυνηαπό πλευράς πνευματικής τη νηστεία. Διότι με το μαρτύριό τους προβάλλουν τοσωτήριο πάθος του Κυρίου που μιμήθηκαν, συνεπώς επιτείνουν τον αγιασμό τηςπεριόδου αυτής με την άθλησή τους. «Αθλοφόροι Χριστού, κάνατε την πάνσεπτηνηστεία πιο λαμπρή και χαρμόσυνη με τη μνήμη της ένδοξης άθλησής σας. Διότισαράντα εσείς, αγιάζετε την σαρανταήμερη νηστεία, καθώς μιμηθήκατε με τηνάθλησή σας υπέρ του Χριστού το σωτήριο πάθος Του. Γι’ αυτό έχοντας παρρησία,πρεσβεύσατε να φτάσουμε κι εμείς με ειρήνη στην τριήμερη Ανάσταση του Θεού καιΣωτήρα των ψυχών μας» («Αθλοφόροι Χριστού, την πάνσεπτον νηστείαν φαιδροτέραναπειργάσασθε, τη μνήμη της ενδόξου υμών αθλήσεως∙ Τεσσαράκοντα γαρ όντες, τηντεσσαρακονθήμερον αγιάζετε, το σωτήριον πάθος μιμησάμενοι, διά της υπέρ Χριστούυμών αθλήσεως. Διό έχοντες παρρησίαν πρεσβεύσατε, εν ειρήνη καταντήσαι ημάς ειςτην τριήμερον Ανάστασιν του Θεού, και Σωτήρος των ψυχών ημών») (δοξαστικό αίνωνόρθρου).