«Φώτισόν μου το σκότος…!»
ΗΚυριακή Β΄ Νηστειών είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στον μεγάλο Πατέρακαι Διδάσκαλό της άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, στο πρόσωπο του οποίου βλέπει τη συνέχειατης νίκης της κατά των αιρέσεων γενικώς, συνεπώς η Κυριακή αυτή προεκτείνει τηνπροηγουμένη της Ορθοδοξίας. Ο άγιος Γρηγόριος έτσι δεν είναι για την Εκκλησίαένας απλός άγιος, αλλά σύμβολο και όρος Ορθοδοξίας, στου οποίου τη διδασκαλίακρίνεται το ορθόδοξο από το αντορθόδοξο και αιρετικό, το γνήσιο και αληθινό απότο κίβδηλο και ψεύτικο. Από την άποψη αυτή η προσέγγιση του αγίου αυτού Πατρόςαποτελεί προσέγγιση στα καθαρά νάματα της ορθόδοξης πίστης και γι’ αυτό στέρεατροφή στον σύγχρονο πνευματικά πεινασμένο άνθρωπο της εποχής μας. Δεν θασταθούμε στη ζωή και τη διδασκαλία του αναλυτικά. Εκείνο που θα μας απασχολήσεικαι μάλιστα δι’ ολίγων, είναι η γνωστή προσευχή που αδιάκοπα έκραζε ο άγιος: «Φώτισόνμου, το σκότος, φώτισόν μου το σκότος, Κύριε!»
Οάγιος Γρηγόριος προσευχόταν ο Κύριος να φωτίσει το υπάρχον σ’ αυτόν σκότος. Τοσκότος που έβλεπε να υπάρχει στην ψυχή και την καρδιά του, το σκότος δηλαδή τηςαμαρτίας και των παθών. Αφετηριακό με άλλα λόγια σημείο της πνευματικής τουζωής ήταν η αναγνώριση της αμαρτωλότητάς του. Κι ίσως πει κανείς: άγιος αυτόςκαι αναγνώριζε αμαρτωλότητα πάνω του; Αλλά τούτο ακριβώς συνιστά το σημάδι τηςαγιότητας. Ο άγιος, ως γνωστόν, δεν είναι αυτός που νιώθει αναμάρτητος – αυτόαποτελεί σύμπτωμα της πιο βαθιάς αμαρτίας και του υπάρχοντος δαιμονισμού τουανθρώπου, όπως το βλέπουμε στο πρόσωπο του κατακεκριμένου από τον ίδιο τονΚύριο Φαρισαίο της γνωστής παραβολής. Αντιθέτως: είναι εκείνος που έχει τημεγαλύτερη συναίσθηση των αμαρτιών του, η οποία μάλιστα βαίνει αυξανόμενη,καθώς θέτει τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, ζώντας αδιάκοπα κάτω από τιςακτίνες του ήλιου της Δικαιοσύνης Του. Όσο δηλαδή προσεγγίζει τον Θεό, τόσο καιφωτίζεται στο να βλέπει και την παραμικρότερη κηλίδα της ψυχής του. Συμβαίνεικάτι παρόμοιο με ό,τι σ’ ένα κλειστό δωμάτιο: λόγω του σκότους δεν βλέπεικανείς το τι υπάρχει, ενώ όταν αρχίζει να μπαίνει σ’ αυτό λίγο φως και στησυνέχεια περισσότερο φως, βλέπει κανείς πια και το παραμικρότερο σκουπιδάκι,και την ελάχιστη βρωμιά.
Οαπόστολος Παύλος για παράδειγμα ζώντας σε κατάσταση ταύτισης με τον Χριστό – «ζωδε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20) – ομολογούσε ενσυνείδητα καιμε πλήρη επίγνωση: «Χριστός ήλθε αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτός ειμι εγώ» (Α΄Τιν.1, 15). Ο μέγιστος δηλαδή των αποστόλων, αυτός που κοπίασε περισσότερο όλων στηδιάδοση του Ευαγγελίου, έβλεπε τον εαυτό του πρώτο στην κλίμακα των αμαρτωλών.Κι ας θυμηθούμε ότι ο προφήτης Ησαΐας, ευρισκόμενος ενώπιον του θρόνου τουΘεού, κατά τη συγκλονιστική στιγμή της εν οράματι κλήσεώς του στο προφητικόαξίωμα (6, 1-12), νιώθει μικρός και βδελυκτός. «Ω, τάλας εγώ… Ότι άνθρωπος ωνκαι ακάθαρτα χείλη έχων…εγώ οικώ και τον Βασιλέα Κύριον Σαβαώθ είδον τοιςοφθαλμοίς μου». Η στάση ενώπιον του απολύτως αγίου Θεού τον οδηγεί αμέσως καιστην επίγνωση της δικής του εμπαθούς καταστάσεως. Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν νασυμβεί διαφορετικά και με τον άγιό μας, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Η μικρήαυτή προσευχή του «φώτισόν μου το σκότος» ήταν και είναι μία τρανή ένδειξη τηςμεγάλης αγιότητάς του.
Τιβλέπουμε όμως; Ενώ ο όσιος Πατήρ αναγνώριζε τη σκοτεινιά της αμαρτίας μέσα του,δεν απελπιζόταν. Ριχνόταν με ελπίδα στην αγκαλιά του Θεού μέσω της προσευχήςκαι ζητούσε εναγώνια από Αυτόν τον φωτισμό Του. Η αίτηση αυτή φωτός από τον Θεόμπορεί να περιλαμβάνει βεβαίως μερικές μόνο λέξεις, περικλείει όμως απύθμενοβάθος θεολογίας, για την οποία αγωνίστηκε σ’ όλη του τη ζωή ο μεγάλος αυτόςφωστήρας της Εκκλησίας. Διότι αυτή η εκζήτηση φωτός προϋποθέτει την πίστη ότι οΘεός είναι φως, ότι ο άνθρωπος γίνεται φως καθόσον μετέχει του Θεού, καιβεβαίως ότι υπάρχει η δυνατότητα σχέσεως του Θεού με τον άνθρωπο. Βάση συνεπώςτης μικρής αυτής προσευχής αποτελεί η διάκριση στον Θεό της λεγομένης ουσίαςκαι της ενεργείας – ή αλλιώς φωτός, δόξας, χάρης - σ’ Αυτόν. Η διάκριση αυτήιδιαιτέρως τονίστηκε και αναπτύχθηκε από τον άγιο Γρηγόριο, σε εποχή πουπαρουσιάστηκαν προβλήματα πίστεως τέτοια, που έθεταν ακριβώς σε αμφιβολία αυτήντη δυνατότητα πραγματικής σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Ο άγιος Παλαμάςαπάντησε στις προκλήσεις αυτές με τον φωτισμό του Θεού και με την ανάπτυξη τηςπρογενέστερης παράδοσης της Εκκλησίας.
Κατάτη διάκριση αυτή, ο Θεός είναι ουσία, ζει δηλαδή μέσα τον εαυτό Του, άρα είναιπαντελώς απρόσιτος και αμέθεκτος και μακρινός από εμάς, μη δυνάμενος να γίνειγνωστός από οποιοδήποτε κτίσμα, είτε άνθρωπο είτε και άγγελο ακόμη, κι όχι μόνοσ’ αυτήν τη ζωή, αλλά και στη συνέχειά της, την αιώνια. Ο μόνος που γνωρίζειτην ουσία του Θεού είναι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, ο Ίδιος δηλαδή οΤριαδικός Θεός. Ταυτοχρόνως όμως ο Θεός είναι και ενέργεια, ζει δηλαδή και έξωαπό τον εαυτό Του, δημιουργώντας τον κόσμο και τον άνθρωπο, προνοώντας διαρκώςγι’ αυτόν, απολυτρώνοντάς τον, αγιάζοντάς τον, ερχόμενος άρα σε κοινωνία καιμέθεξη μαζί του. Έτσι κατά τη διάκριση αυτή ο Θεός μας είναι μαζί μας και πέρααπό εμάς, κοντινός και μακρινός, γνωστός και άγνωστος, παρών και απών. Γι’ αυτόκαι τίποτε επίγειο δεν μπορεί να θεωρηθεί μέτρο για την κατανόησή Του – ακόμηκαι η λέξη «ουσία» κατανοείται ως «υπερουσιότητα», πέρα από οτιδήποτε κτιστό –κι ακόμη: η σχέση μας μαζί Του κινείται πάντοτε μεταξύ της αγάπης και του φόβουως συναίσθησης της απόστασής Του.
Ηδιδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου περί της ουσίας και της ενεργείας του Θεού,(οι όροι ήταν φιλοσοφικοί, αλλά απλώς ενδεικτικοί και με επίγνωση τηςσχετικότητάς τους), δεν ήταν κάτι νέο και ξένο ασφαλώς για την Εκκλησία μας.Αυτό θα σήμαινε μία Παλαμική θεολογία και όχι μία Εκκλησιαστική, δηλαδή τουΧριστού θεολογία. Ο άγιος Γρηγόριος δεν έκανε τίποτε άλλο από το να αναπτύξειχάριτι Θεού την ήδη υπάρχουσα επί του θέματος παράδοση της Εκκλησίας, κι αυτήντην ανάπτυξη επικύρωσε η ίδια η Εκκλησία με Οικουμενικό κύρος έχουσες Συνόδους.Ο άγιος Βασίλειος, για παράδειγμα, είχε ήδη μιλήσει γι’ αυτήν τη διάκριση, χωρίςόμως να διευκρινίσει αν οι ενέργειες του Θεού είναι κτιστές ή άκτιστες. Ηπροσφορά του αγίου Παλαμά έγκειται ακριβώς σ’ αυτό: διευκρίνισε ότι οιενέργειες είναι άκτιστες, δηλαδή μιλώντας γι’ αυτές μιλάμε για τον Ίδιο καιπάλι Θεό, που παρών προσωπικά γίνεται μεθεκτός από τον άνθρωπο, αρκεί βεβαίωςαυτός να ανοίξει την καρδιά του και να θελήσει εν μετανοία να καθαρίσει τονεαυτό του από τα αμαρτήματά του. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι κέντρο τηςθεολογικής σκέψης του έγινε η θεοφάνεια της Μεταμόρφωσης του Κυρίου: εκεί τοάκτιστο φως του Κυρίου γίνεται μεθεκτό από τους μαθητές Του, δίνοντάς τους έτσιτη δυνατότητα πραγματικής σχέσης με τη θεότητά Του.
ΗΕκκλησία μας προβάλλει σήμερα τον άγιο Γρηγόριο, όπως είπαμε, ως όριοΟρθοδοξίας, αλλά και ως διαπρύσιο κήρυκα της χάρης και του φωτός του Θεού. Ηπροσευχή του «φώτισόν μου, το σκότος» επιβεβαιώνει την αλήθεια αυτή καιλειτουργεί παραδειγματικά και σε εμάς. Ας ευχηθούμε να γίνει και η δική μαςπροσευχή, με την πεποίθηση ότι λέγοντάς την όχι μόνο καλούμε τον Θεό να γίνει ηλαμπάδα μέσα μας που θα φωτίζει το νου και τη ζωή μας, ώστε να πορευόμαστε τονδρόμο που οδηγεί στην αιώνια βασιλεία Του, αλλά και θα κατακαίει κάθε εμπαθήκίνηση της ψυχής μας και κάθε εναντίον μας δαιμονική επιρροή.