Η αγία μεγαλομάρτυς Βαρβάρα
ΤουΠρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Η αγία Βαρβάρα ζούσε επί Μαξιμιανού, του βασιλιά του ανατολικούρωμαϊκού κράτους, κόρη κάποιου ειδωλολάτρη Διοσκόρου, ο οποίος την φύλασσε σε υψηλό πύργο, λόγω της ανθηρής σωματικήςωραιότητάς της. Το γεγονός ότι ήταν κόρη που σεβόταν τον Χριστό δεν άργησε ναέλθει σε γνώση του πατέρα της. Έμαθε δηλαδή τα σχετικά με την πίστη της, ότανανοικοδομούσε λουτρό. Κι ενώ αυτός είπε να φτιάξουν δύο παράθυρα σ’ αυτό, ηΒαρβάρα έδωσε εντολή να φτιάξουν τρία. Κι όταν την ρώτησε το γιατί, είπε «γιανα είναι επ’ ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Μόλιςάκουσε την απάντησή της εκείνος, αμέσως όρμησε εναντίον της για να τη σκοτώσειμε το ίδιο του το ξίφος. Ξέφυγε όμως η Βαρβάρα και εισήλθε μέσα σε πέτρα πουάνοιξε στα δύο. Την καταδίωξε όμως ο πατέρας της και την βρήκε, οπότε τηνάρπαξε από τα μαλλιά και την παρέδωσε στον ηγεμόνα της χώρας. Μπροστά σ’ αυτόν η αγία ομολόγησε τον Χριστό καικαθύβρισε τα είδωλα, με αποτέλεσμα να κτυπηθεί σκληρά, να ξυσθούν οι σάρκεςτης, να κατακαούν οι πλευρές της και να κτυπηθεί το κεφάλι της με σιδερένιεςσφαίρες. Έπειτα την περιέφεραν στην πόλη γυμνή, την ξανακτύπησαν, μέχρις ότουδέχτηκε το διά ξίφους τέλος από τον πατέρα της που την σκότωσε με τα ίδια τουτα χέρια. Αυτός λέγεται ότι μετά τη σφαγή της, κατεβαίνοντας από το βουνό,κτυπήθηκε από κεραυνό και ξεψύχησε».
Με την αγία Βαρβάρα - μάλλον και με αυτήν - πραγματοποιείται ο λόγος του Κυρίου: «ο φιλών πατέρα ή μητέρα… υπέρ εμέ ουκ έστιμου άξιος». Ο Κύριος δηλαδή ζητά την αγάπη του ανθρώπου υπεράνω όλων τωνεπιγείων αγαπών, έστω κι αν πρόκειται για τους γονείς, για τα τέκνα, για τον ήτην σύζυγο, για τον ίδιο τον εαυτό μας. Όχι διότι απορρίπτει την αγάπη προςαυτούς – τούτο θα ήταν οξύμωρο, αφού οΊδιος έχει νομοθετήσει την αγάπη προς όλους, και μάλιστα προς τους γονείς –αλλά διότι η αγάπη προς Εκείνον, η αγάπη δηλαδή προς τον Θεό, αν δεν είναιυπεράνω όλων, σημαίνει ότι η όποια άλλη αγάπη θα λειτουργεί μέσα σε πλαίσια πουέχουν το στοιχείο του εγωισμού, το στοιχείο τελικώς της νοσηρότητας. Έτσι ηαπόλυτη αγάπη προς τον Θεό στην πραγματικότητα καθαρίζει όλες τις άλλες αγάπεςκαι τις κάνει να φανερωθούν στην πιο καθαρή μορφή τους. Από την άποψη αυτή ηάρνηση της Βαρβάρας να υπακούσει στον πατέρα της, ναι μεν φανέρωνε την «πυρωμένη προς Εκείνον» αγάπη της, από την άλλη όμως αποτελούσε έκφραση αγάπηςκαι προς εκείνον, γιατί του έδινε πρόκληση μετανοίας και αλλαγής: να φύγει απότην αθεΐα του, άσχετα προς το γεγονός ότι εκείνος τελικώς απέρριψε την πρόκλησηαυτή. «Τετρωμένη του πόθου σου, ωςνυμφίου, Δέσποτα, τω γλυκυτάτω βέλει, η αθληφόρος Βαρβάρα, άπασαν πατρικήναθεΐαν εβδελύξατο». (Πληγωμένη από το γλυκύτατο βέλος του πόθου σου ωςνυμφίου, Δέσποτα, η αθληφόρος Βαρβάρα, βδελύχθηκε όλην την αθεΐα του πατέρατης).
Η αντιθετική σχέση τηςαγίας Βαρβάρας με τον πατέρα της δίνει την ευκαιρία στον εκκλησιαστικό ποιητήαφενός να θυμηθεί ότι εκπληρώνεται έτσι η προφητεία του Κυρίου ότι «εχθροί του ανθρώπου οι οικειακοί αυτού»και ότι «λόγω Εκείνου θα στραφεί οπατέρας εναντίον του παιδιού και το παιδί εναντίον του πατέρα» - «Δέδεικται σαφώς, Χριστέ, η πρόρρησίς σου,πεπληρωμένη∙ πατήρ τέκνον γαρ εις φόνον προδίδωσιν», δηλαδή: Φάνηκε μεσαφήνεια, Χριστέ, εκπληρωμένη η προφητεία σου: ο πατέρας δηλαδή προδίδει σεφόνο το τέκνο του - αφετέρου ότι ισχύειπάντοτε η παροιμία που λέει: «από ρόδο βγαίνει αγκάθι και από αγκάθι βγαίνειρόδο», δηλαδή ότι υπάρχουν συχνά περιπτώσεις που το οικογενειακό περιβάλλον δενκαθορίζει τη διαμόρφωση των παιδιών καιτην πορεία της ζωής του. «Ακανθώδουςρίζης εκφυέν, ρόδον ιερώτατον, την Εκκλησίαν Χριστού ευωδίασεν». (Η Βαρβάραευωδίασε την Εκκλησία του Χριστού, σαν ιερότατο ρόδο που βγήκε από αγκάθινηρίζα).
Ο υμνογράφος της αγίαςμένει έκθαμβος μπροστά στην ψυχική δύναμη που της έδινε η αγάπη της προς τονΧριστό. Για να τονίσει ότι όπου υπάρχει ο πόθος για Εκείνον, τίποτε δεν μπορείνα σταθεί εμπόδιο, ακόμη και η θεωρούμενη αδυναμία της γυναικείας φύσεως, ηνεότητα με τα θέλγητρα που της παρουσιάζονται, η ομορφιά του σώματος, οπλούτος, οι ηδονές. «Ου τρυφής ητερπνότης, ουκ άνθος κάλλους πλούτός τε, ουχ ηδοναί νεότητος, έθελξάν σε,Βαρβάρα ένδοξε, τω Χριστώ νυμφευθείσα καλλιπάρθενε». (Ούτε η ευχαρίστησητης τρυφής ούτε το άνθος του κάλλους και ο πλούτος, ούτε οι ηδονές της νεότηταςσε γοήτευσαν, ένδοξη Βαρβάρα, γιατί νυμφεύθηκες τον Χριστό, καλλιπάρθενε). «Προς τελείους αγώνας, ουδέν εδείχθη κώλυμα,το ασθενές του θήλεος ου το νέον της ηλικίας». (Για τους αγώνες τηςτελειότητας, κανένα εμπόδιο δεν φάνηκε η ασθένεια της γυναικείας φύσεως και ηνεότητα της ηλικίας). Η αγία Βαρβάρα αποτελεί την απάντηση σε όλους εκείνουςπου είναι έτοιμοι να δικαιολογήσουν κάθε παρεκτροπή της νεότητας, επικαλούμενοιακριβώς αυτήν ως επιχείρημά τους. Τα πάντα ήταν μπροστά στα πόδια της αγίας:και οι ηδονές και τα πλούτη και η δόξα. Μπροστά όμως στον Χριστό, όλαθεωρήθηκαν από αυτήν ως «σκύβαλα»,όπως λέει αντιστοίχως και ο απόστολος Παύλος. «Ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω». Όλα τα θεωρώσαν σκουπίδια, προκειμένου να κερδίσω τον Χριστό.
Ο άγιος Στέφανος οΣαββαΐτης, ο υμνογράφος της αγίας, δεν μπορεί να αφήσει ασχολίαστο το γεγονόςτης γυμνής περιφοράς της στην πόλη, που συνιστούσε ένα από τα σκληρότεραμαρτύρια της σεμνής Βαρβάρας. Ως άνθρωπος όμως πίστεως το βλέπει μεπνευματικούς οφθαλμούς, βλέπει δηλαδή εκείνα που βρίσκονται και πίσω από τογεγονός. «Άγγελος φαιδρός, στολήνφωτοειδή σε, διά Χριστόν γεγυμνωμένην, σεμνή Βαρβάρα, ημφίασε, και ως νύμφηνπεριήγαγε∙ τα πάθη τη εσθήτι γαρ, Μάρτυς, συνεξεδύσω, θείαν εκστάσα αλλοίωσιν».(Λαμπρός άγγελος, σεμνή Βαρβάρα, σε έντυσε με φωτεινή στολή και σε περιέφερεσαν νύμφη, εσένα που έγινες γυμνή γιαχάρη του Χριστού. Διότι μαζί με το φόρεμά σου απεκδύθηκες και τα πάθη σου,σεμνή Βαρβάρα, φτάνοντας σε έκσταση θείας αλλοίωσης). Έτσι κατά τον ύμνο της Εκκλησίας μας, η αγίαΒαρβάρα ποτέ δεν υπήρξε γυμνή. Την ώρα που οι διώκτες της σωματικά τηνγύμνωναν, άγγελος την έντυνε σαν νύμφη και την οδηγούσε στον ουρανό, ενώ ηγύμνωσή της αυτή συνιστούσε και την μεγαλύτερη αγιότητά της, αφού έτσι ξέφευγεαπό οποιοδήποτε αμαρτωλό πάθος της.
Δεν μπορούμε να μην κάνουμετη σύγκριση: η ακούσια γύμνωση της αγίας οδηγούσε στην θεϊκή ένδυσή της, την πλήρωσή της από τη χάρη του Θεού. Ηεκούσια γύμνωση πολλών γυναικών στην εποχή μας οδηγεί μάλλον στο αντίθετοαποτέλεσμα: στη δαιμονική ένδυσή τους, την αιχμαλωσία τους στα δίχτυα τουπονηρού, που σημαίνει βεβαίως την απέκδυσή τους από οποιαδήποτε χάρη τουΘεού.