ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣΒΡΑΒΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΓΑΜΟΥ κ. ΙΩΑΝΝΗ ΖΗΖΙΟΥΛΑ
Η ΚΑΚΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ κ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣΠΟΙΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ
Του Παναγιώτη Σημάτη, θεολόγου
Εἶναιγνωστὸ τὸ γεγονὸς τῆς βράβευση τοῦ μητροπολίτη Περγάμου κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα ἀπὸτὴν Ἀκαδημία Βόλου καὶ ἀπὸ τὸν ἐντόπιο Μητροπολίτη κ. Ἰγνάτιο, ποὺ δήλωσε«ἔμπλεος χαρᾶς καὶ δοξολογίας πρὸς τὸν ἐν Τριάδι Θεὸν γιὰ τὴν ἐκεῖ παρουσία»τοῦ κ. Ζηζιούλα, τὸν ὁποῖο θεωρεῖ ὡς «λαμπρὸ ἐκπρόσωπο, τὸν πρεσβευτὴ τῆςἑλληνόφωνης θεολογίας καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν διεθνὴ ἐκκλησιαστικὸ καὶἀκαδημαϊκὸ χῶρο»!
Στὴνβράβευση παραβρέθηκαν: ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου μητροπολίτης Βελεστίνουκ. Δαμασκηνὸς καὶ οἱ ἑλλαδίτες μητροπολίτες Τρίκκης, Θεσσαλιώτιδος, Ἐλασσῶνος,Μεσσηνίας καὶ Ρεντίνης. Χαιρετισμὸ ἔστειλαν οἱ κοσμήτορες τῶν θεολογικῶν ΣχολῶνἈθηνῶν καὶ Θεσσαλονίκης. Ὁ πρῶτος, ὁ κ. Μπέγζος εἶπε: «Ἐὰν Ὀρθοδοξία εἶναιὄντως ἡ ὀρθὴ δόξα, τότε Ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ τοῦ 20ου καὶ τοῦ 21ουαἰῶνα εἶναι ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης». Ὁ δεύτερος, ὁ κ.Τρίτος, εἶπε πὼς ὁ κ. Ζηζιούλας εἶναι ἕνας «ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους συγχρόνουςὀρθοδόξους θεολόγους»!
Ὡςἐκ τούτου, καὶ ἐπειδὴ πολλοὶ ὀρθόδοξοι πιστοὶ κάθε βαθμοῦ, ἔχουν τὴν βαθειὰπεποίθηση ὅτι ὁ κ. Ζηζιούλας διδάσκει αἱρετικὲς θέσεις, –κι αὐτὸ ἔχεικαταγγελθεῖ στοιχειοθετημένα– θεωροῦμε ὅτι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἔχει καθῆκον νὰ πάρειθέση γιὰ τὴν διδασκαλία τοῦ κ. Ζ. Τὰ ἐρωτήματα εἶναι: Τὰ ὀρθόδοξα σημεῖα τῆςδιδασκαλίας του, τοῦ δίνουν τὸ δικαίωμα σὲ ἄλλα σημεῖα νὰ αἱρετίζει; Αὐτὴ ἐξ’ἄλλου, δὲν εἶναι ἡ προσφιλής, ἀλλὰ δόλια μέθοδος τῶν οἰκουμενιστῶν; Ὁ κ. Ζ.θεολογεῖ ἢ φιλοσοφεῖ; Ἂν θεολογεῖ πρωτοτύπως, (ὅπως ὁ ἴδιος πιστεύει καὶ οἱπεριτρεχάμενοι τὸν κολακεύουν) σημαίνει ὅτι ἔχει καθαρθεῖ καὶ φωτιστεῖ, ὥστε νὰδύναται νὰ ἐγγίζει ἐξ ἐμπειρίας τὰ περὶ τοῦ θείου; Ἂν θεολογεῖ φιλοσοφῶν,μᾶλλον βλάπτει τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν Ἐκκλησία. Ἂν φιλοσοφεῖ θεολογῶν, τότεπρέπει νὰ παραιτηθεῖ τουλάχιστον ἀπὸ ἐπίσκοπος καὶ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὸν πειρασμικὸπειραματισμὸ ποὺ ἐμπνέει ὁ ἐφευρευτὴς κακῶν.
Δημοσιεύσαμεπρόσφατα ἕνα ἐκτεταμένο κείμενο, στὸ ὁποῖο περιελαμβάνοντο οἱ βασικότερεςαἱρετικὲς θέσεις τοῦ κ. Ζηζιούλας καὶ ἡ ἀναίρεσή τους μὲ βάση τὴν ὀρθόδοξηδιδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τὴν βοήθεια τῶν ἐν Ἑλλάδι θεολόγων. Τὸ παρὸνἄρθρο σκοπὸ ἔχει νὰ πληροφορήσει, ὅτι αἱρετικὲς θέσεις στὸ ἔργο τοῦ κ. Ζ. ἔχουνἐπισημάνει, ὄχι μόνο οἱ ἐν Ἑλλάδι θεολόγοι, ἀλλὰ καὶ θεολόγοι τῆς ὑπόλοιπηςΕὐρώπης, ὅπως πολλοὶ ἀγγλόφωνοι ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι θεολόγοι. Καὶ ἡ δικήτους ἐτυμηγορία ἔχει μεγαλύτερη σημασία γιὰ τὸν ἑξῆς σημαντικό λόγο: τὸμεγαλύτερο μέρος τῶν κειμένων καὶ ἄρθρων τοῦ κ. Ζηζιούλα εἶναι δημοσιευμένο σὲξένα περιοδικὰ καὶ δὲν ἔχει ἀκόμα μεταφρασθεῖ στὰ ἑλληνικά. Ὡς ἐκ τούτου, τὶςαἱρετίζουσες ἰδέες του οἱ ἀγγλόφωνοι θεολόγοι τὶς διάβασαν πρωτοτύπως στὴν μητρικήτους γλῶσσα καὶ ἔτσι μὲ μεγαλύτερη εὐκολία διέκριναν τὰ κακόδοξα σημεῖα τῆςθεολογία του. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ δώσουμε μεγάλη προσοχὴ στὴν κριτικὴ ποὺτοῦ ἐξασκοῦν.
Ἐκδόθηκετὸ 2008 ἕνας τόμος ἀφιερωμένος στὴν θεολογία τοῦ κ. Ζηζιούλα ἀπὸ τὸν Douglas H.Knight, μὲ τίτλο «Ἡ θεολογία τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα». Ἐκεῖ διαβάζουμε ὅτι ὁ κ. Ζ.«κατηγορήθηκε ὡς ὑπαρξιστὴς» καὶ ὅτι «εἰσήγαγε μιὰ διάσταση φιλοσοφικὴ στὴχριστιανικὴ πίστη» (Douglas H. Knight, Ἡ θεολογία τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα,Εἰσαγωγή, σελ. 21, ἐκδ. Degiorgio 2008). Ὁ Ζηζιούλας «εἶναι φιλόσοφος στὸ βαθμὸποὺ μιλάει μὲ ἀφετηρία τὴ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ παράδοση, καὶ μόνον ἡπροκατάληψη ἀπέναντι στὴ διακριτὴ πρόταση τῆς Χριστιανικὴς θεολογίας ἀποτρέπειτὴν ἀναγνώριση τῆς φιλοσοφικῆς ποιότητας τοῦ ἔργου του» (Ὅπ. παρ., σελ. 17).
Στὸσημεῖο αὐτό, βέβαια, συμφωνοῦν καὶ Ἕλληνες θεολόγοι, ὅπως ὁ καθηγητὴς Φαράντος,ὁ ὁποῖος ἔδειξε ὅτι «τὸ ὄργανον καὶ τὸ κριτήριον τοῦ θεολογεῖν διὰ τὸν κ.Ζηζιούλα εἶναι ἡ λογική, εἰδικώτερον δὲ ἡ ἐπιστημονικὴ λογική. Ὁ κ. Ζηζιούλαςἀποφεύγει ἐπιμελῶς νὰ ἐργάζεται μὲ θεολογικὰς ἐννοίας καὶ κατηγορίας, ὅπως θείαἀποκάλυψις, Ἁγ. Γραφὴ καὶ Ἱ. Παράδοσις, ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων,αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας, πίστις κλπ.». Καὶ ὅταν χρησιμοποιεῖ αὐτὲς τὶς ἔννοιες,«οὐδένα, σχεδόν, ρόλον παίζουν εἰς τὸν θεολογικόν του στοχασμόν». Ὁ κ.Ζηζιούλας ἀπαιτεῖ, ὅταν ὁμιλοῦμε θεολογικά, νὰ διατυπώνουμε τὶς ἀπόψεις μας «μὲτέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μὴν προσκρούσωμε σὲ λογικὲς ἀντιφάσεις καὶ σὲ βασικὰἐπιστημονικὰ δεδομένα»! (Μ. Φαράντου, Οἰκουμενισμὸς ἢ Ὀρθοδοξία; Ἡ κρίση τῆςθεολογίας τοῦ Ἰω. Ζηζιούλα).
Ἀπὸτὸ βιβλίο τοῦ Douglas παραθέτουμε κάποιες ἀπὸ τὶς ...περίεργες θέσεις τοῦ κ.Ζηζιούλα μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι οἱ πνευματικοὶ καὶ οἱ θεολόγοι, ποὺ ἕως τώραἀρνοῦνται πεισμόνως καὶ περιέργως νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὸ ἔργο του, ἂν καὶ ἔχουντὶς γνώσεις καὶ τὶς δυνατότητες πρὸς τοῦτο (ποὺ ἐμεῖς δὲν ἔχουμε), θὰ θελήσουνκαταπιαστοῦν μὲ τὴν «θεολογία» τοῦ κ. Ζηζιούλα, καὶ νὰ ἀναλύσουν τὶς καταγγελόμενεςἐπὶ αἱρέσει θέσεις του, ὥστε νὰ γνωρίσουν καὶ οἱ ὑπόλοιποι ποιμένες, νὰ μάθει ὁλαὸς καὶ νὰ προφυλάσσονται.
Καὶτοῦτο διότι ὁ κ. Ζηζιούλας δὲν εἶναι μόνο ἕνας στοχαστὴς ἢ ἕνας φιλόσοφος, ποὺτότε θὰ ἦταν ἐλεύθερος νὰ διατυπώνει ὁποιαδήποτε ἄποψη θέλει. Ὁ κ. Ζηζιούλαςπαρουσιάζεται ὡς ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος, ὑποτίθεται κατασταλαγμένος στὴν πίστη,γι’ αὐτὸ καὶ διδάσκαλος τῶν πιστῶν· καὶ ἐὰν –ὅ,τι λέγει– διαφέρουν ἀπὸ τὴδιδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐὰν εἶναι κακόδοξα καὶ αἱρετικά, καὶ παρ’ ὅλο ποὺτοῦ ὑποδείχθηκε συνεχίζει νὰ τὰ ὑποστηρίζει, ἀσφαλῶς καὶ δὲν μπορεῖ νὰσυνεχίζει κατέχων τὸν τίτλο τοῦ διδασκάλου καὶ λειτουργοῦ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἂςδοῦμε, λοιπόν, κάποιες ἀπὸ τὶς θέσεις του αὐτές, ὅπως τὶς παρουσιάζουν σὲ ἕνασυλλογικὸ Τόμο ὁ Douglas H. Knight καὶ ἄλλοι θεολόγοι (Ἕλληνες καὶ ξένοι). Ὁἐκδότης θεωρεῖ ὅτι ὁ τόμος αὐτὸς ἀποτελεῖ «ἀποτίμηση τῆς θεολογίας τοῦ ἸωάννηΖηζιούλα», ὁ ὁποῖος ὣς τώρα (ἡ ἔκδοση ἔγινε τὸ 2008) δὲν ἀντέκρουσε τὴν κριτικὴποὺ ἐδέχθη.
Γράφειὁ ἐκδότης: «Ὁ Ζ. διδάσκει ὅτι ἡ ζωὴ καὶ ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἔχει τὴν αἰτία τηςστὸν Πατέρα καὶ πὼς ἡ μοναδικότητα αὐτῆς τῆς πηγῆς βρίσκει τὴν πληρέστερηἔκφρασή της στὸν ὅρο ΄μοναρχία΄. Ὁ Πατέρας εἶναι ἡ δύναμη ποὺ ἐλεύθερα ἐνεργεῖὅπως ἐνεργεῖ καὶ εἶναι ἡ μοναδικὴ πηγὴ ὅλων τῶν ἐνεργημάτων. Ὁ Ζ. ἀποκαλεῖ τὸνΠατέρα τὸ ΄αἴτιο΄, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ ὅρος “αἴτιο” δὲν ἔχει τὴ ἄψυχη καὶἀπρόσωπη δευτερεύουσα ἔννοια τῆς λέξεως “πηγή”. Ἀλλά, ἂν ἀνακαλύψουμε πὼς οἱἀγγλικὲς ὑποδηλώσεις τῶν ὅρων ”αἴτιο” καὶ ”πηγὴ” εἶναι ἐξίσου ἀπρόσωπες, ἴσως ὁὅρος ”ἱδρυτής”, γιὰ παράδειγμα, νὰ εἶναι ἕνας καλύτερος τρόπος νὰ μεταφράσουμετὴν ἑλληνικὴ λέξη ”αἰτία” καὶ ἔτσι νὰ διασφαλίσουμε τὴν ἐλευθερία τοῦ Πατρὸςκαὶ τὸ ἔργο του. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Θεὸςμόνο λόγῳ τῆς ΄ἀρχῆς΄ τοῦ Πατρός, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὴν ἀρχὴ τοῦ Πατρὸς ἀναλαμβάνεικαὶ ἀποδέχεται, υἱοθετεῖ καὶ ἀσπάζεται ὁ Υἱός» (Douglas H. Knight, ὅπ. παρ.,σελ. 26).
«ὉΠατέρας εἶναι Πατέρας ἐπειδὴ ὁ Υἱὸς ποὺ ἀνταποκρίνεται σ’ αὐτὸν τὸν ἀποκαλεῖ μ’αὐτὸ τὸ ὄνομα. Καθὼς ὁ Πατέρας εἶναι ἐλεύθερος νὰ εἶναι Πατέρας γιὰ τὸν Υἱό, ἡδημιουργία δὲν ἀποτελεῖ ἀναγκαῖο ἀποτέλεσμα τῆς ὕπαρξής τους. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς δὲνἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ δημιουργία του, αὐτὴ μπορεῖ πραγματικὰ νὰ στηρίζεται πάνω τουκαὶ νὰ παραλαμβάνει τὴν ἐλευθερία ἀπ’ αὐτόν.
»Κατὰπαρόμοιο τρόπο, ὁ Υἱὸς δὲν ἐνεργεῖ ἀφ’ ἑαυτοῦ· δὲν ἐργάζεται ὡς μονάδα. Ἐνεργεῖστὰ πλαίσια τοῦ ἔργου τοῦ Πατρός, καὶ ὅ,τι κάνει, τὸ κάνει μὲ τὸν Πατέρα καὶἀκριβῶς ἐπειδὴ συνεργεῖ μὲ τὸν Πατέρα, τὸ ἔργο του ἐπιβεβαιώνει τὴ μοναρχία τοῦΠατρός» (ὅπ. παρ., σελ. 27).
«Στὴνπαρουσίαση τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ χρίσματος, ὁ Ζηζιούλας τακτικὰ ἰσχυρίζεταιὅτι οἱ δύο αὐτὲς στιγμὲς τῆς εἰσαγωγῆς στὰ Χριστιανικὰ δόγματα ἐπιφέρουν μίαὀντολογικὴ ἀλλαγὴ στὸ πρόσωπο, ἢ στὴν ὑπόστασηἐκείνων ποὺ κατηχοῦνται. Δὲν ἀνήκουν πλέον στὴν ἀποχαλινωμένη ἀπροσώπη τάξη τῆςφύσεως, ἀλλὰ συμμετέχουν σὲ μία ἄλλη τάξη, ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἀγαπητικηυἱϊκὴ σχέση ποὺ ἀπολαμβάνει ὁ Υἱὸς μὲ τὸν Πατέρα, ἐντὸς καὶ διὰ τοῦ ἉγίουΠνεύματος» (Philip Rosato Sj., Ἡ χειροτονία τῶν Βαπτισμένων: Οἱ Λαϊκοὶ ὡς μίατάξη τῆς Ἐκκλησίας, Εἰς Douglas H. Knight «Ἡ θεολογία τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα»,σελ. 248).
«Ἔτσι,ὁδηγούμενοι ἀπὸ τὸ θεῖο Πνεῦμα ὥστε νὰ ἀποκαλοῦν τὸν Πατέρα «Ἀββᾶ» (πβ. Ρωμ.8:15-17» Γαλ. 4:6-7), καὶ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ «Κύριο» (πβ. Κορ. Α' 12:3), οἱπιστοὶ περνοῦν ἀπὸ τὴ βιολογικὰ προσδιορισμένη, στὴν πνευματικὰ προσδιορισμένηὑπόστασή τους, ἀπὸ τὸ ἀσταθὲς καὶ ἐξατομικευμένο εἶναι τους, στὸ ὁριστικὸ καὶκοινοτικό τους εἶναι. Σύμφωνα μὲ τὸν Ζηζιούλα, ἡ υἱϊκη ταυτότητα τῆς τάξεως τῶνΧριστιανῶν, ἀξιώνει ὁ πρῶτος καὶ σπουδαιότερος αἴτιος τῶν εἰσαγωγικῶν τουςμυστηρίων, νὰ εἶναι ὁ Πατέρας. Ἡ ἐπενέργεια τῶν μυστηρίων αὐτῶν ἐξαρτᾶται ἀπὸτὴν αἰώνια, φιλάνθρωπη βούληση τοῦ Δημιουργοῦ ὥστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰπεριχωρηθοῦν στὴ διαπροσωπική του ὕπαρξη μὲ τὸν Υἱὸ ἐντὸς καὶ διὰ τοῦ ἉγίουΠνεύματος.
»Ἡπροτεραιότητα ποὺ ἀποδίδεται στὴν ἐνέργεια τοῦ Πατρὸς-Δημιουργοῦ, ὅσον ἀφορᾶστὸν προσδιορισμὸ τῆς θεολογικῆς ταυτότητας τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖκεντρικὸ σημεῖο ἐντρύφησης στοὺς Ἕλληνες πατερικοὺς συγγραφεῖς. Ὁ Ζηζιούλας τὸἀποδίδει αὐτὸ ὡς ἑξῆς:
»”ἩἘκκλησία ὑφίσταται πρωτίστως ἐπειδὴ ὁ Πατέρας—ὡς διακριτὸ πρόσωπο— ἐπιθυμεῖ τὴν ὕπαρξή της. Εἶναι ἡ πρωτοβουλία καὶ ἡεὐδοκία τοῦ Πατρὸς ποὺ ἔφερε τὴνἘκκλησία στὴν ὕπαρξη. Ἀλλὰ πέραν τούτου, εἶναι ὅτι στὸν Πατέρα —ὡς προσώπου διακρίτου ἀπὸ τὸν Υἱό—, ἡ Ἐκκλησία θὰ παραδοθεῖστὸ τέλος, ὅταν ὁ Χριστὸς παραχωρήσει τὰ πάντα σὲ αὐτόν. Ἔτσι, ὅσον ἀφορᾶ τὴνκαταγωγική της ἀρχὴ ἀλλὰ καὶ τὸν προορισμό της, ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάνω ἀπ' ὅλα ἡ“Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ” (Θεὸς=ὁ Πατέρας στὴν Βίβλο), πρὶν ἀκόμη θεωρηθεῖ ὡς ἡἘκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἢ ἐκείνου ἢ τοῦ ἄλλου τόπου» (Ἰωάννη Ζηζιούλα, «TheMystery of the Church in the Orthodox Tradition», One in Christ 24 (1988) σ.295).
»Ἐδῶὁ Ζηζιούλας ὑπογραμμίζει τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ φιλάνθρωπος σκοπὸς τοῦ διακρίτουπροσώπου, τοῦ Πατρός, εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ὁ ἀπώτερος στόχος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡσαφῶς «θεολογικὴ» μᾶλλον, παρὰχριστολογικὴ ἢ πνευματολογική, ἑρμηνεία τῆς ὕπαρξης τῆς Ἐκκλησίας, δὲν σημαίνειβεβαίως ὅτι ὑποβαθμίζονται οἱ ἀντίστοιχοι ρόλοι τοῦ Λόγου καὶ τοῦ Πνεύματοςστὴν ἱστορικὴ θεμελίωση καὶ στὸν ἐσχατολογικὸ προσανατολισμὸ τῆς Ἐκκλησίας.Προορίζεται νὰ διατυπώσει μία ἰσχυρὴ σύγχρονη ἐπανατοποθέτηση τῆς πίστης τῶνἙλλήνων πατερικῶν συγγραφέων, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει, «ἀπὸ τὸν Ἀδάμ», ἐὰνλάβουμε ὑπ' ὄψιν μας τὸ σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας, ἢ «ἀπὸ τὸν Ἄβελ», ἂν δώσουμεἔμφαση στὸ κατάλοιπο τῶν δικαίων τῆς ἀνθρωπότητας. Ἡ ἐπιμονὴ αὐτὴ στὴνπροτεραιότητα τοῦ Πατρὸς-Δημιουργοῦ, ὅσον ἀφορᾶ στὴ θεϊκὴ ἐνέργεια τῆς ἵδρυσηςκαὶ καθοδήγησης τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει τὴν ἀφετηρία της στὴν σπλαχνικὴ βούληση τοῦπρώτου προσώπου τῆς Τριάδος.
Ἐπειδὴὁ Πατέρας-Δημιουργὸς εἶναι πρώτιστα ἀγάπη, εἶναι σὲ θέση νὰ στείλει στὸν κόσμοτόσο τὸν Υἱὸ-Ἀναδημιουργό, ὁ ὁποῖος εἶναι πρωταρχικὰ ἀγαπώμενος καὶ ἀγαπῶν,ἄλλα καὶ τὸ Πνεῦμα-Μεταδημιουργό, τὸ ὁποῖο εἶναι κυρίως ἀγαπώμενο. Μὲἐκκλησιαστικοὺς ὅρους αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἀγαπητικὴ προαίρεση τοῦ Πατρὸς νὰὑπάρχει μία τάξη βαπτισμένων καὶ χρισμένων προσώπων, εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς“Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ”. Ἡ βάση αὐτὴ ἀποκαλύπτεται μέσα στὴν ἱστορία μὲ τὴνπροσδοκία, τὴν ἔλευση καὶ τὸν θρίαμβο τοῦ ἐνσαρκωμενου Υἱοῦ. Μέσα στὸγεγονὸς-Χριστός, ἡ υἱϊκὴ ὕπαρξη τοῦ Λόγου γίνεται, σὲ δεδομένο χρόνο καὶ τόπο,ὁρατὴ καὶ ἁπτὴ διὰ τῶν ἀγαπημένων καὶ ἀγαπώντων ἀνθρώπων, τὸ μυστικὸ σῶμα τῶνΧριστιανῶν, ἀναγεννημένων μέσα στὸ μυστήριο τοῦ Πάσχα. Μὲ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦἉγίου Πνεύματος ἡ “Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ” ἀποκτᾶ μία συγκεκριμένη ἁγιότητα καὶὁριστικοποιεῖται, ὡς ὁ ἀγαπημένος λαός, ὁ μυστικὸς ναὸς τῶν Χριστιανῶν. Διὰ τοῦμυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς ἐξαγιαζονται, ὥστε νὰ πραγματώσουν τὰ ρήματα, τοὺςσυμβολισμοὺς καὶ τὶς προεικονίσεις τῶν ἐσχάτων μέσα στὴν ἱστορία μέχρι τὸμυστήριο αὐτὸ νὰ βρεῖ τὴν ἐκπλήρωσή του. Ἔτσι, γιὰ νὰ ἐκφραστῶ μὲ τὰ λόγια τοῦΖηζιούλα ποὺ παρέθεσα, προορίζονται νὰ θεωρηθοῦν μέλη αὐτῆς τῆς ecclesia Dei (“Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ”), πρὶνἀκόμη ἐννοηθοῦν ὡς μετέχοντες στὴν ecclesiaChristi (“Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ”), ἢ στὴν Ἐκκλησία “αὐτοῦ ἢ ἐκείνου τοῦτόπου”, δηλαδὴ στὴν ecclesia Spiritus(“Ἐκκλησία τοῦ Πνεύματος”). Στὴν πραγματικότητα, ὁ Ζηζιούλας μὲ τὴ θεολογία τοῦβαπτίσματος καὶ τοῦ χρίσματος, ἐπιβεβαιώνει τὸ ἀξίωμα ὅτι ἡ οἰκονομικὴ Τριάδαεἶναι ἡ ἐνδοκοσμικὴ Τριάδα, καὶ ἀντιστρόφως. Οἱ ρόλοι τῶν τριῶν θείων Προσώπων,ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἀρχή, στὴ φύση καὶ στὸν σκοπὸ τῆς ὕπαρξης τῆς Ἐκκλησίας μέσαστὸν χρόνο, προηγοῦνται τῆς μίας θείας οὐσίας μέσα στὴν ἐνδοκοσμικὴπραγματικότητα στὴν ὁποία τὰ τρία Πρόσωπα μετέχουν μὲ διαφορετικὸ τρόπο» (Πβ.Ἰωάννη Ζηζιούλα, «The Doctrine of God the Trinity Today: Suggestions for an Ecumenical Study», in Alasdair Heron, London: BCC, 199,1 σσ. 19-32, Εἰς Philip Rosato Sj., Ἡ χειροτονία τῶν Βαπτισμένων: Οἱ Λαϊκοὶ ὡςμία τάξη τῆς Ἐκκλησίας, Εἰς Douglas H. Knight «Ἡ θεολογία τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα» σελ.248-250).
«Σὲὁρισμένους Ὀρθοδόξους ἀναγνῶστες, ἡ θέση ποὺ ἐμφαντικὰ σημειώνει ὁ Ζηζιούλας ὅτι οἱ βαπτισμένοι καὶ οἱχρισμένοι ἀνήκουν πρωταρχικὰ στὴν “Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ”, παρὰ στὴν “Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ”ἢ στὴν “Ἐκκλησία τοῦ Πνεύματος”, θὰ μποροῦσε νὰ φανεῖ καινοφανὴς καὶ προκλητική.Ἡ ἐπιμονὴ στὴν πρωταρχικότητα τῆς τάξεως τῶν βαπτισμένων καὶ χρισμένων, ὡς ἀπαραίτητουπροαπαιτούμενου γιὰ ὅλες τὶς ἄλλες τάξεις, θὰ μποροῦσε ἐπίσης νὰ φανεῖ ὅτι ἐπαπειλεῖτὸν σεβασμὸ ποὺ ἀποδίδεται στοὺς χειροτονημένους λειτουργοὺς καὶ τὴν ὑπακοὴ ποὺτοὺς ὀφείλεται γιὰ τὴν εὐημερία καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ περισσότεροι Ὀρθόδοξοι,ὡστόσο, ἐπικροτοῦν τὴν ἔμφαση ποὺ δίνει ὁ Ζηζιούλας στὴ θεολογικὴ ταυτότητα ἐκείνωνποὺ λαμβάνουν τὰ μυστήρια τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ χρίσματος. Οἱ διαβεβαιώσεις τουδὲν ὁδηγοῦν σὲ καμιὰ παραπλανητικὴ υἱοθέτηση μοντέρνων δημοκρατικῶν τάσεων, ἢ σὲλανθασμένη μεταφορὰ στοὺς λαϊκοὺς τῆς τιμῆς ποὺ εἶχε ἀποδοθεῖ πρωτύτερα στὴν ἱεραρχία.Εἶναι παραδειγματικὰ σαφὲς γιὰ τὸν Ζηζιούλα ὅτι ἡ θεμελιώδης ἰσότητα δὲν ἔχει γίνειπερισσότερο σημαντικὴ ἀπὸ τὴν ἐκ Θεοῦ ἐπιτρεπομένη ἐξουσία μέσα στὴν Ἐκκλησία.
»Ἀπὸτὴν πλευρὰ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, ἡ ἄποψη ποὺ πρότεινε ὁ Ζηζιούλας, θὰ μποροῦσε κατ'ἀρχὴν νὰ θεωρηθεῖ ὡς μία καινοτόμος διατύπωση τῆς ταυτοτήτας τῶν βαπτισμένων καὶχρισμένων. Στὰ κείμενα τῆς Β' Βατικάνειας Συνόδου δὲν γίνεται κατηγορηματικὴ ἀναφορὰστὴν ὕπαρξη μιᾶς “τάξης” Χριστιανῶν ποὺ μοιράζονται ἕνα νέο ὀντολογικὸ πρόσωπο ποὺμετέχει στὴν υἱϊκὴ σχέση τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα, ἐντὸς καὶ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.Ὅμως ἡ τοποθέτηση τοῦ Ζηζιούλα σαφῶς συνάδει, καὶ ἴσως ἀποδίδει μὲ μεγαλύτερη διαύγεια,τὸν θεολογικὸ στόχο τοῦ σχετικοῦ κειμένου τῆς Β' Βατικάνειας Συνόδου, τὸ ὁποῖο ἐπιβεβαιώνειὅτι οἱ λαϊκοὶ συναποτελοῦν τὴν κοινὴ ἢ βαπτισματικὴ ἱεροσύνη. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτιαὐτὴ ἡ ἱεροσύνη εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἱεραρχικὴ ἢ λειτουργικὴ ἱεροσύνη τῶν χειροτονημένων,συνδέεται ἀναγκαστικὰ μὲ αὐτήν. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ποὺ μαθαίνουν τὴ σχετικὴ δήλωση,ὅτι τὸ βάπτισμα καὶ τὸ χρῖσμα τοὺς ἐντάσσει συνεπαγωγικὰ στὴ διαδικασία τῆς χειροτονίαςτους ὡς μελῶν τῆς τάξεως τῶν Χριστιανῶν, θὰ μποροῦσαν σαφῶς νὰ τὴν ἀποδεχτοῦν, ὡςδιευκρίνηση τῆς θέσεως ὅτι ἀνήκουν σὲ μία κοινὴ ἱεροσύνη.
»Ἐπιπλέον,ἡ ἔμφαση στὴν ἔννοια τοῦ Πατρὸς-Δημιουργοῦ ὡς κοινότητα τοῦ ἀρχικοῦ εἰσηγητῆ καὶτελικοῦ ἐγγυητῆ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀπέδιδε ἐναργέστερα τὴ φράση αὐτὴ τῆςΒ΄ Βατικάνειας Συνόδου. “Οἱ πρεσβύτεροι συγκεντρώνουν τὴν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ μαζὶὡς μία κοινότητα ζωντανῆς ἑνότητας, καὶ τὴν ὁδηγοῦν διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν Πνεύματιστὸν Θεὸ Πατέρα”. Ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἀγαπητικὴ ὑποδοχὴ τοῦ πρώτου προσώπου τῆς Τριάδοςσυνιστᾶ τὸ τέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι ἐπίσης, ἡ ἀγαθή του προαίρεση συνιστᾶ τὴν καταγωγικὴἀρχὴ τῆς τάξεως τῶν βαπτισμένων καὶ χρισμένων» (Philip Rosato Sj., Ἡ χειροτονία τῶν Βαπτισμένων: Οἱ Λαϊκοὶ ὡςμία τάξη τῆς Ἐκκλησιας, Εἰς Douglas H. Knight, ὅπ. παρ., σελ. 250-252).
«Τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Ζηζιούλα γιὰ τὴν καθολικότητα καὶ συνεπῶς τὴν πληρότητα τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας σημαίνει ὅτι ὁ οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι κάτι ἐπιπρόσθετο, ἀλλὰ ἕνα ἐπιτακτικὸ εὐαγγελικὸ αἴτημα. Κάθε Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ ὀρθοτομεῖ, νὰ εἶναι καθολικὴ καὶ οἰκουμενική: οἱ “διαιρεμένες Ἐκκλησίες καλοῦνται νὰ παραλάβουν ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη ἢ στὴν πραγματικότητα νὰ παραλάβουν ΄ἡ μία τὴν ἄλλη΄”. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ἁπλῶς συμφωνία ἐπὶ τοῦ δόγματος, ἀλλὰ τὴν ἀμοιβαία ἐκκλησιαστικὴ ἀναγνώριση, τὴν “πρόσληψη τῆς μίας Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν ἄλλη Ἐκκλησία” –στὸ γεγονὸς τῆς Εὐχαριστίας (Ζηζιούλα, The Theolofical Rtoblem of Reception, σελ. 189-190). Ἡ Ἐκκλησία, ἂν καὶ μία, ὑπάρχει ΄ὡς ἐκκλησίες΄ (στὸν πληθυντικὸ) καὶ αὐτὲς οἱ Ἐκκλησίες ὑπάρχουν ὡς ΄Μία Ἐκκλησία΄ μέσω καὶ διὰ τῆς συνεχοῦς ἀναγνώρισης μεταξὺ τους ὡς ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» (Ζηζιούλα, The Theolofical Rtoblem of Reception, σελ. 190, Εἰς Douglas H. Knight, ὅπ. παρ., Εἰσαγωγή, σελ.32).
«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πλήρης ὅταν ὅλα τὰ μέρη της βρίσκονται σὲ κοινωνία μεταξύ τους, καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸν τὸ κάθε μέρος πρέπει νὰ ἐπιμείνει στὴν σπουδαιότητα τῆς πρακτικῆς τῆς σύγκλισης συνόδων τοῦ συνόλου τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἴδιο νὰ ὑπακούει στοὺς κανόνες τῆς ἐν λόγῳ πρακτικῆς. Ἡ συνοδικότητα εἶναι ἡ πρακτικὴ τῆς κοινωνίας. Κανένα δόγμα ἢ βασικὴ πρακτικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφασιστεῖ χωρὶς τὴ συμφωνία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας σὲ κάθε ξεχωριστὴ σύνοδο. Ἡ ἑνότητα αὐτὴ προνοεῖται καὶ ἐκπληρώνεται στὴν Εὐχαριστία, ὅπου ἡ κάθε τοπικὴ σύναξη κοινωνεῖ μὲ ὅλες τὶς ἄλλες συνάξεις, πέραν χώρου καὶ χρόνου, ἑνώνοντας ὅλους τοὺς καιροὺς στὸν χρόνο τοῦ Θεοῦ»[1].
Σημάτης Παναγιώτης
[1] Ὅπ. παρ., σελ. 33.