Ηκαλλιέργεια σχέσεων με το Βατικανό
Τοάνοιγμα και οι στενές σχέσεις του Πατριάρχη Αθηναγόρα με το Βατικανό ήταν κάτιτο αναμενόμενο και προγραμματισμένο, καθώς «απόΜητροπολίτης Κερκύρας είχε καλλιεργήσει στενές σχέσεις με την Καθολική Εκκλησίαπου ως αρχιεπίσκοπος Αμερικής τις αξιοποίησε περισσότερο. Όταν μάλιστα ωςΟικουμενικός Πατριάρχης διήρχετο με το προσωπικόν αεροπλάνον του Τρούμαν από τοιταλικό έδαφος, παρακάλεσε τον πιλότο να πετάξη πάνω από την Αγία Έδρα,ανταποκρινόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπον στην επιθυμία πολλών φίλων του τηςΑμερικής να συνδεθή στενότερα με τον Καθολικισμό».(ΚαθηγητούΔ. Τσάκωνα, Αθηναγόραςο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών, Αθήναι1976, σελ. 93).
Ο πρώτοςεπίσημος απεσταλμένος του Φαναρίου στο Βατικανό ήταν ο μόλις εκλεγμένος τότεΑρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος, ο πρώτος ορθόδοξος Ιεράρχης που συναντήθηκε μετον πάπα μετά από αιώνες.
Στηνσυνάντηση που είχε με τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ κατά το έτος 1959 ο ΑρχιεπίσκοποςΑμερικής του μεταφέρει προσωπικό μήνυμα του Πατριάρχη Αθηναγόρα: «Αγιώτατε.Η Α. Θ. Παναγιότης ο Πατριάρχης μοι ανέθεσε την υψίστην τιμήν να επιδώσω προςτην Υμετέραν Αγιότητα, όχι εν γράμμασιν αλλ’ εν τη ζώση, το εξής μήνυμα: ‘εγένετοάνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα αυτώ Ιωάννης’. Διότι πιστεύει ότι Υμείςείσθε ο δεύτερος Πρόδρομος, ο επιφορτισμένος παρά του Θεού με την εντολήνευθείας να ποιήσητε τας τρίβους Αυτού». (ο.π.,σελ. 94).
Στηναπάντησή του ο Πάπας αποκαλύπτει τις προθέσεις του Βατικανού εν όψει της Β Βατι κα νῆς Συνόδου που επρόκειτο να ξεκινήσει τις εργασίες της. «Σκοπός τηςνέας Συνόδου είναι η επανένωσις της Εκκλησίας» δηλώνει στον Αρχιεπίσκοποκαι συμφωνούν από κοινού ότι η «ένωση των εκκλησιών» πρέπει να στηριχθεί στιςαρχές της Γαλλικής Επαναστάσεως (βλ.σχ. Γ. Μαλούχου,Εγώ ο Ιάκωβος). «Εάν δενεπικρατήση το σύνθημα της Γαλλικής Επαναστάσεως: ελευθερία, ισότης, αδελφότης,ούτε ειρήνη θα υπάρξη μεταξύ των εθνών, ούτε ένωσις μεταξύ των Εκκλησιών». (ΚαθηγητούΔ. Τσάκωνα, Αθηναγόραςο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών, σελ. 95).
Τέλος οΠάπας ορίζει τις βασικές αρχές αυτής της «ενώσεως»: «Ηένωσις θα είναι ένωσις καρδιών. Ένωσις προσευχής. Ένωσις – καρπός αναζητήσεωςτου ενός υπό του άλλου» (ο.π.,σελ. 95), δηλώνει στον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο και σηματοδοτεί, έτσι, την νέαοικουμενική πολιτική του Βατικανού έναντι της Ορθοδοξίας.
Η νέα αυτή πολιτική, που θα λάβει την επίσημη μορφή της με τιςαποφάσεις της Β΄ Βα τι κα νῆς Συνόδου (1963-1965) και το περίφημο «Διάταγμαπερί Οικουμενισμού», θα επιβληθεί στο εξής στον διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων καιΡωμαιοκαθολικών, αφού θα γίνει δεκτή και εκ μέρους του ΟικουμενικούΠατριαρχείου.
Πρόκειταιγια την γνωστή ουνιτικού τύπου «ενότητα», με τον αμοιβαίο εμπλουτισμό των δύοπαραδόσεων, την ενότητα εν τη ποικιλία, η οποία προπαγανδίζεται κατά κόρον καιστις μέρες μας. Ενότητα, όχι στην πίστη και την αλήθεια, αλλά μίασυγκρητιστικού τύπου συγχώνευση, μία απορρόφηση, ουσιαστικά, της Ορθοδοξίαςστον παπισμό, χωρίς αυτός να αποβάλει καμμία από τις αιρετικές πλάνες του.
Στηνυπηρεσία αυτής της νέας οικουμενικής πολιτικής ξεκινά μία κοινή εκστρατεία«ψυχολογικής προετοιμασίας» για την αποδοχή των οικουμενιστικών ανοιγμάτων πουπραγματοποιούνται. Η εκστρατεία αυτή κινείται σε δύο κυρίως άξονες. Από την μίαπλευρά επιχειρεί να αμβλύνει, ακόμη και να εκμηδενίσει, τις δογματικές διαφορέςμεταξύ Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού, αποδίδοντας το μεταξύ τους χάσμα σεπροκαταλήψεις και κατάλοιπα του παρελθόντος, που έχουν πλέον ξεπεραστεί καιεκλείψει. Από την άλλη δε επενδύει συστηματικά στην αδήριτη δυναμική τηςεπικοινωνιακής τακτικής, της προβολής και της επιβολής μέσω της επαναλήψεως,στον νόμο δηλαδή της συνήθειας.
Χαρακτηριστικόςόσο και άκρως αποκαλυπτικός αυτής της επιχειρούμενης ανατροπής και αντιστροφήςτων παραδεδομένων αρχών και της αλήθειας της Ορθοδόξου Εκκλησίας και τηςεκκλησιαστικής ιστορίας μας είναι ο διάλογος του Οικουμενικού ΠατριάρχηΑθηναγόρα με τον Καρδινάλιο Willebrans,πρόεδρο του παπικού Συμβουλίου για την χριστιανική ενότητα, στο Φανάρι. Τοίδιο, βεβαίως, χαρακτηριστικός και αποκαλυπτικός είναι και ο σχολιασμός και ηερμηνεία του διαλόγου αυτού από τον Καθηγητή Δ. Τσάκωνα, ενός από τουςκορυφαίους θαυμαστές και υμνητές του Πατριάρχη Αθηναγόρα, στο βιβλίο του, Αθηναγόραςο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών:
«-Από τι προήλθε το Σχίσμα; ρώτησε ο Πατριάρχης τον Βιλεμπράνς.
Ο Καρδινάλιος προσπάθησε μ’ ευγένεια ν’ αναφέρη τις δογματικέςδιαφορές των δύο Εκκλησιών. Ο Αθηναγόρας -όπως αργότερα μου διηγήθηκε- τόλμησενα πη ολόκληρη την αλήθεια στον έκπληκτο Ολλανδό Καρδινάλιο.
-Άγιε Αδελφέ, το Σχίσμα δεν έγινε από τα ένζυμα και τα άζυμα. Αντο Άγιο Πνεύμα πνη στα ένζυμα κατά τον ίδιο τρόπο πνει και στα άζυμα. Ηαντίθεσις δεν ήταν θεολογική, αλλά μόνο πολιτική. Ήταν η αντίθεσις της Ρώμης μετην Αθήνα. Σεις εκπροσωπούσατε την Ρώμη κι εμείς τότε την Αθήνα.
Οκαρδινάλιος κοκκίνησε από ντροπή. Εναντίον του κατεστημένου, ο Αθηναγόρας δενεδίστασε να διατυπώση ολόκληρη την αλήθεια, αντίθετα με την επίσημη διδασκαλίακαι των δύο Εκκλησιών. Δεν του άρεσε να εξαπατά τα εκατομμύρια των πιστών τουμε ιστορικά ψεύδη... Θε ω ροῦ σε πιο τίμιο να μην αλλαξοπιστή κανείς, αλλά μέσαστο κάστρο της Εκκλησίας του να πολεμά για οικουμενικότητα, αδελφοποιΐα καιδιεύρυνσι». (ο.π., σελ. 117).
Τιςβασικές αρχές της νέας οικουμενικής τακτικής διετύπωσε πολύ εύστοχα καισυνοπτικά το 1962 ο γνωστός ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Ιωάννης Ντανιελού: «Ολατινικός και ο βυζαντινός κόσμος, με τα συμφέροντά τους, έχουν από καιρόεκλείψει. Το δόγμα είναι σχεδόν κοινό. Η παράδοσις επίσης. Τα μυστήρια κοινά.Και κοινοί οι σημερινοί αντίπαλοι. Οι αιώνες που επέρασαν εσώρευσαν διάφορεςπροκαταλήψεις, που πρέπει σιγά-σιγά να εκμηδενισθούν. Ως πρώτο στάδιο βλέπω τηνψυχολογική προετοιμασία». (ΚαθηγητούΔ. Τσάκωνα, Αθηναγόραςο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών).
Για αυτήτην «ψυχολογική προετοιμασία» ξεκίνησαν και συνεχίζονται μέχρι τις μέρες μαςμία σειρά από κινήσεις και πρωτοβουλίες κορυφαίου συμβολικού χαρακτήρα εκμέρους του Βατικανού και των Ορθοδόξων Οικουμενιστών με σκοπό την σταδιακήάμβλυνση της συνειδήσεως και την εξασθένιση του αισθητηρίου του ορθοδόξουπληρώματος.
Ησυνάντηση των Ιεροσολύμων
Με τηναναρρίχησή του στον Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ο Πατριάρχης Αθηναγόραςξεκίνησε επίσημες και μυστικές επαφές με το Βατικανό. «ΟΑθηναγόρας επί συνεχή έτη διαπραγματεύεται παρασκηνιακώς με το Βατικανό τηνσυνάντησί του με τον Πάπα. Διαμεσολαβητής είναι ο Ρουμάνος ΑρχιμανδρίτηςΣκρίμα, διαπρεπής θεολόγος, και διάφορες προσωπικότητες του καθολικού κόσμου»(ΚαθηγητούΔ. Τσάκωνα, Αθηναγόραςο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών, σελ. 93).
Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας στο αεροδρόμιο τηςΙορδανίας
Ησυνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε τελικά τον Ιανουάριο του 1964 στα Ιεροσόλυμα. ΟΠάπας Παύλος ΣΤ , κατά την διάρκεια της λήξεως των εργασιών της Β Βα τι κα νῆςΣυνόδου, προανήγγειλε την προσκυνηματική του επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα. ΟΟικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας έσπευσε να δηλώσει ότι θα πάει και ο ίδιοςστα Ιεροσόλυμα με σκοπό να συναντήσει τον Πάπα. Επιθυμούσε δε στην συνάντησηαυτή να συμμετάσχουν και οι ηγέτες του προτεσταντισμού με σκοπό μιαπαγχριστιανική προσέγγιση που θα οδηγούσε στην ένωση.
«Δενηρκέσθη δε μόνον εις τούτο. Επρότεινε ταυτοχρόνως, ίνα και οι Πατριάρχαι καιΠρόεδροι των εκασταχού Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών πορευθώσιν όλοι ομού ειςΙεροσόλυμα, συναντηθώσι μετά του Πάπα και διεξαγάγωσι μετά τούτου συζήτησινπερί της ενώσεως των Εκκλησιών». (ΧρυσοστόμουΒ , Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ΤαΠεπραγμένα από 15-7-1963 μέχρι 15-7-1964, Αθήναι1964, σελ. 39).
Πρόκειταιγια πρωτόγνωρες πραγματικά αποφάσεις, που ανέτρεψαν μέσα σε μια στιγμή κάθεδεδομένο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ιερούς κανόνες, συνοδικότητα, αγιοπατερικήπαράδοση, δογματική και εκκλησιαστική συνείδηση και τόσα άλλα. Και να σκεφτείκανείς πως πρόκειται για αποφάσεις ενός και μόνο ανδρός, χωρίς καμμίαπροηγούμενη πανορθόδοξη απόφαση ούτε καν ενημέρωση επ’ αυτών! «Αι άνωαπόψεις του Οικουμενικού Πατριάρχου... ἐ δη μι ούρ γη σαν παρά τοις Ορθοδόξοιςαλγεινήν εντύπωσιν... Τό αποφασιστικόν τούτο και απρόοπτον βήμα τουΠατριαρχείου, έδει να καταστή αντικείμενον κοινής συσκέψεως και αποφάσεως τωνκατά τόπους αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών» (ο.π., σελ.39).
Ησυνάντηση Πάπα-Πατριάρχη στάθηκε μία υποδειγματική εφαρμογή τηςπροαποφασισμένης οικουμενιστικής τακτικής που προαναφέραμε. Επένδυσεσυστηματικά στην δύναμη της εικόνας, του συμβολισμού και των εντυπώσεων. ΟΠατριάρχης Αθηναγόρας, άλλωστε, εξόχως πληθωρική και χαρισματική προσωπικότητα,διέθετε ιδιαίτερη ευχέρεια στην επικοινωνιακή τακτική και με τις δηλώσεις τουκέρδισε αμέσως τον δημοσιογραφικό κόσμο. «Τέτοιεςκουβέντες ήθελαν οι δημοσιογράφοι κι έτρεξαν ποιός πρώτος θα προλάβη να στείλειτο τηλεγράφημά του. Οι άλλοι, οι πολλοί που ακολούθησαν τον Πάπα, που δεν ήτανκαθόλου προσιτός και που δεν είπε ούτε λέξι, άρχισαν κι αυτοί να τρέχουν πίσωαπό τον Αθηναγόρα» (ΚαθηγητούΔ. Τσάκωνα, Αθηναγόραςο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών, σελ. 98).
Επικοινωνιακήτακτική, πολύκροτες δηλώσεις και μια ακατάσχετη αγαπολογία κυριάρχησε στηνπολύκροτη συνάντηση, έτσι όπως μας την περιγράφει ο ίδιος ο Πατριάρχης: «Κι ότανείδε ο ένας τον άλλο, αι χείρες μας ήνοιξαν αυτομάτως. Ο ένας ερρίφθη εις τηναγκάλην του άλλου. Όταν μας ηρώτησαν πως εφιληθήκαμεν, αδελφοί, ύστερα από 900χρόνια - Ερωτάς πως; Επήγαμε οι δύο μας χέρι με χέρι εις το δωμάτιόν του, καιείχαμεν μίαν μυστικήν ομιλίαν οι δύο μας. Τι είπαμεν; Ποιός ξέρει τι λέγουν δύοψυχές όταν ομιλούν! Ποιός ξέρει τι λέγουν δύο καρδίαι, όταν ανταλλάσσουναισθήματα!» (Ηπροσλαλιά του Αθηναγόρου, Πρωτοπρεσβυτέρου Γ. Μεταλληνού, ΚαθηγητούΠανεπιστημίου Αθηνών, Οιδιάλογοι χωρίς προσωπείον [Ανάτυποεκ του περιοδικού Παρακαταθήκη], σελ. 4).
Τομυστικό περιεχόμενο, βεβαίως, της «συνομιλίας των ψυχών» Πάπα-Πατριάρχη και τωναισθημάτων που αντήλλαξαν δεν ανακοινώθηκε ποτέ ούτε στις Συνόδους των ΤοπικώνΟρθοδόξων Εκκλησιών ούτε στο ορθόδοξο πλήρωμα. Το πληροφορούμαστε, όμως,σταδιακά από τότε, καθώς παρακολουθούμε την προδιαγεγραμμένη καιπροαποφασισμένη από τότε οικουμενιστική πορεία προς την «ένωση». «Τιείπαμεν; Εκάμαμε κοινόν πρόγραμμα, με ισοτιμίαν απόλυτον, όχι με διαφοράν»(ο.π., σελ. 4). Αυτό το «κοινό πρόγραμμα» που καταρτίστηκε σε μία μυστικήσυνάντηση δύο ανδρών ήταν, όπως προκύπτει από τις αρχικές δηλώσεις καιαναφορές, πολύ πιο προχωρημένο από αυτό που τελικά παρουσιάστηκε.
Επρόκειτογια σαφή συμφωνία για «ένωση στο κοινό ποτήριο», αφού εκ των πραγμάτωναποκαλύπτεται ότι αυτή ήταν η αρχική επιθυμία των δύο μερών. «Και είπαμενότι ήδη ευρισκόμεθα εις την οδόν εις Εμμαούς» συνεχίζει ο ΠατριάρχηςΑθηναγόρας «και πηγαίνομεν να μας συναντήση ο Κύριος εν τω κοινώ αγίωΠοτηρίω. Ο Πάπας απαντών μου προσέφερε άγιον Ποτήριον. Δεν ήξευρεν ότι εγώ θαμιλούσα δι’ Άγιον Ποτήριον, ούτε ήξερα ότι θα μου προσέφερενΆγιον Ποτήριον! Τι είναι; Συμβολισμόςτου μέλλοντος» (ο.π., σελ. 4).
Η άρσητων αναθεμάτων
Αυτή η«ένωση στο κοινό Ποτήριο» επιχειρήθηκε με την περίφημη «άρση των αναθεμάτων»μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου, που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 1965, μεμονομερή απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Χαρακτηριστική ήταν η αντίδρασητης Εκκλησίας της Ελλάδος η οποία «με πολλήν δυσμένειαν επληροφορήθη τηνπρωτοβουλίαν του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Παν. Αθηναγόρα.Ουδείς έχει το δικαίωμα να προβαίνη εις παρομοίας πράξεις. Το δικαίωμα έχειμόνον ολόκληρος η Ορθοδοξία». (Δήλωση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου,εφημ. Ορθόδοξος Τύπος, Νοέμβριος 1965).
Με τηνάρση των αναθεμάτων οι δύο πλευρές εννοούσαν την άρση του Σχίσματος. Ο τότεΑρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος, επίσημος απεσταλμένος εκείνη την περίοδο τουΠατριάρχη Αθηναγόρα προς τους Ρωμαιοκαθολικούς, αποκαλύπτει το περιεχόμενο τωνμηνυμάτων που αντέλλασσαν Φανάρι και Βατικανό «μέχριτου τολμηρού επίσης μηνύματος που μου ανέθεσε ο Πατριάρχης να μεταβιβάσω στονπρόεδρο της Επιτροπής Σχέσεων Δύσης και Ανατολής, που ήταν ένας Γερμανός σεβάσμιοςκαρδινάλιος, ο Αυγουστίνος Μπέα».
Καισυνεχίζει ο Αρχιεπίσκοπος: «Λίγο καιρό μετά, επισκέπτομαι τον Μπέα στη ΝέαΥόρκη. Τον ρώτησα: ‘Τι λέτε, σεβασμιότατε, μπορούμε να φέρουμε τις Εκκλησίεςμας πιο κοντά με την άρση του Σχίσματος;’ Μου λέει: ‘Καλή ιδέα, δεν ξέρω πως θατη δεχτούν στη Ρώμη, αλλά εγώ νομίζω ότι πρέπει να γίνει η άρση του Σχίσματος.Έτσι, δεν θα έχουμε λόγο κανέναν να μην πλησιάσουμε ο ένας τον άλλο’.
ΕρώτησηΓ. Μαλούχου: «Τηνάρση του Σχίσματος η του αναθέματος;».
ΑπάντησηΑρχιεπισκόπου: «Και τα δύο αυτά μαζί πηγαίνουνε, γιατί όταν κατέθεσαν οιαντιπρόσωποι του Πάπα το ανάθεμα, τρόπον τινά, με το οποίο αναθεμάτιζε ο ΠάπαςΝικόλαος τον Μιχαήλ Κηρουλάριο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ήταν το οριστικόΣχίσμα πια. Δεν έγινε άλλη επίσημος πράξις που να καθιερώσει το Σχίσμα ως μίαδιαιρετική γραμμή μεταξύ Ανατολής και Δύσεως»(Γ. Μαλούχου, Εγώ οΙάκωβος, σελ.196-197). Η άρση του σχίσματος εντάσσεται, άλλωστε, και στην λογική τωναποφάσεων της Β Βα τι κα νῆς Συνόδου, που πραγματοποιείτο εκείνο το διάστημα,για άρση της ακοινωνησίας και αναγνώριση των μυστηρίων των Ορθοδόξων.
Στολατινικό μάλιστα κείμενο της «άρσεως των αναθεμάτων» υπάρχει ο όροςexcommunicatio=ακοινωνησία, ο οποίος στην επίσημη μετάφραση του ΟικουμενικούΠατριαρχείου μεταφράζεται ως «αναθέματα» (βλ. σχ. ΤόμοςΑγάπης, Vatican-Phanar (1958-1970), Rome- Istanbul 1971,σελ. 286-287). Το κείμενο, δηλαδή μιλούσε για «άρση της ακοινωνησίας». «Οι NewYork Times μετέδωσαν την από κοινού αγγελίαν του Βατικανού και του Φαναρίου της7ης Δεκεμβρίου 1965 δια την άρσιν του excommunicatio (της ακοινωνησίας τουΛατινικού κειμένου) εις την πρώτην σελίδα, ως το τέλος του σχίσματος του 1054και ως την επανέναρξιν της μυστηριακής κοινωνίας που είχε τότε δήθεν διακοπεί.Φαίνεται πλέον σαφώς ότι το Ελληνικόν κείμενον που αναγγέλει την ‘άρσιν των αναθεμάτων’ ήτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται είχεσκοπόν να αμβλύνη ενδεχομένας αρνητικάς αντιδράσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών» (π. Ιω. Ρωμανίδου,Ορθόδοξος και βατικάνειος συμφωνία περί Ουνίας,http://www.romanity.org/htm/rom.e.14.orthodoxi_kai_vatikania_sumfonia_peri_ounias.01.htm).
Χαρακτηριστικό,επίσης, είναι ότι «ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β' πρίν επισκεφθεί το Φανάρι(30-11-1979). .. εξέφρασε τη βεβαιότητά του ότι η ενότητα έχει αποκατασταθείστην πράξη (In Tat war derwiederhesteung der Einheit der Christen)» (Αντ.Παπαδόπουλου, ΘεολογικόςΔιάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών (Ιστορία-Κείμενα-Προβλήματα), εκδ.οίκος αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1996, σελ. 40).
Το νέοοικουμενιστικό δόγμα, που διαμορφώνεται μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου στα μέσατου 20ου αιώνα, θεωρεί αμελητέες τις δογματικές διαφορές μεταξύ Ορθοδοξίας καιΡωμαιοκαθολικισμού, αποδίδει το Σχίσμα και την διακοπή της εκκλησιαστικήςκοινωνίας σε πολιτικούς λόγους και την έλλειψη αγάπης εκατέρωθεν. Με βάση αυτήτην λογική, λοιπόν, αυτό που χρειαζόταν για την αποκατάσταση της ενότητος ήτανη άρση του Σχίσματος και «να αγαπηθούμε», κατά τον Πατριάρχη Αθηναγόρα,αφού «έως το 1054 είχαμε πολλάςδιαφοράς... Ἀλ λά ηγαπώμεθα. Και όταν αγαπώνται οι άνθρωποι, διαφοραί δενυπάρχουν. Αλλά το 1054 που επαύσαμεν να αγαπώμεθα, ήλθαν όλες οι διαφορές.Ηγαπώμεθα και είχομεν το ίδιον μυστήριον. Το ίδιον βάπτισμα, τα ίδια μυστήριακαι ιδιαιτέρως το ίδιο Άγιον Ποτήριον. Τώρα που ξαναγυρίσαμεν εις το 1054,διατί δεν ξαναγυρίζομεν και εις το Άγιον Ποτήριον;». (Ηπροσλαλιά του Αθηναγόρου, Πρωτοπρεσβυτέρου Γ. Μεταλληνού, Οιδιάλογοι χωρίς προσωπείον, σελ. 4-5).
Οστόχος, λοιπόν, είναι δεδομένος: η πλήρης «ένωση», το κοινό Ποτήριο. Για τηνεπίτευξη αυτού του στόχου θα πρέπει να ακολουθηθεί μία διαδικασία, μία κοινήπορεία. Για τον Πατριάρχη Αθηναγόρα«υπάρχουν δύο δρόμοι: Ο Θεολογικόςδιάλογος. Και έχομεν τους θεολόγους εκατέρωθεν, οι οποίοι μελετούν το ζήτηματης επανόδου εις τα παλαιά. Και επειδή δεν έχω πολλές ελπίδες από τονθεολογικόν διάλογον ... δι’ αυτό εγώ προτιμώ τον διάλογο της αγάπης. Νααγαπηθούμε! Και τι γίνεται σήμερα; Πνεύμα μέγα αγάπης εξαπλώνεται υπέρ τουςΧριστιανούς Ανατολής και Δύσεως. Ήδη αγαπώμεθα. Ο Πάπας το είπε: απέκτησα έναναδελφόν και του λέγω σ’ αγαπώ! Το είπα και εγώ: Απέκτησα έναν αδελφό και τουείπα σ’ αγαπώ! Πότε θα έλθη αυτό το πράγμα; Ο Κύριος, το ξέρει. Δεν το ξέρομε.Αλλά εκείνο το οποίο ξεύρω, είναι ότι θα έλθη. Πιστεύω, ότι θα έλθη. Διότι δενείναι δυνατόν να μη έλθη, διότι ήδη έρχεται. Διότι ήδη εις την Αμερικήνμεταλαμβάνετε πολλούς από το Άγιον Ποτήριον και καλά κάνετε! Και εγώ εδώ, ότανέρχωνται Καθολικοί η Προτεστάνται και ζητούν να μεταλάβουν, τους προσφέρω τοΆγιον Ποτήριον! Και εις την Ρώμη το ίδιο γίνεται και εις την Αγγλίαν και ειςτην Γαλλίαν. Ήδη έρχεται μοναχό του. Αλλά δεν κάνει να έλθη από τους λαϊκούςκαι από τους ιερείς. Πρέπει να είναι σύμφωνος και η Ιεραρχία και η Θεολογία.Γι’ αυτό λοιπόν προσπαθούμε να έχωμεν και θεολόγους μαζί, δια να έλθη αυτό τομεγάλο γεγονός, του Παγχριστιανισμού. Και μαζί με αυτό το μεγάλο γεγονός, θαέλθη μίαν ημέραν το όνειρόν μας της Πανανθρωπότητος» (ο.π.,σελ. 5).
«Επίθεσηαγάπης» και διγλωσσία του Βατικανού
Αυτή ηακατάσχετη αγαπολογία θα κυριαρχήσει στον «διάλογο» με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Η«επίθεση της αγάπης» είναι μία τακτική που θα εφαρμόσει συστηματικά και τοΒατικανό. Από τα μέσα του 20ου αιώνα το Βατικανό εγκαταλείπει φαινομενικά τηνπαλαιά τακτική του για απαίτηση προσχωρήσεως στον Ρωμαιοκαθολικισμό των«αιρετικών ορθοδόξων».
Οι νέεςκοινωνικές και πολιτικές συνθήκες δεν προσφέρονται πλέον για εχθρικέςαντιπαραθέσεις και πολεμικό κλίμα και το Βατικανό σπεύδει να προσαρμοστείπαραλλάσσοντας την επικοινωνιακή του πολιτική. Ξεκινά, έτσι, την «επίθεση στανώτα», κατά τον μακαριστό π. Ιωάννη Ρωμανίδη, επίδειξη φιλίας και αγάπης,οικουμενικά ανοίγματα και διάλογος, χωρίς καμμία ουσιαστική αλλαγή στουςστόχους και τις μεθόδους.
Αυτόεπιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ταυτόχρονα με το «Διάταγμα περίΟικουμενισμού», πού τόσο έχει προπαγανδισθεί και από Ρωμαιοκαθολικής και απόΟρθοδόξου πλευράς, η Β Βα τι κα νή Σύνοδος εξέδωσε, επίσης, το αντίστοιχο«Διάταγμα για τις Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες», τίς ουνιτικές δηλαδή, τιςοποίες αναγνωρίζει και προασπίζεται με κάθε επισημότητα.
Η επιμονήτου Βατικανού στην Ουνία, την πιο επαίσχυντη δηλαδή μορφή προσηλυτισμού καιπολεμικής κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποκαλύπτει τόσο το αληθινό του πρόσωποόσο και τον βαθμό της διγλωσσίας με την οποία δεν παύει να συμπεριφέρεταιέναντι των Ορθοδόξων.
Αποκαλύπτει,όμως, και την διγλωσσία των Ορθοδόξων οικουμενιστών, που εθελοτυφλούν μπροστάστην πραγματικότητα· που αντιλαμβάνονται επιλεκτικά τις διαθέσεις τουΒατικανού· που εκλαμβάνουν κατά το δοκούν τις κινήσεις και τις αποφάσεις του.
Αυτή ηδιγλωσσία, από ορθοδόξου πλευράς, παρακολουθεί κατά έναν παράδοξο τρόπο, αλλάμε συνέπεια, την ανάλογη του Βατικανού: αυστηρή ορθόδοξη στάση στο «εσωτερικό»και διαδοχικές υποχωρήσεις έναντι των Ρωμαιοκαθολικών.