ΕΝ ΜΕΣΩ ΔΕΙΝΟΤΑΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΝΕΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ…
ΟΙ «ΕΠΤΑ» ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ
Του π. ΓΕΩΡ. Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΚΑΤΑτήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων τό Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα λαμβάνεται ἀπό τίς «Πράξεις τῶνἈποστόλων» (κεφ. 6,1-7). Τό ὑπενθυμίζουμε:
Ἐν δέταῖς ἡμέραις ταύταις, πληθυνόντων τῶν μαθητῶν, ἐγένετο γογγυσμός τῶν Ἑλληνιστῶν(=ἑλληνοφώνων) πρός τούς Ἑβραίους, ὃτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇκαθημερινῇ (κατά τήν διανομή τῶν τροφίμων και γενικά τῶν ἀναγκαίων) αἱ χῆραι αὐτῶν...
Προσκαλεσάμενοι δέ οἱ δώδεκα τό πλῆθος τῶν μαθητῶν (=ὃλουςτούς χριστιανούς τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας) εἶπον• οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶςκαταλείψαντας τόν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις (=να ἀσχολούμεθα μέ τήνδιανομήν τῶν τροφίμων). Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἂνδρας ἐξ ὑμῶν (=ἀπό σᾶς τούςἲδιους), μαρτυρουμένους (=μέ καλή μαρτυρία) ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καίσοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπί τῆς χρείας ταύτης. Ἡμεῖς δέ τῇ προσευχῇ και τῇδιακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. Καί ἢρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντός τοῦπλήθους (=μέ αὐτά τά λόγια συμφώνησε ὃλη ἡ κοινότητα) και ἐξελέξαντο Στέφανον, ἂνδραπλήρη πίστεως καί Πνεύματος Ἁγίου, καί Φίλιππον καί Πρόχορον καί Νικάνορα καίΤίμωνα καί Παρμενᾶν καί Νικόλαον προσήλυτον (πού εἶχε πρίν προσχωρήσει στόν Ἰουδαϊσμό)Ἀντιοχέα, οὓς ἒστησαν ἐνώπιον τῶν Ἀποστόλων καί προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖςτάς χεῖρας (=τούς ἐχειροτόνησαν).
Καί ὁλόγος τοῦ Θεοῦ ηὒξανε καί ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμός τῶν μαθητῶν ἐν Ἱερουσαλήμσφόδρα, πολύς τε ὂχλος τῶν Ἰουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει..
ΠολιτικήἘνέργεια
Ἡπράξη αὐτή τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, μετά τήν Ἀνάσταση καί τήν Πεντηκοστή,εἶναι καθαρά πολιτική ἐνέργεια, ὂχι ὃπως ἐμεῖς νοοῦμε σήμερα τόν ὃρο«πολιτική», ἀλλά ὃπως ὁ Ἀριστοτέλης τήν ἒχει ὁρίσει καί τό ἐπαναλαμβάνει ὁ ἃγιοςἸωάννης Δαμασκηνός (περίπου 755 μ.Χ.). Τό πρακτικόν μέρος τῆς φιλοσοφίας,λέγει, ὁρίζει «πῶς δεῖ πολιτεύεσθαι» (πῶς πρέπει να ζοῦμε) καί, ὃταν ἀναφέρεται«πόλεσι καί χώραις» ὀνομάζεται «πολιτικόν», δηλαδή «πολιτική» (τέχνη, ἐπιστήμη).Μ’ αὐτή τήν προϋπόθεση καί ἡ (πρώτη) Ἐκκλησία εἰσάγει ἓνα μέτρο «πολιτικό», τήνἀντιμετώπιση δηλαδή συγκεκριμένων ὑλικοβιοτικῶν ἀναγκῶν.
Βέβαια,ἡ ἐξέλιξη αὐτή δεν ἦταν κάτι τό ἀπρόοπτο καί ἀπροσδόκητο. Διότι ἡ Ἐκκλησία μετάτήν Πεντηκοστή καί ὃ,τι αὐτή σημαίνει γιά τήν Ἐκκλησία, εἶχε ἀρχίσει, μέ τήνΧάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά ζεῖ μέσα σ’ αὐτό τό (χριστιανικά νοούμενο)κοινωνικοπολιτικό πνεῦμα. Ἒτσι, στό κεφ. 2,42 ἑπ. διαβάζουμε:
Ἦσανπροσκαρτεροῦντες (=ἀφοσιωμένοι) τῇ διδαχῇ τῶν Ἀποστόλων καί τῇ κοινωνίᾳ (=στό ἀδελφικόμοίρασμα τῶν ἀγαθῶν), καί τῇ κλάσει τοῦ ἂρτου (=στήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας)και ταῖς προσευχαῖς (=στήν λατρεία). Πάντες δέ οἱ πιστεύσαντες ἦσαν ἐπί τό αὐτόκαί εἶχον ἃπαντα (=τά πάντα!) κοινά, και τά κτήματα καί τάς ὑπάρξεις (=τά ὑπάρχοντάτους) ἐπίπρασκον (πωλοῦσαν) καί διεμέριζον αὐτά πᾶσι, καθότι ἂν τις χρείαν εἶχε.(=ἀνάλογα μέ τις ἀνάγκες τοῦ καθενός). Καί στό 4,32 ἑπ.: ....
Τοῦ δεπλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καί ἡ ψυχή μία, και οὐδέ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντωναὐτῷ ἒλεγεν ἲδιον εἶναι (=κανείς δέν θεωροῦσε ὃτι κάτι ἀπό τά ὑπάρχοντά του ἦτανδικό του, δηλαδή ἀπέρριπταν την ἰδιοκτησία), ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἃπαντα κοινά(κοινοκτημοσύνη). Καί τό ἀποτέλεσμα: .
Οὐδέγάρ ἐνδεής τις (=πού νά στερεῖται τά ἀπαραίτητα) ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς• ὃσοι γάρκτήτορες χωρίων (=χωραφιῶν) ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἒφερον τάς τιμάς τῶνπιπρασκομένων καί ἐτίθουν παρά τούς πόδας τῶν Ἀποστόλων (=κατά τόν ἱ.Χρυσόστομο, γιά νά μή χρωστᾶ ὁ εὐεργετούμενος εὐγνωμοσύνη σέ κάποιον).Διεδίδετο δε ἑκάστῳ καθότι ἂν τις χρείαν εἶχε. (ἐπαναλαμβάνεται αὐτό πού ἐλέχθηκαί στό β΄ κεφάλαιο).
Σ’ αὐτότό κλίμα ἂρχισε να ζεῖ καί νά κινεῖται μέσα στον κόσμο ἡ Ἐκκλησία. Οἱ δυτικοίΧριστιανοί καί μάλιστα οἱ Προτεστάντες, ἀλλά καί οἱ δικοί μαςπροτεσταντίζοντες, μᾶς ἒμαθαν νά ὑποστηρίζουμε ὃτι αὐτό ἦταν ἓνα μέσοπροσωρινό, λόγω καιρικῶν ἀναγκῶν, λές καί ὁ ἂνθρωπος μόνο σε μιά ἐποχή ἒχει ἀνάγκεςβιοτικές. Ὁ Χριστός μας ὃμως εἷπε: τούς πτωχούς πάντοτε ἒχετε μεθ’ ἑαυτῶν. (Ιω.12,8)! Ἡ Ἐκκλησία, ὡς κοινωνία καί σῶμα Χριστοῦ. ἐμφανίζεται νά ζεῖ καί κινεῖταιὡς κόσμος ἐν κόσμῳ., ὡς ὁλόκληρη κοινωνία, ἀγκαλιάζοντας ὃλο τό φάσμα τῆς ζωῆςκαί διαφοροποιούμενη ριζικά ἀπό τήν περιβάλλουσα, ἑβραϊκή καί ρωμαϊκή,κοινωνία. Τό ἐνδιαφέρον τῶν Ἀποστόλων ἐκτείνεται σ’ ὃλο τον ἂνθρωπο καί σ’ ὃλητήν ζωή. Ἀργότερα μάλιστα στό Α΄ Κορ. 6,1, θά ἀποκρυσταλλωθεῖ ἡ πρακτική νά μήδικάζονται οἱ Χριστιανοί ἀπό τούς ἐθνικούς, καταφεύγοντας στήν κρίση τῶν ἂδικωνεἰδωλολατρῶν δικαστῶν καί ὂχι στήν κρίση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Και αὐτό θά ἰσχύσεικαί στήν περίοδο τῆς δουλείας, ὃταν θά ἀναδυθοῦν οἱ ἲδιες συνθῆκες ζωῆς,τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, φυσικά.
Ἡδιακονία τῶν «ἑπτά» και τό νόημά της
Εἷναιεὒλογο, ὃτι ἡ μέριμνα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος γιά κάθε πιστό, ἐκτεινομένηκαί στό σῶμα καί στήν ψυχή, ὀνομάσθηκε ἀπ’ ἀρχῆς «διακονία».
Διότι ὃλοτό λυτρωτικό ἒργο τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι μία πολυδιάστατη διακονία. Κατά τόν εἰδικόκαινοδιαθηκολόγο καθηγητή Γεώργιο Γαλίτη κατά βάσιν πρόκειται περί τῆς αὐτῆς ἐνεργείας,περί θεραπείας ἀναγκῶν ἐν τῇ πρώτῃ περιπτώσει πνευματικῶν, ἀφορωσῶν εἰς τήνσωτηρίαν τῆς ψυχῆς, ἐν τῇ δευτέρᾳ ὑλικῶν, ἀφορωσῶν εἰς τήν σωτηρίαν τοῦσώματος. Ἐκ τούτου καί ἡ δυνατότητα ὑπαγωγῆς ἀμφοτέρων ὑπό τό κοινόν ὂνομα τῆςδιακονίας.. Μέ τόν ὃρο τῶν Πράξεων διακονεῖν τραπέζαις νοεῖται ἡ ὃλη κοινωνικήπροσφορά τῆς Ἐκκλησίας. Δίπλα στά μυστήρια καί τό κήρυγμα τάχθηκε ἀπό τούς Ἀποστόλους,πού εἶχαν τήν εὐθύνη τῆς ζωῆς ὃλου τοῦ σώματος τῆς τότε χριστιανικῆς κοινωνίας– ἡ κ α θ η μ ε ρ ι ν ή (συνεχής καί ἀδιάκοπη) διακονία τῶν τραπεζῶν, ἓνακαθαρά βιοτικο σωματικό ἒργο, πού περιέκλειε τήν κοινωνικο-πολιτική διακονία τῆςἘκκλησίας. Ἂλλωστε, ὁ ἱδρυτής καί ἡ κεφαλή της, ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἓνωσε τό θεῖοκαί τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο στό Πρόσωπό Του, δεν ἦταν δυνατόν νά τά ἀφήσει ναχωρισθοῦν στό κοινωνικό Του σῶμα, τήν Ἐκκλησία Του.
Ἂλλωστε,ὁ Χριστός ἂφησε καί δικό Του «προηγούμενο» γι’ αὐτή τήν διευθέτηση τῶν σωματικῶν-ὑλικῶνπροβλημάτων. Κατά τήν διατροφή τῶν πεντακισχιλίων (Ματθ. 14,15 ἑπ.), ὃταν οἱΜαθηταί τοῦ εἶπαν ἀπόλυσον τούς ὂχλους, ἳνα ἀπελθόντες εἰς τάς κώμας ἀγοράσωσινἑαυτοῖς βρώματα.
Ἐκεῖνοςτούς ἀπάντησε: «Οὐ χρείαν ἒχουσιν ἀπελθεῖν• δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν». Αὐτό ἦταντο πνευματικό πρότυπο τῶν Ἀποστόλων καί τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.
Γι’ αὐτό,ὂχι μόνο δέν ἀρνήθηκαν καί δέν ὑποτίμησαν την διακονία τῶν τραπεζῶν οἱ Ἀπόστολοι,ἀλλά μέ τόν θεόπνευστο καταμερισμό τῶν διακονιῶν, κράτησαν αὐτοί τό πνευματικόποιμαντικό ἒργο και «ἐξεχώρισαν» σέ ἂλλα πρόσωπα, διακονικά τῆς Ἐκκλησίας, τόβιοτικοσωματικό ἒργο ἢ καλύτερα, μέρος τῆς καθόλου διακονίας.
Κατάτόν ἱ. Χρυσόστομο: τῶν γάρ ἀναγκαίων (=καί τά δύο εἶναι-ἦσαν ἀναγκαῖα) τά ἀναγκαιότεραπροτιμότερα. Σ’ αὐτήν τήν βάση στηρίχθηκε ἡ ἐνέργεια τῶν Ἀποστόλων. Αὐτό δέ πούβαρύνει, διότι εἶχε προγραμματικό χαρακτήρα, ὃπως θά δοῦμε, εἶναι ὃτι τήνδιακονία τῶν «Ἑπτά» ὀργάνωσαν οἱ ἲδιοι οἱ Ἀπόστολοι, κάτι πού σημαίνει, ὃτι ἒγινεὂχι περιστασιακό και περιπτωσιακό, ὡς ἀτομική ἐλεημοσύνη, ἀλλά ὡς θεσμικήδιακονία.
Ἐκλογὴ
Μ’ αὐτέςτίς προϋποθέσεις ἀναδύθηκαν στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας οἱ «Ἑπτά», ὃπωςχαρακτηρίζονται στίς Πράξεις. Δεν ὀνομάζονται «διάκονοι» ἀπ’ ἀρχῆς (τό ὂνομα θάτούς δοθεῖ ἀργότερα), διότι ἡ ἐνεργοποίηση κάθε πνευματικοῦ χαρίσματος στό ἐκκλησιαστικόσῶμα ὀνομαζόταν διακονία, με πρῶτο διάκονο τῆς ἐκκλησίας Του τόν ἲδιο τόνΧριστό (Ματθ.20,28). Ὁ περιορισμός, ἒπειτα, τοῦ ὃρου «διάκονος» στον πρῶτοβαθμό τῆς ἱερωσύνης, ἐπέφερε τήν σύγχυση ὡς προς τό «λειτούργημα» τῶν «Ἑπτά». Ὁἱ. Χρυσόστομος ὃμως προσδιορίζει ἐπαρκῶς τό ἒργο τους.
«Ποῖο ἂραἀξίωμα εἶχαν και ποιά χειροτονία δέχθηκαν εἶναι ἀναγκαῖο νά μάθουμε –λέγει (PG62,183). Καί καταλήγει: «Ὃθεν οὒτε διακόνων, οὒτε πρεσβυτέρων, οἶμαι, τό ὂνομαεἶναι δῆλον καί φανερόν». Δεν ἦταν, δηλαδή, ὀνομασία ἱερατικῶν λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας.Ἦσαν ἓνα εἶδος «ἐπισκόπων» (ἐποπτῶν ὑπευθύνων) για τήν διαχείριση τῶν ὑλικοβιοτικῶνἀναγκῶν.Αὐτήν ὃμως τήν κατανόηση τοῦ ὃρου «διάκονοι» γιά τους «Ἑπτά» ὑποστηρίζειὁ μεγάλος ἑρμηνευτής τῆς Ἐκκλησίας μας ἃγιος Οἰκουμένιος Τρίκκης (10ος αἰ.):Τούς ἐκλεγέντας ὡς διακόνους, ἐχειροτόνησαν (οἱ Ἀπόστολοι) οὐ κατά τόν νῦν ταῖςἐκκλησίαις βαθμόν. ἀλλ’ εἰς τό διανέμειν μετ’ ἀκριβείας καί ὀρφανοῖς καί χήραιςτά πρός διατροφήν καί μή κατημελημένως»(=χωρίς ἐπιμέλεια). Ὁ ἃγιος Οἰκουμένιος ἁπλῶςἐκφράζει ὃ,τι εἶχε φθάσει μέχρι τήν ἐποχή του καί ἦταν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦσώματος. Ἂλλωστε, τό πνεῦμα τῶν Πράξεων συνεχίζει τό σπουδαῖο κείμενο «Διδαχή»,στίς ἀρχές τοῦ β΄ αἰῶνος (κεφ. Δ´, 8):
«Συγκοινωνήσεις(=θά μοιράζεσαι) πάντα τῷ ἀδελφῷ σου και οὐκ ἐρεῖς ἲδια εἶναι». (Πρβλ. Πράξ.4,32). Καί ἡ χριστοκεντρική θεμελίωση:
Εἰ γάρἐν τῷ ἀθανάτῳ κοινωνοί ἐστε, πόσον μᾶλλον ἐν τοῖς θνητοῖς.. Ἡ ἒννοια αὐτοῦ τοῦλόγου: Μοιράζεσθε τό ἂκτιστο καί ἀθάνατο, τόν Χριστό στήν Θεία Κοινωνία, καίσυγκρούεσθε για τήν κατοχή καί κτήση τῶν φθαρτῶν καί θνητῶν! Αὐτή εἶναι ἡτραγικότητα τῶν ἀνθρώπων, πού ἐπιμένουν στήν πτωτική κατάστασή τους. Ἡ ΠενθέκτηΟἰκουμενική Σύνοδος (691), ὡς πρός τό περιεχόμενο τοῦ ὃρου «διάκονος» γιά τόνχαρακτηρισμό τῆς διακονίας τῶν «Ἑπτά», καταφάσκει τήν ἑρμηνεία τοῦ ἱ.Χρυσοστόμου:
«Ἡμεῖς–λέγουν οἱ Πατέρες της- τῷ ἀποστολικῷ ρητῷ τόν νοῦν ἐφαρμόσαντες τῶν Πατέρων, εὓρομεν,ὡς ὁ λόγος αὐτοῖς οὐ περί τῶν ἐν μυστηρίοις διακονουμένων ἀνδρῶν ἦν, ἀλλά περίτῆς ἐν χρείαις τῶν τραπεζῶν ὑπουργίας». (Ἂς κρατήσουμε καί τόν ὃρο «ὑπουργία»,σέ συνδυασμό φυσικά μέ τούς «ὑπουργούς» τοῦ πολιτικοῦ μας βίου κατά τά νεώτεραχρόνια). Καί ἀφοῦ παραθέσουν οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου τό χωρίο τῶν Πράξεων καιτήν ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, καταλήγουν: Ἐπί τούτοις οὖν κηρύσσομεν και ἡμεῖς,ὣστε τούς προειρημένους ἑπτά διακόνους, μή ἐπί τῶν τοῖς μυστηρίοιςδιακονουμένων λαμβάνεσθαι, ἀλλά τους τήν οἰκονομίαν τῆς κοινῆς χρείας τῶν τότεσυνηθροισμένων ἐγχειρισθέντας τούτους ὑπάρχειν, οἱ τύπος ἡμῖν κἀν τούτῳγεγόνασι τῆς περί τους δεομένους φιλανθρωπίας τε καί σπουδῆς..
Αὐτότό ἒργο τῆς «φιλανθρωπίας καί σπουδῆς» ἐνδιαφέροντος, μέριμνας) εἶχε ἢδη ἀναλάβειἡ «ἐπώνυμος τοῦ Χριστοῦ πολιτεία», τό («βυζαντινό»–Ρωμαϊκό «Κρά τος»,λειτουργώντας ὃμως καί αὐτό ἐν Χριστῷ, ὃπως καί ὁ Κλῆρος, ὡς ἡ ἂλλη ὂψη τῆς ἐκκλησιαστικῆς(ὂχι ἁπλῶς ἱερατικῆς) διακονίας. Καί οἱ δύο διακονίες ἀνῆκαν στό ἓνα σῶμα, τήν Ἐκκλησία.Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, λοιπόν, ἒρχεται νά ἐπικυρώσει την πραγματική λειτουργίατῶν «Ἑπτά» τῶν Πράξεων, τήν κοινωνικοπολιτική δηλαδή. Δεν προσέφερε λοιπόν,μόνο πρότυπο κοινωνικῆς διαρθρώσεως ἡ πρώτη ἐκκλησία, ἀλλά και ὑπόδειγμα«πολιτικῆς δεοντολογίας». Αὐτό φαίνεται ἀπό τόν τρόπο ἐνεργείας τῶν Ἀποστόλων.Δέν ὑπέδειξαν αὐτοί (δικτατορικά) τά πρόσωπα, ἀλλά ὣρισαν μόνο τά ἀναγκαῖαπροσόντα τους («πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καί σοφίας»• φορεῖς Χάριτος, ἀλλά καίγνώσεως δηλαδή).
Αὐτόςεἶναι ὁ μόνος χριστιανικά-ὀρθόδοξα δεκτός τρόπος ἀναδείξεως τῶν «διακόνων» τοῦΛαοῦ, ἡ ἐκλογή (ἢ ἡ κλήρωση, Πράξ. 1,26). Ἡ ἐκλογή ἒγινε ἀπό τόν ἲδιο τόν Λαό.Κατά τόν ἃγιο Οἰκουμένιο «τούς καί ἀπολαύειν μέλλοντας τῆς προστασίας (διακονικῆςἡγεσίας) τῶν προχειριζο μένων, αὐτοῖς ἐπιτρέπουσι την ἐκλογήν».
Τούς «Ἑπτά»ἐξέλεξαν ἐκεῖνοι, πού θά ἐδέχοντο τήν διακονία-ὑπουργία τους. Εἶναι δέ γεγονός,ὃτι χειροτονοῦνται, ὃπως καί οἱ κληρικοί.Γιατί ὃμως; Ὃπως οἱ κληρικοί, ὡςπνευματικοί διάκονοι, ἒχουν ἀνάγκη τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐπιτελέσουν τήνδιακονία τους, τό ἲδιο καί οἱ πολιτικοί διάκονοι (ὑπουργοί) ἒχουν ἀνάγκη τήνΧάρη τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἀνταποκριθοῦν στην δική τους διακονία. Γι’ αὐτό μέχρισήμερα γίνεται ἁγιασμός κατά τήν ἐγκατάσταση τῶν «ἀρχόντων».
Εἶναι ἀπόηχοςτῆς παλαιᾶς χειροτονίας τους. Πρέπει δέ ἐδῶ νά διευκρινισθεῖ, ὃτι ἡ χειροτονίακαί στις δύο περιπτώσεις προϋποθέτει τήν ἐσωτερική χάρη ἑνός ἑκάστου. Ἡχειροτονία δέν ἐπενεργεῖ μαγικά καί αὐτόματα.
Γι’ αὐτόὁ ἱ. Χρυσόστομος λέγει γιά τήν χειροτονία τοῦ «Διακόνου» Στεφάνου: «Προσθήκηχάριτος ἐγένετο»! Ἡ χειροτονία δίδει χάρη γιά τήν ἐπιτέλεση μιᾶς συγκεκριμένηςδιακονίας, ἡ ὁποία (χάρη) λειτουργεῖ, ἂν ὑπάρχει δεκτικότητα στήν καρδιά τοῦχειροτονουμένου. Διαφορετικά γίνεται ὁ χειροτονούμενος «ἀχθοφόρος» τῆς χάριτοςκαί ὂχι «φορέας»της. Γι’ αὐτό συνήθως ἀποτυγχάνουμε οἱ γιά οἱονδήποτε σκοπόνχειροτονούμενοι.
Πολιτικήδιακονία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος
Ἡ ἑκκλησίαὡς σῶμα, συνεπῶς, μαζί μέ τούς Ἀποστόλους ( γιά τήν σειρά αὐτή βλ.Πράξ. 15,4)διεμόρφωσε συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική διακονία, ἀναλαμβάνοντας ἡ ἲδια τήν ἀντιμετώπισητῶν ὑλικῶν προβλημάτων, γιά τήν θεραπεία τῶν ἀναγκῶν ὃλου τοῦ ἀνθρώπου, ὡςψυχοσωματικῆς ἑνότητος καί ὁλότητος. Ἡ ζωή δέ τῆς κοινότητος τῶν Ἱεροσολύμων εἶναι,κατά τούς ἁγίους Πατέρες ὃλων τῶν ἐποχῶν, ἡ αὐθεντική ἒκφραση τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦἢθους μέσα στήν ἱστορία καί δίνει το μέτρο καί τίς διαστάσεις τῆςχριστιανικότητος τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ὡς κοινωνίας θεώσεως, ἁγιασμοῦδηλαδή ΟΛΗΣ τῆς ζωῆς. Μιά ἀντίληψη, ὃτι ἡ ψυχή πρέπει νά τρέφεται χριστιανικά, ἀλλάτο σῶμα καί οἱ ἀνάγκες του εἶναι δυνατόν νά ἀφήνονται στην διάθεση, καί ἐνπολλοῖς ἐκμετάλλευση ἀρχόντων, ἀθέων και ἀντιχρίστων ὁδηγεῖ σέ αἳρεση.
Τήνχριστιανική αὐθεντικότητα τῶν Πράξεων, ἐξ ἂλλου, ἐπικαλεῖται ὁ ἱ. Χρυσόστομος,γιά να δείξει τήν σημασία τοῦ μοναστικοῦ κοινοβίου. Λέγει (ὁμιλία ΙΑ΄ στίςΠράξεις):
«Οὓτωζῶσιν νῦν οἱ ἐν τοῖς κοινοβίοις, ὣς ποτέ οἱ πιστοί (τῶν Ἱεροσολύμων)». Αὐτό εἶναιδιαχρονικά τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Ὀρθοδοξίας. Καί αὐτό το «πνεῦμα» κυρίως ἐνδιαφέρει,ἀφοῦ τό φρόνημα γεννᾶ σέ κάθε ἐποχή τίς λύσεις.
Ἡκαθιέρωση ἢδη στήν ἀποστολική ἐποχή καί τοῦ θεσμοῦ τῶν «λογειῶν», τῆς συλλογῆςδηλαδή οἰκονομικῆς βοηθείας ἐκ μέρους τῶν πιστῶν γιά την ἀντιμετώπιση τῶν ἀναγκῶντῶν πτωχοτέρων καί πενομένων ἄλλων περιοχῶν τῆς χριστιανικῆς «κοινοπολιτείας»(βλ. Γαλ. 2,10 Α´ Κορ. 16,2 ἑπ. Β´ Κορ. 9,1 ἑπ.), ἀποδεικνύει τήν διεύρυνση τῆςἱεροσολυμιτικῆς πρακτικῆς. Σημασία ὃμως ἒχει ὁ σκοπός καί αὐτοῦ τοῦ μέτρου.
Ο Ἀπ.Παῦλοςδιευκρινίζει, ὃτι το «περίσσευμα» τῶν μέν πρέπει νά καλύπτει τό «ὑ στέρημα» τῶνἄλλων, καί ἀντιστρόφως,μέ σκοπό: ὃπως γένηται ἰσότης. (Β´ Κορ. 8, 13–14).
Δεν ἀναμέναμεδηλαδή κανένα Μάρξ ἢ τούς νεώτερους σοσιαλισμούς, γιά νά ἀναγνωρίσουμε τήν ἀνάγκη«ἰσότητος» ὂχι μόνο στά πνευματικά, ἀλλά και στά «ὑλικά καί οἰκονομικά». Καί αὐτόβέβαια, ἀδυνατοῦν τά κοινωνικά συστήματα τοῦ κόσμου νά κατανοήσουν καί νασεβαστοῦν. Καί τοῦτο, διότι καί τῶν καπιταλισμῶν καί τῶν σοσιαλισμῶν οἱ στόχοιεἶναι καθαρά ὑλικοί (ὑλιστικοί, καλύτερα). «Τρέφουν» τό σῶμα, δολοφονώντας ὃμωςτήν ψυχή και τελικά ἐξουθενώνουν καί τά δύο.Ἒτσι ἐγκαινιάσθηκε ἡ πολιτικήδιακονία τῆς Ἐκκλησίας, ὡς κοινωνίας ἐν Χριστῷ, ἢδη στα Ἱεροσόλυμα. Βέβαια, δένχρειάσθηκε νά συντάξει καί νά προσφέρει κάποιο (εἰδικό) σύστημα ἡ Ἐκκλησία.Διότι αὐτό, πού ἀπαιτεῖται, γιά νά ὀργανωθεῖ ἡ ζωή μιᾶς κοινωνίας μέ αὐτό τόντρόπο, δέν εἶναι τά νομικά κείμενα, ἀλλά ἡ παρουσία τῆς θεϊκῆς Χάριτος στήνψυχή τῶν πιστῶν. Ἂλλωστε, κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, οὒτε τήν Ἁγία Γραφή θά ἐχρειαζόμεθα,ἂν ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἦταν καθαρή καί μποροῦσε νά δεχθεῖ ἀπ’ εὐθείας τήνθεία ἀποκάλυψη, ὃπως συμβαίνει στούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στούς Ἀποστόλουςκαί σ’ αὐτούς πού φθάνουν στήν θέωση (Πεντηκοστή) Ἁγίους (PG 57,13 ἑπ.). Ἡ Ἐκκλησίαπροσφέρει ζωή, τήν Χριστοζωή, καί τήν δυνατότητα «ἀκολουθίας» τοῦ Χριστοῦ(Ματθ. 16,24) μέ την ἐνίσχυση τῆς θείας Χάριτος. Καλεῖ, γιά νά ἐντάξει σέ ἓναθεόσδοτο τρόπο ζωῆς, μέσα στόν ὁποῖο ὑπερβαίνονται οἱ ἀνάγκες καί λύνονται τάπροβλήματα, ἀτομικά καί συλλογικά. Ὁ πιστός συνεργάζεται («συνέργεια») μέ τήνΧάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά νά βρεῖ λύσεις στά προβλήματά του.Ὁ ἀμετάθετος δέσκοπός τῆς Ἐκκλησίας (ὀφείλει νά) εἶναι ἡ μέσα σ’ αὐτό τό ὃραμα ἡ μεταμόρφωσητοῦ κόσμου. Ὁ «διάκονος» Στέφανος κατηγορήθηκε ὃτι ἢθελε νά ἀλλάξει «τά ἒθη»(τόν τρόπο κοινωνικῆς ὑπάρξεως), πού κατά τούς κατηγόρους του εἶχε δώσει ὁ Μωϋσῆς(Πρ. 6,14). Οἱ ἐν Χριστῷ ζῶντες ἀναμορφώνουν αὐτά τά ἒθη, ὃταν αὐτά διαφθαροῦν,ὃπως συνέβαινε τότε μέ τούς Ἑβραίους, καί ἒτσι δημιουργοῦν ἐν Χριστῷ ἒθη(χριστιανικούς νόμους, ἐν Χριστῷ παιδεία, ἐν Χριστῷ κοινωνία, ἐν Χριστῷ οἰκονομικέςσχέσεις καί ὃ,τι ἂλλο). Ἡ προσφερόμενη λύση, δηλαδή, εἶναι ἡ πλήρης, «ὁλοτελής»(Α´ Θεσσ.5,23), ἒνταξη μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό εἶναι για τούςΧριστιανούς (καί τους Ὀρθοδόξους) τό πρόβλημα: Ἂν ἡ λεγομένη χριστιανικήκοινωνία μας εἶναι ὂντως Χριστιανική καί ὂχι θλιβερό ἐξάρτημα δυνάμεων τοῦκόσμου. Ἐξ ἂλλου, κατά πόσον οἱ φορεῖς τῆς ἱερατικῆς διακονίας εἲμεθα ἀληθινάφορεῖς καί ὂχι ἀχθοφόροι τοῦ χαρίσματος. Δέν ἀρκοῦν τά ὀνόματα (ἐπίσκοπος,πρεσβύτερος, διάκονος), γιά νά ζεῖ καί ἐνεργεῖ κάποιος ὡς χριστιανός ὀρθόδοξοςΚληρικός. Ἒτσι καί τό ὂνομα «χριστιανοί ὀρθόδοξοι» για τούς πιστούς μπορεῖ νάκαλύπτει «βίον» ἀντίχριστον.
«Δεῖξόνμοι τήν πίστιν σου ἐκ τῶν ἒργων σου», λέγει ὁ ἃγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος (Ἰακ.2,18). Ὃπου ἡ ἒνταξη στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἲτε τῶν Κληρικῶν, εἲτε τῶν Λαϊκῶν, δένεἶναι πλήρης καί καθολική, πρόκειται γιά νόθο χριστιανισμό καί νόθα ἐκκλησιαστικότητα,ἂρα γιά ψεῦδος καί ἀπάτη. Δεν πρέπει, συνεπῶς, νά ἐκπλησσώμεθα, διότι δεχόμεθακοινωνικοπολιτικά νά τελοῦμε ὑπό τον ζυγό κοσμικῶν καί ἀντιχριστιανικῶνσυστημάτων, ἒχοντας ἀποξενωθεί τελείως ἀπό το «πνεῦμα» τῶν Ἀποστόλων και τῶνΠράξεων. Ἡ ἀλλαγή τοῦ 4ου αἰῶνος ἦταν ἀποφασιστικῆς σημασίας, γιά τήν συνέχισητοῦ πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων. Διότι τό ἐρώτημα εἶναι: Ὑπάρχεισυνέχεια τοῦ παραδείγματος τῶν Πράξεων;
Ὑπάρχεισυνέχεια τοῦ παραδείγματος τῶν Πράξεων;
Ἀνεπιφύλακταἡ ἱστορία ἀπαντᾶ, ναί! Μιλήσαμε ἢδη για τήν «Διδαχή» (ἀρχές β´ αἰ.). Ἀναφέραμε ἢδηπατερικές και συνοδικές (οἰκουμενικοῦ μάλιστα χαρακτῆρος) ἐπιβεβαιώσεις. Τό πνεῦματῶν Ἱεροσολύμων δέν χάθηκε ποτέ στην Ἐκκλησία, ὡς ἐν Χριστῷ κοινωνία. Ὁ ἱ.Χρυσόστομος βλέπει ὡς συνέχεια τῶν Πράξεων το κοινοβιακό μοναστήρι. Τάμοναστικά κοινόβια σ᾽ ὃλους τους αἰῶνες σώζουν τήν δομή και αὐθεντικότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦσώματος. Μένουν πάντοτε ἡ «ὑπαρκτή ὀρθοδοξία». Κοσμογονική ἀλλαγή ἒγινε μέ τόνΜ. Κωνσταντῖνο (δ΄ αἰ.). Εἶναι τό ἀληθινό θαῦμα τῆς ἱστορίας, ὃπως ἂλλωστε καί ὁἲδιος ὁ πρῶτος χριστιανός βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ. Ἀπό τόν δ΄ αἰ. ἡ Ρωμαϊκή αὐτοκρατορίαμεταβάλλεται σέ «ἐπώνυμον τοῦ Χριστοῦ καινήν Πολιτείαν».
Ὂχιβέβαια μαγικά καί αὐτόματα, ἀλλά ἐκεῖ ὃπου σώζεται ἡ ἐν Χριστῷ ἀλήθεια, σέπρόσωπα καί δομές. Αὐτός ἦταν (εἶναι) ἂλλωστε ὁ σκοπός τῆς παρουσίας τοῦΧριστιανισμοῦ στόν κόσμο. Ὁ νέος Πίνδαρος τοῦ χριστιανικοῦ ἑλληνισμοῦ, ἃγιοςΡωμανός ὁ Μελωδός ( 6ος αἰ.), τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ στό Ματθ. 28,19(«πορευθέντες μαθητεύσατε=κάμετε μαθητές, ἐκχριστιανίσατε- πάντα τά ἒθνη») μετάτην κτηθεῖσα πείρα ἀναδιατυπώνει σέ: «μαθητεύσατε ἒθνη καί βασιλέας» (κοντάκιοστούς Ἁγίους Ἀποστόλους).
Ὁλόκληρατά ἒθνη μέ ὃλες τίς πολιτειακές δομές τους, δηλαδή. Στο πρόσωπο τοῦ Μ.Κωνσταντίνου αὐτοκαταργεῖται ὁ ρωμαῖος αὐτοκράτορας, ὃταν ἒλεγε στους Πατέρες–Ἐπισκόπουςστήν Ἀντιόχεια (τό 324): «Ὑπό τοῦ Θεοῦ καθιστάμενος ἐπίσκοπος τῶν ἐκτός ἀν ε ίη ν ». Θά μποροῦσα νά εἶμαι, ἂν τό ἐγκρίνετε, διάκονος–ὑπουργός τῶν κοινωνικῶνπραγμάτων, «ἀφοσιωμένος θεράπων τοῦ Θεοῦ» (Εὐσεβίου Ἱστορία, PG 20, 1172).
Αὐτάσημαίνουν την βούληση νά συνεχισθεῖ, μέ την ἀνανέωση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας,πού γίνεται Ρωμαίϊκη, δηλαδή ὀρθόδοξη, τουλάχιστον κατά τίς προθέσεις και τήνσταδιακή μεταμόρφωση τῶν θεσμῶν της, τὸ πνεῦμα τῶν Ἱεροσολύμων, πού ἢθελε καίτούς χριστιανούς πολιτικούς διακόνους ἐν Χριστῷ, ὑπουργούς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Μέχριτόν Μ. Κωνσταντῖνο ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα καί κοινωνία, ἀνεγνώριζε καί δεχόταν τήνὓπαρξη ΔΥΟ Πολιτειῶν και πολιτικῶν διακονιῶν: μία ἐξωτερική καί μία ἐσωτερική. Ἐξωτερικήἦταν ἡ Ρωμαϊκή Πολιτεία, τό Ρωμαϊκό Κράτος, εἰδωλολατρικό ἀκόμη καί ἀντίχριστο.
Στήσχέση τῆς Ἐκκλησίας μαζί του ἰσχύουν πάντα τά λόγια τοῦ Χριστοῦ: ἀπόδοτε οὖν τάΚαίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ (Ματθ.22,21). Στόν Καίσαρα ἀνήκουν τά ἐκδιδόμεναἀπό αὐτόν νομίσματα, ὁ ἀνθρωπος ὃμως ὡς εἰκών τοῦ Χριστοῦ ἀνήκει στον Χριστό.Γι’ αὐτό γιά τούς χριστιανούς ἰσχύει πάντα ὁ ἀποστολικός λόγος: Πειθαρχεῖν δεῖΘεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις.(Πραξ. 5,29). Ἐξωτερικές εἶναι γιά τούς Ὀρθοδόξους καί οἱΠολιτεῖες τῆς ἐποχῆς μας, ἒστω καί ἂν λέγονται χριστιανικές ἢ αὐτοτιτλοφοροῦνταιἀκό μη ὀρθόδοξες... Διότι ἐκ τῶν ἒργων τους ἀποδεικνύουν ὃτι οὐδεμία σχέση ἒχουνμέ τον Χριστό καί τήν ἀλήθειά Του, προσδιοριζόμενες ἀπό ἀντίχριστα συστήματακαί μεθόδους.Τήν ἐσωτερική πολιτεία (πολιτική διακονία) συνέστησε ἐν Χριστῷ καίἐν Ἁγίω Πνεύματι ἡ ἲδια ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα και ἐν Χριστῷ κοινωνία. Μέ αὐτήντήν «πολιτική διακονία» ἒζησε ἡ Ρωμηοσύνη, ὡς Ἑλληνορθοδοξία, σ’ ὃλη τήνδιάρκεια τῆς πολυώνυμης δουλείας, καί κυρίως στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία. Τόρωμαίϊκο μιλλέτι ἒκλεινε μέσα του ὃλη τήν ζωή τοῦ Γένους/ Ἒθνους καί ἡ Ἐκκλησία,ὡς σῶμα, ἦταν το «περιέχον» σύμπασα τήν ζωή.
Μετάτήν ἳδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ Κράτους (συμβατικά τό 1830) ἒγινε «περιεχόμενο», ὡς ἓναςτῶν θεσμῶν του. Ἀπό το 1830 ἒγιναν δύο μεγάλα λάθη:
α) Οἱπολιτικοί ἂρχοντές μας θεωρήθηκαν συνέχεια τῶν «διακόνων», ἒστω καί ἂν ἦσαν (εἶναι)κατ’ ὂνομα Χριστιανοί καί στήν οὐσία ὑποτεταγμένοι στούς «προστάτες» μας ξένους(ὁ Ὂθων λ.χ. θεωρήθηκε συνέχεια τῶν «βυζαντινῶν» αὐτοκρατόρων) καί
β)Πιστεύσαμε ὃτι τό νέο ἑλληνικό κράτος εἶναι ἀνάσταση τῆς ρωμαίικης («βυζαντινῆς»)αὐτοκρατορίας. Δεχθήκαμε, ἒτσι, πολιτικούς-διακόνους, κατά κανόνα, ξένους πρόςτήν ὀρθόδοξη παράδοση καί εἰσηγητές μιᾶς πολιτικῆς, πού ἁπλούστατα μεταγγίζεικαί μετακενώνει τους καρπούς τῶν δυτικοφραγγικῶν ἐξελίξεων καί τῆς δυτικῆς ἀλλοτριώσεως,πού οὐδεμία σχέση ἒχουν μέ τό πνεῦμα τῶν Πράξεων.
Δένχάθηκε ἡ ἐλπίδα
Ὃλαστήν πράξη μπορεῖ να χάθηκαν ἢ νά ἀλλοιώθηκαν μέσα στήν ἐκκοσμίκευσή μας. Δένχάθηκε ὃμως ἡ ἐλπίδα.Ταυτόχρονα μέ τήν ἳδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους (1830)καθιερώθηκε μιά Ἀκολουθία για τήν ἐγκατάσταση τῶν «ἀρχόντων». (Σήμερα ἡ Ἀκολουθίαπεριορίζεται στήν «ἐγκατάσταση τῆς Δημοτικῆς ἢ Κοινοτικῆς Ἀρχῆς», ἐνῶ θὰ ἒπρεπε,ἂν ἢμεθα ὂντως Ὀρθόδοξοι, να τελεῖται σ’ ὃλες τίς βαθμίδες τῆς πολιτειακῆς Ἱεραρχίας).Ἡ Εὐχή, πάντως, πού ἀναγινώσκεται στό τέλος τῆς Ἀκολουθίας και ὡς ἐπιστέγασμάτης εἶναι σαφεστάτη ἒκφραση τῆς ρωμαίϊκης (ἑλληνορθόδοξης) πολιτικῆς θεωρίας:
«...Ἧκενἐφ’ ἡμᾶς ἡ εἰρήνη, ἧκεν ἡ ἀσφάλεια, ἐλήλυθεν ἡ εὐνομία (= μετά τήν ἀπελευθέρωσηἀπό τόν ὀθωμανικό ζυγό). Ὓψωσας(=ὁ λόγος προς τόν τριαδικό Θεό μας) γάρ ἐκλεκτούς(ἐκλεγμένους ὡς ἀρίστους) ἐκ τοῦ λαοῦ σου. Ἒδωκας πάλιν ἂρχοντας ἡμῖν, εἰς τό ἂρχεινκαί κρίνειν ἀνά μέσον τοῦ λαοῦ... Σύ ἒδωκας ἡμῖν ἂρχοντας κατά τήν καρδίαν ἡμῶν(πρβλ. Ἱερ. 3,15΄ ἐμεῖς ἒχουμε τήν εὐθύνη για τό ποιόν τῶν ἀρχόντων μας. «Οἷος ὁλαός, τοιοῦτοι καί οἱ ἂρχοντες»). Αὐτός δέ καί δός αὐτοῖς ἂρχειν μετ’ ἐπιστήμης(βλ. Πρ. 6,3: «πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καί σοφίας»), ὅτι χαλεπόν τοῦ εἰδέναι ἂρχεσθαι,χαλεπώτερόν ἐστι τό ἂρχειν ἀνθρώπων». Καί τό κύριο σημεῖο, πού διασώζει τήνπαράδοση τῆς ὀρθοδόξου πολιτικῆς διακονίας, ἡ ὁποία θέλει ἂρχοντες ὂχι κοσμικοῦτύπου, ἀλλά διακόνους καί «ὑπουργούς», δηλαδή, «ὑπηρέτες» τοῦ Λαοῦ καί ὂχιτυράννους του:
«Κατάστησοναὐτούς διακόνους εἰς τό ἀγαθόν... Διακονησάτωσαν καί οὐ διακονηθήτωσαν»(δηλαδή: να μᾶς ὑπηρετοῦν αὐτοί καί ὂχι να τούς ὑπηρετοῦμε ἐμεῖς!). Αὐτοκράτωρ(μέ κάθε σημασία) νά εἶναι ὁ Λαός. Αὐτό ὃμως μόνο σέ μία περίπτωση μπορεῖ ναγίνει, ὃπως δηλώνει ἡ συνέχεια τῆς Εὐχῆς: οὐκ ἂρξουσιν οὗτοι ἐν ἡμῖν, ἀλλά Σύ (ὁΘεός) ἂρξεις ἡμῶν δι’ αὐτῶν..... Ἂρα: Ἂν δι’ ἡμῶν τῶν κληρικῶν (διακόνων) δένδιακονεῖ ὁ Χριστός καί ἂν διά τῶν πολιτειακῶν ὑπουργῶν (ὑπηρετῶν και διακόνων)δέν «ἂρχει» ὁ Χριστός, ὁ λόγος περί Ὀρθοδοξίας καί στούς δύο χώρους εἶ- ναιχωρίς ἀντίκρυσμα.
Τώρακαταλαβαίνουμε πῶς νοεῖται ὁ λεγόμενος «χωρισμός Ἐκκλησίας - Πολιτείας».
Ὁδιοικητικός χωρισμός καί οἱ διακριτοί τῶν δύο ρόλοι ἒχουν ξασφαλισθεῖ μέ τόνΝόμο 590/1977, ὡς ἀπόρροια τοῦ Συντάγματός μας. Ὡς χωρισμό ως ἐννοοῦν πολλοίπολιτικοί μας τήν πλήρη καί τελεία ἀποσύνδεση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό ὃλες τίς δομέςτοῦ ἐθνικοῦ μας βίου.
Διότι τότεοὒτε ἡ Εὐχή αὐτή θά ἀναγινώσκεται πιά, οὒτε θά ἐλέγχει τόν γενιτσαρισμό μας(σήμερα, πρός τήν Δύση καί τόν χωρίς Χριστό κόσμο).
Πηγή:‘ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ’ – Από:Ενωμένη Ρωμηοσύνη