Quantcast
Channel: ΑΚΤΙΝΕΣ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 36600

Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος, Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας

$
0
0

Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας
+ΣτυλιανόςΓ. Παπαδόπουλος 
Πρόλογος
Όλοι γνωρίζουμε πως οι μεγάλοι Πατέρες καιΔιδάσκαλοι της Εκκλησίας μας υπήρξαν θεοφώτιστοι, πνευματοκίνητοι. Συχνά όμωςτο λησμονούμε και προσπαθούμε ν’ αντιμετωπίσουμε προβλήματα θεολογικά καιεκκλησιαστικά, δηλαδή προβλήματα ζωής και απώλειας πνευματικής, μόνο με τιςδικές μας δυνάμεις. Αυτές οπωσδήποτε οφείλουμε να τις ενεργοποιούμε, αλλά δεναρκούν για να φθάσουμε σε ορθό και δημιουργικό αποτέλεσμα, στην αλήθεια.

Εδώ ακριβώς οι μεγάλοι Πατέρες έγιναν γιατους αιώνες όλους και για μας δάσκαλοι. Μας έδειξαν ότι για να δημιουργήσουμεκάτι αληθινό, για ν’ απαντήσουμε ορθά σ’ ένα ζήτημα της εποχής μας, πρέπει ναδεχθούμε και να βιώσουμε ό,τι πριν από μας δημιούργησαν με τον φωτισμό τουαγίου Πνεύματος οι θεολόγοι Πατέρες.
Αυτός είναι ο λόγος πού μελετάμε καιαναλύουμε τους Πατέρες. Όντας πνευματοκίνητοι, ό,τι για την αλήθεια καιτην σωτηρία του ανθρώπου είπαν, και μας άφορα και πρέπει ν’ αποτελεί βάση καισημείο εκκινήσεως της δικής μας προσπάθειας.
Ποίοι είναι;
Πατέρες και Διδάσκαλοι είναι όσοι διακρίθηκανγια την αγιότητα, την οσιότητα, τη διαποίμανση και τη διδασκαλία των πιστών.Ενωρίς, η Εκκλησία ξεχώρισε λίγους από τους πολλούς αυτούς Πατέρες και τουςονόμασε Πατέρες και Διδασκάλους. Με τον όρο αυτό ένωσε δύο εξαιρετικής σημασίαςλειτουργήματα σ’ ένα πρόσωπο, το όποιο έτσι έλαβε την πρώτη θέση στους κόλπουςτης. Τα λειτουργήματα αυτά είναι:
α) Του Ποιμένα λειτουργοί, πού αναγεννά καικατευθύνει πνευματικά τους πιστούς, πού τους συνδέει με το Σωτήρα Χριστό διατου Αγίου Πνεύματος, πού κηρύττει το Ευαγγέλιο και τελεί τα Μυστήρια τηςΕκκλησίας (αν και υπάρχουν περιπτώσεις πού ελλείψει Ιερωσύνης δεν τελούν ταΜυστήρια, όπως ο Διάκονος Εφραίμ ο Σύρος).
β) Του Διδασκάλου – θεολόγου, πού έχει τοειδικό χάρισμα -και αρά το ειδικό προνόμιο και την ευθύνη- να διδάσκει και ναερμηνεύει στους πιστούς την αλήθεια του Θεού, πού προπαντός έχει το χάρισμα ν’αντιμετωπίζει αυτός κατεξοχήν τα μεγάλα προβλήματα και τις ισχυρές θεολογικέςκρίσεις στην Εκκλησία.
Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι, διακρινόμενοι στη συνείδησητης Εκκλησίας από τους αναρίθμητους πατέρες, χαρακτηρίζονται Θεόκριτου,θεόπνευστοι (αυτοί και τα έργα τους), φωστήρες εν κοσμώ, έγκριτοι πατέρες κλπ.Η εξαιρετική τιμή στους Πατέρες και Διδασκάλους δεν σημαίνει και ότιυποτιμούνται οι σπουδαίοι ποιμένες, όπως ο άγιος Σπυρίδων, και οι θεόπτεςασκητές, όπως ο Μέγας Αντώνιος. Αυτοί χαριτώθηκαν σε θαυμαστό βαθμό και είχανπλούσιο έργο και θείες εμπειρίες, αλλά δεν τους δόθηκε το χάρισμα του λόγου,για να έχουμε θεολογία-διδασκαλία, με την οποία να τραφεί το πλήρωμα της Εκκλησίαςκαι με την οποία να λυθούν μεγάλα προβλήματα πίστεως.
Τους Πατέρες και Διδασκάλους διακρίνουμεακόμα από τους πολλούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς, πού έδρασαν στην Εκκλησίακαι συνέταξαν πολλά κείμενα, τα όποια όμως, παρά την χρησιμότητα τους, δεν αναδεικνύουντους συγγραφείς τους σε Πατέρες και Διδασκάλους. Οι Πατέρες και Διδάσκαλοιπροϋποθέτουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, πού συνοπτικά είναι τα εξής: α) αποδοχή,πλήρης βίωση και αυθεντική έκφραση της παράδοσης και του ήθους της Εκκλησίας,β) κατεξοχήν φωτισμός του αγίου Πνεύματος για την έκφραση θεολογικά αυξημένηςκαι ευρύτερης εμπειρίας της (αυτής πάντοτε) αλήθειας, πού έχει δηλωθεί στηνΠαράδοση (Γραφή και προγενέστερη από κάθε Πατέρα κυρωμένη Θεολογία), γ)αποφασιστική συμβολή -με την έκφραση της θείας εμπειρίας- στην υπέρβασηθεολογικής κρίσεως πού συγκλονίζει σε συγκεκριμένη εποχή την Εκκλησία και πούάφορα στην αλήθεια, και άρα στη σωτηρία. Όσοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς δενέχουνε τα παραπάνω χαρακτηριστικά, τιμώνται και μελετώνται, αλλά δεν προβάλλονταιστη ζωή και το φρόνημα της Εκκλησίας, όπως συμβαίνει με τους λίγους Πατέρες καιΔιδασκάλους, μολονότι στοιχεία των δεύτερων βρίσκονται στους πρώτους, αλλ΄ όχιπάντοτε. Γενικά οι πολλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς κινούνται στα πλαίσια πούδημιούργησαν για πρώτη εκάστοτε φορά οι Πατέρες και Διδάσκαλοι ως μεγάλοιθεολόγοι με την καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος. Δυνατό βέβαια να κινούνται καιαντιθετικά, δηλαδή να επιχειρούν ανατροπή, φαλκίδευση ή παραμερισμό τηςθεολογίας των Πατέρων και Διδασκάλων, οπότε έχουμε συγγραφείς κακόδοξους ήσυγγραφείς (ανώνυμους) απόκρυφων έργων, τα οποία δεν εξέφραζαν το φρόνημα τηςΕκκλησίας και τα όποια στον Β’ και Γ’ αιώνα υπήρξαν πάμπολα.
Οι αφορμές πού οι πατέρες έγραψαν τα κείμενατους, υπήρξαν οι εξής ανάγκες της Εκκλησίας και των μελών της: Το Κήρυγμα, τοόποιο ασκώντας θεολογούσαν, ερμήνευσαν τον λόγο του Θεού και τις Γραφές γενικάγια οικοδομή των πιστών. Η φανέρωση της αλήθειας και η αντίκρουση τηςκακοδοξίας. Ένεκα ποικίλων αμφισβητήσεων και κακοδοξιών οι Πατέρες θεολογούσανγια να φανερώνουν την όντως αλήθεια και να καταδείχνουν έτσι το ανέρειστο καιτο αντιπαραδοσιακό των ποικίλων αιρετικών διδασκαλιών. Η έκφραση θείωνεμπειριών, τις όποιες βίωσαν κατεξοχήν όσοι αγωνίζονταν πνευματικά και όσοιχαριτώνονταν εξαιρετικά από το Θεό αυτοί κατέγραφαν τις θείες εμπειρίες τους,και έτσι έχουμε τα ασκητικά-νηπτικά (μυστικά) έργα. Η διατήρηση της μνήμης. Γιανα περισώσει τη μνήμη προσώπων και γεγονότων, η Εκκλησία μέσω συγγραφέωνεπωνύμων ή ανωνύμων, κατέγραφε αυτά και τα αφορώντα σ’ αυτά (Συναξαριστικά,ιστορικά, αγιολογικά έργα). Η λατρεία και η δοξολογία του Θεού.
ΟιΠατέρες θεολογούν με το φωτισμό του αγίου Πνεύματος
Το έργο κυρίως των Πατέρων και Διδασκάλωνστις καίριες και πρωτότυπες στιγμές τους, συντελέστηκε με ιδιαίτερο φωτισμό τουαγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό η Εκκλησία στις καίριες στιγμές της πατερικήςθεολογίας, την οποία γενικά χαρακτηρίζει ιερή Παράδοση, αποδίδει κύρος καισημασία ίση με εκείνη πού αποδίδει στην Αγία Γραφή, προπαντός όταν έχει κυρώσειτην Θεολογία αυτή με Σύνοδό της, και μάλιστα Οικουμενική.
Η θεία αλήθεια, ο Τριαδικός δηλαδή Θεός καιτο έργο του για την σωτηρία του ανθρώπου, φανερώθηκε προοδευτικά: Νόμος,Προφητεία, Ευαγγέλιο, Πεντηκοστή και εξής. Την πρόοδο αυτή ο Γρηγόριος θεολόγοςχαρακτηρίζει «μεταθέσεις βίων» και «σεισμούς». Το τελευταίο στάδιο αρχίζει μετην Πεντηκοστή, πού συνεχίζεται στον χώρο της Εκκλησίας (Χρυσόστομος, ΡΟ 50,454 εξ.). Θεωρείται μάλιστα το στάδιο τούτο, η οδηγητική δηλ. και φωτιστικήδράση του άγ. Πνεύματος στην Εκκλησία, σαν «ελπίδος συμπλήρωσις» (ΓρηγόριοςΘεολόγος, ΡG 36, 456ΑΒ), διότι «θαυματουργεί και την τελείαν εισάγει γνώσιν»(Χρυσόστομος, ΡG 59, 424). Ό Κύριλλος «Αλεξανδρείας μάλιστα εκφράζεταισαφέστερα επάνω στο θέμα και γράφει ότι «ου κατέληξεν αποκαλύπτων ημίν οΜονογενής» (ΡG 74, 576), επεξηγώντας φυσικά στην συνέχεια ότι το φωτιστικό έργοτου Πνεύματος είναι και του Κυρίου. Η βεβαιότητα των Πατέρων για τοναποκαλυπτικό χαρακτήρα της θεολογίας τους, ως οφειλόμενης στο άγ. Πνεύμα,στηρίζεται στους λόγους του Κυρίου, πού είναι και οι «αποχαιρετιστήριοι» προςτους μαθητές του:
«Ταύτα λελάληκα υμίν παρ’ υμίν μένων ο δεΠαράκλητος, το Πνεύμα το άγιον, ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματι μου, Εκείνοςυμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν» (Ίωάν. ίο ‘ 25-26).
«Έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, άλλ’ ου δύνασθεβαστάζειν άρτι, όταν δε έλθη Εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς ειςπάσαν την αλήθειαν» (Ίωάν. ιστ’ 12-13).
Η τομή πού οι λόγοι αυτοί κάνουν στο πρόβληματης φανερώσεως της αλήθειας, είναι βαθιά και αποτελεί σταθερό θεμέλιο προςαξιολόγηση της πατερικής προσφοράς σχετικά με την αλήθεια. Σύμφωνα με τουςλόγους αυτούς και την ορθή πατερική κατανόηση τους, ο Χριστός είχε και άλλουςλόγους να ειπεί και άλλες διδασκαλίες να δώσει στους μαθητές, πού δεν είπε καιδεν έδωσε. Ο Παράκλητος, το άγιο Πνεύμα, θα οδηγούσε σ’ ολόκληρη την αλήθεια,θα δίδασκε τα πάντα (όσα είναι αναγκαία).
Το έργο του Παρακλήτου δεν προϋποθέτειατέλεια στην αποκάλυψη του Κυρίου. Ο Ίδιος άλλωστε είναι ο ενανθρωπήσας Θεόςκαι είναι η αυτοφανέρωση της αλήθειας. Άρα η αποκάλυψη της αλήθειας στο πρόσωποτου Χριστού είναι και γνήσια και τέλεια. Μπορούμε όμως να πούμε ότι ο Χριστός,πού είναι η αλήθεια, εξαντλήθηκε; Εξαντλείται η άπειρη αλήθεια; Ασφαλώς όχι.Έτσι, αυτοαποκάλύπτεται ο Θεός εν Χριστώ για τη σωτηρία μας, διδάσκει για τοπρόσωπο Του ό,τι εξασφαλίζει την σωτηρία στον άνθρωπο, επιτελείται η επίγειαοικονομία του Χριστού. Όμως, οι συζητήσεις για Τριαδολογία ή Χριστολογίααπέδειξαν ότι, ενώ οι πιστοί έχουν την σώζουσα αλήθεια Χριστός, χρειάζοντανβαθύτερη κατανόηση αυτής, ώστε να απαντήσουν στην κακοδοξία λ.χ. του Αρείου,όπως με το φωτισμό του Πνεύματος έπραξε ο Μ. Αθανάσιος κατά τον ΘεολόγοΓρηγόριο. Αποτελεί ανυπέρβλητο μυστήριο το ότι, ενώ μετέχουμε στον Χριστό, δεγνωρίζομε σε άπειρο βαθμό την άπειρη αλήθεια Χριστός. Μετά από αυτάπροσεγγίζουμε καθαρότερα το πνεύμα της υποσχέσεως του Κυρίου σχετικά με τηναποστολή του Παρακλήτου να οδηγήσει σ’ ολόκληρη την αλήθεια και να διδάξει ταπάντα. Έτσι εξηγείται και η προοδευτική προβληματική στους κόλπους τηςΕκκλησίας σχετικά με το πρόσωπο του Χριστού, μολονότι και ο ίδιος ο Χριστόςμίλησε περί Εαυτού και οι Απόστολοι έγραψαν εξηγώντας το έργο Του. Πρώταδημιουργείται το θέμα της τριαδολογίας. Έπειτα συζητείται το είδος της σχέσεωςτων θείων προσώπων, τότε το αγ. Πνεύμα οδήγησε στην αλήθεια ότι ο Χριστός πούείναι Υιός του Πατρός, είναι ομοούσιος, έχει την αυτή φύση και είναι ισοδύναμοςπρος τον Πατέρα. Αργότερα θα τεθεί το πρόβλημα της σχέσεως των δύο φύσεων τουΧριστού.Και αφού λυθεί και τούτο, θα συζητηθεί η σχέση των ενεργειών των δύοφύσεων του Χριστού.
Την προοδευτικά αυτή μεγαλύτερη κατανόηση της αληθείαςπραγματοποιεί το άγιο Πνεύμα, χρησιμοποιώντας ορισμένα μέλη της Εκκλησίας, ταόποια έτσι γίνονται Πατέρες και Διδάσκαλοι.
Μετά απ’ όσα εκθέσαμε, προβάλλει το ερώτημα:τι είναι η θεολογική προσφορά των Πατέρων, ή μάλλον τί είναι η αλήθεια πούεκφράζουν σαν μεγαλύτερη κατανόηση της αλήθειας πού ήδη έχει δηλωθεί στην Γραφήκαι στην Παράδοση; Κατ’ αρχήν, αφού πρόκειται για περαιτέρω κατανόηση, δενέχουμε νέα αλήθεια. Αυτό αποκλείεται. Ο άγιος Ειρηναίος, πού μιλάει για το τίμπορεί να προσφέρει επιπλέον («πλείον», «πλέον») ο καλός θεολόγος, σημειώνειεμφαντικά ότι δεν φέρνει νέο Χριστό ή άλλο δημιουργό Θεό, αλλά κατά κάποιοτρόπο εισέρχεται βαθύτερα στις αλήθειες αυτές κι επεξεργάζεται θέματα της ΘείαςΟικονομίας, δίνοντας απαντήσεις στα προβλήματα πού γεννιούνται σε όσους ζουντις παραπάνω αλήθειες. Αφού, επομένως, δεν έχουμε νέα αλήθεια, πρόκειται περίδιασαφήσεως ή ερμηνείας της υπάρχουσας.
Στον Β’ Θεολογικό του Λόγο, που αποτελείθαυμάσια εισαγωγή στο λειτούργημα της θεολογίας, ο αγ. Ερηγόριος ο Θεολόγοςπροσγράφει στο άγιο Πνεύμα τον ρόλο του «εμπνείν» και στον «Λόγο εις τηνΠεντηκοστήν» παρακαλεί: «παρέστω μοι το Πνεύμα και διδότω λόγον» (ΡG 36, 436και 172 ΑΒ. Πρβλ. ΡG 35, 1121C – 1124D) σχετικά με το ότι είναι το ίδιο το άγιοΠνεύμα. Πίστευε δηλ. ότι δεν μπορούσε να θεολογήσει χωρίς να έχει στο ιερότούτο έργο επίκουρο κατά τρόπο συγκεκριμένο το αγ. Πνεύμα. Εκείνος πού θεολογείμε τις προϋποθέσεις αυτές, δεν πρόκειται βέβαια να λάβει εμπειρία της αληθείαςστην απειρία της, δε θα γνωρίσει «το πάν», την αλήθεια σ’ ολόκληρο το βάθος καιτο εύρος της, αλλά θα επιτύχει απλώς «πλέον», περισσότερο, εκείνου πού πέτυχε«άλλος» στην Παράδοση της «Εκκλησίας (Λόγος Λ, ΡG 36, 125ΒC). Ο θεολόγος δεαυτός, πού πετυχαίνει στο χώρο της αληθείας «το πλέον», καλείται από τονΓρηγόριο «άριστος» και είναι απόλυτα το ιερό πρόσωπο, το όποιο και ή όληΕκκλησία ονομάζει Πατέρα και Διδάσκαλο.
Άρα η συμβολή του Πατέρα και Διδασκάλου τηςΕκκλησίας είναι προσθήκη εμπειρίας (και άρα γνώσεως) της αληθείας. Η Εκκλησίαδηλαδή, προκύπτοντας μέσω του Διδασκάλου της στην χαρισματική γνώση τηςαληθείας, έχει και ζει κάποτε-κάποτε το φαινόμενο της αυξήσεως όχι της αλήθειας,αλλά της εμπειρίας της αληθείας. Η ίδια η αλήθεια ούτε αυξάνει ούτε μικραίνει,διότι είναι ταυτόσημη με την θεία πραγματικότητα. Εκείνο πού μόνο μπορεί νασυμβεί, είναι να ικανωθεί ο άνθρωπος για ευρύτερη εμπειρία της αλήθειας. Με τοντρόπο αυτό έχουμε, ανάλογα με τα εμφανιζόμενα προβλήματα κατά καιρούς,«συμπλήρωση» της εμπειρίας μας από την αλήθεια. Στήν συνήθη όμως θεολογικήορολογία, αλήθεια ονομάζουμε και την θεία πραγματικότητα καθεαυτήν και τηνεμπειρία της ή την γνώση της. Τούτο προκαλεί σύγχυση και παρεξηγήσεις. Εμείςθέλουμε να κάνουμε σαφές ότι στους Πατέρες, πού πραγματικά αυξάνουν τηνδιδασκαλία – Παράδοση της Εκκλησίας, έχουμε μόνο προσθήκη εμπειρίας και γνώσεωςτης αληθείας, σύμφωνα με όσα σχετικά εξήγησε ο Μ. Βασίλειος, αντιμετωπίζονταςτην ίδια παρεξήγηση:
Στην Εκκλησία δεν πρέπει να προσθέτουμεαλήθειες, άλλ’ ούτε και δόγματα «εκτός του εκ προκοπής τίνα αύξησινεπιθεωρείσθαι τοις λεγομένοις, όπερ ουχί μεταβολή εστίν εκ του χείρονος προς τοβέλτιον, αλλά συμπλήρωσις του λείποντας κατά την προσθήκην της γνώσεως» (Μ.Βασιλείου, Επιστολή 223,5 Προς Ευστάθιον ΡG 32, 829Β).
Η προκοπή και η αύξηση, για τις όποιες μιλάειεδώ ο Μέγας Βασίλειος, είναι αποτέλεσμα εισόδου στο «απόθετον κάλλος» τουγράμματος της Γραφής εξηγεί ο Γρηγόριος θεολόγος, (ΡG 36, 156CD) ή στο«κεκρυμένον» πλούτο της Γραφής (Χρυσόστομος, ΡG 54, 535). Οτιδήποτε όμωςαυθεντικό για την θεία αλήθεια είπαν οι Πατέρες και Διδάσκαλοι, οφείλεται στονφωτισμό του αγίου Πνεύματος, και γι’ αυτό αποτελεί πίστη μας και φρόνημα μαςκαι ήθος μας.
ΟιΠατέρες και το θύραθεν πνευματικό περιβάλλον
Η σχέση των Πατέρων με το πνευματικόπεριβάλλον της εποχής τους υπήρξε φυσική και διακριτική. Φυσική, διότιανέπτυξαν τον τρόπο σκέψεως, τις δομές και τις αντιλήψεις της εποχής καιχρησιμοποίησαν όλα τα στοιχεία αυτά ως μέσο περιγραφής κατανοήσεως τηςαποκαλουμμένης αλήθειας, ως μέσα και αφορμές εκφράσεως της θεολογίας τους.Διακριτική, διότι είχαν (ιδίως οι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι) συνείδηση τηςιδιαιτερότητας τους και της ουσιαστικής ετερότητας της θύραθεν γενικά σκέψης(φιλοσοφίας, ηθικής κλπ) και της αλήθειας της Εκκλησίας. Έτσι, μιλούσανε τηνγλώσσα της εποχής τους, για να κατανούνται, αλλά δεν συνέχεαν ελληνικήφιλοσοφία και θεολογία, δεν νόθευαν την αλήθεια του Θεού. Η διακριτικότητα τωνΠατέρων έναντι του πνευματικού τους περιβάλλοντος, πού ήταν κυρίως η ελληνικήκλασσική φιλοσοφία και παιδεία γενικά, ο ρωμαϊκός κόσμος, ο Ιουδαϊσμός, οΓνωστικισμός, ο Νεοπλατωνισμός, οι πολιτικές αντιλήψεις του Βυζαντίου, ομεσανατολικός θρησκευτικός κόσμος και οι παντός είδους κοσμολογικές αντιλήψεις,οδήγησε τους Πατέρες σ’ έναν εκλεκτικισμό. Άνετα δηλαδή χρησιμοποιούσανστοιχεία απ’ όλα τα παραπάνω πνευματικά δημιουργήματα, χωρίς προκαταλήψεις καιαποκλειστικότητες. Απέκλειαν μόνο το εσώτατο στοιχείο τους, είτε ήτανεφιλοσοφικό είτε κοσμολογικό ή ήθικιστικό.
Οι Πατέρες και οι ιδιαιτερότητες τους
Οι Πατέρες διακρίνονται μεταξύ τους γιαπολλούς λόγους. Και πριν απ’ όλα, διακρίνονται ως τον Η’ αι. σε Έλληνες(καταγωγής φυλετικής και παιδείας), Λατίνους (Γάλλους, Ιταλούς, ΙσπανούςΙλλυρούς, Βορειοαφρικανούς κλπ.), Σύρους και Αρμενίους. Φυσικά, οι σπουδαιότεροικαι περισσότεροι για τους πρώτους αιώνες (ως τον ΣΤ’) είναι Έλληνες. Γενικά οιΠατέρες διακρίνονται με βάση την διαφορετική εποχή πού έζησαν και έδρασαν, τηντοπική εκκλησιαστική τους παράδοση (Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ρώμη κλπ.), τηνπροβληματική την οποία αντιμετώπισαν, το φιλολογικό είδος, πού γράφονταςχρησιμοποιούσαν, την ιδιοσυγκρασία και τον προσωπικό τους χαρακτήρα, τονδιαφορετικό βαθμό παιδείας και φωτισμού του αγίου Πνεύματος, και την ιδιότητατους (λειτούργημα) στους κόλπους της Εκκλησίας (Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι,Διάκονοι, Μοναχοί, λαϊκοί).
Οι Πατέρες στην Εκκλησία και την Σύνοδο
Οι Πατέρες λειτουργούν στην Εκκλησία ωςενσαρκωτές και εκφραστές της ζωής και του φρονήματος της, αλλά και ως πρότυπακαι ήρωες, οι όποιοι θυσιάζονται γι’ αυτήν και με το έργο τους οικοδομούν ταμέλη της και λύνουν τα θεολογικά της προβλήματα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η σχέσητων Πατέρων με τις Συνόδους, μάλιστα τις Οικουμενικές, όπου διατυπώνεταιοριστικά και κυρώνεται η διδασκαλία της Εκκλησίας. Οι περισσότερες ΟικουμενικέςΣύνοδοι εργάστηκαν χωρίς την παρουσία, ως μελών, Μεγάλων Πατέρων καιΔιδασκάλων. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι κινήθηκε η θεόλογική διεργασία τωνΟικουμενικών Συνόδων ερήμην της θεολογικής προσφοράς Πατέρων, όχι απλώςεκκλησιαστικών συγγραφέων αλλά Πατέρων και Διδασκάλων. Η θεολογία δηλ. πούκυρώθηκε σε μία Οικουμενική Σύνοδο είναι έργο κάποιου λίγο προγενέστερου ήσυγχρόνου της Πατέρα και Διδασκάλου, τον όποιο ακολούθησαν πολλοίεκκλησιαστικοί συγγραφείς και υιοθέτησαν οι Επίσκοποι-μέλη της Συνόδου.
ΟιΠατέρες στην ιστορία του πνεύματος
Η θέση των Πατέρων στην καθόλον ιστορία τουπνεύματος και την παγκόσμια γραμματεία δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί και εκτιμηθείόσο πρέπει. Εδώ υπογραμμίζουμε μόνο τα εξής: α) εκπροσωπούν και εκφράζουν γιατον κόσμο γενικά την νέα πνευματική πραγματικότητα, η οποία εμφανίστηκε με τηνενανθρώπηση του θείου Λόγου, μεταστοιχείωσε σε ικανό βαθμό την ανθρωπότητα καιπροσέφερε στον κόσμο νέο πνευματικό μέτρο, β) Στην ιστορία της παγκόσμιαςφιλολογίας κατέχουν εξαιρετικά περίοπτη θέση και κρίνονται ως οι μεγαλύτεροισυγγραφείς της εποχής τους. γ) Οι Έλληνες ειδικά Πατέρες είναι οι μεγάλοισυντελεστές της διασώσεως του κλασσικού ελληνικού πολιτισμού και σ’ ένα βαθμόσυνεχιστές του μεγάλου αυτού πνευματικού θησαυρού, δ) Οι Έλληνες Πατέρες είναιοι πνευματικοί στυλοβάτες του υπερχιλιετούς βίου του Βυζαντίου, όπως οι Λατίνοιέγιναν οι τροφοδότες όλου του δυτικού κόσμου ως την Αναγέννηση.
Σπουδή και κατανόηση των Πατέρων
Για την σπουδή του προσώπου και του έργου τωνΠατέρων, ο ερευνητής χρησιμοποιεί κάθε είδους σύγχρονη επιστημονική μέθοδο, απότην φιλολογική κριτική μέχρι την παλαιογραφία, και από την ιστορία μέχρι τηναναλυτική φιλοσοφία και τον αποδομισμό (Destructuralismus). Τούτο δεν αρκείόμως. Η ορθή κατανόηση κι ερμηνεία, ιδιαίτερα του Πατέρα και Διδασκάλου,απαιτεί την είσοδο στο πνευματικό του κλίμα. Η είσοδος επιτυγχάνεται με τηνμεταστοιχείωση του μελετητή, με την έστω μερική μετοχή στις εμπειρίες πούεκφράζει ο Πατέρας, αλλιώς η γνώση θα μείνει εξωτερική, σχολαστική, χωρίς αυθεντικήπροσέγγιση του πνεύματος του Πατέρα και με συνεχείς παρανοήσεις.
Χρονικά όρια των Πατέρων
Με ιστορικοφιλολογικά και μάλιστα σχολαστικάκριτήρια, οι Δυτικοί αλλά και οι Ορθόδοξοι Πατρολόγοι ερευνητές περιόρισαν τηνπερίοδο των Πατέρων της Εκκλησίας για τη Δύση στο 604 (Γρηγόριος ο Μέγας) ή στο636 (Ισίδωρος Σεβίλλης) και για την Ανατολή στο 749 (Ιωάννης Δαμασκηνός). Ηθεώρηση αυτή μαρτυρεί άγνοια των παραγόντων και αναδεικνύουν κάποιο μέλος τηςΕκκλησίας σε Πατέρα και Διδάσκαλο. Οι παράγοντες αυτοί είναι η παραδοσιακότητα,ο κατεξοχήν φωτισμός του αγίου Πνεύματος και η με αυτά αντιμετώπιση-λύσημεγάλης θεολογικής κρίσεως στην Εκκλησία. Όσο λοιπόν η Εκκλησία θ’αντιμετωπίζει βαθιές θεολογικές κρίσεις, πού θ’ αφορούν την αλήθεια και αρά τησωτηρία των πιστών, το άγιο Πνεύμα θα φωτίζει, με διαφορετικές εκάστοτεσυνθήκες, κάποιο ή κάποια μέλη της Εκκλησίας, για να εξηγούν, να διασαφηνίζουν,την παρεξηγημένη από κάποιους όψη της αλήθειας. Επομένως δεν μπορούμε ναθέσουμε όριο στην εμφάνιση και δράση των Πατέρων, οι όποιοι πράγματιεμφανίστηκαν και μετά τις παραπάνω χρονικές περιόδους, όπως π.χ. στο πρόσωποτου Συμεών του Νέου Θεολόγου (ΙΑ’ αϊ.) ή του Γρηγορίου Παλαμά (ΙΔ’ αι.).
Η σύγχρονη έρευνα, η σχετική με τα πρόσωπακαι τα κείμενα των Πατέρων γενικά της Εκκλησίας, είναι τεράστια, ένεκα τηςσημασίας και του ρόλου πού οι συγγραφείς αυτοί διαδραμάτισαν στην πορεία τουδυτικού γενικά πολιτισμού και μάλιστα ένεκα του γεγονότος ότι τα ενδιαφέροντατους καλύπτουν όλους τους τομείς της ζωής και του προβληματισμού τουπνευματικού ανθρώπου. Όχι μόνο έδρες για τους Πατέρες υπάρχουν στις απανταχούθεολογικές Σχολές, αλλά και ειδικά επιστημονικά-ερευνητικά κέντρα λειτουργούνγια την μελέτη των Πατέρων.
ΟιΠατέρες και εμείς
Ο πρώτιστος λόγος πού κάνει αναγκαία την προσέγγισηκαι σπουδή των Πατέρων δεν είναι βέβαια να μάθουμε τί ήσαν και τί δίδασκαν,αλλά να γευθούμε το πνευματικό τους κλίμα.
Να ψαύσουμε τα ίχνη του Αγίου Πνεύματος σταιερά τους πρόσωπα.
Να θέσουμε του το δάκτυλο εις την αγωνία τουςγια την αλήθεια.
Να ακούσουμε τους κτύπους της καρδιάς τους,όταν εισέρχονται περαιτέρω(«πλέον και πλείον») στην αλήθεια.
Να ζήσουμε κάτι από τις θείες εμπειρίες, τιςθεωρίες του, τη χαρμολύπες, τις απογοητεύσεις, τις εξάρσεις, τις αρπαγές απότην εγκοσμιότητα, τις αρπαγές σε τρίτους ουρανούς.
Να παρακολουθήσουμε την απόλυτη πιστότητάτους την παράδοση.
Να μάθουμε πόση βαθειά εμπιστοσύνη είχαν στοΆγιο Πνεύμα.
Να εκπλαγούμε από το θάρρος τους γιαδημιουργία νέων όρων στη θεολογία.
Να διδαχθούμε την απαραίτητη και τολμηρήτακτική της αυξήσεως και διευρύνσεως της διδασκαλίας, της θεολογίας, τηςΠαραδόσεώς μας.
Να γνωρίσουμε τη γενναιοψυχία τους.
Να γνωρίσουμε την ευγένειά τους και τηναισθαντικότητά τους.
Και κάτι πολύ σπουδαίο:
Να μάθουμε πως μεθόδευαν την πρόσληψη καιμεταστοιχείωση του κόσμου, της γλώσσας του δηλαδή και της σκέψεώς του. Ψαύονταςτην προσωπική (αλλά στους κόλπους της Εκκλησίας) πορεία των αγίων Πατέρων,λαμβάνουμε πείρα της κατ΄ εξοχήν παρουσίας και δράσεως του άγ. Πνεύματος στονκόσμο.
___________________________________
ΕΚΔΟΣΕΙΣ (σε σειρά) ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
-Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων καιεκκλησιαστικών συγγραφέων (της Αποστολικής Διακονίας), Αθήνα 1955 εξ.
-Άπαντα των Αγίων Πατέρων (κείμενο –μετάφραση), Αθήνα 1971 εξ.
-Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας (καιμετάφραση), Θεσσαλονίκη 1972 εξ.
-Ελληνική Πατρολογία (.1. Ρ. ΜΙΟΝΕ), έκδ.Κέντρον Πατερικών Εκδόσεων Αθήναι 1987 εξ.
-SOURCES CHRETIENNES,Παρίσι 1941 εξ.

Viewing all articles
Browse latest Browse all 36600

Trending Articles