Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΤΟΥΦΩΤΟΣ, ΟΙ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΕΣ
ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΣΥΣΚΟΤΙΣΕΩΣ
«Φωστῆρεςὑπέλαμπροι, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, τὸν κόσμον ἐφωτίσατε, ταῖς διδαχαῖς ὑμῶν,Πατέρες θεόσοφοι, τήξαντες τὰς αἱρέσεις, πάντων τῶν κακοδόξων, σβέσαντες τὰςφλογώδεις, τῶν βλασφήμων συγχύσεις, διὸ ὡς Ἱεράρχαι Χριστοῦ, πρεσβεύσατεσωθῆναι ἡμᾶς».
(Ὄρθροςἑορτῆς τῶν ἁγίων Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου)
(ΠαναγιώτηςΣημάτης, θεολόγος)
Ἕνα μικρὸ ἀλλὰ καίριο κείμενο –γιὰ νὰκαθρεπτίσουμε τὴν φοβερὴ ἀλλοίωση τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως, ἐξ αἰτίας τοῦσυμφυρμοῦ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς παπικοὺς καὶ προτεστάντες– ἀποτελεῖ ἡ Ἐπιστολὴ τοῦ Μ. Ἀθανασίου «Πρὸςτοὺς Ἐπισκόπους Αἰγύπτου καὶ Λιβύης», ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ παραθέσουμε ἕνα μικρὸἀπόσπασμα.
Μ’ αὐτὸ ὁἅγιος Ἀθανάσιος, «υἱὸς -καὶ αὐτὸς- τοῦ φωτός» (Ἰωάν.12, 36) μᾶς ὑπενθυμίζει πόσο ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴ θεραπευτικὴποιμαντικὴ τῶν Πατέρων καὶ παίζουμε μὲ τὰ τῆς Πίστεως καὶ τὰ τῆς σωτηρίας τῶνἀνθρώπων. Καταδεικνύει τὸ μεγάλο ἀφετηριακὸ λάθος τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, οἱὁποῖοι στηρίχτηκαν καὶ ξεκίνησαν στὴ φιλοσοφία τῆς συζητήσεως ὅσων μᾶς ἑνώνουν καὶ ὄχι ὅσων μᾶς χωρίζουν. Τὸ ἀποτέλεσμα; Νὰ ἔχουμε ἑνωθεῖ πρακτικὰ (μέσα σὲἕνα κυκεῶνα ἀλλεπάλληλων συμπροσευχῶν) ὄχι μόνο μὲ ἑτερόδοξους, ἀλλὰ καὶ μὲμουσουλμάνους καὶ Ἑβραίους, αὐτοὺς ποὺ στὰ «Ἱερὰ» ἢ ἀπόκρυφα βιβλία τους ὁμιλοῦν μὲ χυδαῖο καὶ αἰσχρὸτρόπο γιὰ τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὴν Θεοτόκον μητέρα Του!
Καὶ τὸ ἐξωφρενικό: ἔχουμε ἑνωθεῖ πρακτικὰ μὲ ὅλους αὐτοὺς (ποὺ ἀποτελοῦν τοὺς «ἐχθροὺςτοῦ Θεοῦ», σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων) χωρὶς αὐτοὶ νὰ ἀπαρνηθοῦν, οὔτε «ἰῶτα ἓν ἢμία κεραία» ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τους· ἀντίθετα προσθέτουν κι ἄλλες(ἠχηρὸ παράδειγμα οἱ Ἀγγλικανοὶ μὲ τὴν κατάργηση τῶν θείων Ἐντολῶν, ὡς πρὸς τὴνἁμαρτίες τοῦ παντοειδοῦς σοδομισμοῦ).
«Ἀπαγορεύονται οἱ συμπροσευχές», ἔλεγαν οἱ παλαιότεροι (ἀλλὰ καὶ οἱνῦν) ἀρχιτέκτονες τῶν οἰκουμενιστικῶν Διαλόγων. Καὶ εἶναι γνωστὸ τοῖς πᾶσι, ὅτιαὐτὴ ἡ ἀπαγόρευση τῶν συμπροσευχῶν, δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς τὸν ὁρισμὸ τῆςὑποκρισίας, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ μιὰ θεομπαιξία, καθόσον ὅλα αὐτὰ δὲν ἐτηρήθησαν,ἀλλὰ ἐλέγοντο γιὰ τὴν παραπλάνηση ποιμένων καὶ πιστῶν.
Ἔτσι, οἱὈρθόδοξοι, συνεχῶς ὑποχωροῦμε στὶς καλοσχεδιασμένες ἀπαιτήσεις τῶν Παπικῶν καὶἀλλοιώνεται ραγδαίως ἡ πίστη μας. Ἀντὶ νὰ ἐπιζητοῦμε τὴν θεραπεία καὶ τῶνἑτερόδοξων –μαζὶ μὲ τὴ δική μας– ἀφήνουμε νὰ μᾶς “θεραπεύουν” αὐτοὶ μὲ φάρμακοτὴν αἵρεσή τους, ποὺ ἀποτελεῖ σκότος καὶ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ σκότους.
Καὶ συζητώνταςκανείς μὲ ὀρθόδοξους ἀδελφούς του, συνειδητοποιεῖ μὲ ἔκπληξη καὶ ὀδύνη, πόσοἔχει συσκοτίσει τὶς ὀρθόδοξεςσυνειδήσεις ὅλος αὐτὸς ὁ συμφυρμὸς τῶν ποιμένων μὲ τοὺς αἱρετικούς. Τόσο, ὥστετὸ στοιχεῖο τῆς ὁμολογίας, ποὺ ἦταν κυρίαρχο σὲ κάθε περίοδο αἱρέσεων, σήμεραὄχι μόνο νὰ ἀπουσιάζει, ἀλλὰ –αὐτὴ ἡ ἀπουσία του– νὰ θεωρεῖται φυσιολογικὴ ἀπὸτοὺς πιστούς! Βλέπουν νὰ συνεχίζονται οἱ ἐπιβλαβεῖς διάλογοι (μὲ τὸν τρόπον ποὺπραγματοποιοῦνται) καὶ οἱ συμπροσευχὲς μὲ αἱρετικούς, καὶ δὲν ἀντιδροῦν. Τοὺςἐνδιαφέρει μόνο ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Δὲν τοὺς εἶπε, λοιπόν, κανείς, ὅτι ἡσωτηρία γιά να ἐπιτευχθεῖ ἀπαιτεῖ καὶτὴν ἔμπρακτη ὁμολογία τῆς Πίστεως ποὺ κοστίζει, κι ὄχι τὴν ἀνώδυνη ἀπαγγελίατοῦ «Πιστεύω» μέσα στὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας;
Ἂςπροβληματιστοῦμε, λοιπόν, ἀπ’ ὅσα δια-φωτιστικὰ καὶ ἐκφραστικὰ τῆς ὀρθόδοξηςΠατερικῆς ποιμαντικῆς θεολογίας, γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος “Πρὸς τοὺς ἐπισκόπουςΑἰγύπτου καὶ Λιβύης” κι ἂς ἀναρωτηθοῦν οἱ σύγχρονοι ποιμένες: ποιά ἀπὸ τὰστοιχεῖα τῆς ποιμαντικῆς τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου ἐφαρμόζουν; Ἂς ἀναρωτηθοῦν ἰδίωςἐκεῖνοι οἱ ποιμένες, ποὺ καταφέρονται κατὰ τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας: μήπωςτὴν ἐφαρμόζουν κι αὐτοὶ κατὰ τὸν «μεταπατερικὸ» τρόπο, ἐπικαλούμενοι τὸ σλόγκαντῶν μεταπατερικῶν θεολόγων, πὼς «σήμερα ἔχουν ἀλλάξει οἱ καιροί, καὶ ἄραἀπαιτεῖται ἄλλη ποιμαντική ἀντιμετώπισης τῶν αἱρετικῶν»;
Κείμενο:
«Εἰ δὲ διὰ τὴν Ἀρειανήν (σ.σ. σήμερα Παπικήν) αἵρεσιν ἀπολογούμενοιγράφειν ἐπιχειροῦσιν, ἔδει τῶν φύντων κακῶν τὰ σπέρματα προανελεῖν, καὶ τοὺς τὰσπέρματα παρασχόντας στηλιτεῦσαι, καὶ οὕτως τὰ ἀντ' ἐκείνων γράφειν ὀρθῶς, ἢἐκδικεῖν φανερῶς τὰ Ἀρείου, ἵνα μὴ κεκρυμμένως, ἀλλὰ φανερῶς χριστομάχοιδεικνύωνται, καὶ πάντες αὐτοὺς φεύγωσιν ὡς ἀπὸ προσώπου ὄφεως.
Νῦν δὲ κἀκεῖνα κρύπτουσι, καὶ περὶἄλλων προσποιούμενοι γράφουσι· καὶ ὥσπερ ἰατρὸς κληθεὶς πρὸς πληγέντα καὶκάμνοντα, καὶ εἰσελθὼν περὶ μὲν τῶν τραυμάτων μηδὲν λέγοι, περὶ δὲ τῶνὑγιαι-νόντων μελῶν διαλέγοιτο, πολλῆς ἂν ἐμβροντησίας καταγνωσθείη, ὅτι ὧν μὲνχάριν εἰσῆλθε, σιωπᾷ, τῶν δὲ ἄλλων, ὧν οὐκ ἔστι χρεία αὐτοῦ, διαλέγεται· τὸναὐτὸν τρόπον καὶ οὗτοι τὰ μὲν τῆς αἱρέσεως αὐτῶν ἀφιᾶσιν, ἕτερα δὲ γράφεινἐπιχειροῦσιν.
Ἔδει δέ, εἴπερ περὶ πίστεωςἐφρόντιζον, καὶ τὸν Χριστὸν ἠγάπων, πρῶτον τὰ κατ' αὐτοῦ βλάσφημα ῥήματαπροανελεῖν, καὶ οὕτως ἀντ' ἐκείνων τοὺς ὑγιεινοὺς λέγειν τε καὶ γράφειν λόγους.Ἀλλ' οὔτε αὐτοὶ τοῦτο ποιοῦσιν, οὔτε τοὺς θέλοντας ποιεῖν ἐπιτρέπουσιν, ἢἀγνοοῦντες, ἢ τέχνῃ πανουργίας χρώμενοι.
Εἰ μὲν οὖν ἀγνοοῦντες τοῦτοπάσχουσι, προπετείας ἂν ἐγκαλοῖντο ὅτι περὶ ὧν οὐκ ἴσασι, δαβεβαιοῦνται· εἰ δὲγινώσκοντες ἃ προσποιοῦνται, μείζων κατ' αὐτῶν ἡ κατάγνωσις, ὅτι περὶ μὲν τῶνἰδίων βουλευόμενοι, πάρεργον οὐδὲν τίθενται· περὶ δὲ τῆς εἰς τὸν Κύριον ἡμῶνπίστεως γράφοντες, παίζουσι, καὶ πάντα μᾶλλον ἢ ἀληθεύουσι· καὶ κρύπτουσι μέν,περὶ ὧν ἡ αἵρεσις αὐτῶν ἐγκαλεῖται, λέγουσι δὲ τὰς ἀπὸ τῶν Γραφῶν λέξεις.
Ἔστι δὲ τοῦτο κλοπὴ τῆς ἀληθείαςἄντικρυς, καὶ πάσης ἀδικίας μεστόν· καὶ τοῦτο εὖ οἶδ' ὅτι καὶ ἡ ὑμετέραθεοσέβεια συνορᾷν ἐκ τούτων καλῶς δυνήσεται. Οὐδεὶς γὰρ ἐγκαλούμενος περὶμοιχείας ἀπολογεῖται περὶ κλοπῆς, οὐδὲ φόνου τις ἔγκλημα διώκων ἀνέχεται τῶν κατηγορουμένων,εἰ ἀπολογοῖντο λέγοντες, οὐκ ἐπιωρκήσαμεν, ἀλλὰ καὶ τὴν παρακαταθήκηνἐφυλάξαμεν· μᾶλλον γάρ ἐστι τοῦτο παίγνιον ἢ λύσις ἐγκλήματος καὶ ἀληθείαςἀπόδειξις. Τί γὰρ φόνος πρὸς παρακαταθήκην; ὴ τί μοιχεία πρὸς κλοπήν;...
Ἐπειδὴ δὲ κρύπτουσιν αὐτοὶ καὶφοβοῦνται λέγειν, ἀναγκαῖον ἡμᾶς ἀποδῦσαι τὸ κάλυμμα τῆς ἀσεβείας, καὶδειγματίσαι τὴν αἵρεσιν, εἰδότας ἃ τότε οἱ περὶ Ἄρειον ἔλεγον, καὶ πῶςἐξεβλήθησαν ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ καθῃρέθησαν ἀπὸ τοῦ κλήρου· συγγνώμην μέντοιπρότερον αἰτησαμένους, ἐφ' οἷς μέλλομεν προφέρειν ῥυπαροῖς ῥήμασιν· ὅτι μὴφρονοῦντες, ἀλλὰ ἐλέγχοντες τοὺς αἱρετικοὺς, λέγομεν ταῦτα».
Μετάφραση:
Ἐὰν πάλιν προσπαθοῦν νὰ γράψουν διὰνὰ ἀπολογηθοῦν διὰ τὴν ἀρειανικὴν αἵρεσιν, θὰ ἔπρεπε πρῶτον νὰ ἐξαφανίσουν τὰσπέρματα τῶν κακῶν, καὶ νὰ στιγματίσουν αὐτοὺς ποὺ ἔσπειραν αὐτὰ τὰ σπέρματα,καὶ ἔτσι νὰ γράψουν σωστὰ τὰ ἀντίθετα πρὸς ἐκεῖνα, ἤ, ἂν δὲν κάνουν αὐτό, νὰὑπερασπισθοῦν φανερὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἀρείου, διὰ νὰ ἀποδεικνύωνται ὄχικρυφά, ἀλλὰ φανερὰ ὅτι εἶναι χριστομάχοι, καὶ ἔτσι νὰ ἀποφεύγουν αὐτοὺς ὅλοι,ὡσὰν νὰ πρόκειται περὶ ὄφεων. Τώρα ὅμως καὶ ἀποκρύπτουν ἐκεῖνα, καὶπροσποιοῦνται πὼς γράφουν δι' ἄλλα πράγματα. Καί, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὸνἰατρόν, ποὺ ἐνῶ καλῆται διὰ κάποιον πληγωμένον καὶ ἀσθενῆ, ὅταν φθάσῃ, δὲνλέγει τίποτε διὰ τὰ τραύματα, ἀλλὰ συζητᾶ περὶ τῶν ὑγειῶν· αὐτὸς θὰχαρακτηρισθῆ ὡς πολὺ παράφρων, ἐπειδὴ δὲν ὁμιλεῖ διὰ τὸν σκοπὸν ποὺ ἦλθε, ἀλλὰσυζητᾶ δι' ἄλλα ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη· κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ αὐτοί,ἐγκαταλείπουν τὴν αἵρεσιν καὶ προσπαθοῦν νὰ γράψουν δι' ἄλλα πράγματα.
Ἔπρεπε λοιπὸν ἐὰν ἐνδιεφέροντο διὰτὴν πίστιν, καὶ ἐὰν ἀγαποῦσαν τὸν Χριστόν, πρῶτον νὰ ἀνασκευάσουν τὰ βλάσφημακατ' αὐτοῦ λόγια, καὶ μετὰ νὰ γράφουν καὶ νὰ λέγουν ἀντὶ ἐκείνων τὰ σωστά. Ἀλλ'οὔτε αὐτοὶ τὸ κάνουν, οὔτε αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ τὸ κάνουν ἀφήνουν, εἴτε διότιδὲν γνωρίζουν, εἴτε χρησιμοποιοῦντες τέχνην πονηράν.
Λοιπόν, ἐὰν μὲν παθαίνουν αὐτὸ διότιἔχουν ἄγνοιαν, θὰ ἔπρεπε νὰ κατηγορηθοῦν ὡσὰν προπέται, διότι δίδουν ἐξηγήσειςδιὰ πράγματα ποὺ δὲν ξέρουν. Ἐὰν ὅμως κάνουν αὐτό, ἐνῶ γνωρίζουν αὐτὰ ποὺπροσποιοῦνται, ἡ κατηγορία ἐναντίον των εἶναι βαρυτέρα, διότι ὅταν μὲνσκέπτωνται διὰ τὰ ἰδικά των, ἀσχολοῦνται μὲ ζῆλον, ὅταν δὲ γράφουν περὶ τῆςπίστεως εἰς τὸν Κύριόν μας τότε παίζουν, καὶ κάθε ἄλλο παρὰ λέγουν τὴνἀλήθειαν. Καὶ τότε ἀποκρύπτουν μὲν αὐτὰ διὰ τὰ ὁποῖα κατηγορεῖται ἡ αἵρεσίςτων, προφέρουν δὲ τὰ λόγια τῶν Γραφῶν.
Αὐτὸ ὅμως εἶναι κλοπὴ ἀντίθετος ἀπὸτὴν ἀλήθειαν καὶ μεγίστη ἀδικία, καὶ αὐτό, γνωρίζω καλά, ὅτι ἡ θεοσέβειά σας θὰἠμπορέση νὰ τὸ ἀντιληφθῇ καλὰ ἐκ τούτων. Διότι κανεὶς κατηγορούμενος διὰμοιχεία δὲν ἀπολογεῖται περὶ κλοπῆς, οὔτε κανεὶς δικαστὴς ἐγκλήματος φόνουἠμπορεῖ νὰ ἀκούῃ τοὺς κατηγορουμένους, ἐὰν εἰς τὴν ἀπολογίαν των λέγουν, ὅτιδὲν παρέβημεν τὸν ὅρκον μας, ἀλλ' ἐτηρήσαμεν τὴν ὑπόσχεσίν μας. Διότι αὐτὸεἶναι περισσότερον παιχνίδι καὶ ὄχι ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν κατηγορίαν ἢ ἀπόδειξις τῆςἀληθείας. Ποίαν σχέσιν δηλαδὴ ἔχει ὁ φόνος μὲ τὴν ὑπόσχεσιν, ἢ ἡ μοιχεία μὲ τὴνκλοπήν;
Ἐπειδὴ ὅμως αὐτοὶ κρύβονται καὶφοβοῦνται νὰ τὸ εἰποῦν, εἶναι ἀνάγκη ἡμεῖς νὰ ξεσκεπάσωμεν τὴν ἀσέβειαν, καὶ νὰφανερώσωμεν τὴν αἵρεσιν, διότι γνωρίζομεν τί ἔλεγαν τότε οἱ ὁμόφρονες τοῦἈρείου, καὶ πῶς ἐδιώχθησαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ καθῃρέθησαν ἀπὸ τὸν κλῆρον.Λοιπὸν ὅλα αὐτὰ τὰ λέγομεν ἀφοῦ ζητήσωμεν πρῶτον συγγνώμην δι’ ὅσα βρώμικαλόγια πρόκειται νὰ ἀναφέρωμεν, διότι δὲν τὰ λέγομεν ἐπειδὴ τὰ πιστεύομεν, ἀλλὰδιὰ νὰ ἐλέγξωμεν τοὺς αἱρετικούς.
(Μ. Ἀθανασίου, Πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους Αἰγύπτου καὶ Λιβύης, ἘπιστολὴἘγκύκλιος κατὰ Ἀρειανῶν, Μ. Ἀθανασίου Ἔργα, τόμ. 10ος, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις“Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς”, σελ. 46-49).
Ποιά ὁμοιότηταμπορεῖ νὰ βρεῖ κανείς, συγκρίνοντας αὐτὴ τὴν κρυστάλλινης καθαρότητας γραμμὴτοῦ Μ. Ἀθανασίου μὲ τὴν οἰκουμενιστικῆς νοοτροπίας πρακτική, μὲ τὴν ὁποίαδιεξάγονται οἱ σημερινοὶ διάλογοι καὶ οἱ –μὲ αὐτοὺς– συνδεόμενες συμπροσευχές;Ποιό ἴχνος μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς στὴν Ἐκκλησία (καὶ ὄχιἑνώσεως τῶν «ἐκκλησιῶν», ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ΜΙΑ, καὶ ὡς μία, δὲν εἶναιδυνατὸν νὰ ἑνωθεῖ μὲ καμιὰ ἄλλη) βλέπουν οἱ ἡγέτες τοῦ Φαναρίου καὶ ὅσοι τοὺςἀκολουθοῦν;
Ὅλοι οἱ Ἅγιοι,ποὺ ἔγιναν «υἱοὶ τοῦ φωτός», καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος καὶ Κύριλλος ποὺ σήμεραἑορτάζουμε, μᾶς δίνουν τὴν εὐκαιρία νὰ καταλάβουμε, ὅτι δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡπροσωπικὴ «καλλιέργεια», ἀλλὰ καὶ ἡ ὀρθὴ ὁμολογία. Καὶ ὀρθὴ ὁμολογία σὲ καιρὸαἱρέσεως τοῦ ὕπουλου παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἶναι ἡ κατάδειξη τῶν συγκεκριμένωναἱρετικῶν καὶ ἡ ἀπομάκρυνσή τους ἀπὸτὴν Ἐκκλησία.
«Ἀκαταλήπτῳ σου χειρί, καὶ σθένειἀπορρήτῳ, τὴν σὴν νῦν Ἐκκλησίαν οὐρανώσας Οἰκτίρμον, ἔδειξας ὄντως φαεινοὺς τοὺςδύω φωστῆρας, μεγίστους τε καὶ τερπνούς, τὸν κόσμον καταυγάζοντας, σὺν Ἀθανασίῳτῷ πανσόφῳ, Κύριλλον τὸν θεῖον. Ταῖς αὐτῶν οὖν ἱκεσίαις, ἐξάρας τὴν νύκτα,ἐχθρῶν πᾶσαν ἀχλὺν διάλυσον Σῶτερ, καὶ φωτὶ τῷ φρικτῷ τῶν πιστῶν τὰ πλήθηκαταύγασον, πρὸς τὸ κράζειν καὶ βοᾶν σοι. Σῶσον Οἰκτίρμον, τοὺς πίστει τιμῶντάςσε».
(Ὄρθρος ἑορτῆςτῶν ἁγίων Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου, Ὁ Οἶκος)