Σκηνές από τη ζωή του Μ. Αθανασίου και τα πρώτα βήματα τηςθεολογίας του
Από τον Αχιλλέα Πιτσίλκα, διδάκτοραΘεολογίας
Ο Μ. Αθανάσιος, όπως είναι γνωστό, ήτανένας από τους πιο μεγάλους και ταυτόχρονα αγαπητούς Αγίους σε όλους τουςορθοδόξους και ιδιαίτερα στον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, που τον θαύμαζε σανστύλο της Εκκλησίας και για τούτο έλεγε γι’ αυτόν ότι «Αθανάσιον επαινών αρετήνεπαινέσομαι.Ταυτόν γαρ έστιν αρετήν και Αθανάσιον επαινέσαι».
Από τις πολλές δε αρετές του θαπαρουσιάσουμε ιδιαίτερα τρεις, που φαίνονται σε τρεις σκηνές γιατί αυτέςδείχνουν και την ανάβαση στην κλίμακα της θέωσης και της θεολογίας του.
Μία από τις ευτυχέστερες στιγμές τηςζωής του Αθανασίου, που μελετούσε σαν νέος τις Γραφές με ιερό ζήλο, ήταν ηγνωριμία του με τον «πατριάρχη της ερήμου» δηλαδή τον Μ. Αντώνιο, όταν άφησεγια λίγο την πολύβουη Αλεξάνδρεια, για να μεταβεί με κάποιους φίλους του γιατον πνευματικό ανεφοδιασμό του στην έρημο. Με την καθοδήγηση του Μ. Αντωνίου,δηλαδή και με τις μελέτες ταυτόχρονα των θείων Γραφών, ξέφυγε, σαν νέος, τιςπαγίδες των νοητών εχθρών και έγινε πολύ δυνατός στο «λέγειν και συγγράφειν καιπείθειν», έχοντας ως σφενδόνη τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Όταν ο Αθανάσιος μεγάλωσε κάπως,χειροτονήθηκε σε κάποια στιγμή από τον πατριάρχη Αλέξανδρο διάκονος, για να τονέχει βοηθό και συμπαραστάτη του στα ποικίλα καθήκοντα. Ως διάκονος δε, ο Άγιος,που δεν έπαυσε να μελετά «ημέρας και νυκτός», προσευχήθηκε, θα λέγαμε,περισσότερο, ενώ ταυτόχρονα υπηρετούσε ταπεινά όχι μονάχα το γέροντα πατριάρχη,αλλά γενικότερα και τον ορθόδοξο λαό. Κατά την περίοδο ακριβώς αυτή ο άγιοςέγραψε και τα δύο πρώτα έργα της ζωής του, το λόγο «Κατά Ελλήνων» (δηλ.ειδωλολατρών) και το λόγο «Περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου».
Στο πρώτο από τα έργα αυτά κάνει λόγογια το σκοταδισμό των ειδωλολατρών, που πλανήθηκαν από το δρόμο το σωστό καιδιαστράφηκαν στον εσωτερικό τους κόσμο τόσο, ώστε να μεταχειρίζονται «τηνγλώτταν αντί ευφημίας εις βλαστημίας, τας χείρας εις τον κλέπτειν, τους πόδαςεις οξύτητα του εκχέαι αίμα».
Στο δεύτερο έργο του ο άγιος βεβαιώνειότι «Αυτός ενανθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (ΒΕΠ 30, 119). Με τα λόγια δεαυτά έγινε πρόδρομος της περί θεώσεως διδασκαλίας των αγίων Πατέρων, κατά τηνοποία ο πιστός, που κοπιά στην εργασία των εντολών και, ενώ προσεύχεται,«αίφνης εν ανεκλαλήτω χαρά γίνεται, ως αλλοιωθήναι αυτόν ξένην και υπέρ λόγοναλλοίωσιν», ώστε να «αποθέτει» το βάρος του σώματος και να αισθάνεται τηνεπιδημία του Θεού στην καρδιά του, που δωρίζει σ’ αυτόν «εντεύθεν ήδη την τωνασωμάτων κατάστασιν» (Νικήτα Στηθάτου, Κεφάλαιο Φυσικά, Φιλοκαλία Γ, 308).
Από την αρχή σχεδόν της χειροτονίας τουσε διάκονο, ο Άγιος δεν είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με την αντιμετώπιση τηςαίρεσης του Αρειανισμού. Εντελώς ιδιαίτερα όμως ασχολήθηκε με το ζήτημα αυτό το325 μ.Χ., κατά το οποίο έλαβε και ο ίδιος μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, ωςσυνοδός του Πατριάρχη. Στη Σύνοδο αυτή, δηλαδή, δόθηκε σε κάποια στιγμή ο λόγοςκαι μίλησε κατά τρόπο τόσο πολύ δυνατό, ώστε να ειπωθεί χαρακτηριστικά ότι«αυτός κυρίως την νόσον του Αρειανισμού έστησεν»
Εξαιτίας της στάσης αυτής, ακριβώς,αλλά και όλων των αγώνων του σ’ ολόκληρη την πολυκύμαντη ζωή του,χαρακτηρίστηκε δίκαια ως ο σημαιοφόρος της Ορθοδοξίας ή ακριβέστερα «στύλος».
Με όλα δε τα πιο πάνω, ο Άγιος έδειξεσε όλους αυτό που έγραψε θεόπνευστα και ο Απ. Πέτρος, ότι δηλαδή «ουκ εστίνόνομα έτερον, εν ω δει σωθήναι ημάς», από το όνομα του Χριστού, στο οποίον όμωςπρέπει να πιστεύει ορθόδοξα ως «ομοούσιον» με τον Πατέρα. Με τον τρόπο δε αυτόθα ζει κατά Θεόν στη ζωή αυτή και μετά του Θεού στην πέραν του τάφου, όπως καιο Άγιος, για τον οποίο σημειώθηκε από το θαυμαστή του Γρηγόριο τον Θεολόγο ότι
«Θεώ ζώσι πάντοτε
οι κατά Θεόν ζήσαντες».