![](http://3.bp.blogspot.com/-PjhWkLhOYK4/TyxslTKNgXI/AAAAAAAAAhk/ei7pnGvUwqI/s200/images.jpg)
Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι, ο ειςΦαρισαίος και ο έτερος τελώνης»
α. Ένας θεωρούμενος άγιος και έναςθεωρούμενος αμαρτωλός βρίσκονται στον ίδιο χώρο του ναού, για να προσευχηθούν.Ο ένας, ο Φαρισαίος, γεμάτος αρετές που επιβεβαιώνονταν στην πράξη,καταδικάζεται: η προσευχή του απορρίπτεται. Ο άλλος, ο Τελώνης, γεμάτος απόαμαρτίες και αδικίες, δικαιώνεται: η προσευχή του γίνεται αποδεκτή από τον Θεό.Στην αρχή του Τριωδίου, της ευλογημένης περιόδου που εκβάλλει στον Σταυρό καιτην Ανάσταση του Κυρίου, η Εκκλησία μας προβάλλει το ανατρεπτικό αυτό σκηνικό.Για να μας θυμίσει ότι ένας είναι ο δρόμος της περπατησιάς μας σ’ αυτόν τονκόσμο: ο δρόμος της τελωνικής κραυγής: «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Τιτελικά συμβαίνει;
β. 1. Και οι δύο, και ο Φαρισαίος και οτελώνης, επιτελούν κάτι που εκ πρώτης όψεως φαίνεται καλό: προσεύχονται.Παγκοσμίως και πανθρησκειακώς, η προσευχή θεωρείται ότι είναι μία από τιςανώτερες ενέργειες της ψυχής του ανθρώπου, αν όχι η ανώτερη, κατεξοχήν δε στονΙουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό. Ο ιουδαιοχριστιανισμός κατανοεί την προσευχή ωςκαρπό της πρώτης και μεγάλης εντολής του Θεού, της αγάπης προς Εκείνον. «ΑγαπήσειςΚύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης τηςδιανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου». Αναφέρεσαι στον Θεό και διαλέγεσαι μεΕκείνον, τον Οποίον καλείσαι να αγαπάς καθ’ ολοκληρίαν, γιατί σε δημιούργησε,σε φροντίζει, σε διακυβερνά, είναι ο τελικός κριτής σου. Με το δεδομένο μάλιστατης «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού» δημιουργίας σου. Κι ακόμηπερισσότερο, εκεί που η προσευχή θεωρείται ό,τι πιο φυσικό και αναγκαίο μπορείνα υπάρξει στον άνθρωπο, κατά κυριολεξίαν θέμα ζωής και θανάτου, είναι στηχριστιανική πίστη. Διότι ο Χριστός ερχόμενος στον κόσμο προσέλαβε τον άνθρωπο,τον ένωσε με τον Εαυτό Του, τον έκανε μέλος δικό Του, κάτι που ενεργοποιείται στηνΕκκλησία με το μυστήριο του βαπτίσματος, του χρίσματος, της εν μετανοία μετοχήςστη Θεία Ευχαριστία. Δεν είναι τυχαίο που ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει ότιη προσευχή είναι πιο αναγκαία και από την ίδια την αναπνοή, είναι ηίδια η ζωή του ανθρώπου. «Μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον»,σημειώνει συγκεκριμένα, δηλαδή: πρέπει να μνημονεύουμε τον Θεό περισσότερο απότο να αναπνέουμε. Ούτε είναι επίσης τυχαίο που ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακοςορίζει την προσευχή ως «συνουσία του ανθρώπου με τον Θεό».
2. Κι όμως! Αυτό που θεωρείται ανάγκηκαι ζωή, μπορεί να γίνει οσμή θανάτου, καταστροφικό και όνειδος για τονάνθρωπο. Που σημαίνει: μπορεί να προσεύχεσαι και η προσευχή σου να είναιαναποτελεσματική, να γίνεται απορριπτέα, να αποστρέφει ο Θεός το πρόσωπό Τουαπό αυτήν. Κι αυτό γιατί; Διότι όχι η προσευχή καθ’ εαυτήν, αλλά ο τρόπος πουτην πραγματοποιεί κανείς είναι το ζητούμενο. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο μεοτιδήποτε θεωρείται καλό και ενάρετο: όχι το φαίνεσθαι, αλλ’ η ουσία, η«καρδιά» είναι εκείνο που δίνει τον θετικό χρωματισμό. Η ελεημοσύνη γιαπαράδειγμα. Δεν αρκεί να δίνεις στους άλλους. Σημασία έχει με τι καρδιά τοδίνεις, γιατί αυτό μετράει και βλέπει ο Θεός. «Άνθρωπος εις πρόσωπον, Θεός ειςκαρδίαν βλέπει». Ο Κύριος το δίλεπτο της πτωχής χήρας μακάρισε και όχι τα πολλάπου έβαζαν στο γαζοφυλάκιο οι πλούσιοι Φαρισαίοι. Διότι η χήρα έδωσε από τουστέρημά της, όλο το βιος της, ενώ οι άλλοι από το περίσσευμά τους. Η νηστεία,το ίδιο. Και πάλι ο Κύριος κατέκρινε την υποκριτική νηστεία των Φαρισαίων, γιατίτην έκαναν «προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις».
3. Γιατί λοιπόν δεν δικαιώθηκε ηπροσευχή του Φαρισαίου; Πώς αυτό που φαινόταν θεάρεστο κατακρίθηκε;
(1) Διότι ο Φαρισαίος δεν στάθηκεενώπιον του Θεού, αλλά ενώπιον του εαυτού του. «Σταθείς προς εαυτόν» λέει,και όχι «προς τον Θεόν». Η προσευχή του δηλαδή ήταν μία δοξολογική αναφορά στοείδωλο που είχε κατασκευάσει για τον εαυτό του. Τον εαυτό του «λιβάνιζε» με ταλόγια της προσευχής του, έχοντας ως θυμίαμα τις υποτιθέμενες αρετές του. Οιαρετές του Φαρισαίου δεν ήταν ο καρπός της παρουσίας του Θεού στη ζωή του –ό,τι τονίζει ο λόγος του Θεού – αλλά το αποτέλεσμα, καθώς νόμιζε, της δικής τουαυτόνομης προσπάθειας: «νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσακτώμαι». Η καύχησή του λοιπόν ήταν μονόδρομος. Το εγώ του ήταν και ο Θεός του.Ποιος μπορούσε να παραβληθεί μαζί του; Κι ο Θεός ο Ίδιος ήταν υποχρεωμένος ναυποκλιθεί στο «μεγαλείο» του. Η Βασιλεία του Θεού ήταν δεδομένη γι’ αυτόνκατάσταση.
Η περιγραφή της «προσευχής» τουΦαρισαίου παραπέμπει ασφαλώς στη στάση του Εωσφόρου, του πρώτου αγγέλου πουξέπεσε, όπως καταγράφεται ήδη στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Εωσφόρος παρουσιάζεται«μεθυσμένος» από το φως του – φως του Θεού στην πραγματικότητα που δεν τοκατανοεί – και τις αρετές του. «Δεν μπορεί παρά να είμαι Θεός» είναι προφανώς ησκέψη του. «Θα στήσω τον θρόνο μου απέναντι στον Ύψιστο». Και το αποτέλεσμαείναι παραπάνω από τραγικό: «εθεώρουν τον σατανάν – λέγει οίδιος ο Κύριος – ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα». Η πτώση δηλαδή τουΕωσφόρου και η μεταβολή του σε σατανά, σε αντίπαλο δηλαδή του Θεού, σε διάβολο.Το ίδιο δεν συμβαίνει όμως και με την «προσευχή» του Φαρισαίου; Ίδια αλαζονικήκαι υπερήφανη συμπεριφορά, ίδιο και το αποτέλεσμα: η παταγώδης πτώση∙ ηαποστροφή του Θεού∙ ο δαιμονισμός!
(2) Διότι ο Φαρισαίος «προσεύχεται»,και από το ύψος των αρετών του, ως «θεός», καταδικάζει και κατακρίνει τον κόσμοόλο: «Ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων». Για να γίνει πιο συγκεκριμένος: «ήκαι ως ούτος ο τελώνης». Το βλέμμα του και τα λόγια του, «πύρινη ρομφαία» γιατον ταλαίπωρο τελώνη, τον «αμαρτωλό». Πρέπει να ένιωσε μια γεύση στυφάδας στοστόμα του, καθώς τον ανέφερε. Η κατάκρισή του γίνεται εξουδένωση του αμαρτωλού.Ίσως και να απόρησε πώς μπορεί και ζουν τέτοιοι άνθρωποι, που μολύνουν τον κόσμοτων «καθαρών» σαν κι αυτόν ανθρώπων, αναπνέοντας τον ίδιο αέρα με αυτούς. Ηπροσευχή του λοιπόν, γεμάτη υπερηφάνεια και καύχηση για τον εαυτό του, πλήρηςαποτροπιασμού και κατάκρισης για τον αμαρτωλό.
4. Γιατί δικαιώθηκε όμως η προσευχή τουτελώνη; Πώς η ενέργεια του αντικειμενικά αμαρτωλού κάμπτει τον Θεό καιπροσφέρει Αυτός πλούσια τη χάρη Του σ’ εκείνον; Διότι ακριβώς στάθηκε ενώπιοντου Θεού εν μετανοία. Δηλαδή με επίγνωση των αμαρτιών του, η οποία τον έκανε νανιώθει ταπεινός και μηδαμινός, αλλά και με πίστη στο έλεος και την αγάπηΕκείνου.«Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Η επίγνωση και η πίστη αυτήσυνιστούν τις βάσεις της μετανοίας. Στο πρόσωπο του τελώνη της παραβολήςψαύουμε τα αληθινά σημάδια της, τα οποία δείχνουν ποια στάση ανθρώπου αποδέχεταιως στάση δικαίωσης από Εκείνον ο Ίδιος ο Θεός. Κι αυτήν τη στάση τηχαρακτηρίζει ο Κύριος ως ταπείνωση. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν».
Σ’ αυτήν την προσευχητική στάση, εκείδηλαδή που ο άνθρωπος είναι στραμμένος μόνο στον εαυτό του, θρηνώντας τιςαμαρτίες του, δεν υπάρχει ίχνος κατάκρισης για τους άλλους. Το αντίθετομάλιστα: στρέφοντας τα βέλη της κριτικής του ο τελώνης μόνο προς τον εαυτό του,απαλλάσσει από κάθε καταδίκη τους άλλους, υψώνοντάς τους υπεράνω του εαυτούτου. Κι αυτό θα πει: όποιος κοιτά τον εαυτό του και τα δικά του αμαρτήματα, δενέχει χρόνο για να βλέπει τα σφάλματα των άλλων, καλύτερα: βλέπει τους άλλουςανωτέρους από αυτόν. «Τη ταπεινοφροσύνη αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντας εαυτών»,που λέει κι ο απόστολος Παύλος: με την ταπείνωση να θεωρείτε τους άλλους ότιείναι ανώτεροί σας. Τι άλλο σημαίνει η διπλωμένη στα γόνατα στάση προσευχής τουτελώνη, μακριά από τους άλλους – «μακρόθεν εστώς» - και μη τολμώντας ούτε τουςοφθαλμούς του να σηκώσει επάνω; - «Ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τονουρανόν επάραι».
5. Έτσι η προσευχή του, που είναι οτύπος της δικαιωμένης από τον Θεό προσευχής, έχει το χαρακτηριστικό τηςταπείνωσης, ως βίωσης, καθώς είπαμε, της αληθινής μετάνοιας, μεεπίγνωση της αμαρτίας, με πίστη στην αγάπη του Θεού, με έλλειψη οποιασδήποτεεπικριτικής διάθεσης απέναντι στον συνάνθρωπο. Γι’ αυτό βεβαίως έγινε και οτύπος της προσευχής της Εκκλησίας. Το «Κύριε ελέησον», ή με την πιο ανεπτυγμένητου μορφή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», αποτελεί επακριβή μεταφοράτης τελωνικής προσευχής «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Ό,τι ο τελώνηςεισέπραξε από την προσευχή του, τη δικαίωση που είπε ο Κύριος - «κατέβη ούτοςδεδικαιωμένος ή εκείνος» - το ίδιο μας προσφέρει και η Εκκλησία με όλη τηνατμόσφαιρά της, που κινείται ακριβώς σε αυτόν τον ρυθμό. Κι από την άποψη αυτήο τελώνης για την Εκκλησία είναι ο τύπος του αγίου. Όχι βεβαίως για τιςαμαρτίες του, αλλά για τη μετάνοιά του. Ξέρουμε πια και εμείς πώς να στεκόμαστεαπέναντι στον Κύριο, ώστε να δικαιωνόμαστε.
γ. Η παραβολή του Τελώνη και τουΦαρισαίου ξεκινά το ευλογημένο Τριώδιο, που θα εκβάλει, όπως είπαμε, στονΣταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου. Η Εκκλησία μάς ανοίγει τα μάτια από τηναρχή: ο δρόμος για την Ανάσταση είναι ο δρόμος της μετανοίας και της ταπείνωσης.Και η προσευχή του δρόμου αυτού είναι το «Κύριε ελέησον». Ας πάρουμεστα χέρια μας, κρυφά και όχι φανερά, το κομποσχοίνι, και ας γίνει η κάθε στιγμήμας ένας κόμπος από αυτό. Το «Κύριε ελέησον» ας γίνει ο ρυθμός της ζωής μας. Τοαποτέλεσμα είναι γνωστό: η δικαίωσή μας και η χάρη του Θεού μας.