Ο ΤΕΛΩΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΦΑΡΙΣΑΙΟΣ
Ἀφήνουμε σήμερα στὴν εἰσαγωγή μας νὰ μιλήση ὁ Κύριος γιὰτὸν τρόπο ποὺ πρέπει νὰ προσευχόμαστε. Εἶναι παρμένα τὰ λόγια του ἀπὸ τὸν ἅγιοεὐαγγελιστὴ Ματθαῖο (Ματθ. στ´, 5 - 13).
«Κι ὅταν κάνετε προσευχή, μὴ γίνεστε σὰν τοὺςὑποκριτὲς ποὺ ἀγαποῦν νὰ στέκουν ὄρθιοι μέσα στὶς συναγωγὲς καὶ στὶς γωνιὲς τῶνμεγάλων δρόμων καὶ νὰ προσεύχωνται γιὰ νὰ φανοῦν στοὺς ἀνθρώπους. Ἀληθινὰ σᾶςλέγω, αὐτοὶ (μὲ τὶς τιμὲς ποὺ τοὺς κάνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὴν ἐπιδεικτική τουςεὐσέβεια) ἔλαβαν τὴν πληρωμή τους. Ἐσὺ ὅμως, ὅταν θέλης νὰ προσευχηθῆς,τραβήξου στὸ κελί σου, κι ἀφοῦ κλείσης τὴν πόρτα, προσευχήσου στὸ Θεὸ ποὺ εἶναιστὰ κρυφά, κι ὁ πατέρας σου ποὺ σὲ βλέπει στὰ κρυφὰ θὰ σὲ πληρώση στὰ φανερά.
Εκ του κατά Λουκάν (κεφ. κη΄, 10-14)
Κείμενο
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωποιδύο ἀνέβησαν εἰς τὸ Ιερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἶς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης.
Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦταπροσηύχετο· ὁ θεός, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπωνἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἤ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης.
Νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσακτῶμαι. Καὶ ὁ Τελώνης μακρόθεν ἑστώς, οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸνοὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λὲγων ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷἁμαρτωλῷ.
Λέγω ὑμῖν· κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸνοἶκον αὐτοῦ ἤ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶνἑαυτὸν ὑψώθήσεται.
Ἐξήγηση
Εἶπε ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν παραβολή. Δυὸ ἄνθρωποιπῆγαν μέσα στὸ ναό, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν· ὁ ἕνας Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης.
Κι ὁ Φαρισαῖος στάθηκε κι αὐτὰ παρακαλοῦσεμέσα του· σὲ εὐχαριστῶ Θεέ μου, ποὺ δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τοὺςἅρπαγες, τοὺς ἄδικους, τοὺς μοιχούς, οὔτε καὶ σὰν αὐτὸν ἐδῶ τὸν Τελώνη.
Νηστεύω δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα, δίνω τὸδέκατο ἀπ’ ὅλα ὅσα κερδίζω.
Ὅμως ὁ τελώνης ἔστεκε μακριὰ καὶ δὲν ἤθελεμήτε τὰ μάτια του νὰ σηκώση στὸν οὐρανό, μόνο χτυποῦσε τὸ στῆθος του κι ἔλεγε.Θεέ μου, εὐσπλαχνίσου με τὸν ἁμαρτωλό.
Σᾶς λέγω, αὐτὸς κατέβη ἀθωωμένος σπίτι τουπαρὰ ὁ ἄλλος, γιατὶ ὅποιος ἀνυψώνεται θὰ ταπεινωθῆ κι ὅποιος ταπεινώνεται θ’ἀνυψωθῆ.
ΟΜΙΛΙΑ
Ἡ προσευχὴ εἶναι ἀνάγκη στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες.Ὁ καθένας μας αἰσθάνεται τὸν ἑαυτό του ὑποχρεωμένο νὰ μιλήση μὲ τὸ Θεό.
Σ’ αὐτόν, σὰ γιὸς στὸν πατέρα, λέγει τὸν πόνοτου, τὶς στενοχώριες του, τὶς θλίψεις του, τὰ βάσανά του καὶ ζητάει βοήθεια.Ἀπ’ αὐτὸν ζητάει νὰ χύση βάλσαμο παρηγοριᾶς στὰ πονεμένα στήθη του. Νὰ τοῦσφουγγίση τὰ δάκρυα τοῦ πόνου καὶ νὰ τοῦ δώση τὴ δύναμη νὰ νικήση τὶς μπόρεςκαὶ τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς.
Στὸ Θεό μας λέμε καὶ τὴ χαρά μας καὶ τὴνιώθομε διπλὴ σὰν ξέρομε· πὼς μᾶς συντροφεύει. Λόγια εὐγνωμοσύνης τοῦἀπευθύνομε κι ἀναφωνοῦμε «δόξα σοι ὁ Θεός», ὅταν μὲ τὴ βοήθειά του πιτυχαίνομεστὶς πράξεις μας.
Μεγάλη ἡ τιμή ποὺ μᾶς κάνει νὰ μιλᾶμεἀπευθείας μαζί του. Γιατὶ ὁμιλία μὲ τὸ Θεὸ εἶναι ἡ προσευχή.
Ἐμεῖς οἱ ταπεινοὶ στεκόμαστε μπροστὰ στὸνΠαντοδύναμο Θεό μας καὶ ζητᾶμε νὰ μᾶς ἀκούση. Ἄς μὴ νομίσωμε ὅμως πὼς κάθεπροσευχὴ εἶναι εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τὸ Θεό. Ἡ προσευχή ποὺ γίνεται μὲταπεινοφροσύνη, μὲ φόβο Κυρίου, δηλαδὴ μὲ σεβασμό, γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τὸ Θεό.Προσευχὴ ὑπερήφανη δὲ γίνεται δεκτή, γιατὶ ὁ Κύριος, λέγει ἡ Αγία Γραφή, πάειἐνάντια σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι ὑπερήφανοι καὶ εὐλογάει τοὺς ταπεινούς. «Κύριοςὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν».
Δυὸ διαφορετικοὺς ἀνθρώπους ποὺ προσεύχονταιμᾶς παρουσιάζει ἡ σημερινὴ περικοπὴ καὶ δυὸ διαφορετικοὺς τρόπους προσευχῆς. Ὁἕνας εἶναι Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης.
Ὁ Φαρισαῖος μπαίνει στὴν ἐκκλησία τὴν ὥρα τῆςπροσευχῆς. Εἶναι ἀσφυκτικὰ γεμάτη. Ὁ κόσμος τοῦ κάνει μέρος νὰ περάση καὶ τὰμακριά του ράσα σέρνουν τὴ σκόνη τοῦ δαπέδου. Κρόσσια πολλὰ κρέμονται ἀπὸ τὸμεταξωτὸ σάλι, ποὺ ἔχει ριγμένο στὶς πλάτες του. Στέκεται μπροστά ἀπ᾽ ὅλους.Σηκώνει τὰ χέρια ψηλὰ καὶ τὰ πλατυμάνικα ράσα του κρεμιοῦνται μὲ μεγαλοπρέπεια.
Μὲ λόγια εὐχαριστίας ἀρχίζει τὴν προσευχήτου, πολὺ σωστά, ἀλλὰ καὶ μὲ λόγια περηφάνειας καὶ αὐτοθαυμασμοῦ τὴ συνεχίζει.
Ἡ ὑποκρισία ποὺ διακρίνει ὅλα του τὰ ἔργα,ὅλες τους τὶς πράξεις, γυμνὴ παρουσιάζεται καὶ στὴν προσευχή του. Κατηγορεῖὅλους τοὺς ἀνθρώπους σὰν ἅρπαγες, ἄδικους, ἀνήθικους. «Δὲν εἶμαι καὶ σὰν αὐτὸνἐδῶ τὸν τελώνη».
«Οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ» λέγει στὸ Θεὸ καὶτοῦ ἀπαντοῦμε ἐμεῖς: Ναί, δὲν εἶσαι σὰν τοὺς λοιπούς. Γιατὶ ἐκεῖνοι εἶναιταπεινοὶ κι ἐσὺ περήφανος. Ἐκεῖνοι προσέρχονται μὲ εὐλάβεια μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶσὺ μ᾽ ἀδιαντροπιά. Ἐκεῖνοι ἀναγνωρίζουν τὰ σφάλματά τους καὶ σὺ προσθέτεις καὶἄλλα μ’ αὐτὰ ποὺ λέγεις. Ἐκεῖνοι εἶναι πραγματικὰ δίκαιοι καὶ σὺ μόνο μέ λόγια.
Καὶ συνεχίζει ὁ ὑποκριτής: Νηστεύω δυὸ φορὲςτὴν ἑβδομάδα Δευτέρα καὶ Πέμπτη καὶ δίνω στὴν ἐκκλησία τὸ ἕνα δέκατο ἀπὸ ὅλαὅσά ἀποχτῶ.
Μᾶς τὸ εἶπε ὁ Κύριος γιὰ πιὰ πράγματαπλήρωναν τὸ δέκατο. Νὰ πῶς τοὺς καυτηριάζει καὶ τοὺς ξεσκεπάζει: Ἀλίμονό σαςγραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριτές, ποὺ πληρώνετε τὸ δέκατο τοῦ δυόσμου, τοῦἄνηθου καὶ τοῦ κύμινου καὶ παραμελήσατε τὰ σημαντικότερα τοῦ νόμου, τὴδικαιοσύνη, τὸ ἔλεος καὶ τὴν πίστη. Ὁδηγοὶ τυφλοί, διυλίζετε τὸ κουνούπι καὶκαταπίνετε τὴ γκαμήλα».
Δὲν τοὺς ἀρνεῖται κανεὶς τὴ νηστεία, ἀλλὰ ὅλαὅμως αὐτὰ εἶναι ἐξωτερικὰ γνωρίσματα καὶ δὲ δείχνουν τὸν πραγματικὸν ἄνθρωπο.Δὲ δείχνουν πὼς βασιλεύει μέσα του ἡ καλοσύνη, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀλήθεια.
Τέτοια προσευχὴ δὲν εἶναι δεκτὴ ἀπὸ τὸ Θεό.Ἀντὶ νὰ ἀκούση ὁ Θεὸς, ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό Του. Τέτοια προσευχή, ὅτανἀνεβαίνη σὰν τὸ θυμίαμα ἐνώπιόν Του, σκορπίζεται πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὸν ἀέρα,προτοῦ νὰ φτάση ὡς τὸν Πλάστη.
Ἀλλὰ εἶναι καιρὸς νὰ γυρίσωμε στὸν τελώνη. Νὰσταθοῦμε κοντά του στὴ γωνιὰ τοῦ ναοῦ καὶ νὰ ἀκούσωμε τὰ λόγια, ποὺ σιγὰ σιγὰλέγει ὁ ταπεινὸς τοῦτος, σὲ σύγκριση μὲ τὸ Φαρισαῖο, ἄνθρωπος. Τὰ ψιθυρίζει.Βγαίνουν ἀπὸ τὸ στῆθος του μὲ συντριβή, μὲ ἀληθινὴ μετάνοια.
Δὲν τολμάει οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώση πρὸςτὸν οὐρανό, ἀπὸ φόβο μὴν ἀντικρίση τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν μαλώση γιὰ τὶςἁμαρτίες του. Δὲν σηκώνει καὶ τὰ χέρια ψηλὰ μὲ ὕφος θεατρίνου. Χτυπάει τὸστῆθος του, γιὰ νὰ δείξη τὴν εἰλικρινῆ του διάθεση τῆς μετάνοιας. Τὰ κρατάειἀνταμωμένα μπροστὰ στὸ στῆθος του καὶ σὲ στάση ἀπόλυτης συντριβῆς, στέλνει στὸΘεὸ αὐτὰ τὰ λόγια: «Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Θεέ μου συγχώρεσέ μου τὶςἁμαρτίες, ἐμένα τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Πόση ταπείνωση καὶ πόση εἰλικρίνεια δείχνουντοῦτα τὰ λόγια. Ἀναγνωρίζει πὼς σὰν ἄνθρωπος ἔχει ἁμαρτίες. Ξέρει πὼς κανεὶςδὲν εἶναι ἀναμάρτητος, παρὰ μονάχα ὁ Θεὸς, καὶ ζητάει συγχώρεση.
Τὸ συμπέρασμα; Μᾶς βγάζει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.Σᾶς λέγω πὼς ὁ τελώνης κατέβηκε ἀθωωμένος στὸ σπίτι του παρὰ ὁ ἄλλος, γιατὶὅποιος ἀνυψώνεται θὰ ταπεινωθῆ καὶ ὅποιος ταπεινώνεται θὰ ἀνυψωθῆ.