ΆγιοςΜελέτιος, Αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας
«Φωστήρας της Ορθοδοξίας, πρότυπο Ευαγγελικήςπολιτείας, άνθρωποςειρήνης και καταλλαγής» 1 , χαρακτηρίζεται, αγαπητοί μου, ο σήμεραεορταζόμενος Άγιος Μελέτιος, Αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας.
Υπήρξεένας από τους σπουδαιότερους εργάτες της Εκκλησιαστικής ενότητας, η οποία, παρά τις αποφάσεις της 1ηςΟικουμενικής Συνόδου, εξακολουθούσε να σπαράσσεται από την διαιρετικήδράση των αιρετικών.
ΟΆγιος Μελέτιος έζησε τον 4ο αιώνα και απήλαυσε τον άνεμο της ελευθερίας που άρχισε να πνέει στη ζωή τηςΕκκλησίας, ύστερα από την μακρά περίοδοτων διωγμών. Σην ίδια στιγμή, όμως, έγινε μέτοχος και πρωταγωνιστής στον αγώνατης Εκκλησίας για την διαφύλαξη της ορθής πίστης και την διάσωση της ενότητάςτης, που απειλούνταν από την δράση των αιρετικών της εποχής εκείνης. Σην δράσηαυτή, ενίοτε εκμεταλλεύονταν και οι φορείς της πολιτικής εξουσίας, οι οποίοι,για πολιτικούς και μόνο λόγους, προωθούσαν και ενίσχυαν τα αιρετικά κινήματα, επενέβαιναναπροκάλυπτα στα διοικητικά και Κανονικά ζητήματα της Εκκλησίας και συνέβαλανστην περαιτέρω πνευματική σύγχυση του λαού. Ο Άγιος, ως Επίσκοπος Σεβαστείας αρχικά και Αρχιεπίσκοπος Αντιοχείαςστη συνέχεια, αγωνίστηκε σθεναρά για την αποκατάσταση της Ορθόδοξης πίστηςενάντια στα υπολείμματα του αρειανισμού, τα οποία, όμως, συντηρούσαν με τοντρόπο τους, αφενός μεν αυτοκράτορες όπως ο αιρετικός Κωνστάντιος και οειδωλολάτρης Ιουλιανός ο Παραβάτης, αλλά και εκκλησιαστικοί άνδρες. Υπέστηδιωγμούς και εξορίες απ’ αυτούς, όμως αποκαταστάθηκε στον θρόνο του, έχονταςστο πλευρό του μέγιστες Εκκλησιαστικές προσωπικότητες όπως ο Μέγας Βασίλειοςκαι ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, αλλά και τον σπουδαίο Βυζαντινό ΑυτοκράτοραΜέγα Θεοδόσιο. Ο ευσεβής αυτός πολιτικός ηγέτης ανέθεσε στον Άγιο Μελέτιο τηνπροεδρία της 2ας Οικουμενικής Συνόδου, που πραγματοποιήθηκε στηνΚωνσταντινούπολη τον Μάιο του 381, κατά την διάρκεια της οποίας ασθένησε καιεκοιμήθη εν Κυρίω.
Στο επίκεντρο της ζωής του Αγίου Μελετίου,αγαπητοί μου, υπήρξε ο αγώνας κατά των αιρέσεων, ένας αγώνας διαρκής στηνΕκκλησιαστική ιστορία, καθώς, με ποικίλα προσωπεία, οι αιρέσεις κάνουν τηναπειλητική εμφάνισή τους κάθε εποχή. Τπάρχει, σχετικά, η αντίληψη ότι η αίρεση είναι απλά μίαδιαφορετική, από την επικρατούσα, τοποθέτηση σε ζητήματα Ορθόδοξης πίστης καιζωής, άρα δεν συνιστά τόσο μεγάλο κίνδυνο για την συνοχή της Εκκλησίας και τηνπνευματική ζωή των μελών της. Η αντίληψη αυτή είναι φανερά λαθεμένη για δύοκυρίως λόγους: Ο πρώτος είναι πως «ηαίρεση δεν είναι η «άλλη άποψη» που αντιπαρατίθεται στην αλήθεια τουΕυαγγελίου, αλλά η κακοποίηση και η ανατροπή του. Είναι η παραχάραξη, ηδιαστρέβλωση της αλήθειας της πίστεως, η παραποίησή της, η νόθευση τηςΟρθόδοξης διδασκαλίας και ζωής. Νόθευση που, πολλές φορές, δεν γίνεται απόάγνοια, αμέλεια ή κάποιον άλλον παρόμοιο λόγο, αλλά γίνεται σκοπίμως, εκπροθέσεως και συστηματικά και άλλοτε πάλι από παρερμηνεία των δογματικών αληθειώνκαι υπερβάλλοντα ζήλο αυτών που ερμηνεύουν και παρερμηνεύουν, μάλιστα, τα δόγματακαι την πίστη της Εκκλησίας»2
Οδεύτερος λόγος για τον οποίο οι αιρέσεις συνιστούν μέγιστο κίνδυνο είναι διότισυμβάλλουν στην διαίρεση και απειλούν την ενότητα της Εκκλησίας. Αυτή η ενότηταείναι πολυτιμότατο αγαθό, άνευ του οποίου το έργο της Εκκλησίας κλονίζεται και αποδυναμώνεταιεις βάρος του λαού του Θεού, ο οποίος περιπίπτει σε πλάνες και αποσχιστικέςτάσεις που θέτουν σε κίνδυνο αυτή την ίδια την εν Χριστώ σωτηρία του. Η ενότηταδιαμορφώνεται γύρω από την ορθή πίστη περί του Χριστού, της Υπεραγίας Θεοτόκου,της Αγίας Τριάδος, των Αγίων και της Εκκλησίας, όπως αυτή οριοθετήθηκε καικατοχυρώθηκε από τις αποφάσεις των Αγίων Επτά Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίεςσυνιστούν τον Δογματικό χάρτη της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ηπαρουσία, όμως, των αιρέσεων είναι αποδεικτική μιας θλιβερής αλήθειας, η οποίαπρέπει να μάς προβληματίζει όλους. Η αλήθεια αυτή είναι η ουσιαστική απομάκρυνσήμας από τον ζωοποιό χώρο της Εκκλησίας και ο περιορισμός μας σε μια τυπική θρησκευτικότηταεθιμικού χαρακτήρα, χωρίς βαθειάερείσματα και ισχυρά θεμέλια. «Γιατίείναι αυτονόητο ότι όπου ανθίζει η αίρεση, εκεί προϋπάρχει μια υποχώρηση στηνπίστη. Με άλλα λόγια, αν ήμασταν συνεπείς στην πίστη μας Χριστιανοί, δεμένοι μετην Εκκλησία, αν αγωνιζόμασταν να ζούμε σύμφωνα με αυτό που υποσχεθήκαμε στοΒάπτισμά μας, τότε, βεβαίως, η αίρεση δεν θα είχε κανένα απολύτως πεδίοδράσεως, που σημαίνει ότι θα έσβηνε στη γέννησή της. Όμως, δυστυχώς, ηχλιαρότητα στην πίστη μας αποξήρανε κάθε ζωντάνια μας, οπότε εύκολα η αίρεσηβρήκε δρόμους εισόδου, αυξήσεως και καρποφορίας…»3
Γι’αυτό, αδελφοί μου, ας ενισχύσουμε και καλλιεργήσουμε την πίστη μας, βιώνονταςουσιαστικά την Εκκλησιαστική ζωή, γεγονός που θα μάς καταστήσειάτρωτους στοδιαβρωτικό έργο των αιρέσεων. ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Επιφάνιου Οικονόμου, Ι.Μ.Δημητριάδος
1. Νέος Συναξαριστής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Τόμος 6 , σελ.13
2.«Φωνή Κυρίου», 17 Οκτωβρίου 1999
3. Πρωτοπρ. Γεώργιος Δορμπαράκης, «Αίρεση: ηαπώλεια του ανθρώπου». «Πειραϊκή Εκκλησία», Νοέμβριος 1991